Σύνοψις τής Μεσαιωνικής Ιστορίας των Ελλήνων (Ρωμηών)
Ορισμός
Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος ή
Ελληνική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης
αποκαλείται συμβατικά το διασωθέν ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όταν αυτή κατέρρευσε μετά τήν εισβολή Γερμανικών φύλων, τόν 5ο αιώνα μ.Χ.
Πρωτεύουσα του Ανατολικού κράτους τό οποίο, μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους, συνέχισε περίπου για έντεκα αιώνες ακόμα την αυτόνομη ζωή του, ήταν η
Κωνσταντινούπολη.
Η "Βασιλεύουσα" εγκαινιάσθηκε από τόν Μέγα Κωνσταντίνο
στίς 11 Μαΐου 330 μ. Χ., πάνω στήν αρχαία πόλη του Βυζαντίου, που είχε ιδρύσει το 659 π.Χ. ο Βύζας από τα Μέγαρα στις ακτές του Βοσπόρου.
Η Ελληνική αυτοκρατορία καταλύθηκε στίς 29 Μαΐου 1453, ημέρα Τρίτη, επί βασιλείας του Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου, μέ τήν άλωση της Κωνσταντινούπολης από
τούς Οθωμανούς Τούρκους.
Ονομασία
Οι κάτοικοι του Βυζαντίου χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους, το κράτος καί την ιστορία τους τον όρο "Ρωμαίος". Τιμούσαν μέ αυτό τόν
τρόπο τούς ιδρυτές του κράτους τους, αλλά ταυτόχρονα εξασφάλιζαν μία άτυπη υπεροχή έναντι των υπολοίπων ευρωπαϊκών βασιλείων, τά οποία όφειλαν σεβασμό
στούς κληρονόμους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Οι Λατίνοι, αντίθετα, τούς πολίτες του Βυζαντίου τούς ονόμαζαν "Γραικούς" (Graeci)
καί τό κράτος τους «Βασίλειο των Γραικών» (Regnum Graecorum). Αντίστοιχα, όταν ιδρύονταν ένα ισχυρό δυτικό κράτος, όπως αυτό του Οθωνα του Α' (962),
αυτό τό ονόμαζαν «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», γιά νά έχει εξασφαλισμένη, μέ αυτόν τόν τρόπο, τήν πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στά υπόλοιπα χριστιανικά βασίλεια.
Ο όρος "βυζαντινός"
εισήχθη από τόν Ιερώνυμο Βολφ (Wolf) τό 1562, όταν ίδρυσε το "Corpus Historiae byzantinae", καί τον καθιέρωσε ο Φιλίπ Λαμπ (Philippe Labbe), εκδότης της "Βυζαντίδος του
Λούβρου", προλογίζοντας το έργο του με τις λέξεις: "De Byzantinae historiae scriptoribus" (1648). Το 1680 ο Δουκάγκιος (Κάρολος du Cange) τιτλοφόρησε το έργο του,
στο οποίο
διαπραγματευόταν την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης, «Historia Byzantina». Η βυζαντινή ιστορία είχε βρει πια τη θέση της στην επίσημη επιστημονική
ορολογία. Από τότε ο επιστημονικός κόσμος άρχισε σιγά-σιγά να χρησιμοποιεί τα ονόματα «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» καί «Βυζαντινοί» για να δηλώσει την
αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης καί τους
κατοίκους που ζούσαν μέσα στα όριά της. Οι Ελληνες, όμως εκείνη τήν περίοδο, όντας ραγιάδες των Οθωμανών, ονόμαζαν τούς εαυτούς τους
«Ρωμιούς» καί τό καταλυθέν
κράτος τους «Ρωμανία», ενώ πάντα νοσταλγούσαν καί τραγουδούσαν μέ μελαγχολία τήν πρωτεύουσά τους τήν Κωνσταντινούπολη, τήν
«Πόλη» τους τήν αγαπημένη.
Γεωγραφικός χώρος
Τό Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος κληρονόμησε εδάφη πού απλώνονταν από τήν Αίγυπτο, τή Συρία, τήν Αρμενία, μέχρι τόν ποταμό Δούναβη καί τίς ακτές της Ισπανίας.
Υπό την πίεση δεκάδων επιδρομέων η αυτοκρατορία συρρικνώθηκε σέ κτήσεις οι οποίες παραδοσιακά καί από αρχαιοτάτων χρόνων κατοικούνταν από Ελληνες,
όπως ήταν η Μικρά Ασία, ο Πόντος, η Ρωμυλία, η Θράκη, η Μακεδονία, η Ηπειρος, τά νησιά του Αιγαίου καί του Ιονίου, η Κύπρος, η Κάτω Ιταλία
καί η Πελοπόννησος.
Τόν τελευταίο αιώνα, υπό τόν ασφυκτικό κλοιό των Τούρκων, τό Βυζάντιο περιορίστηκε στά όρια της Κωνσταντινουπόλεως, στόν Μυστρά καί στήν Τραπεζούντα,
μέχρι καί τήν πτώση του,
στίς 29 Μαϊου 1453.
Εθνολογικός χαρακτήρας
Στον τεράστιο χώρο όπου εκτεινόταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ζούσαν διάφοροι λαοί καί φύλα: Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι, Αιγύπτιοι, Σύριοι,
Γότθοι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Ιλλυριοί, Γαλάτες κ.ά.. Έτσι, η ιστορία των πρώτων αιώνων της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν είναι η ιστορία μόνο ενός έθνους,
αλλά ενός υπερεθνικού κράτους με αποστολή εξόχως οικουμενική. Ενωτικό τους χαρακτηριστικό φυσικά ήταν η χριστιανική πίστη καί
η ελληνική γλώσσα, η οποία καθιερώθηκε από τόν 6ο αιώνα, ως η επίσημη γλώσσα του κράτους.
Ενώ όμως οι διάφοροι λαοί αποτελούσαν ένα παροδικό καί επιπόλαιο στοιχείο, τό οποίο όταν αποκτούσε εθνική συνείδηση, αποχωρίζονταν βαθμιαία από το
βυζαντινό κράτος καί δημιουργούσε τό δικό του ανεξάρτητο κράτος, όπως ήταν η Βουλγαρία, η Σερβία, η Αρμενία κ.ά, τό ελληνικό στοιχείο
αποκτούσε επίγνωση του εαυτού του καί της καταγωγής του καί ταυτίζονταν ολοένα καί περισσότερο με το κράτος, που σιγά-σιγά έγινε αμιγώς ελληνικό,
όχι μόνο στη γλώσσα καί τον πολιτισμό αλλά καί στη συνείδηση. Αλλωστε, είναι γεγονός αναγνωρισμένο ότι σε όλους αυτούς τους διαφορετικούς λαούς είχε αποτυπωθεί
η σφραγίδα του ελληνισμού: εκκλησιαστική τους γλώσσα ήταν η ελληνική, όπως ελληνική επίσης ήταν η γλώσσα του εμπορίου καί των διεθνών συναλλαγών. Μεγάλα
κέντρα του ελληνισμού ήταν η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια,
η Έφεσος, η Θεσσαλονίκη, που ενίσχυαν καί μετέδιδαν συνεχώς τη λάμψη του ελληνικού πνεύματος. Τους συνεκτικούς δεσμούς του κράτους που σφυρηλατούσε η
ελληνική πνευματική ακτινοβολία ενίσχυσε κι άλλος ένας σημαντικός παράγοντας: η
Ορθοδοξία, όπως αυτή καθιερώθηκε μετά τό σχίσμα της Ανατολικής μέ τή
Δυτική Εκκλησία.
Στό Βυζάντιο, τό οποίο πολλοί ιστορικοί, μεταξύ των οποίων καί ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ονόμασαν «Ελληνική Αυτοκρατορία»,
η παιδεία βασιζόταν στόν Ομηρο, στόν Πλάτωνα καί τόν Αριστοτέλη, ενώ υπήρχε περιφρόνηση γιά οτιδήποτε λατινικό, δεδομένου ότι τούς Φράγκους τούς
αποκαλούσαν βαρβάρους. Ολοι φυσικά γνωρίζουμε ότι από τό όνομα Ρωμαίος προήλθε καί ο όρος «Ρωμηός», τόν οποίον χρησιμοποιούσαν οι προγόνοι μας καθόλη
τή διάρκεια της τουρκοκρατίας, καθόλη τή διάρκεια του αγώνα γιά τήν ανεξαρτησία μας καί ακόμα μέχρι τίς αρχές του 20ου αιώνα, κυρίως στήν Μικρά Ασία.
Η ελληνική συνείδηση των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων παγιώθηκε κυρίως μετά τήν άλωση του 1204, όταν βρέθηκαν σέ ιδιαιτέρως δυσχερή θέση περικυκλωμένοι
από εχθρικά διακείμενα αλλόφυλους, έχοντας χάσει εδάφη καί τήν ιερή γιά αυτούς «Θεοφύλακτη Πόλη».
Ο καθηγητής της Ιστορίας Απόστολος Βακαλόπουλος έχει διασώσει ενα εκπληκτικό κείμενο Ελληνορθοδόξου αξιοπρεπείας καί πατριωτικής παρρησίας γραμμένο
από τόν Αυτοκράτορα της Νικαίας Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη (1193-1254) τό οποίο τό απηύθυνε στόν Πάπα Νικόλαο Θ΄:
«Γράφεις στό γράμμα σου ότι στό δικό μας γένος των Ελλήνων η σοφία βασιλεύει...... οτι, λοιπόν, από τό δικό μας γένος άνθησε η σοφία καί τά αγαθά της
καί διεδόθησαν στούς άλλους λαούς, αυτό είναι αληθινό. Αλλά πώς συμβαίνει νά αγνοείς, ή αν δέν τό αγνοείς πώς καί τό απεσιώπησες, ότι μαζί μέ τήν βασιλεύουσα Πόλη
καί η βασιλεία σέ αυτόν τόν κόσμο κληροδοτήθηκε στό δικό μας γένος από τόν Μέγα Κωνσταντίνο; Υπάρχει μήπως κανείς πού αγνοεί ότι η κληρονομιά της δικής του
διαδοχής πέρασε στό δικό μας γένος καί εμείς είμαστε οι κληρονόμοι καί διάδοχοί του; Απαιτείς νά μήν αγνοούμε τά προνόμιά σου. Καί εμείς εχουμε τήν αντίστοιχη
απαίτηση νά δείς καί νά αναγνωρίσεις τό δίκαιό μας όσον αφορά τήν εξουσία μας στό κράτος της Κωνσταντινουπόλεως, τό οποίο αρχίζει από των χρόνων
του Μεγάλου Κωνσταντίνου καί .... έζησε επί χίλια χρόνια ώστε εφθασε μέχρι καί τήν δική μας βασιλεία.
Οι γενάρχες της βασιλείας μου, από τίς οικογένειες
των Δουκών καί των Κομνηνών, γιά νά μήν αναφέρω τους αλλους, κατάγονται από ελληνικά γένη.
Αυτοί λοιπόν οι ομοεθνείς μου επί πολλούς αιώνες κατείχαν τήν εξουσία στήν Κωνσταντινούπολη.
Διαβεβαιούμε δέ τήν Αγιότητά σου καί όλους τούς Χριστιανούς ότι ουδέποτε θά παύσουμε νά αγωνιζόμαστε καί νά πολεμούμε κατά των κατακτητών της
Κωνσταντινουπόλεως. Θά ασεβούσαμε καί πρός τούς νόμους της φύσεως καί πρός τούς θεσμούς της πατρίδος καί πρός τούς τάφους των πατέρων μας καί πρός τούς
Ιερούς ναούς του Θεού, εάν δέν αγωνιζόμασταν για αυτά μέ όλη μας τήν δύναμη......»
Αλλο ένα ενδεικτικό κείμενο πού διασώζεται μετά από τήν άλωση του 1453, είναι ο «Θρήνος καί Κλαυθμός Κωνσταντινουπόλεως» του Ματθαίου Μυρέων:
«Αλλοίμονον, αλλοίμονον 'ς το γένος των Ρωμαίων.
Ω, πώς εκαταστάθηκε το γένος των Ελλήνων.
Σ' εμάς, εις όλους τους Γραικούς να έλθη τούτ' την ώρα».
Πρωτεύουσα
H Κωνσταντινούπολη
υπήρξε τό καύχημα των Βυζαντινών, η ιερή πόλη της Ρωμιοσύνης, τό τραγούδι του σκλαβωμένου, επί τουρκοκρατίας ραγιά, η πόλη θρύλος των
Ελλήνων. Η πρωτεύουσα του χριστιανικού ρωμαϊκού κράτους, η πόλη που ταυτίσθηκε με την ζωή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Α΄ καί
σηματοδότησε με την παρουσία της σημαντικές αλλαγές σε ολόκληρη την ανατολική περιφέρεια της Μεσογείου. Η πόλη θεμελιώθηκε στις 8 Νοεμβρίου 324 καί
εγκαινιάστηκε στις 11 Μαΐου 330. Ιδρύθηκε στη θέση όπου βρισκόταν το Βυζάντιο, η αρχαία αποικία των Μεγαρέων
Η επιλογή της τοποθεσίας, για την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, αιτιολογήθηκε με βάση τη «θεία έμπνευση». Ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε στο
περιβάλλον του, ότι ένας αετός εμφανίστηκε στον ύπνο του καί άφησε ένα λίθο να πέσει στο χώρο του Βυζαντίου. Μετά την επιλογή της θέσης για τη νέα πρωτεύουσα ο
αυτοκράτορας υπέδειξε την επέκταση των ορίων της πόλης.
Ο Φιλοστόργιος περιγράφει ότι γιά την επέκταση των ορίων της πόλης ο Κωνσταντίνος, προσπαθώντας να αποτυπώσει την έκταση των ορίων για τα τείχη της νέας πόλης,
άρχισε να προχωρεί κρατώντας ένα ακόντιο. Καθώς, όμως, προχωρούσε, εκείνοι που τον ακολουθούσαν σχημάτισαν την αντίληψη ότι είχε τελικά χαράξει πολύ
μεγαλύτερα όρια από εκείνα τα οποία χρειάζονταν. Στο τέλος κάποιος ανάμεσά τους τον ρώτησε: «ως ποίο σημείο δέσποτα;» καί έλαβε την απάντηση:
«μέχρις ότου σταματήσει εκείνος που προχωρεί μπροστά μου καί με καθοδηγεί».
Ο Μέγας Κωνσταντίνος την ονόμασε «Νέα Ρώμη», αργότερα όμως ονομάστηκε «Πόλη του Κωνσταντίνου», «Κωνσταντινούπολη» ή απλώς «Πόλη».
Σήμερα διεθνώς αποκαλείται «Istanbul» (Σταμπούλ - στήν Πόλιν). Υλικά καί έργα τέχνης συγκεντρώθηκαν από όλα τα μέρη του ρωμαϊκού κράτους, ώστε η πόλη
έγινε σύντομα μουσείο θησαυρών του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Μετά τη διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό καί Δυτικό, η Κωνσταντινούπολη έγινε
πρωτεύουσα του Ανατολικού κράτους καί εξακολούθησε να είναι μέχρι τήν τελική της πτώση, το 1453.
Ο Θεοδόσιος επέκτεινε τον περίβολο των τειχών το 413 που, όπως φαίνεται, εκτείνονταν από την παραλία της Προποντίδας ως το Παλάτι του Έβδομου στον Κεράτιο Κόλπο. Τα τείχη
αυτά, που ήταν χερσαία καί το μήκος τους έφτανε τα 7 χλμ., αποτελούνταν από τρεις σειρές τειχών που είχαν κατά διαστήματα πύργους. Εμπρός από κάθε σειρά υπήρχε
τάφρος. Εκτός των χερσαίων τειχών υπήρχαν καί τα παραθαλάσσια, μήκους 12 χλμ., μιας σειράς. Δυνατός σεισμός τα γκρέμισε το 446, αλλά επισκευάστηκαν
επανειλημμένα ως το 1453.
Η περίοδος του Ιουστινιανού
άφησε τη σφραγίδα του στην Πόλη, με τα λαμπρά μνημεία που χτίστηκαν στα χρόνια του. Κορωνίδα της
οικοδομικής αυτής δραστηριότητας ήταν
ο ναός της Αγίας Σοφίας.
Τον 8ο αι. η Πόλη αντιμετώπισε νικηφόρα τις
επιθέσεις Αβάρων, Περσών καί Αράβων
και τον ίδιο καιρό γνώρισε τις διαμάχες καί συγκρούσεις των εικονομάχων καί των εικονολατρών.
Η εποχή των Μακεδόνων (867-1057)
λάμπρυνε για άλλη μια φορά την πρωτεύουσα του Βυζαντίου με καινούργια παλάτια, εκκλησίες καί μοναστήρια.
«Η Κωνσταντινούπολη, αναμφισβήτητη εστία των ανώτερων τάξεων του έθνους, που δεν είναι πια αποκλειστικά στρατιωτικοί, υπαγορεύει όλες τις μορφές πνευματικής
ζωής καί δίνει τον τόνο σ' όλες τις κοινωνικές καί κοσμικές εκδηλώσεις. Διαλεγμένη για διαμονή από μια εκλεπτυσμένη κοινωνία, που επιδεικνύει τα πλούτη καί την
πολυτέλειά της, ακόμα καί σε στιγμές εθνικών κινδύνων, αποκτά με τον καιρό τις διαστάσεις ενός πραγματικού θρύλου, που ξεπερνά γρήγορα τα βυζαντινά σύνορα.
Η ομορφιά, η μεγαλοπρέπεια καί προπαντός τα πλούτη της πόλης, κεντρίζουν τα πνεύματα των συγχρόνων, εξάπτουν την περιέργεια καί προκαλούν το θαυμασμό καί
την έκσταση, αισθήματα που σ' άλλους προκαλούν περηφάνια καί συγκίνηση καί σ' άλλους απληστία καί φθόνο........» Ελένη Γλυκάτζη - Αρβελερ
Την
εποχή των Κομνηνών (1057-1185)
ιδρύθηκε το παλάτι των Βλαχερνών στα νοτιοδυτικά της πόλης, που αποτέλεσε το νέο κέντρο της διοικητικής ζωής της πρωτεύουσας. Παράλληλα διαμένουν
την εποχή αυτή στην Κωνσταντινούπολη Λατίνοι (Γενουάτες, Πισάτες, Βενετοί) χάρη στα εμπορικά προνόμια που τους δόθηκαν.
Το 1204 η Κωνσταντινούπολη λεηλατήθηκε από τους σταυροφόρους της Δ' σταυροφορίας
καί οι θησαυροί της πλημμύρισαν τη Δύση. Ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας ίδρυσε το λατινικό βασίλειο της Κωνσταντινούπολης, ενώ
η βυζαντινή αριστοκρατία κατέφυγε στη Νίκαια.
Το 1261 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος
κατόρθωσε να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη καί να της δώσει την
τελευταία δυναστεία των Παλαιολόγων.
Στα χρόνια αυτά η Κωνσταντινούπολη γνώρισε θαυμαστή πνευματική καί καλλιτεχνική άνθηση, παρά τις κοινωνικές καί
θρησκευτικές έριδες που συγκλόνιζαν το κράτος, τον οικονομικό καί στρατιωτικό μαρασμό, τους εξωτερικούς εχθρούς, καί κυρίως τους Τούρκους, που περισφίγγανε το
Βυζάντιο.
Η κατάληψη της Πόλης από το Μωάμεθ Β' στις 29 Μαΐου του 1453
σήμανε καί το τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη έγινε πρωτεύουσα των Τούρκων σουλτάνων, το κέντρο της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας,
και έπαιξε
σπουδαίο ρόλο σε όλη τη διάρκεια των κατοπινών αιώνων.
Κτισμένη πάνω σε μια τριγωνική χερσόνησο μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της
Προποντίδας. Απέναντι, στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου, βρίσκεται
το Σκούταρι (Χρυσούπολη), εμπορικό κέντρο, ενώ στην απέναντι από την Κωνσταντινούπολη ακτή του Κεράτιου κόλπου, βρίσκεται το προάστιο Γαλατάς.
Μεγάλη γέφυρα, που στηρίζεται
στο στόμιο του Κεράτιου κόλπου, συνδέει την Κωνσταντινούπολη με το Γαλατά. Ο Κεράτιος κόλπος αποτελεί το μοναδικό λιμάνι της Κωνσταντινούπολης.
Οι εφτά λόφοι πάνω στους οποίους είναι χτισμένη η Κωνσταντινούπολη καταλήγουν στο ακρωτήριο Σεραϊμπουρνού καί στις κατηφορικές ακτές της θάλασσας του
Μαρμαρά και του Κεράτιου κόλπου.
Στό Φανάρι
βρίσκεται η έδρα του Οικουμενικού Πατριάρχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Από τα βυζαντινά μνημεία της Κωνσταντινούπολης
που σώζονται ξεχωρίζει ο
ναός της Αγίας Σοφίας,
ο οποίος είναι μουσείο.
Ο ναός της Αγίας Ειρήνης,
βρίσκεται πίσω από την Αγία Σοφία καί αρχικά είχε μορφή ξυλόστεγης βασιλικής, ο Ιουστινιανός όμως τον ξανάχτισε μετά την καταστροφή του στη «Στάση του Νίκα» σαν
βασιλική με τρούλο. Στη σύγχρονη εποχή λειτουργεί ως μουσείο των τουρκικών πολέμων.
Η βασιλική του Στουδίου χτίστηκε το 463 επί της βασιλείας Λέοντα του Μεγάλου
από τον πατρίκιο Στούδιο κοντά στο θαλάσσιο τείχος καί στο Επταπύργιο. Τον 8ο αι. ανακαινίστηκε καί αποτέλεσε περίφημο μοναστήρι, κέντρο αντίστασης κατά των
εικονομάχων. Ο ναός των Αγίων Σέργιου καί Βάκχου είναι κτίσμα της εποχής του Ιουστινιανού. Κοντά του βρίσκεται το Ιερό Παλάτι.
Η μονή Μυρέλαιου ιδρύθηκε πάνω σε ένα ρωμαϊκό κυκλικό οικοδόμημα του 3ου ή 4ου αι. π.Χ. Ως μοναστήρι υπήρχε από τον 8ο αιώνα, αλλά καταστράφηκε το
1911 από πυρκαγιά. Η μονή του Λίβα ιδρύθηκε γύρω στο 910 από το δρουγγάριο Κωνσταντίνο Λίβα. Στα τέλη του 15ου αιώνα έγινε τζαμί καί το 1918 κάηκε.
Η μονή του Παντοκράτορα ανήκει στην εποχή των Κομνηνών καί ήταν μια από τις σπουδαιότερες μονές της Βασιλεύουσας.
Η μονή της Παμμακαρίστου
(11ος αι.) ήταν έδρα του πατριαρχείου μετά την Αλωση, ως το 1586, οπότε έγινε τζαμί. Η μονή της Χώρας (Καχριέ Τζαμί), της οποίας σώζεται το καθολικό,
ιδρύθηκε στα χρόνια του Ηράκλειου (7ος αι.) καί αποτελεί το κυριότερο δείγμα της ομάδας των σταυροειδών με τρούλο καί περίστοο ναών. Είναι διακοσμημένος με
εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτά καί τοιχογραφίες του 14ου αι. Ο οβελίσκος του Θεοδοσίου είναι ένα παλιό
αιγυπτιακό μνημείο που μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 390 καί κοσμείται με ανάγλυφα του 4ου αι. μ.Χ., της εποχής δηλαδή που στήθηκε. Τέλος πρέπει να
αναφερθούν δύο τεράστιες υπόγειες δεξαμενές νερού του 6ου αι., η Μπιν Μπιρ Ντιρέκ (χίλιες καί μια κολόνες) καί η Γερεμπατάν Σεράι (υπόγειο παλάτι) με πλήθος κιόνων.
Το 1985 πολλά ιστορικά κτίρια της πόλης, όπως η Αγία Σοφία καί το Σουλεϊμανιέ κ.ά., χαρακτηρίστηκαν από την UNESCO Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Πρωτοβυζαντινή περίοδος (324-565)
Το βυζαντινό κράτος, ρωμαϊκό ακόμα στη διοίκηση, στο δίκαιο καί στην επίσημη γλώσσα του, αναδιοργανώθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο
οποίος συνέχισε το μεταρρυθμιστικό έργο του Διοκλητιανού. Η ανάγκη αναδιοργάνωσης είχε γίνει πολύ επιτακτική, επειδή το κράτος την εποχή εκείνη είχε να αντιμετωπίσει
όχι μόνο τους πατροπαράδοτους εξωτερικούς του εχθρούς, τους Πέρσες, αλλά καί νέους αντιπάλους, όσους η μετανάστευση των λαών καθιστούσε απειλητικούς
στα σύνορά του. Για περίπου εκατό χρόνια το κράτος αντιμαχόταν τους Αλαμάνους στη Δύση, τους Γότθους
στα Βαλκάνια, τους Πέρσες στην Ανατολή,
τούς Ούννους καί τούς Οστρογότθους οι οποίοι τελικά στράφηκαν προς την Ιταλία καί ίδρυσαν δικό τους βασίλειο στη θέση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, που στην
ουσία είχε ήδη καταλυθεί από τον Οδόακρο τό 476.
Τή δυναστεία του Μεγάλου Κωνσταντίνου (325-378), απετέλεσαν οι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας, ο Κωνστάντιος, ο Ιουλιανός,
ο Ιοβιανός καί ο Ουαλεντινιανός με τον Ουάλη (364-376). Ο Μέγας Κωνσταντίνος (324-337) έγινε μονοκράτορας νικώντας το Μαξέντιο στη Μουλβία γέφυρα του Τίβερη (312) καί το Λικίνιο στην
Αδριανούπολη (323)· για λόγους πολιτικούς, οικονομικούς καί στρατιωτικούς μετέφερε την πρωτεύουσα στο Βυζάντιο. Υποστήριξε το χριστιανισμό με το
Διάταγμα των Μεδιολάνων (313) περί ανεξιθρησκίας, με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) στη Νίκαια και με τη βάφτισή του (337). Φρόντισε για τη
διοίκηση, μείωσε τη φορολογία καί δημιούργησε κυρίως μισθοφορικό στρατό. Ο Κωνστάντιος (337-361) εξόντωσε τα άλλα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας καί κυβέρνησε μόνος του
διαταράσσοντας την εσωτερική γαλήνη, γιατί υποστήριξε τον αρειανισμό. Ο Ιουλιανός (361-363) θέλοντας να πετύχει την αναβίωση των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων
και τεχνών προσπάθησε να επαναφέρει ως επίσημη θρησκεία του κράτους την αρχαία πολυθεϊστική θρησκεία, γι' αυτό ονομάστηκε «Παραβάτης ή Αποστάτης».
Σκοτώθηκε πολεμώντας τούς Πέρσες.
Ο διάδοχός του Ιοβιανός (363-364) συνήψε ειρήνη με τους Πέρσες, αλλά πέθανε ξαφνικά σε ένα χρόνο. Τον διαδέχτηκε ο Ουαλεντινιανός (364-376),
που όρισε Αύγουστο στο ανατολικό τμήμα τον αδερφό του Ουάλη, ο οποίος σκοτώθηκε (378) πολεμώντας με τους Βησιγότθους. Από το Γρατιανό, γιο του
Ουαλεντινιανού, ορίστηκε αύγουστος στην Ανατολή ο στρατηγός Θεοδόσιος, που έγινε ιδρυτής νέας δυναστείας.
Δυναστεία του Θεοδοσίου (379-457): Διατέλεσαν αυτοκράτορες ο Θεοδόσιος Α΄ ο Μέγας, ο Αρκάδιος, ο Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός καί ο
Μαρκιανός με την Πουλχερία. Ο Μέγας Θεοδόσιος (379-395) εδραίωσε το χριστιανισμό, με τη
Β΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (381)
και η λήψη μέτρων κατά των εθνικών καί αιρετικών· οργάνωσε ισχυρό στρατό, νίκησε τους Γότθους, κατάργησε τους Ολυμπιακούς αγώνες καί διαίρεσε το κράτος
οριστικά σε Ανατολικό (Αρκάδιος) καί Δυτικό (Ονώριος). Τον Αρκάδιο (395-408) διαδέχτηκε ο Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός (408-450), ο οποίος
επιτροπευόταν από την αδερφή του Πουλχερία καί τον έπαρχο Ανθέμιο· αξιόλογη ήταν η δραστηριότητα της γυναίκας του Ευδοκίας. Στην εποχή του
κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη το Θεοδοσιανό τείχος, ιδρύθηκε το «Πανδιδακτήριο», συγκλήθηκε η
Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος στην Έφεσο
και δημιουργήθηκε ο «θεοδοσιανός κώδικας». Ο Μαρκιανός (450-457) με τη γυναίκα του
Πουλχερία συγκάλεσαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα (451) καί επιδόθηκαν σε έργα φιλανθρωπίας.
Δυναστεία του Λέοντα Α΄ (457-518). Διετέλεσαν αυτοκράτορες
ο Λέοντας Α΄, ο Ζήνωνας καί ο Αναστάσιος Α΄.
Ο Λέοντας Α΄ (457-474) στέφθηκε αυτοκράτορας από τον πατριάρχη. Στα χρόνια του έγινε η εκστρατεία κατά των Βανδάλων με επικεφαλής το
Βασιλίσκο, η οποία κατέληξε σε καταστροφή. Ο Ζήνωνας (474-491) διαδέχτηκε τον εξαετή γιο του Λέοντα Β΄. Στην εποχή του κάηκε η βιβλιοθήκη της
Κωνσταντινούπολης καί καταλύθηκε το Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος (476). Ο Αναστάσιος Α΄ (491-518) κυβέρνησε με σύνεση καταργώντας τη βαριά φορολογία.
Κατασκεύασε μεγάλο τείχος γύρω από την Κωνσταντινούπολη καί διαχειρίστηκε καλά τα οικονομικά. Στην εποχή του εμφανίστηκαν οι Σλάβοι, Aβαροι καί Βούλγαροι.
Στις οικουμενικές συνόδους του 325 (Νίκαια), του 381 (Κωνσταντινούπολη), του 431 (Έφεσος) καί του 451 (Χαλκηδών)
διατυπώθηκε το σύμβολο της πίστης καί καθορίστηκε η ορθόδοξη διδασκαλία. Παρ' όλα αυτά, η θρησκευτική ενότητα του κράτους δεν αποκαταστάθηκε.
Οι μονοφυσιτικοί πληθυσμοί των νοτιοανατολικών καί νότιων περιφερειών του κράτους αντιδρούσαν επίμονα στις ορθόδοξες αντιλήψεις του κέντρου, προπάντων επειδή
κάτω από τον θρησκευτικό καί δογματικό μανδύα κρύβονταν αντιθέσεις εθνικής καί πολιτικής φύσης.
Δυναστεία του Ιουστινιανού (518-610): Διατέλεσαν αυτοκράτορες οι
Ιουστίνος Α΄, Ιουστινιανός Α΄, Ιουστίνος Β΄, Τιβέριος Β΄, Μαυρίκιος καί Φωκάς.
Ο Ιουστίνος Α΄ (518-527) ήταν αγράμματος αλλά καλός στρατιώτης. Σύμβουλό του είχε τον ανιψιό του Ιουστινιανό, ο οποίος ουσιαστικά κυβερνούσε κατά τα
τελευταία χρόνια της ζωής του θείου του καί επισήμως ανέλαβε τό 527. Ο Ιουστινιανός Α' διακρινόταν για την εργατικότητα καί την ικανότητα να εκλέγει
κατάλληλους συνεργάτες.
Τό 532 παραλίγο νά αποβεί μοιραίο γιά τόν αυτοκράτορα όταν κατά τή «Στάση του Νίκα» , η πρωτεύουσα παραδόθηκε στις φλόγες, καί
ένας ανηψιός του Αναστασίου Α' αναγορεύθηκε αυτοκράτορας καί φόρεσε την πορφύρα μέσα στον Ιππόδρομο. Ο Ιουστινιανός νόμισε ότι όλα είχαν χαθεί γι' αυτόν καί
ετοιμαζόταν να τραπεί σε φυγή. Το θάρρος όμως της αυτοκράτειρας Θεοδώρας τον απέτρεψε από το σχέδιο αυτό, ενώ τον θρόνο του έσωσε η αποφασιστικότητα του
Βελισσαρίου και η δεξιότητα του Ναρσή. Σε διαβουλεύσεις με τους Βενέτους ο Ναρσής διέσπασε την ενότητα των επαναστατών, ενώ ο Βελισάριος
εισέβαλε στον Ιππόδρομο με ένα στρατιωτικό άγημα που ήταν πιστό στον αυτοκράτορα καί κατατρόπωσε τους ανυποψίαστους επαναστάτες. Μία αποτρόπαια σφαγή, που
στοίχισε τη ζωή σε χιλιάδες λαού, έθεσε τέλος στο επαναστατικό κίνημα.
Με τη συνεργασία αυτών των δύο στρατηγών, επεδίωξε καί κατόρθωσε να σταθεροποιήσει το μέτωπο της Ανατολής,
για να μπορέσει να ρίξει όλο το βάρος της πολεμικής μηχανής του Βυζαντίου στη Δύση. Κατανίκησε τους Βανδάλους της Αφρικής (533) καί έπειτα από μακρούς
και σκληρούς αγώνες τους Οστρογότθους της Ιταλίας (535-553). Τέλος, κατέλαβε τμήματα της Ισπανίας καί με αυτό τον τρόπο μετέβαλε καί πάλι τη Μεσόγειο
σε ρωμαϊκή λίμνη.
Στις περιόδους ειρήνης ανέπτυξε το εμπόριο καί τη βιομηχανία, κατασκεύασε πολυάριθμα κτίσματα, μεταξύ των οποίων την Αγία Σοφία της
Κωνσταντινούπολης, εκχριστιάνισε πολλούς από τους γύρω λαούς, έκλεισε την τελευταία φιλοσοφική σχολή της Αθήνας (529),
οργάνωσε την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (553), φρόντισε για τη διοίκηση καί στη νομοθεσία σε τρία χωριστά μέρη
(Εισηγήσεις, Πανδέκτης,
Ιουστινιάνειος Κώδιξ) περιέλαβε ό,τι είχε ακόμα ισχύ δικαίου από τις αποφάσεις των παλιών νομοδιδασκάλων καί τους νόμους των προηγούμενων αυτοκρατόρων.
Οι νόμοι του Ιουστινιανού, «Νεαραί» αποτέλεσαν το τέταρτο μέρος του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού, που είναι γνωστό στον νεότερο κόσμο ως
«Corpus juris civilis».
Τήν εποχή αυτή, η Κωνσταντινούπολη, ως φυσικός εμπορικός κόμβος μεταξύ Ασίας καί Ευρώπης, ήλεγχε τη διακίνηση των αγαθών μεταξύ των δύο ηπείρων.
Το εμπόριο της Μεσογείου ήταν αποκλειστικά στα χέρια Ελλήνων καί Σύριων εμπόρων. Βέβαια για τη βυζαντινή αυτοκρατορία δεν είχε ιδιαίτερη σημασία η οικονομική
συναλλαγή με τις εξαθλιωμένες χώρες της Δύσεως, αλλά το εμπόριο με την Ανατολή, την Κίνα καί τις Ινδίες.
Ο Ιουστινιανός επιχείρησε να εξασφαλίσει τη σύνδεση με την Κίνα από οδό, που θα περνούσε από τα ορμητήρια της αυτοκρατορίας Χερσώνα καί Βόσπορο στην Κριμαία
και Λαζική στον Καύκασο. Εδώ διατηρούσαν οι Βυζαντινοί ζωηρές εμπορικές σχέσεις με τις φυλές της στέππας στα βόρεια του Πόντου, στις οποίες προμήθευαν υφάσματα,
κοσμήματα καί κρασιά με αντάλλαγμα γουναρικά, δέρματα καί σκλάβους.
Παράλληλα η κυβέρνηση του Ιουστινιανού φρόντισε να εξασφαλίσει τη θαλάσσια επικοινωνία με τον Ινδικό Ωκεανό διά μέσου της Ερυθράς Θαλάσσης. Θέλοντας να
ενισχύσει τη δική της θαλάσσια συγκοινωνία με την Ανατολή καλλιέργησε τις σχέσεις με το αιθιοπικό βασίλειο της Αξώμης. Ωστόσο ούτε οι Βυζαντινοί ούτε οι Αιθίοπες
έμποροι μπόρεσαν να κλονίσουν την περσική κυριαρχία στον Ινδικό Ωκεανό. Ευτύχημα για την αυτοκρατορία ήταν ότι πράκτορές της επέτυχαν να πληροφορηθούν το
μυστικό για να καλλιεργούν το μετάξι καί να μεταφέρουν λαθραία μεταξοσκώληκες από τήν Κίνα στην Κωνσταντινούπολη. Η παραγωγή σε μετάξι στο Βυζάντιο
άνθησε σύντομα σε μεγάλο βαθμό στην Κωνσταντινούπολη, στην Αντιόχεια, στην Τύρο και στη Βηρυττό και αργότερα στη
Θήβα καί έγινε ένας από τους πιο ανθηρούς κλάδους της βυζαντινής βιοτεχνίας, που ως κρατικό μονοπώλιο αποτέλεσε μία από τις πιο σημαντικές πηγές εσόδων του
βυζαντινού κράτους.
Η κοινωνική όψη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κατά την εποχή αυτή, χαρακτηρίζεται από την επεκτατική τάση της μεγάλης ιδιοκτησίας καί τα αντίρροπα μέτρα
της κεντρικής εξουσίας. Οι coloni, οι καλλιεργητές δηλαδή οι οποίοι είναι ελεύθεροι νομικά, αλλά προσδεδεμένοι στη γη, την οποία δεν επιτρέπεται να εγκαταλείψουν,
αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εποχής αυτής. Ο Ιουστινιανός, κατά τη βασιλεία του οποίου φτάνει στο αποκορύφωμά της η αναμέτρηση μεγαλοϊδιοκτητών καί
κεντρικής εξουσίας, με σειρά συνετών καί αυστηρών μέτρων κατόρθωσε να χαλιναγωγήσει τις φιλοδοξίες των μεγαλογαιοκτημόνων καί να προλειάνει μεταγενέστερες
εξελίξεις.
Η πρωτοβυζαντινή υπήρξε περίοδος ραγδαίου εξελληνισμού του κράτους. Η ελληνική άρχισε να αντικαθιστά σε όλους τους τομείς τη λατινική
γλώσσα: τον 4ο αι.
αναγνωρίζονταν έγκυρες οι διαθήκες που ήταν γραμμένες στα ελληνικά, τον 5ο αι. άρχισαν να γράφονται στα ελληνικά καί οι δικαστικές αποφάσεις καί τον 6ο αι.
η ελληνική γλώσσα κυριάρχησε καί στη νομοθεσία. Είναι αυτονόητο όμως ότι ο εξελληνισμός αυτός αφορά το επίσημο κράτος διότι στα γράμματα καί στην παιδεία η
επικράτηση του ελληνικού πνεύματος ήταν ήδη μία πραγματικότητα.
Αγία Σοφία
Η Αγία Σοφία είναι το πρώτο κτίσμα που χτυπάει στα μάτια του επισκέπτη, καθώς εισέρχεται από την
Προποντίδα. Το ξεχωριστό αυτό σημείο είχαν επιλέξει για να χτίσουν τους ναούς τους, αιώνες πριν από τους Βυζαντινούς, οι ειδωλολάτρες. Ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας
θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ. Η ανέγερση του ναού ολοκληρώθηκε από τον γιο του Κωνστάντιο καί τα εγκαίνια έγιναν το 346.
Κατά την εποχή του Αρκαδίου, το 404, η πρώτη Αγιά Σοφιά πυρπολείται καί θα κτισθεί εκ νέου από τον Θεοδόσιο Β'. Θα πυρποληθεί όμως καί πάλι το 532, κατά
τη Στάση του Νίκα. Έτσι, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' αποφασίζει να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική, για να
δεσπόζει στη Βασιλεύουσα. Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού θα μπουν στις 23 Φεβρουαρίου του 532, με σχέδια που εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες
Ανθέμιος Τραλλιανός καί Ισίδωρος ο Μιλήσιος. Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες. Από κάθε σημείο της
αυτοκρατορίας έγινε προσφορά: Τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη καί την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία καί τα κόκκινα από την Αίγυπτο.
Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι καί το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα,
αναφωνεί: «Δόξα των Θεώ το καταξιωσάντι με τελέσαι τοιούτον έργον. Νενίκηκά σε Σολομών».
Η εκκλησία έχει μήκος 75 μέτρα καί πλάτος 70 μέτρα. Ο τρούλλος έχει περίμετρο 32 μέτρα καί φωτίζεται από 40 παράθυρα. Το υψηλότερο σημείο του τρούλλου έχει ύψος
56 μέτρα. Εκατό κολόνες από πολυτελές μάρμαρο υποστηρίζουν τα τόξα καί τους θόλους. Τέλος το ιερό της Αγίας Σοφίας δεν κοιτάζει ακριβώς προς την ανατολή αλλά
αποκλίνει λίγο προς τον νότο. Επί Ιουστινιανού η Αγία Σοφία είχε 1000 κληρικούς, επί Ηρακλείου 600 κληρικούς απ' τους οποίους οι 80 ήταν πρεσβύτεροι, οι 150 διάκονοι,
οι 25 ψάλτες καί οι 75 θυρωροί. Ο σεισμός που χτύπησε την Κωνσταντινούπολη τον Μάιο του 558 προκάλεσε βλάβες στην Αγία Σοφία καί ο αρχιτέκτονας Ισίδωρος
κατέρριψε τον τρούλλο καί κατασκεύασε νέο μεγαλύτερο. Ο τρούλλος επισκευάστηκε ξανά το 987 επί Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου καί το 1317 επί Ανδρονίκου Β' του
Παλαιολόγου.
Για χίλια καί πλέον χρόνια (537-1453), η Αγία Σοφία αποτέλεσε το κέντρο της ορθοδοξίας καί του ελληνισμού. Εκεί, ο λαός γιόρταζε τους θριάμβους,
θρηνούσε τις συμφορές καί αποθέωνε τους νέους αυτοκράτορες. Η Αγία Σοφία λεηλατήθηκε πρώτη φορά τό 1204 από τους Λατίνους καί πολλά πολυτελή σκεύη
και άγια λείψανα μεταφέρθηκαν από τους Σταυροφόρους στη Δύση.
Η τελευταία λειτουργία τελέστηκε στις 29 Μαΐου του 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ' Δραγάσης, αφού προσευχήθηκε μαζί με το λαό καί ζήτησε
συγνώμη για λάθη που πιθανόν έκανε, έφυγε για τα τείχη, όπου έπεσε μαχόμενος. Στή συνέχεια τό πλήθος των αμάχων που είχαν καταφύγει μέσα στην εκκλησία
σφαγιάσθηκε από τους Οθωμανούς. Η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε τζαμί καί προστέθηκαν γύρω της μιναρέδες. Οι Οθωμανοί εκγύμνωσαν το εσωτερικό της Αγίας Σοφίας
από οποιοδήποτε στολίδι μπορούσε να έχει υλική αξία καί καλύψαν με ασβέστη τις άγιες εικόνες.
«Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα, κι εξηνταδυό καμπάνες.
Κάθε καμπάνα καί Παπάς, κάθε Παπάς καί Διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Nα μπούνε στο Χερουβικό καί να βγει ο Βασιλέας.
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ' Αγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά, καί σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά να 'ρθουνε τρία καράβια,
τό 'να να πάρει το Σταυρό, καί τ' άλλο το Ευαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την Aγια Τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά καί μας τη μαγαρίσουν".
H Δέσποινα εταράχτηκε, καί δάκρυσαν οι εικόνες.
-Σώπασε Κυρά Δέσποινα, καί μην πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι.»
Μεσοβυζαντινή περίοδος (565-1081)
Από το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, νέοι λαοί μετανάστευαν στά εδάφη του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους. Το 568, οι Λογγοβάρδοι εισέβαλαν
στην Ιταλία καί κατέλαβαν μεγάλο τμήμα των εκεί βυζαντινών κτήσεων. Συγχρόνως, διάφορες τοπικές φυλές στην Αφρική, οι Αβαροι στα
Βαλκάνια καί οι Πέρσες στην Ανατολή, άρχισαν τίς επιθέσεις καί τίς επιδρομές. Οι πόλεμοι που προέκυψαν από τις επιθέσεις αυτές ήταν σφοδροί καί μακροχρόνιοι
και ο κίνδυνος της τελικής πτώσης άγγιξε την καρδιά της αυτοκρατορίας, μέ σημαντικότερη τήν
πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Αβάρους, το 626.
Οι διάδοχοι του Ιουστινιανού ήταν: ο Ιουστίνος Β' (565-578) ο οποίος ανόρθωσε τα οικονομικά του
κράτους, ο Τιβέριος Β' (578-582) πού διέπρεψε στους πολέμους
κατά των Περσών, ο Μαυρίκιος (582-602) πού εξασφάλισε τα σύνορα του κράτους στην Ευρώπη καί Ασία ενώ θεωρείται ο
πρώτος Έλληνας αυτοκράτορας αφού επισημοποίησε την ελληνική γλώσσα, παραμερίζοντας τή λατινική. Μετά από επανάσταση το 602 επικράτησε ο
Φωκάς (602-610), που ήταν ανίκανος καί απάνθρωπος. Το Φωκά εκθρόνισε ο
Ηράκλειος
ύστερα από επανάσταση.
Ο Ηράκλειος (610-641) βρήκε το κράτος σε άθλια οικονομική καί στρατιωτική κατάσταση. Η αυτοκρατορία είχε μεταβληθεί σε ερείπια,
και ο παλαιωμένος διοικητικός μηχανισμός είχε αχρηστευθεί. Η στρατιωτική οργάνωση, που στηριζόταν στους μισθοφόρους, δεν απέδιδε, αφού δεν υπήρχαν χρήματα,
ενώ είχαν εξαντληθεί καί οι παλαιές εστίες που τροφοδοτούσαν το στράτευμα με έμψυχο υλικό. Οι κεντρικές επαρχίες του κράτους είχαν κυριευθεί από τους εχθρούς.
Αβαροι καί Σλάβοι είχαν εγκατασταθεί στη Βαλκανική χερσόνησο, ενώ οι Πέρσες βρίσκονταν στην καρδιά της Μικράς Ασίας. Μόνο μια εσωτερική αναγέννηση
θα μπορούσε να σώσει την αυτοκρατορία από την καταστροφή.
Τελικά η σωτηρία ήρθε, γιατί το Βυζάντιο διέθετε ενδογενείς δυνάμεις για τη βαθειά κοινωνική, πολιτική καί πολιτιστική ανανέωσή του. Στην αρχή το κράτος, καθώς ήταν
αποδυναμωμένο καί φτωχό, δεν μπορούσε να αντιδράσει στις εχθρικές επιδρομές. Ο Ηράκλειος σκεφτόταν μάλιστα να μεταφέρει την έδρα του στην Καρχηδόνα για να
οργανώσει από εκεί την αντεπίθεση, όπως είχε παλαιότερα οργανώσει από την πόλη αυτή την εκστρατεία του για την ανατροπή του τρομοκρατικού καθεστώτος του Φωκά.
Η βαθειά απογοήτευση που προκάλεσε στον πληθυσμό της Κωνσταντινουπόλεως το σχέδιο αυτό καί η αντίδραση του πατριάρχη Σεργίου
ανάγκασαν τον αυτοκράτορα να το εγκαταλείψει. Πάντως το γεγονός ότι συνέλαβε ένα τέτοιο σχέδιο αποδεικνύει την κρισιμότητα στην οποία είχε περιέλθει η κατάσταση
στην Ανατολή, καθώς καί τη σπουδαιότητα που είχαν οι δυτικές επαρχίες.
Μετά τις σποραδικές εποικήσεις των Σλάβων στη Βαλκανική στα τέλη του έκτου αιώνα, άρχισε στις αρχές του έβδομου, καί ιδιαίτερα μετά την αποτυχία της εκστρατείας του
Μαυρικίου στο Δούναβη, η μεγάλη σλαβική κατάκτηση. Πολυάριθμα στίφη Σλάβων καί Αβάρων ξεχύθηκαν στα Βαλκάνια καί ύστερα από φοβερές λεηλασίες καί ερημώσεις
το μεγαλύτερο τμήμα των Αβάρων αποσύρθηκε στις περιοχές πίσω από το Δούναβη, ενώ οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Βαλκανική χερσόνησο καί ιδιοποιήθηκαν
την περιοχή εκτοπίζοντας τούς Βυζαντινούς. Κυρίευσαν τη Μακεδονία καί τη Θράκη καί σταμάτησαν στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως.
Το κύμα των σλαβικών φυλών ξεχύθηκε διά μέσου της Θεσσαλίας στην κεντρική Ελλάδα καί στην Πελοπόννησο. Από εδώ οι έμπειροι στη θάλασσα Σλάβοι αποβιβάσθηκαν
στα ελληνικά νησιά, καί έφθασαν ακόμη καί στην Κρήτη. Ωστόσο, η βυζαντινή εξουσία κατόρθωσε σιγά - σιγά να επιβληθεί πάλι στά εδάφη της καί στις λοιπές παράκτιες
περιοχές, οι οποίες ανέκτησαν τον ελληνικό τους χαρακτήρα.
Την ίδια εποχή οι Πέρσες συνέχισαν την εισβολή τους στην Εγγύς Ανατολή. Αναγκάσθηκαν βέβαια να εγκαταλείψουν την
Καισάρεια (611), αλλά οι Βυζαντινοί απέτυχαν
τελείως στην αντεπίθεσή τους στην Αρμενία καί τη Συρία. Ο αυτοκρατορικός στρατός υπέστη το 613 στην Αντιόχεια βαριά ήττα, η οποία διευκόλυνε τη γρήγορη προέλαση
των Περσών σε όλα τα μέτωπα. Οι Πέρσες εισέβαλαν στα νότια καί κατέλαβαν τη Δαμασκό, ενώ στα βόρεια επέτυχαν να διαβούν προς την Κιλικία καί να κυριεύσουν την
Ταρσό, που ήταν σπουδαίο οχυρό. Συγχρόνως οι Βυζαντινοί εκδιώχθηκαν καί από την Αρμενία. Το ηθικό των χριστιανών δέχθηκε ισχυρό πλήγμα καί το 614, όταν έπεσε
στα χέρια των Περσών η αγία πόλη Ιερουσαλήμ ύστερα από πολιορκία τριών εβδομάδων. Αγριες σφαγές καί πυρπολήσεις ερήμωσαν την πόλη, ο ναός του Παναγίου Τάφου,
που είχε ανεγείρει ο Μέγας Κωνσταντίνος, έγινε παρανάλωμα του πυρός. Τα γεγονότα προκάλεσαν συνταρακτική εντύπωση στο Βυζάντιο, αφού μάλιστα οι κατακτητές
εσύλησαν το ιερώτερο κειμήλιο των χριστιανών, τον Τίμιο Σταυρό, καί τον μετέφεραν στην Κτησιφώντα. Το 615 άρχισαν νέες επιδρομές
στη Μικρά Ασία καί ένα τμήμα
του περσικού στρατού έφθασε ως τον Βόσπορο. Οι εχθροί κινήθηκαν προς την πρωτεύουσα από δύο πλευρές, οι Πέρσες από την Ανατολή καί οι Αβαροι με τους Σλάβους
από τον Βορρά. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας μόλις διέφυγε από μια συνωμοτική δολοφονική απόπειρα εναντίον του, όταν τον Ιούνιο του 617 συναντήθηκε με τον χαγάνο των
Αβάρων στην Ηράκλεια. Την άνοιξη του 619 άρχισε η κατάκτηση της Αιγύπτου. Όταν ύστερα από λίγο η πλουσιώτερη αυτή επαρχία της αυτοκρατορίας χάθηκε,
δημιουργήθηκε σοβαρό πρόβλημα ως προς την τροφοδοσία της βυζαντινής πρωτεύουσας με σιτηρά, που ως τότε προμηθευόταν από εκεί.
Ο αγώνας των Βυζαντινών κατά των Περσών στη δεκαετία του 620 παίρνει εντελώς νέα τροπή, αφού τις ήττες του παρελθόντος διαδέχονται τώρα επικές επιτυχίες.
Το κράτος ανορθώνεται καί καταφέρνει συντριπτικό πλήγμα στον εχθρό, που ως τώρα ήταν υπέρτερος. Δεν είναι μικρή καί η
συμβολή της πανίσχυρης βυζαντινής Εκκλησίας
στην επιτυχία αυτή. Για τον αγώνα εναντίον των απίστων έθεσε όλους τους θησαυρούς της στη διάθεση του πτωχευμένου κράτους. Ο πόλεμος άρχισε μέσα σε μια
ατμόσφαιρα θρησκευτικής εξάρσεως, που ήταν άγνωστη σε προηγούμενες εποχές. Ήταν ο πρώτος χαρακτηριστικά μεσαιωνικός πόλεμος, πρόδρομος των κατοπινών
σταυροφοριών. Ο αυτοκράτορας ανέλαβε προσωπικά την αρχηγία του στρατεύματος καί ανέθεσε στον πατριάρχη Σέργιο καί στον πατρίκιο Βώνο να διοικούν το κράτος
στη θέση του ανήλικου γιου του όσο χρόνο θα απουσίαζε από την Κωνσταντινούπολη. Ακολούθησε δηλαδή καί στο σημείο αυτό, όπως καί σε άλλα θέματα, το
παράδειγμα του αυτοκράτορα Μαυρικίου, που ηγήθηκε προσωπικά στην εκστρατεία εναντίον των Αβάρων. Η ενέργεια αυτή ήταν εντελώς ασυνήθιστη, καί ο Ηράκλειος,
όπως άλλοτε ο Μαυρίκιος, συνάντησε σοβαρή αντίδραση από την πλευρά των συμβούλων του, γιατί κανένας αυτοκράτορας από την εποχή του Θεοδοσίου Α' δεν είχε
αναλάβει προσωπικά την ηγεσία του στρατού στις εκστρατείες.
Στην αρχή ο Ηράκλειος υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με το χαγάνο των Αβάρων (619), καταβάλλοντος ως τίμημα μεγάλα ποσά.
Έτσι μπόρεσε να μεταφέρει στρατεύματα από
την Ευρώπη στην Ανατολή. Τη Δευτέρα της Αναστάσεως, στις 5 Απριλίου 622, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη ύστερα από μια πανηγυρική Θεία Λειτουργία.
Διέβηκε στη Μικρά Ασία, όπου «επί τας των θεμάτων χώρας αφικόμενος, συνέλεγε τα στρατόπεδα καί προσετίθει αυτοίς νέαν στρατείαν».
Tό φθινόπωρο, ο αυτοκράτορας με επιδέξιους ελιγμούς πέτυχε να εισδύσει στην Αρμενία. Οι Πέρσες
αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους στις μικρασιατικές ορεινές διαβάσεις καί να ακολουθήσουν τον βυζαντινό στρατό «κυνός δίκην σειραίς δεθέντος».
Η σύγκρουση των δύο στρατειών, που έγινε στο αρμενικό έδαφος, τελείωσε με θριαμβευτική νίκη των Βυζαντινών. Ο πρώτος στόχος, δηλαδή η εκκένωση της Μικράς Ασίας
από τους εχθρούς, είχε επιτευχθεί.
Στο μεταξύ οι Πέρσες πέρασαν στην αντεπίθεση καί το 626 η Κωνσταντινούπολη δοκίμασε τον μεγαλύτερο κίνδυνο μιας διπλής επιθέσεως από τους Πέρσες καί τους
Αβάρους. Ο Ηράκλειος φοβόταν πάντοτε μια τέτοια επίθεση, καί προσπαθούσε να την αποτρέψει με ταπεινωτικές παραχωρήσεις στο χαγάνο των Αβάρων.
Επικεφαλής μιας μεγάλης στρατιάς ο Sahrbaraz πέρασε μέσα στη Μικρά Ασία, κυρίευσε τη Χαλκηδόνα καί στρατοπέδευσε στον Βόσπορο.
Στις 27 Ιουλίου 626,
εμφανίσθηκε καί ο χαγάνος των Αβάρων μπροστά στην Κωνσταντινούπολη με αναρίθμητα στίφη Αβάρων, Σλάβων, Βουλγάρων καί Γεπιδών, καί πολιόρκησε την πόλη
από την ξηρά καί τη θάλασσα. Ο πατριάρχης Σέργιος με κηρύγματα, ολονύχτιες ακολουθίες καί κατανυκτικές λιτανείες
μέ τήν εικόνα της Παναγίας του Ευαγγελιστή Λουκά, διατήρησε άγρυπνο τον θρησκευτικό ενθουσιασμό
του πληθυσμού, καί οι έμπειροι φρουροί αντέκρουσαν όλες τις επιθέσεις των εχθρών.
Από τότε διασώζεται στή μνήμη της Ρωμιοσύνης ο Ακάθιστος Υμνος:
«Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια
Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια
Αναγράφω σοι η πόλις σου Θεοτόκε.
Αλλ' ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον
Εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον
Ινα κράζω σοι. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.»
αφιερωμένος στήν Θεοτόκο πού τη νύκτα της 7ης Αυγούστου του 626μΧ., έσωσε τήν "Βασιλεύουσα"
από τίς ορδές των βαρβάρων, σηκώνοντας κύματα πού βούλιαξαν τά πλοία πού πολιορκούσαν τά τείχη της. Οι Αβαροι αναγκάσθηκαν να λύσουν την πολιορκία καί να
τραπούν σε άτακτη υποχώρηση. Η συντριβή τους είχε ως αποτέλεσμα να ναυαγήσουν καί τα περσικά σχέδια. Ο Sahrbaraz εγκατέλειψε τη Χαλκηδόνα καί
υποχώρησε με τον στρατό του στη Συρία, ενώ ο δεύτερος στρατηγός των Περσών Sahin, δέχθηκε συντριπτική ήττα από τον αδελφό του αυτοκράτορα Θεόδωρο.
Ο κίνδυνος είχε πλέον περάσει. Ο λαός πανηγυρίζοντας για τη σωτηρία, την οποία απέδωσε στην προστασία της Υπεραγίας Θεοτόκου, μαζεύτηκε στον ιερό Ναό της
Παναγίας των Βλαχερνών καί ακάθιστος έψαλλε αυτό τον ύμνο καί «τα νικητήρια ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια».
Τον καιρό που η βυζαντινή πρωτεύουσα βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο ο Ηράκλειος είχε στρατοπεδεύσει στην απομακρυσμένη περιοχή της Λαζικής. Εδώ ήρθε σε επαφή
με το κράτος των Χαζάρων, όπως είχε κάνει νωρίτερα καί με τις φυλές του Καυκάσου. Από την εποχή αυτή χρονολογείται η συνεργασία Βυζαντινών καί Χαζάρων, που
με τον καιρό θα εξελιχθεί σε σπουδαίο στήριγμα της βυζαντινής ανατολικής πολιτικής.
Τό Δεκέμβριο του 627, ο Ηράκλειος έφθασε μπροστά στη Νινευή. Στην άγρια μάχη που έγινε κρίθηκε οριστικά η έκβαση της τιτάνιας πάλης ανάμεσα στους Βυζαντινούς
και τους Πέρσες. Ο περσικός στρατός αφανίσθηκε κυριολεκτικά. Το Βυζάντιο κέρδισε τον πόλεμο. Η θριαμβευτική προέλαση των Βυζαντινών συνεχίσθηκε. Στις αρχές του
Ιανουαρίου του 628 έφθασαν στην Dastagerd, όπου ήταν το αγαπημένο ανάκτορο του Χοσρόη, ο οποίος έσπευσε να το εγκαταλείψει πανικόβλητος. Την άνοιξη του 628
συνέβησαν μέσα στην περσική αυτοκρατορία σημαντικά γεγονότα, τα οποία έκαναν περιττή τη συνέχιση του αγώνα. Ο Χοσρόης ανατράπηκε καί δολοφονήθηκε, καί τον
θρόνο κατέλαβε ο γιος του Καβάδης - Σιρόης, ο οποίος υπέγραψε αμέσως συνθήκη ειρήνης με τον βυζαντινό αυτοκράτορα. Αποτέλεσμα της μεγάλης νίκης των Βυζαντινών
και της συντριβής του περσικού κράτους ήταν η ανάκτηση όλων των εδαφών, που ανήκαν άλλοτε στο βυζαντινό κράτος. Η Αρμενία, η Μεσοποταμία, η Συρία, η
Παλαιστίνη καί η Αίγυπτος αποδόθηκαν στην αυτοκρατορία. Μερικούς μήνες αργότερα ο ετοιμοθάνατος Σιρόης ανέθεσε στον βυζαντινό αυτοκράτορα την κηδεμονία του
γιου του. Ο Χοσρόης Β' είχε κάποτε αποκαλέσει τον αυτοκράτορα δούλο του τώρα αντιστράφηκαν οι όροι καί ο Σιρόης ονόμασε τον γιο καί διάδοχο του θρόνου του δούλο
του βυζαντινού ηγεμόνα .
Μετά από απουσία έξη χρόνων ο Ηράκλειος, ο πρώτος σταυροφόρος, επέστρεψε στην πρωτεύουσά του. Ο γιος του Κωνσταντίνος, ο πατριάρχης Σέργιος, ο κλήρος, η σύγκλητος καί ο λαός
υποδέχθηκαν τον αυτοκράτορα στη μικρασιατική παραλία, στην Ιέρεια, ως τον ένδοξο νικητή των εχθρών του Χριστού με κλαδιά ελιάς καί αναμμένες λαμπάδες, με
νικητήριες επευφημίες καί εκκλησιαστικούς ύμνους. Ενώ οι Πέρσες εκκένωναν τις ρωμαϊκές επαρχίες, ο Ηράκλειος αναχώρησε την άνοιξη του 630 για την Ιερουσαλήμ.
Εδώ στις 21 Μαρτίου αναστήλωσε κάτω από τις ιαχές του πλήθους τον Τίμιο Σταυρό, που είχε ανακτήσει από τους Πέρσες. Η πανηγυρική αυτή πράξη συμβόλιζε τη
νικηφόρα έκβαση του πρώτου μεγάλου θρησκευτικού πολέμου της χριστιανοσύνης.
Η εποχή του Ηρακλείου αποτελεί ορόσημο για την ανατολική αυτοκρατορία όχι μόνο στον πολιτικό αλλά καί στον πολιτιστικό χώρο. Τελειώνει η ρωμαϊκή καί εγκαινιάζεται η
ελληνική ή γραικική εποχή στην κυριολεκτική της σημασία. Η έμφαση του ελληνικού στοιχείου καί η μεγάλη επιρροή της Εκκλησίας σε όλους τους τομείς της δημόσιας
ζωής δίνουν στην αυτοκρατορία μια νέα όψη. Ο Ηράκλειος καθιέρωσε την Ελληνική ως την επίσημη γλώσσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η γλώσσα του λαού καί της
Εκκλησίας έγινε τώρα καί γλώσσα του κράτους. Η επικράτηση της Ελληνικής που είχε συγκρατηθεί με μέσα τεχνητά, εξαπλώθηκε με γρήγορο ρυθμό, με αποτέλεσμα η
γνώση της Λατινικής να είναι στις αμέσως επόμενες γενεές φαινόμενο σπάνιο, ακόμη καί στους κύκλους των λογίων Βυζαντινών.
Ο εξελληνισμός του βυζαντινού κράτους επέφερε μια ακόμη σημαντική αλλαγή καί ταυτόχρονα ουσιαστική απλοποίηση στους αυτοκρατορικούς τίτλους. Ο Ηράκλειος
εγκατέλειψε τους πολύπλοκους αυτοκρατορικούς τίτλους καί προτίμησε τη λαϊκή ελληνική προσωνυμία
«βασιλεύς». Ο αρχαίος ελληνικός τίτλος του βασιλέως, που ως
τότε χρησιμοποιούσαν μόνον ανεπίσημα οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, αντικατέστησε τους ρωμαϊκούς τίτλους
«imperator», «caesar» καί «augustus». Η προσωνυμία του βασιλέως
έγινε πλέον ο επίσημος τίτλος των βυζαντινών αυτοκρατόρων καί επικράτησε από τότε αποκλειστικά στο Βυζάντιο μέχρι τήν τελική του πτώση.
Δυστυχώς νέοι εχθροί συνέχιζαν νά απειλούν τήν ελληνική πλέον αυτοκρατορία καί οι πιό τρομεοροί ήταν οι Αραβες. Με την ταχύτητα καί τη
σφοδρότητα ενός τυφώνα, οι νέοι επιδρομείς συνέτριψαν καί κατέκτησαν την Περσία καί κατόπιν αφαίρεσαν από το κράτος τη Συρία, την Παλαιστίνη και
την Αίγυπτο. Η εύκολη απόσπαση των περιοχών αυτών της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
από τους Αραβες εξηγείται από την ψυχική αποξένωση που χαρακτήριζε τους μονοφυσιτικούς πληθυσμούς της απέναντι στο ορθόδοξο κράτος.
Στα αμέσως επόμενα χρόνια οι Αραβες κατέκτησαν την Αφρική. Συγχρόνως, πραγματοποίησαν επιδρομές εναντίον του κράτους στη Μικρά Ασία καί τελικά πολιόρκησαν,
χωρίς όμως επιτυχία, την ίδια την Πόλη (673-677). Την κρίσιμη θέση του
Ρωμέϊκου κράτους επιδείνωσε το γεγονός ότι στα Βαλκάνια ενεργούσαν επιδρομές οι Σλάβοι,
ενώ συγχρόνως οι Λογγοβάρδοι στην Ιταλία ενέτειναν τις πιέσεις τους εναντίον των εκεί βυζαντινών επαρχιών. Την ίδια εποχή συνέβη ένα άλλο γεγονός που έχει τεράστια
σημασία καί για τότε αλλά καί για τη μεταγενέστερη ιστορική εξέλιξη του κράτους: οι Βούλγαροι εγκαταστάθηκαν στα νότια του Δούναβη καί ίδρυσαν
το πρώτο βουλγαρικό κράτος στην ιστορία (681).
Τόν Ηράκλειο διαδέχθησαν οι αυτοκράτορες
Κωνσταντίνος Γ', ο Κώνστας Β', ο Κωνσταντίνος Δ' Πωγωνάτος,
ο Ιουστινιανός Β', ο Λεόντιος, ο Τιβέριος Γ',
ο Φιλιππικός, ο Αναστάσιος Β', καί ο Θεοδόσιος Γ'.
Ακολούθησε η Δυναστεία των Ισαύρων (717-820), μέ αυτοκράτορες το
Λέοντα Γ΄ τόν Ίσαυρο,
τόν Κωνσταντίνο Ε΄,
τόν Λέοντα Δ΄,
τόν Κωνσταντίνο ΣΤ΄ ,
τήν Ειρήνη τήν Αθηναία,
τόν Νικηφόρο Α΄,
τόν Σταυράκιο,
τόν Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ καί
τόν Λέοντα Ε΄ τόν Αρμένιο.
Πρώτη καί επείγουσα φροντίδα του Λέοντος Γ΄ (717-740) ήταν να αποκρούσει τον αραβικό κίνδυνο, που πλησίαζε όλο καί περισσότερο απειλώντας καί πάλι την υπόσταση
της αυτοκρατορίας. Επειδή η βυζαντινή αντεπίθεση με τον Αναστάσιο Β' είχε ματαιωθεί εξαιτίας των εσωτερικών αναταραχών, ο αγώνας έμελλε να διεξαχθεί για μια ακόμη
φορά μπροστά στα τείχη της βυζαντινής πρωτεύουσας. Με μεγάλη σπουδή ο Λέων Γ' προετοίμασε την πρωτεύουσα για να αντιμετωπίσει την επικείμενη πολιορκία καί
ολοκλήρωσε τα αμυντικά έργα που είχε αρχίσει ο Αναστάσιος προβλέποντας σωστά τις εξελίξεις.
Τον Αύγουστο του 717 εμφανίσθηκε μπροστά στην
Κωνσταντινούπολη
με το στρατό καί το στόλο του ο αδελφός του Χαλίφη Μασαλμάς (Maslama). Όπως στην εποχή του Κωνσταντίνου Δ', έτσι άρχισε καί πάλι μια άγρια πάλη, που θα έκρινε την
τύχη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αλλά, όπως πριν από σαράντα χρόνια, το Βυζάντιο κέρδισε καί τώρα τον αποφασιστικό αγώνα. Με τη χρήση του υγρού πυρός
κατόρθωσαν καί πάλι οι Βυζαντινοί να κάψουν τον εχθρικό στόλο, ενώ παράλληλα οι προσπάθειες των Αράβων να καταλάβουν την
Κωνσταντινούπολη με επίθεση απέτυχαν
μπροστά στα πανίσχυρα τείχη. Εκτός απ' αυτό ο χειμώνας του 717/18 ήταν εξαιρετικά δριμύς καί προκάλεσε το θάνατο μεγάλου αριθμού Αράβων, ενώ στο αραβικό
στρατόπεδο ξέσπασε τρομερός λιμός, που είχε ακόμη περισσότερα θύματα. Τέλος, εναντίον του αραβικού στρατού επετέθηκαν καί οι Βούλγαροι στον οποίο προκάλεσαν
βαρειές απώλειες. Στις 15 Αυγούστου 718, ακριβώς ένα χρόνο μετά την έναρξή της, λύθηκε η πολιορκία καί τα αραβικά πλοία εγκατέλειψαν τα ελληνικά ύδατα.
Ετσι η αραβική λαίλαπα στο κατώφλι της Ευρώπης κατέρρευσε για δεύτερη φορά μπροστά στα τείχη της βυζαντινής πρωτεύουσας.
Ο πόλεμος όμως ξανάρχισε σε λίγο στην ξηρά καί μάλιστα με μεγάλη σκληρότητα. Από το 726 καί κάθε χρόνο οι Αραβες επέδραμαν στη
Μικρά Ασία. Κατέλαβαν την Καισάρεια καί πολιόρκησαν τη Νίκαια.
Η αραβική αυτή απειλή αποκρούσθηκε οριστικά με τη μεγάλη νίκη του Λέοντα Γ' στο Ακροηνό, κοντά στο Αμόριο, το 740.
Σημαντική υποστήριξη στην αυτοκρατορία προσέφεραν οι παραδοσιακές φιλικές σχέσεις με τους Χαζάρους, που τους ένωνε με τους Βυζαντινούς η κοινή εχθρότητα
προς το χαλιφάτο καί που με τις συχνές επιδρομές τους στην περιοχή του Καυκάσου καί της Αρμενίας προξενούσαν σοβαρά προβλήματα στους Αραβες. Η συμμαχία με
τους Χαζάρους ενισχύθηκε περισσότερο, όταν ο γιος καί διάδοχος του Λέοντα Γ' Κωνσταντίνος παντρεύθηκε το 733 μια κόρη του χαγάνου των Χαζάρων.
Πέρα από τά στρατιωτικά θέματα, ορόσημο στην ιστορία της κωδικοποιήσεως της βυζαντινής νομοθεσίας αποτελεί το νομικό έργο που δημοσίευσε ο
Λέων Γ' το έτος 726 με το όνομά του καί το όνομα του
γιου του. Η "Εκλογή" των αυτοκρατόρων Λέοντα καί Κωνσταντίνου είναι απάνθισμα των σπουδαιότερων διατάξεων του ιδιωτικού καί ποινικού δικαίου της εποχής εκείνης.
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδει στο οικογενειακό καί το κληρονομικό δίκαιο, ενώ αντίθετα παραμελεί το εμπράγματο δίκαιο.
Η "patria potestas" (εξουσία του πατέρα) περιορίζεται αισθητά, ενώ διευρύνονται σημαντικά τα δικαιώματα της γυναίκας καί των παιδιών καί προστατεύεται περισσότερο ο
γάμος. Ιδιαίτερα αξιόλογες είναι οι τροποποιήσεις στο ποινικό δίκαιο, που βέβαια δεν υπαγορεύονται απόλυτα από το πνεύμα της χριστιανικής φιλανθρωπίας.
Έτσι η "Εκλογή" περιέχει ένα πλήρες σύστημα σωματικών ποινών, που ήταν άγνωστες στο
ιουστινιάνειο δίκαιο, όπως είναι π.χ. το κόψιμο της μύτης καί της γλώσσας ή των χεριών, η τύφλωση, το κόψιμο καί το κάψιμο των μαλλιών καί άλλα παρόμοια.
Η καθαυτό ανατολική προτίμηση στους ακρωτηριασμούς καί τις φρικτές σωματικές κακώσεις, που δείχνει η
"Εκλογή" σε αντίθεση προς το ρωμαϊκό δίκαιο, δεν είναι εντελώς νέα στο Βυζάντιο, η ιστορία του έβδομου αιώνα παρουσιάζει πολλά τέτοια παραδείγματα.
Ο Λεων ο Γ' πού απέκρουσε με επιτυχία τους Αραβες καί τακτοποίησε τα οικονομικά του κράτους, διέπραξε τό σφάλμα νά προκαλέσει την
Εικονομαχία, η οποία οδήγησε στην καταστροφή των εικόνων καί τον διωγμό των εικονοφίλων, συνταράσοντας την αυτοκρατορία καί προκαλώντας πολλούς θανάτους
καί καταστροφές
εικόνων καί έργων τέχνης.
Στή συνέχεια βασίλεψε η Δυναστεία του Αμορίου (820-867) μέ αυτοκράτορες τόν
Μιχαήλ Β΄ τόν Τραυλό, το
Θεόφιλο καί το
Μιχαήλ Γ΄ το Μέθυσο.
Ο Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός (820-829) ανέβηκε στο θρόνο δολοφονώντας τον προκάτοχό του. Στην εποχή του κυριεύτηκε η Κρήτη από τους Σαρακηνούς (823).
Ο Θεόφιλος (829-842) ήταν άνθρωπος των
γραμμάτων καί ακολούθησε μετριοπαθή πολιτική στο εικονομαχικό ζήτημα. Ο Μιχαήλ Γ΄ ο Μέθυσος (842-867) επιτροπευόταν από τη μητέρα του Θεοδώρα καί το θείο
του Βάρδα. Στην εποχή του λύθηκε οριστικά το εικονομαχικό πρόβλημα
(Κυριακή Ορθοδοξίας 843, αναστήλωση των εικόνων) καί έγινε ο εκχριστιανισμός των Σλάβων.
Την ίδια εποχή προκλήθηκε το Σχίσμα των Εκκλησιών Ρώμης καί Κωνσταντινούπολης.
Οι ανταγωνισμοί των δύο Εκκλησιών για τις σφαίρες επιρροής τους, οι παπικές αξιώσεις ηγεμονίας στην Εκκλησία καί ο εγωισμός καί η αδεξιότητα των τότε δρώντων
προσώπων κατέληξαν να δηλητηριάσουν τις σχέσεις δυτικού καί ανατολικού κόσμου καί να διασπάσουν οριστικά τη χριστιανοσύνη τό 1054.
Η περίοδος της διακυβέρνησης του κράτους από τους αυτοκράτορες της
Μακεδονικής δυναστείας (867-1057)
θεωρείται ως περίοδος της ακμής καί
ωριμότητας του Βυζαντίου καί αυτό γιατί έκαμψαν την αντίσταση των εχθρών του κράτους, συμπλήρωσαν καί ολοκλήρωσαν την κρατική μηχανή,
καταπολέμησαν τις αιρέσεις, εκχριστιάνισαν τους γύρω λαούς καί η ελληνική γλώσσα ακούγονταν από τον
Δούναβη μέχρι τον Καύκασο
καί από τήν Κάτω Ιταλία μέχρι τή Συρία, ενώ η τέχνη έφτασε στον ύψιστο βαθμό της ακμής της.
Ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδόνας (867-886) νίκησε τους Σαρακηνούς, αποκατέστησε φιλικές σχέσεις με τη Δύση καί παρουσίασε νέα
νομοθεσία. Ο
Λέοντας ΣΤ΄ ο Σοφός (886-912)
συνέχισε το νομοθετικό έργο του πατέρα του, νίκησε τους Βούλγαρους καί απέκρουσε τους Ρώσους.
Ο Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος (912-959) ήταν άνθρωπος των γραμμάτων. Το κράτος κυβερνούσαν η μητέρα του Ζωή, ο
πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός καί ο πεθερός του Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός με τους τρεις γιους του. Στην εποχή του ο
Ιωάννης Κουρκούας νίκησε τους Αραβες, ενώ αποκρούστηκαν δύο νέες ρωσικές επιδρομές.
Ο Ρωμανός Β΄ (959-963), με το στρατηγό του Νικηφόρο Φωκά, ξανακυρίεψε την Κρήτη από τους Σαρακηνούς (961). Ο
Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963-969)
αναδείχτηκε
αραβομάχος. Έστρεψε τους Ρώσους κατά των Βουλγάρων καί ήρθε σε ρήξη με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους. Ο
Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής (969-976)
ανέβηκε στο θρόνο, αφού δολοφόνησε τό Νικηφόρο Β΄ Φωκά. Ως αυτοκράτορας αναδείχτηκε νικώντας τους Ρώσους, Βούλγαρους καί Αραβες.
Ο Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025)
ήταν ο σπουδαιότερος αυτοκράτορας της δυναστείας καί ίσως του Βυζαντίου. Νίκησε τους Βούλγαρους, εναντίον των
οποίων πολέμησε για σαράντα περίπου χρόνια (976-1018). Επίσης νίκησε τους Αραβες καί κατέστειλε εσωτερικές επαναστάσεις. Στα χρόνια του έγινε ο εκχριστιανισμός
των Ρώσων (989). Σφάλμα του ήταν η παραχώρηση εμπορικών προνομίων στους Βενετούς, γιατί αυτοί αργότερα υπέσκαψαν τα οικονομικά θεμέλια του Βυζαντίου.
Γενικά στην εποχή του η Βυζαντινή αυτοκρατορία έφτασε στην πιο μεγάλη ακμή της. Όμως, η ακμή αυτή ανακόπηκε γρήγορα, γιατί οι τελευταίοι Μακεδόνες αυτοκράτορες
Κωνσταντίνος Η΄ (1025-1028), Ρωμανός Γ΄ ο Αργυρός (1028-1034), Μιχαήλ Δ΄ ο Παφλαγόνας (1034-1041), Μιχαήλ Ε΄ ο Καλαφάτης (1041-1042),
Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος (1042-1055) καί Μιχαήλ ΣΤ΄ ο Στρατιωτικός (1056-1057), ήταν ολότελα ανίκανοι. Κυριότερα γεγονότα στην εποχή τους ήταν η εμφάνιση
των Σελτζούκων Τούρκων στα ανατολικά όρια του κράτους καί το οριστικό σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης καί Κωνσταντινούπολης (1054).
Ο στρατός, έως τον 11o αι. διατήρησε σε γενικές γραμμές την οργάνωση του τέλους του 6ου αι. (όπως την ξέρουμε από το Στρατηγικόν του Ψευδο-Μαυρίκιου),
καθώς βλέπουμε από τα "Τακτικά" του Λέοντα ΣΤ' Σοφού καί από τα άλλα στρατιωτικά εγχειρίδια της εποχής. Η παραμέλησή του όμως κατά τον 11o αι. οδήγησε στην
ευρεία χρησιμοποίηση του μισθοφορικού στοιχείου στις βυζαντινές ένοπλες δυνάμεις, που με αυτό τον τρόπο έγιναν λιγότερο αξιόμαχες καί περιορίστηκαν αριθμητικά,
ενώ οι πολεμικές δαπάνες αυξήθηκαν. Ο στόλος, ύστερα από περίοδο ακμής την ίδια εποχή, παραμελήθηκε κι αυτός με τη σειρά του καί σχεδόν διαλύθηκε εντελώς.
Η κοινωνική όψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά τα μέτρα του Ιουστινιανού Α' κατά των μεγαλογαιοκτημόνων καί τη συντριβή για μικρό χρονικό διάστημα της
μεγάλης ιδιοκτησίας από τις εχθρικές επιδρομές, που έφταναν σε μεγάλο βάθος μέσα στην αυτοκρατορία, έδωσε την εντύπωση ισορροπίας καί κοινωνικής υγείας.
Η υπέρμετρα μεγάλη ιδιοκτησία περιορίστηκε καί οι εσωτερικές πιέσεις κατά της μικρής ιδιοκτησίας σταμάτησαν προσωρινά. Αλλά μετά τις νίκες στους αραβικούς
πολέμους ακολούθησε μια μανία για απόκτηση γης από μέρους της αριστοκρατίας, που επωφελήθηκε από τις αντίξοες συνθήκες καί προσάρτησε με κάθε τρόπο τις
γαίες των φτωχότερων μικροκτηματιών, τόσο των στρατιωτών όσο καί των άλλων, δημιουργώντας έτσι σοβαρό στρατιωτικό καί κοινωνικό πρόβλημα, στρατιωτικό,
διότι με την απορρόφηση των λεγομένων στρατιωτικών κτημάτων δεν είχαν πια οι στρατιώτες εισοδήματα για να καλύψουν τις ανάγκες τους για εξάρτυση καί οπλισμό,
και κοινωνικό, επειδή εκριζώθηκε ο θεσμός της μικρής ελεύθερης ιδιοκτησίας. Γι' αυτό οι αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας προσπάθησαν, με μέτρα σκληρότατα
πολλές φορές, να ανακόψουν την τάση αυτή της μεγάλης ιδιοκτησίας καί να αποτρέψουν τις συμφορές που απειλούσαν το κράτος. Ωστόσο, η πολιτική των Μακεδόνων
δεν έδωσε παρά προσωρινούς καρπούς. Με την επικράτηση της πολιτικής αριστοκρατίας στη διακυβέρνηση του κράτους, την εποχή των διαδόχων του Βασίλειου Β',
η ευνοϊκή για τη μικρή ιδιοκτησία κοινωνική πολιτική εγκαταλείφθηκε καί το κράτος παραδόθηκε στα χέρια των άπληστων μεγαλοϊδιοκτητών που δεν ζητούσαν παρά πώς να
πλουτίσουν.
Αυτή τήν περίοδο σημειώθηκε ανάπτυξη τής Ελληνικής Παιδείας, μέ εμφανή τήν επίδραση του Αρχαίου Ελληνικού Δικαίου καί της Πλατωνικής φιλοσοφίας.
Αναδιοργανώθηκε η ανώτατη σχολή της Κωνσταντινουπόλεως από τον Βάρδα τον 9o αιώνα καί τον
Κωνσταντίνο Θ' Μονομάχο τον 11ο αιώνα καί
ονομάστηκε
Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης.
Δυναστεία Κομνηνών (1057-1185): Ιδρυτής της ο Ισαάκιος Κομνηνός, ουσιαστικά όμως η δυναστεία αρχίζει με τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό.
Διατέλεσαν αυτοκράτορες ο
Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός, ο Κωνσταντίνος Ι΄ ο Δούκας, ο Ρωμανός Δ΄ ο Διογένης, ο Μιχαήλ Ζ΄ Παραπινάκης,
ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, ο Αλέξιος Α΄, ο Ιωάννης Β', ο Μανουήλ Α΄, ο Αλέξιος Β΄ καί ο Ανδρόνικος Α΄. Κατά την περίοδο 1057-1081 παρατηρήθηκε ανταγωνισμός
ανάμεσα στους στρατιωτικούς καί τούς πολιτικούς καί αυτή η εμφύλια διαμάχη μαζί μέ τή διαφθορά του παλατιού, επέτρεψαν στούς εξωτερικούς εχθρούς νά
αποδυναμώσουν τό κράτος των Γραικών.
Ο πιο αξιόλογος αυτοκράτορας ήταν ο
Ρωμανός Δ΄ ο Διογένης (1067-1071).
Ο Ρωμανός ήταν δραστήριος καί γενναίος στρατηγός. Είχε διακριθεί στους πολέμους εναντίον των Πατζινάκων καί είχε δίκαια μεγάλη φήμη μέσα
στο κόμμα των στρατιωτικών. Αμέσως ανέλαβε τον αγώνα εναντίον των Σελτζούκων, η αποσύνθεση όμως είχε προχωρήσει πολύ βαθειά ενώ οι σκευωρίες του κόμματος
του Ψελλού υπέσκαψαν τις προσπάθειες του αυτοκράτορα για τη σωτηρία της αυτοκρατορίας. Με μεγάλο κόπο κατόρθωσε ο Ρωμανός να συγκεντρώσει ένα στρατό,
που τον αποτελούσαν βασικά ξένοι μισθοφόροι, Πατζινάκες, Ούζοι, Νορμανδοί καί Φράγκοι. Παρ' όλες τις δυσχέρειες οι δύο πρώτες εκστρατείες του 1068 καί του 1069
είχαν αρκετή επιτυχία, η τρίτη όμως τελείωσε με μία φοβερή καταστροφή, που οφείλεται κυρίως στην
προδοσία του Ανδρόνικου Δούκα, ενός γιου του καίσαρα Ιωάννη.
Κοντά στην αρμενική πόλη Μαντζικέρτ, στην περιοχή της λίμνης Βαν, ο αριθμητικά υπέρτερος, αλλά ετερογενής καί απειθάρχητος μισθoφoρικός στρατός υπέστη στις
19 Αυγούστου 1071 συντριπτική ήττα από τις δυνάμεις του Αρπ Αρσλάν. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας συνελήφθηκε αιχμάλωτος.
Ως αιχμάλωτος ο Ρωμανός Διογένης έκλεισε συμφωνία με τους Σελτζούκους, η οποία του εξασφάλισε την ελευθερία του με αντάλλαγμα όμως την υπόσχεση ετήσιων
χορηγιών, λύτρων για το πρόσωπό του, την υποχρέωση να παραδώσει τους Τούρκους αιχμαλώτους καί να θέσει στη διάθεσή τους επικουρικό στρατό. Στο μεταξύ όμως το
αντίπαλο κόμμα στην Κωνσταντινούπολη με πρωτοβουλία του καίσαρα Ιωάννη, τον κήρυξε έκπτωτο. Στην αρχή συμφωνήθηκε να αναλάβουν την εξουσία συλλογικά η
αυτοκράτειρα Ευδοκία καί ο μεγαλύτερος γιος της Μιχαήλ Δούκας. Λίγο όμως αργότερα η μητέρα αυτοκράτειρα κλείσθηκε σ' ένα μοναστήρι καί ο μαθητής του Ψελλού
Μιχαήλ Ζ' ανακηρύχθηκε μόνος αυτοκράτορας (στις 24 Οκτωβρίου 1071). Οι κρατούντες στην Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισαν τον αυτοκράτορα Ρωμανό, που επέστρεφε
από την τουρκική αιχμαλωσία ως εχθρό καί έτσι ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Τελικά ο Ρωμανός παραδόθηκε αφού εμπιστεύθηκε μια εγγυητική επιστολή, που την είχαν
υπογράψει τρεις Μητροπολίτες στο όνομα του Μιχαήλ Ζ', καί η οποία του υποσχόταν την προσωπική του ασφάλεια. Πριν όμως φθάσει στην Κωνσταντινούπολη, έβγαλαν
τα μάτια του με πυρακτωμένο σίδερο. Ο δόλιος Ψελλός, ξεπερνώντας τον εαυτό του, έστειλε επιστολή στον τυφλωμένο αυτοκράτορα, στην οποία εξαίρει το Ρωμανό, το θύμα του,
ως μάρτυρα. Ο Θεός, γράφει, του πήρε τους οφθαλμούς, επειδή θέλησε να τον αξιώσει να δει ανώτερο φως.
Ο ήρωας Ρωμανός Διογένης πέθανε στή
νήσο Πρώτη,
από τις φοβερές πληγές τό καλοκαίρι του 1072.
Ο φοβερός αυτός επίλογος ήταν που μετέτρεψε την ήττα της Μαντζικέρτ σε αληθινή καταστροφή, γιατί η συνθήκη που είχε συμφωνήσει ο Αλπ Αρσλάν με τον αυτοκράτορα
Ρωμανό είχε ακυρωθεί καί οι Τούρκοι με την αφορμή αυτή άρχισαν έναν επιθετικό καί κατακτητικό πόλεμο κατά του Βυζαντίου. Η αυτοκρατορία βρισκόταν καί πάλι, όπως
την εποχή των μεγάλων αραβικών επιδρομών, μπροστά στον κίνδυνο να αλωθεί από τους εχθρούς της. Τότε όμως είχαν αντισταθεί οι διάδοχοι του Ηρακλείου με ηρωισμό
και πείσμα για την άμυνα μιας αυτοκρατορίας, που ήταν υγιής. Αντίθετα, τώρα τα πάντα βρίσκονταν σε τέλεια διάλυση. Το ισχυρό αμυντικό σύστημα που στηριζόταν στους
στρατιώτες τους εγκατεστημένους σ' έναν τόπο, είχε καταρρεύσει, ενώ στη βασιλεύουσα κυβερνούσε ως αντίπαλος των παντοδύναμων Τούρκων σουλτάνων,
περιστοιχισμένος από ραδιούργους αυλικούς καί φλύαρους λόγιους, ο κακομοίρης μαθητής του Ψελλού, ένας απόκοσμος βιβλιοφάγος, φθαρμένος πρόωρα τόσο σωματικά
όσο καί διανοητικά. Δεν υπήρχε πια καμιά ελπίδα για τη
Μικρά Ασία.
Ο δρόμος ήταν ανοικτός για τους Σελτζούκους καί καμιά δύναμη ή θέληση δεν υπήρχε, ικανή να τους αντιμετωπίσει.
Το Ρωμανό τύφλωσε ο
Μιχαήλ Ζ΄ (1071-1078).
Το Μιχαήλ Ζ΄ εκτόπισε ο
Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης (1078-1081)
και αυτόν ο
Αλέξιος Α΄ ο Κομνηνός (1081-1118),
που θεωρείται θεμελιωτής της δυναστείας των Κομνηνών.
Υστεροβυζαντινή περίοδος (1081-1453)
Η άμυνα του κράτους εναντίον των Νορμανδών καί των Σελτζούκων Τούρκων, μαζί με τις ενέργειες κατά των εμφανισθέντων στο μεταξύ
Σταυροφόρων,
αποτελούν το
πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η εξωτερική βυζαντινή πολιτική από τα τέλη του 11ου αιώνα. Την πολιτική αυτή εγκαινίασε ο Αλέξιος Α' Κομνηνός, η άνοδος του
οποίου στον θρόνο συμπίπτει με την έναρξη της τελευταίας περιόδου της βυζαντινής ιστορίας.
Ο Αλέξιος Α' και οι διάδοχοί του,
Ιωάννης Β'
και
Μανουήλ Α',
πέτυχαν εντυπωσιακά επιτεύγματα, που ξανάδωσαν στό Ρωμέϊκο κράτος μέρος της παλαιάς του αίγλης. Η εσωτερική όμως διάβρωση του κράτους δεν
επέτρεψε μόνιμα καί σταθερά αποτελέσματα, αφού μάλιστα η εχθρική πίεση τόσο από τη Δύση όσο καί από την Ανατολή συνεχιζόταν διαρκώς εντονότερη.
Η μάχη του Μυριοκέφαλου (1176) έθεσε τραγικό τέρμα στην κατάσταση αυτή καί το εξασθενημένο κράτος από τους διαδόχους των
Κομνηνών, τους Αγγέλους, υπέκυψε τελικά στους Λατίνους της Δ' Σταυροφορίας. Η
κατάληψη της Πόλης από τους Σταυροφόρους (1204)
είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν στο έδαφος της
Ελληνικής αυτοκρατορίας, λατινικά κρατίδια, με χαλαρές φεουδαρχικές διαρθρώσεις, καθώς καί οι τρείς ελληνικές ηγεμονίες της Ηπείρου, της
Τραπεζούντας καί της Νικαίας.
Οι ελληνικές ηγεμονίες προσπάθησαν να ανακτήσουν την Πόλη καί να ανασυστήσουν την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, χωρίς όμως να συνεργαστούν μεταξύ τους,
αντίθετα, μάλιστα, αγωνίζονταν η μία εναντίον της άλλης. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας, μέ πιό άξιους ηγέτες ήταν αυτή πού βρέθηκε στό προσκήνιο των μεγάλων γεγονότων,
μετά τήν άλωση του 1204.
Ο ελληνικός πληθυσμός δέχθηκε τη λατινική κυριαρχία με μίσος, όχι βέβαια μόνο εξαιτίας της υπεροψίας των κατακτητών όσο καί λόγω της
διαφοράς στα θέματα της πίστεως, που χώριζαν τους κατακτητές από τους κατακτημένους. Η εκκλησιαστική υποταγή των Ελλήνων στην Εκκλησία της Ρώμης είχε τυπικά
πραγματοποιηθεί, όχι όμως με την ένωση των Εκκλησιών, όπως είχε ελπίσει ο πάπας, αλλά με τη βία των κατακτητών.
Οι Γραικοί βλέποντας ξένους νά πατούν τά σπίτια τους καί νά βεβηλώνουν τούς ναούς τους απόκτησαν συνάισθηση της διαφορετικότητάς τους, απόκτησαν
εθνική συνείδηση η οποία μετατράπηκε σέ εθνικισμό καί αυτός μέ τή σειρά του μετεβλήθη σέ έναν ατελείωτο αγώνα γιά επανάκτηση των εδαφών καί γιά
απελευθέρωση της ρωμέϊκης πατρίδας.
Οι Λατίνοι δεν εκτίμησαν σωστά τη σπουδαιότητα της Μικράς Ασίας καί το γεγονός αυτό είχε μοιραίες συνέπειες γι' αυτούς. Όταν ο
Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός προωθήθηκε
στη Θεσσαλονίκη καί αγνόησε τη Μικρά Ασία, τότε συγκεντρώθηκαν εκεί γύρω από το Θεόδωρο Λάσκαρη όλες οι πιστές στο κράτος
δυνάμεις των Βυζαντινών. Τό κράτος της Νίκαιας, στα πρώτα του βήματα συνάντησε ακατανίκητες δυσκολίες. Η παλαιά οργάνωση είχε διαλυθεί.
Στη Φιλαδέλφεια είχε επιβληθεί ως ανεξάρτητος ηγεμόνας ο Θεόδωρος Μαγκαφάς, στην κοιλάδα του Μαιάνδρου ο
Μανουήλ Μαυροζώμης καί στη Σαμψούντα, κοντά στη
Μίλητο, ο Σάββας Ασιδηνός. Ο Δαυΐδ Κομνηνός προέλαυνε από τα ανατολικά κατά μήκος των ακτών. Οι Λατίνοι επιχείρησαν τώρα να καλύψουν το κενό που άφησαν.
Ο αδελφός του Βαλδουίνου, Ερρίκος της Φλάνδρας, καί οι σύμμαχοι ιππότες του κόμη Λουδοβίκου de Blois, που σύμφωνα με τη συνθήκη διαμελισμού έπρεπε να λάβει τη
Νίκαια, ξεκίνησαν στα τέλη του 1204 να καταλάβουν τα εδάφη της Μικράς Ασίας. Πριν οι Γραικοί μπορέσουν να εγκατασταθούν εδώ σταθερά καί πριν προλάβουν να
οργανωθούν πολιτικά καί στρατιωτικά, βρέθηκαν στην ανάγκη να πολεμήσουν με τις υπέρτερες δυνάμεις των Λατίνων.
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης νικήθηκε κοντά στο
Ποιμανηνό καί στη συνέχεια οι περισσότερες πόλεις της Βιθυνίας έπεσαν στα χέρια των Λατίνων. Η υπόθεση των Βυζαντινών φάνηκε να χάνεται καί στη Μικρά Ασία.
Η καταστροφή όμως που έπεσε στη λατινική αυτοκρατορία στα Βαλκάνια σε μια κρίσιμη στιγμή έφερε στους Έλληνες την ανέλπιστη σωτηρία.
Η βυζαντινή αριστοκρατία των γαιοκτημόνων της Θράκης ήταν αρχικά πρόθυμη να αναγνωρίσει τη λατινική κυριαρχία καί να υπηρετήσει τους νέους δυνάστες, με τον όρο
βέβαια ότι θα διατηρούσε τις προηγούμενες κτήσεις καί τα προνοιακά τιμάριά της. Οι Λατίνοι όμως με μυωπική υπεροψία απέρριψαν την προσφορά της συνεργάσιμης
ελληνικής αριστοκρατίας καί ακόμη πίστεψαν ότι μπορούσαν να αγνοήσουν τον πανίσχυρο βούλγαρο τσάρο, που ήταν κι αυτός πρόθυμος για διαπραγματεύσεις. Η προσβολή
αυτή εξόργισε την αριστοκρατία της Θράκης, που εξεγέρθηκε εναντίον της λατινικής κυριαρχίας. Προσκάλεσε στη χώρα τον
τσάρο Καλογιάννη καί του πρόσφερε τις
υπηρεσίες της καί το αυτοκρατορικό στέμμα. Η επανάσταση επεκτάθηκε ταχύτατα. Πρώτα στο αυτοκρατορικό Διδυμότειχο καί ύστερα στη βενετική Αδριανούπολη καθώς
και σε πολλές άλλες θρακικές πόλεις οι λατινικές δυνάμεις κατοχής σφάχθηκαν ή αναγκάσθηκαν να αποχωρήσουν. Ο Καλογιάννης εισέβαλε στη Θράκη καί βρέθηκε
αντιμέτωπος με τους Λατίνους στα περίχωρα της Αδριανουπόλεως. Στις 14 Απριλίου 1205 έγινε εδώ μια αξιομνημόνευτη μάχη, στην οποία ο λατινικός στρατός των
ιπποτών αφανίσθηκε ολοκληρωτικά από τα βουλγαρικά καί κουμανικά στρατεύματα του Καλογιάννη. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Βαλδουίνος
συνελήφθη αιχμάλωτος,
χωρίς ποτέ πια να ελευθερωθεί, καί πολλοί επιφανείς Φράγκοι ιππότες βρήκαν το θάνατο, όπως ο επίδοξος βασιλιάς της Νίκαιας Λουδοβίκος de Blois. Έτσι ακριβώς
ένα χρόνο μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως, η δύναμη των Λατίνων είχε καταρρεύσει. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης είχε τώρα ελεύθερο πεδίο δράσεως, γιατί οι
Λατίνοι αποσύρθηκαν από τη Μικρά Ασία καί διατήρησαν στην κατοχή τους μόνο την πόλη Πηγαί.
Στον αγώνα του εναντίον της δυνάμεως των αντίπαλων Μεγάλων Κομνηνών καί εναντίον των τοπικών ηγεμόνων της Μικράς Ασίας ο
Θεόδωρος Λάσκαρης εδραίωσε σταθερά
την εξουσία του στη δυτική Μικρά Ασία καί προχώρησε στην οργάνωση του νέου ρωμέϊκου κράτους με κέντρο τη
Νίκαια. Στην εξωτερική διάρθρωση ακολούθησε σε κάθε
λεπτομέρεια τα πρότυπα του παλαιού Βυζαντίου. Στη θέση του τίτλου "Δεσπότης", που έφερε ως τώρα, ο Θεόδωρος έλαβε τον τίτλο του "Αυτοκράτορα". Ο λόγιος
Μιχαήλ Αυτοριανός ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο καί τέλεσε τη στέψη καί το χρίσμα του Θεόδωρου σε αυτοκράτορα τό έτος 1208.
Βέβαια ο Θεόδωρος θεωρούσε τον εαυτό του καί ενωρίτερα ως αυτοκράτορα καί είχε αναγνωρισθεί από τους πιστούς ακολούθους του,
ωστόσο η επίσημη στέψη καί το χρίσμα από τον πατριάρχη τον καθιέρωσαν στο αξίωμά του, στο οποίο καί έδωσαν την τέλεια αυτοκρατορική σημασία του. Ως
βασιλεύς καί αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρης διαδέχθηκε τους βυζαντινούς αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως.
Στο εξής αναγνωριζόταν πλέον ως ο μοναδικός καί νόμιμος αυτοκράτορας των Βυζαντινών όπως καί ο πατριάρχης, που διέμενε στη Νίκαια καί έφερε τον τίτλο του
οικουμενικού πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως, αναγνωρίσθηκε ως η μοναδική καί νόμιμη κεφαλή της ελληνικής Εκκλησίας. Στον λατίνο αυτοκράτορα καί στον λατίνο
πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως αντιτάχθηκαν στη Νίκαια ένας βυζαντινός αυτοκράτορας καί ένας βυζαντινός πατριάρχης. Η Νίκαια έγινε το πολιτικό καί εκκλησιαστικό
κέντρο της αυτοκρατορίας, που είχε εκδιωχθεί από την παλαίφατη πρωτεύουσά της, την Κωνσταντινούπολη.
Η εξάλειψη του ελληνικού αυτού κράτους, τη σύσταση του οποίου δεν είχε κατορθώσει να αποτρέψει, ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου για τη λατινική αυτοκρατορία.
Τη θέση του Βαλδουίνου κατέλαβε ο ικανός αδελφός του Ερρίκος. Αρχικά ως τοποτηρητής του θρόνου καί ύστερα ως αυτοκράτωρ ο
Ερρίκος άσκησε τη διακυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη με μεγάλη περίσκεψη. Αποκατέστησε σε μεγάλη έκταση τη λατινική κυριαρχία στη
Θράκη, αφού η συνεργασία Ελλήνων καί Βουλγάρων δεν διήρκεσε για πολύ. Ο Ερρίκος, σε αντίθεση με τον Βαλδουίνο, τήρησε πιο διαλλακτική στάση απέναντι στους Έλληνες καί πέτυχε να
προσεταιρισθεί ένα μέρος της ελληνικής αριστοκρατίας.
Στα τέλη του 1206 ο Ερρίκος εισέβαλε καί πάλι επικεφαλής του λατινικού στρατού στη Μικρά Ασία. Εξαιτίας όμως νέων επιδρομών του Καλογιάννη αναγκάσθηκε να διακόψει
τον πόλεμο καί την άνοιξη του 1207 συμφώνησε με το Λάσκαρη εκεχειρία για δύο χρόνια. Ο βουλγαρικός όμως κίνδυνος δεν απείλησε για μακρύ χρόνο τη λατινική
αυτοκρατορία, γιατί ο Καλογιάννης σκοτώθηκε στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1207. Ο ελληνικός πληθυσμός της Θράκης καί της Μακεδονίας
δεινοπαθούσε εξίσου όπως καί ο λατινικός πληθυσμός κάτω από τις τρομερές βουλγαρικές επιδρομές. Οι Βυζαντινοί διατηρούσαν ζοφερή ανάμνηση από τον
«ρωμαιοκτόνο», όπως συνήθιζε να ονομάζει τον εαυτό του ο Καλογιάννης κατά το παράδειγμα του «βουλγαροκτόνου» Βασιλείου Β'. Είναι όμως γεγονός ότι μόνο ο
Καλογιάννης έσωσε τη νεοσύστατη βυζαντινή αυτοκρατορία της Μικράς Ασίας από την καταστροφή.
Η αυτοκρατορία της Νίκαιας δεν είχε μόνο να ανεχθεί τη λατινική Κωνσταντινούπολη, αλλά καί να υπομείνει ένα σκληρό πόλεμο εναντίον του σουλτανάτου του Ικονίου.
Η μεταφορά του βυζαντινού κέντρου στη Μικρά Ασία όξυνε τις παλαιές αντιθέσεις ανάμεσα στους Βυζαντινούς καί στους Σελτζούκους, γιατί εμπόδιζε την προέλαση των
Σελτζούκων στα παράλια. Με τη μεσολάβηση της Βενετίας, ο σουλτάνος Ghijaseddin Kajchusraw Α' έκλεισε το έτος 1209 μια μυστική συμμαχία με τη λατινική αυτοκρατορία.
Από την μεριά του ο Θεόδωρος Λάσκαρης ήρθε σε επαφές με τον βασιλιά της Μικράς Αρμενίας Λέοντα Β' στην Κιλικία,
ο οποίος επίσης αισθανόταν την απειλή του
σουλτανάτου του Ικονίου. Μια βολική αφορμή για πόλεμο εναντίον της νεαρής ελληνικής αυτοκρατορίας πρόσφερε στους Σελτζούκους ο άλλοτε αυτοκράτορας Αλέξιος Γ',
ο οποίος κατέλυσε στην αυλή του σουλτάνου του Ικονίου ύστερα από μακρόχρονη διαμονή στην Ευρώπη. Ο σουλτάνος μπορούσε τώρα να εμφανίσει τα κατακτητικά του
σχέδια με το πρόσχημα της δήθεν νόμιμης αξιώσεως, σύμφωνα με την οποία ο Θεόδωρος Λάσκαρης έπρεπε να παραχωρήσει το θρόνο στον πεθερό του. Οι μάχες που
έγιναν γύρω από την Αντιόχεια του Μαιάνδρου ήταν σκληρές καί στοίχισαν μεγάλες απώλειες στις ιδιαίτερα μέτριες δυνάμεις του αυτοκράτορα της Νικαίας, που τον
πυρήνα τους αποτελούσε μια μικρή ομάδα από 800 λατίνους μισθοφόρους. Ωστόσο κέρδισε τη νίκη την άνοιξη του 1211. Ο σουλτάνος έπεσε στο πεδίο της μάχης, ο
έκπτωτος αυτοκράτορας Αλέξιος Γ' συνελήφθηκε αιχμάλωτος καί πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του σε ένα μοναστήρι της Νίκαιας. Η νίκη αυτή δεν απέφερε σημαντικά
εδαφικά πλεονεκτήματα στην αυτοκρατορία της Νίκαιας, είχε όμως ανυπολόγιστο ψυχολογικό αντίκτυπο. Η νεοσύστατη αυτοκρατορία αποδείχθηκε ικανή να αναλάβει
τον παραδοσιακό πόλεμο εναντίον των απίστων καί να ξεπεράσει τη δοκιμασία.
Στη συνέχεια αναζωπυρώθηκε ο πόλεμος εναντίον των Λατίνων. Φαίνεται ότι τότε ο Θεόδωρος Λάσκαρης, ο οποίος τα τελευταία χρόνια διέθετε κάποιο στόλο, σκεφτόταν
να επιτεθεί εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Στην πραγματικότητα όμως ο πόλεμος περιορίσθηκε σε εχθροπραξίες στα δυτικά εδάφη της Μικράς Ασίας, από τις οποίες
νικητής βγήκε ο λατίνος αυτοκράτορας. Ο Ερρίκος κέρδισε μια μάχη στον ποταμό Ρύνδακο (15 Οκτωβρίου 1211) καί προέλασε ως την
Πέργαμο καί το Νυμφαίο.
Ωστόσο οι αψιμαχίες αυτές δεν έκριναν την τύχη του πολέμου, στον οποίο καί οι δυο πλευρές χρησιμοποιούσαν ελάχιστες δυνάμεις. καί οι δυο παρατάξεις είχαν
εξαντληθεί, καί στα τέλη του 1214 συμφωνήθηκε στο Νυμφαίο συνθήκη ειρήνης, που καθόριζε τα σύνορα ανάμεσα στη βυζαντινή καί τη λατινική αυτοκρατορία.
Οι Λατίνοι κράτησαν τη βορειο - δυτική γωνία της Μικράς Ασίας ως το Αδραμύττιο στα νότια, ενώ η λοιπή περιοχή, ως τα σύνορα με το σουλτανάτο των Σελτζούκων,
έμεινε στην κατοχή της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Με τον τρόπο αυτό καί προσωρινά οι δυο αυτοκρατορίες αναγνώρισαν αμοιβαία το δικαίωμα υπάρξεως. Καμιά
από τις δυο δεν ήταν σε θέση να εξοντώσει την άλλη. Έτσι επικράτησε σχετική ισορροπία καθώς καί σχετική σταθερότητα στις σχέσεις τους.
Η περίοδος αυτή της σταθερότητας έφερε σύντομα την οικονομική ευμάρεια της αυτοκρατορίας της Νικαίας, ενώ αντίθετα μετά το θάνατο του Ερρίκου το 1216
επιταχύνθηκε η παρακμή της λατινικής Κωνσταντινουπόλεως. Στο μεταξύ διατηρήθηκε η ειρήνη ανάμεσα στη Νίκαια καί στους Λατίνους. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης
παντρεύθηκε σε τρίτο γάμο την κόρη της αυτοκράτειρας Γιολάντας, Μαρία, που ήταν ανεψιά των δύο πρώτων λατίνων αυτοκρατόρων. Τον Αύγουστο του 1219
έκλεισε μια συνθήκη με τη βενετική podesta της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία εξασφάλιζε στους Βενετούς πλήρη ελευθερία εμπορίου καί δασμών στην
αυτοκρατορία της Νικαίας, όπως συνέβαινε καί στο παλαιό Βυζάντιο. Δεν δίστασε να δεχθεί το Δόγη της Βενετίας ως Δεσπότη καί Κυρίαρχο του τέταρτου
και του μισού τέταρτου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στο επίσημο όμως αυτό έγγραφο ονόμασε τον εαυτό του με τα λόγια:
"Theodorus in Christo Deo fidelis Imperator et moderator Romeorum et semper augustus Comnanus Lascarus".
Σημαντικό επακόλουθο της συμφωνίας ανάμεσα στη Νίκαια καί τους Λατίνους ήταν η κατάρρευση της δυνάμεως των Μεγάλων Κομνηνών στις ακτές του Πόντου. Ο
Δαυΐδ Κομνηνός είχε γίνει υποτελής στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως καί διεξήγαγε τον πόλεμο εναντίον του Θεοδώρου Λάσκαρη με την υποστήριξη των
Λατίνων. Όταν όμως εγκαταλείφθηκε στις δικές του δυνάμεις δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί στον αυτοκράτορα της Νίκαιας. Ο Θεόδωρος προσάρτησε το
1214 ολόκληρη την επικράτεια του Δαυΐδ, που βρισκόταν δυτικά της Σινώπης με τις πόλεις Ηράκλεια καί Αμαστρη καί έτσι εξασφάλισε μια ισχυρή θέση στα νότια παράλια του
Ευξείνου Πόντου. Τη στιγμή όμως αυτή επενέβησαν οι Σελτζούκοι. Κατέλαβαν τη Σινώπη, νίκησαν καί συνέλαβαν αιχμάλωτο τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό καί στη
συνέχεια τον αποκατέστησαν στο θρόνο της Τραπεζούντος ως υποτελή του σουλτάνου του Ικονίου. Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντος περιορίσθηκε πια σε μια μικρή
λωρίδα γης καί αποκόπηκε από τη δυτική Μικρά Ασία με την κατάληψη της Σινώπης από τους Σελτζούκους. Η πολιτική, η οικονομική καί η κοινωνική εξέλιξη της
αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος έχει μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, η ασήμαντη καί απομακρυσμένη αυτή
αυτοκρατορία δεν άσκησε ουσιαστική επίδραση στη γενικότερη ανάπτυξη του Βυζαντίου. Έζησε σε απομόνωση για 250 χρόνια, καί έπεσε στις
15 Αυγούστου 1461.
Μεγαλύτερη σημασία απέκτησε η ηγεμονία της Ηπείρου. Ο δραστήριος καί επιδέξιος Μιχαήλ Αγγελος είχε
υποτάξει την περιοχή από το Δυρράχιο ως τον Κορινθιακό Κόλπο, στην οποία καί εγκαθίδρυσε ένα αυστηρό στρατιωτικό καθεστώς με κέντρο την
Αρτα. Το κράτος της Ηπείρου, που περιλάμβανε την Ήπειρο, την Ακαρνανία καί την
Αιτωλία, διαρθρώθηκε ως ανεξάρτητη βυζαντινή ηγεμονία. Όπως η αυτοκρατορία της Νίκαιας στη Μικρά Ασία, το ίδιο καί η Ήπειρος στη Βαλκανική Χερσόνησο έγινε για το
Βυζάντιο κέντρο της πολιτιστικής επιβιώσεώς του καί πυρήνας έλξεως πολιτικών δυνάμεων. Την περίοδο της πολιτικής του αναπτύξεως καί της εσωτερικής του
σταθερότητας ακολούθησε καί εδώ, όπως καί στη Νίκαια, μια εποχή νικηφόρου επεκτάσεως. Ο τελικός στόχος, που οραματίζονταν καί τα δύο ελληνικά κέντρα, ήταν η
ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως καί η παλινόρθωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Τον ιδρυτή του ηπειρωτικού κράτους Μιχαήλ Αγγελο διαδέχθηκε στο θρόνο το 1215 ο ετεροθαλής αδελφός του
Θεόδωρος. Είχε διαμείνει σημαντικό χρόνο στην
περιοχή της Νικαίας με το Θεόδωρο Α' Λάσκαρη ύστερα από την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως καί έφθασε στην ηπειρωτική αυλή της Αρτας μόνο κατόπιν της
επιμονής του αδελφού του. Είχε δώσει στον αυτοκράτορα της Νίκαιας τον όρκο πίστεως όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται οι ιστοριογράφοι της Νίκαιας, αναγνωρίζοντας
έτσι το πρωτείο του. Ωστόσο έγινε αναπόφευκτη η αντιζηλία ανάμεσα στα δύο αυτά βυζαντινά κέντρα, αφού καί τα δύο εμπνέονταν από τα ίδια ιδανικά καί επιδίωκαν
τον ίδιο στόχο. Ο ανταγωνισμός ξέσπασε με οξύτητα καί μάλιστα στα χρόνια του δυναμικού καί φιλόδοξου Θεοδώρου, ο οποίος με υπερηφάνεια καί αυτοπεποίθηση
απέδιδε στον εαυτό του καί τα τρία βασιλικά ονόματα του Αγγέλου, του Δούκα καί του Κομνηνού. Μάλιστα ξεπέρασε σε τόλμη καί δραστηριότητα τον προκάτοχό του.
Κάτω από την εξουσία του το κράτος της δυτικής Ελλάδος έζησε περίοδο ακάθεκτης ανόδου.
Η πρώτη πράξη του Θεοδώρου, που διέδωσε τη φήμη του καί έξω από τα σύνορα του ηπειρωτικού κράτους, ήταν η τολμηρή επίθεσή του εναντίον του νεοκλεγμένου
βασιλιά Πέτρου Κουρτενέ, του συζύγου της Γιολάντας, της αδελφής του Βαλδουίνου καί του Ερρίκου.
Ο Πέτρος έπεσε στα χέρια του Θεοδώρου, έπειτα από ενέδρα στις ορεινές διαβάσεις της Αλβανίας, καί τερμάτισε τη ζωή του ως
αιχμάλωτος στην Ήπειρο. Την αντιβασιλεία στην Κωνσταντινούπολη ανέλαβε η σύζυγός του Γιολάντα καί όταν πέθανε κι αυτή το έτος
1219 το βασιλικό στέμμα της Κωνσταντινουπόλεως περιήλθε στον ασθενικό γιο της Ροβέρτο.
Στο μεταξύ ο Θεόδωρος Αγγελος Δούκας Κομνηνός άρχισε έναν μεγαλόπνοο πόλεμο εναντίον των Λατίνων. Αρχικά στράφηκε εναντίον του γειτονικού βασιλείου της
Θεσσαλονίκης. Οι συνθήκες ήταν πολύ ευνοϊκές γι' αυτόν. Το βασίλειο, του οποίου ο ιδρυτής Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός είχε πέσει στον πόλεμο με τους Βουλγάρους το
1207, είχε παραλύσει ύστερα από την αποχώρηση στη Δύση πολλών από τους ιππότες του καί δεν είχε πια τη σταθερή υποστήριξη που διέθετε στα χρόνια του Ερρίκου από
τη λατινική Κωνσταντινούπολη. Έτσι έγινε βορά του τολμηρού ηγεμόνα της Ηπείρου, ο οποίος στα τέλη του 1224
ύστερα από μακρά πολιορκία εισήλθε στη Θεσσαλονίκη.
Ένα από τα κράτη των σταυροφόρων, που είχαν ιδρυθεί πάνω σε βυζαντινό έδαφος, έπαυσε πια να υπάρχει. Η εξουσία του Θεοδώρου Αγγέλου επεκτεινόταν από την
Αδριατική ως το Αιγαίο Πέλαγος, περικλείοντας τα παλαιά εδάφη του ηπειρωτικού κράτους, τη Θεσσαλία καί ένα σημαντικό τμήμα της Μακεδονίας.
Στηριζόμενος στη θεαματική αυτή επιτυχία του ο Θεόδωρος φόρεσε την αυτοκρατορική πορφύρα. Τώρα πια ονόμαζε τον εαυτό του
"βασιλέα καί αυτοκράτορα 'Pωμαίων",
γεγονός που σήμαινε ότι αξίωνε για τον εαυτό του την κληρονομιά του αυτοκράτορα του Βυζαντίου καί την αρχηγία στον πόλεμο για την επανάκτηση της
Κωνσταντινουπόλεως καί ότι ερχόταν σε ανοιχτή αντίθεση με την αυτοκρατορία της Νικαίας. Η πτώση του βασιλείου της Θεσσαλονίκης
στέρησε τη λατινική αυτοκρατορία από τον πιο σημαντικό δορυφόρο της. Η λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς
ήταν περιορισμένη στις περιοχές γύρω από την πρωτεύουσα, αποκομμένη από τα φραγκικά κρατίδια της Ελλάδος, αποδυναμωμένη στο εσωτερικό καί ακέφαλη, βρισκόταν
στο χείλος της καταρρεύσεως.
Τον αυτοκρατορικό θρόνο της Νίκαιας κληροδότησε ο ιδρυτής του Θεόδωρος Α' Λάσκαρης στο γαμβρό του Ιωάννη Δούκα Βατάτζη, το σύζυγο της έξυπνης καί λόγιας
Ειρήνης. Ο Ιωάννης Γ' Βατάτζης (1222 - 1254) είναι χωρίς αμφιβολία ο μεγαλύτερος πολιτικός της περιόδου της Νίκαιας καί ένας από τους πιο σημαντικούς ηγεμόνες της
βυζαντινής ιστορίας. Στην εξωτερική καί εσωτερική πολιτική σταθεροποίησε με εκπληκτικό τρόπο το έργο του προκατόχου του καί έτσι ανύψωσε την μικρή αυτοκρατορία,
που ήταν περιορισμένη στην έκταση μιας επαρχίας, σε μεγάλη δύναμη. Οπωσδήποτε την επιτυχία αυτή διευκόλυναν η αδυναμία της λατινικής αυτοκρατορίας καί τα
σφάλματα του έλληνα καί του βούλγαρου αντιπάλου του.
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του η ισορροπία δυνάμεων στη Μικρά Ασία μετατοπίσθηκε ουσιαστικά σε όφελος της Νίκαιας. Η ανταρσία των αδελφών του
Θεοδώρου Α', που αποπειράθηκαν με την υποστήριξη των Λατίνων να σφετερισθούν το στέμμα από το Βατάτζη, καταπνίγηκε καί τελικά απέβη προς όφελος του
αυτοκράτορα καί της επικράτειάς του. Κοντά στο Ποιμανηνό, όπου πριν είκοσι χρόνια είχε υποκύψει ο Θεόδωρος Λάσκαρης στους Λατίνους, ο
Ιωάννης Βατάτζης
κέρδισε μια νίκη εναντίον των λατινικών δυνάμεων, που υποστήριζαν τους αντίζηλους διεκδικητές του θρόνου, καί στη συνέχεια υπέταξε σχεδόν όλες τις λατινικές
κτήσεις της Μικράς Ασίας. Με τη συνθήκη ειρήνης του 1225 οι Λατίνοι διατήρησαν πάνω στο ασιατικό έδαφος μόνο τα παράλια απέναντι από την Κωνσταντινούπολη με τα
περίχωρα της Νικομήδειας. Ταυτόχρονα ο στόλος της Νίκαιας κατέλαβε τα νησιά
Λέσβο, Χίο, Σάμο καί Ικαρία, ενώ αργότερα καί η Ρόδος αναγκάσθηκε να αναγνωρίσει
τα κυριαρχικά δικαιώματα του αυτοκράτορα. Έτσι η αυτοκρατορία της Νίκαιας εδραίωσε τη θέση της σε ξηρά καί σε θάλασσα καί γρήγορα άρχισε να εισβάλλει καί στο
ευρωπαϊκό έδαφος. Μία έκκληση του πληθυσμού της Αδριανουπόλεως έδωσε στο Βατάτζη την ευκαιρία να
αποστείλει στρατεύματα στη Θράκη. Ο στρατός της Νίκαιας κατέλαβε πολλές παράλιες πόλεις καί μπήκε, χωρίς να συναντήσει αντίσταση, στην
Αδριανούπολη. Η
αποκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας στην Κωνσταντινούπολη φαινόταν να πλησιάζει αφού η λατινική αυτοκρατορία ήταν ανίκανη να αντιτάξει οποιαδήποτε σοβαρή
αντίσταση. Τη στιγμή όμως αυτή τα σχέδια του αυτοκράτορα της Νίκαιας ανακόπηκαν από τον αντίπαλό του
αυτοκράτορα της Αρτας.
Ο Θεόδωρος Αγγελος προχωρούσε από νίκη σε νίκη. Εκτός από τα εδάφη του άλλοτε βασιλείου της Θεσσαλονίκης είχε στο μεταξύ υποτάξει στην εξουσία του καί ένα
τμήμα της Θράκης. Προέλασε στη συνέχεια εναντίον της Αδριανουπόλεως καί ανάγκασε το στρατό του αυτοκράτορα της Νίκαιας να αποσυρθεί. Βέβαιος για τη νίκη του
κινήθηκε γρήγορα προς την Κωνσταντινούπολη καί έτσι είχε φθάσει πιο κοντά στον τελικό στόχο από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας. Τον ίδιο όμως στόχο επιδίωκε καί ο
τσάρος των Βουλγάρων Ιβάν Ασάν Β', ο οποίος τό 1230 κοντά στην Κλοκότνιτσα στον ποταμό Έβρο κατετρόπωσε τούς Ελληνες της Ηπείρου
συνέλαβε καί τελικά τύφλωσε τόν Θεόδωρο Αγγελο.
Ο Ιωάννης Βατάτζης , το 1242, ανέλαβε μια εκστρατεία
εναντίον της Θεσσαλονίκης, στην οποία τότε κυβερνούσε ο Ιωάννης με την υποστήριξη του πατέρα του Θεοδώρου Αγγέλου, που είχε ελευθερωθεί από τον Ασάν Β'.
Με γρήγορη καί νικηφόρο προέλαση πλησίασε την Αρτα, όταν η εισβολή των Μογγόλων στην Μικρά Ασία τον ανάγκασε να υποχωρήσει καί να
συνάψει ειρήνη. Αν καί η πολεμική αυτή εκστρατεία ανακόπηκε πρόωρα, εντούτοις είχε ένα σημαντικό αποτέλεσμα. Ο ηγεμόνας της Θεσσαλονίκης κατέθεσε τα
αυτοκρατορικά του διάσημα καί αναγνώρισε τα κυριαρχικά δικαιώματα του αυτοκράτορα της Νίκαιας, ο οποίος σε αντάλλαγμα τού αναγνώρισε τον τίτλο του δεσπότου.
Η επιδρομή των Μογγόλων προκάλεσε μεγάλο αναβρασμό σ' ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη καί την Εγγύς Ανατολή. Το ρωσικό κράτος υπέκυψε στους κατακτητές καί
κατέληξε για περισσότερο από δύο αιώνες κάτω από το ζυγό των Τατάρων, οι οποίοι ίδρυσαν στις εκβολές των ποταμών Βόλγα καί Δον τη λεγόμενη
«Χρυσή Ορδή».
Η Πολωνία, η Σιλεσία, η Βοημία καί Μοραβία, η Ουγγαρία καί ολόκληρη η λεκάνη του Δούναβη λεηλατήθηκαν καί οι Μογγόλοι προέλασαν ως τα παράλια της Αδριατικής.
Ταυτόχρονα εισέβαλαν με την ίδια ακάθεκτη ορμή στην Εγγύς Ανατολή. Το σουλτανάτο του Ικονίου καί το
μικρό βασίλειο της Τραπεζούντος απειλούνταν με αφανισμό, ενώ η Νίκαια αγωνιούσε για την ύπαρξή της. Για να αποκρούσει τον κοινό κίνδυνο ο Ιωάννης Βατάτζης
έκλεισε συμμαχία με το σουλτάνο του Ικονίου (1243). Ωστόσο, τα μικρά κρατίδια της Μικράς Ασίας δεν μπορούσαν να αντιτάξουν σοβαρή αντίσταση στον εχθρό,
του οποίου η δύναμη επεκτεινόταν από τον Ειρηνικό Ωκεανό ως την Κεντρική Ευρώπη. Ο βασιλιάς της Τραπεζούντος, που νικήθηκε ολοκληρωτικά από τους
Μογγόλους, έγινε φόρου υποτελής, το ίδιο καί ο σουλτάνος του Ικονίου υποχρεώθηκε να καταβάλει φόρους υποτέλειας. Με τον όρο αυτό καί οι δυο παρέτειναν την
άθλια ύπαρξή τους, αφού οι Μογγόλοι αποχώρησαν από τη Μικρά Ασία κυνηγώντας μεγαλύτερους στόχους.
Η αυτοκρατορία όμως της Νίκαιας έμεινε ανέπαφη καί μάλιστα αποκόμισε σημαντικά οφέλη από την αποδυνάμωση των ανατολικών γειτόνων της.
Ο Ιωάννης Βατάτζης μπορούσε πλέον να στρέψει πάλι την προσοχή του στις βαλκανικές χώρες καί το 1246 κέρδισε μια αποφασιστική νίκη
εναντίον των Βουλγάρων καθώς καί του βασιλείου της Ηπείρου. Το κράτος των Βουλγάρων, η ως τώρα ισχυρότερη δύναμη πάνω στα Βαλκάνια,
που τώρα ήταν υποτελής στους Τατάρους, κάτω από τη διακυβέρνηση των ανήλικων γιων του Ασάν Β', βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Χωρίς αντίσταση κατέλαβε ο
Βατάτζης όλα τα εδάφη, που είχε άλλοτε αποσπάσει ο Ιβάν Ασάν Β' από τούς Ελληνες, επεξέτεινε την κυριαρχία
του στη Θράκη ως τις πηγές του ποταμού Έβρου καί στη Μακεδονία ως τον Αξιό. Στη συνέχεια στράφηκε με την ίδια εκπληκτική επιτυχία εναντίον της Θεσσαλονίκης,
όπου οι αδύναμοι απόγονοι του τυφλωμένου Θεοδώρου διαδέχονταν ο ένας τον άλλο πάνω στον κλονισμένο θρόνο, ασκώντας μάλλον φαινομενική εξουσία.
Ο Βατάτζης εισήλθε στη Θεσσαλονίκη το Δεκέμβριο του 1246, χωρίς καμιά αντίσταση καί με την υποστήριξη
μιας ισχυρής αντιπολιτεύσεως, που προσδοκούσε την άφιξή του. Ο Θεόδωρος αποζημιώθηκε με ένα κτήμα κοντά στα Βοδενά, ενώ ο γιος του Δημήτριος, ο τελευταίος
ηγεμόνας της Θεσσαλονίκης (1244 - 1246), οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία. Από τότε στη Θεσσαλονίκη διέμενε ως γενικός διοικητής των ευρωπαϊκών κτήσεων της
αυτοκρατορίας της Νίκαιας ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος. Ο γιος του, ο μετέπειτα αυτοκράτορας
Μιχαήλ Παλαιολόγος, ανέλαβε τη διοίκηση στις Σέρρες καί στο Μελένικον.
Ο Ιωάννης Βατάτζης διατηρούσε στενές επαφές με το
Γερμανό Αυτοκράτορα.Φρειδερίκο Β' Χοχενστάουφεν (Hohenstaufen). Οι δυο ηγεμόνες
επισφράγησαν τή συμμαχία τους με το γάμο του Ιωάννη Βατάτζη με τη νεώτερη κόρη του Φρειδερίκου Κωνσταντία,
ύστερα από το θάνατο της πρώτης συζύγου του, της Ειρήνης Λάσκαρη. Οι επιστολές του Φρειδερίκου προς τον Ιωάννη Βατάτζη δείχνουν ειλικρινή συμπάθεια καί θαυμασμό
για τους Έλληνες, τους οποίους
«ο πάπας τόλμησε με αδιάντροπο τρόπο να δυσφημίσει ως αιρετικούς, αυτούς, οι οποίοι είχαν διαδώσει
τη χριστιανική πίστη ως τα έσχατα όρια του κόσμου».
Η συμμαχία αυτή δεν απέφερε βέβαια θετικά αποτελέσματα, ανύψωσε όμως οπωσδήποτε το γόητρο της
αυτοκρατορίας της Νίκαιας.
Ο Ιωάννης Βατάτζης είχε στο μεταξύ διπλασιάσει την έκταση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Οι κτήσεις του στη Μικρά Ασία ήταν απόλυτα ασφαλείς καί ένα μεγάλο τμήμα της
Βαλκανικής Χερσονήσου βρισκόταν κάτω από την εξουσία του. Τα επιτεύγματα του στο χώρο της εσωτερικής πολιτικής ήταν εξίσου σημαντικά όπως καί οι
επιτυχίες του στην εξωτερική πολιτική. Αγωνίσθηκε για την πληρέστερη εφαρμογή του νόμου καί για την καταπολέμηση των γνωστών καταχρήσεων στη διοίκηση.
Με την υποστήριξη της συζύγου του Ειρήνης Λάσκαρη επιζήτησε να απαλύνει την ένδεια καί τα βάρη των φτωχών τάξεων του πληθυσμού καί ίδρυσε πολλά νοσοκομεία
και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Οικοδόμησε μεγαλοπρεπείς ναούς που να ικανοποιούν τη βυζαντινή ευσέβεια καί ανήγειρε οχυρά στις ακριτικές περιοχές για να αντιμετωπίσει
τις στρατιωτικές ανάγκες. Ακολουθώντας τις καλύτερες παραδόσεις του βυζαντινού κράτους ο Ιωάννης Βατάτζης δημιούργησε στρατιωτικά αγροκτήματα καί ενίσχυσε τις
στρατιωτικές δυνάμεις με την μόνιμη εγκατάσταση των Κουμάνων ως στρατιωτών στις ακριτικές περιοχές - πρώτα στη Θράκη καί τη Μακεδονία καί ύστερα στην κοιλάδα
του Μαιάνδρου καί στη Φρυγία - με τον όρο της προσφοράς στρατιωτικής υπηρεσίας. Με τον τρόπο αυτό αποκαταστάθηκε ιδιαίτερα στην Ανατολή το σύστημα της άμυνας
των συνόρων καί το γεγονός αυτό θεωρεί ορθά ο βυζαντινός ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης ως το πιο σημαντικό επίτευγμα του κράτους της Νίκαιας.
Τα οικονομικά μέτρα του Ιωάννη Βατάτζη αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή. Με την κυβέρνησή του η αυτοκρατορία της Νίκαιας δοκίμασε τέτοια
οικονομική ευημερία, την οποία
λίγες φορές είχε γνωρίσει ως τότε. Ο αυτοκράτορας απέδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην ανόρθωση της αγροτικής οικονομίας καί της κτηνοτροφίας καί πρώτος αυτός
έδωσε το καλό παράδειγμα στη γεωργία. Τα αυτοκρατορικά κτήματα ορίσθηκε να γίνουν πρότυπα για να δείξουν στους υπηκόους τι μπορεί να αποφέρει η φροντισμένη
και συνετή οικονομική διαχείριση στην γεωργία, την αμπελοκομία καί την κτηνοτροφία. Στη σύζυγό του ο αυτοκράτορας δώρισε ένα διάδημα με μαργαριτάρια καί
πολύτιμους λίθους, τους οποίους απόκτησε με την πώληση των αυγών από το κτήμα του. Βασικός στόχος της οικονομικής πολιτικής του ήταν να καταστήσει τη χώρα
οικονομικά αυτάρκη. Επιζήτησε να προστατεύσει
την αυτοκρατορία από την εισαγωγή ξένων προϊόντων καί να την απαλλάξει από το οικονομικό μονοπώλιο των ιταλικών πόλεων. Απαγόρευσε με κάθε αυστηρότητα στους
υπηκόους του να αγοράζουν είδη πολυτελείας από το εξωτερικό. Κάθε πολίτης έπρεπε να αρκεσθεί με
«ό,τι παράγει το ρωμέϊκο έδαφος καί ό,τι δημιουργούν τα ρωμέϊκα χέρια».
Έτσι, παρά τη μόνιμη εμπόλεμη κατάστασή της, η Νίκαια δεν δοκίμασε ποτέ έλλειψη χρημάτων. Οι νομισματικές καί οικονομικές συνθήκες του κράτους της Νίκαιας στα
χρόνια του Βατάτζη ήταν κατά πολύ υγιέστερες από τις συνθήκες που επικρατούσαν στη βυζαντινή αυτοκρατορία στα χρόνια των τελευταίων Κομνηνών καί των Αγγέλων.
Ο Ιωάννης Βατάτζης, που στα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από σοβαρές κρίσεις επιληψίας, πέθανε στις 3 Νοεμβρίου 1254. Τα απαράμιλλα κατορθώματά του
βρήκαν τη μεγαλύτερη αναγνώριση. Μισό αιώνα μετά το θάνατό του ανακηρύχθηκε άγιος καί ως τα πρόσφατα χρόνια η μνήμη του αγίου αυτοκράτορα Ιωάννου του
Ελεήμονος ετιμάτο κάθε χρόνο στην εκκλησία της Μαγνησίας, την οποία έχτισε ο ίδιος καί στην οποία βρήκε την τελευταία ανάπαυσή του καθώς καί στο Νυμφαίον, την
αγαπημένη του κατοικία.
Ο διάδοχός του Θεόδωρος Β' Λάσκαρης (1254 - 1258) ήταν αυταρχικός καί ιδιότροπος περιφρόνησε τους
ισχυρούς της αυτοκρατορίας καί προκάλεσε την εχθρότητά τους. Αγνόησε εντελώς τα προνόμια της αριστοκρατίας. Η σύντομη βασιλεία του Θεοδώρου Β' δεν έφερε καμιά
ουσιαστική αλλαγή στο χώρο της εξωτερικής πολιτικής ούτε καί έφερε τους Βυζαντινούς πλησιέστερα στο στόχο
τους, που ήταν η ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Όταν ο Θεόδωρος υπέκυψε στη κληρονομική του αρρώστεια, τον Αύγουστο του 1258 σε ηλικία 36 χρόνων, το
θρόνο κατέλαβε ο επταετής γιος του Ιωάννης Δ'.
Ο αυτοκράτορας είχε διορίσει ως αντιβασιλέα στη θέση του ανήλικου γιου του το φίλο του Γεώργιο Μουζάλων,
αδιαφορώντας για το βαθύ μίσος, που έτρεφε η αριστοκρατία εναντίον του. Ακόμη καί ο όρκος, που έδωσαν οι αριστοκράτες της αυτοκρατορίας με επικεφαλής τον
Μιχαήλ Παλαιολόγο πρώτα στον θνήσκοντα αυτοκράτορα καί ύστερα στον ίδιο τον Γεώργιο Μουζάλων, δεν ήταν ικανός να τιθασεύσει το μίσος αυτό. Εννέα μέρες μετά το θάνατο του Θεοδώρου Β' καί στη διάρκεια της
επιμνημόσυνης ακολουθίας για το νεκρό αυτοκράτορα, έγινε αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του Γεωργίου Μουζάλων καί του αδελφού του, οι οποίοι σφάχθηκαν μπροστά
στην αγία τράπεζα. Η αντιβασιλεία ανατέθηκε τώρα στον Μιγαήλ Παλαιολόγο, που ήταν ο ικανότερος καί επιφανέστερος εκπρόσωπος της αριστοκρατίας.
Καθώς ήταν έξοχος στρατιωτικός διοικητής είχε μεγάλη εκτίμηση στο στρατό καί
ιδιαίτερα στους λατίνους μισθοφόρους. Ήταν πολύ συμπαθητικός χαρακτήρας καί είχε κερδίσει οπαδούς σε όλες τις τάξεις, ακόμη καί ανάμεσα στον πανίσχυρο κλήρο.
Έτσι λοιπόν αναγορεύθηκε «Μέγας Δουξ» καί αργότερα «Δεσπότης». Οι τίτλοι όμως αυτοί ήταν μόνο προβαθμίδες για την ανώτατη εξουσία. Τήν Πρωτοχρονιά του 1259
ανακηρύχθηκε συναυτοκράτορας του νεαρού Ιωάννη Λάσκαρη καί δέχθηκε το αυτοκρατορικό στέμμα.
Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος
όφειλε την αστραπιαία άνοδό του όχι μόνο στην μοναδική ευστροφία του, αλλά καί στην όξυνση της εξωτερικής καταστάσεως, η οποία απαιτούσε δυναμική πολιτική ηγεσία.
Ο βασιλιάς Μανφρέδος της Σικελίας, ήταν εχθρός της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Το 1258 κατέλαβε την Κέρκυρα καί στη συνέχεια το Δυρράχιον,
τον Αυλώνα καί το Βουθρωτό. Ο ηγεμόνας της Ηπείρου παραχώρησε στον Μανφρέδο το χέρι της κόρης του με προίκα τις κατειλημμένες αυτές πόλεις καί σύναψε μαζί του
μία συμμαχία εναντίον της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Τρίτο μέλος της συμμαχίας αυτής ήταν ο Γουλιέλμος Β' Βιλλεαρδουΐνος της Αχαΐας.
Ο πόλεμος εναντίον της τριπλής αυτής συμμαχίας ήταν πραγματικά μια μεγάλη δοκιμασία για τον Μιχαήλ Η'. Τελικά βγήκε νικητής της κρίσεως αυτής που ήταν
αποφασιστική για την τύχη της αυτοκρατορίας. Ο αδελφός του, ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης Παλαιολόγος, τέθηκε επικεφαλής ενός ισχυρού στρατού
με ενισχύσεις από Κουμάνους καί Τούρκους εναντίον των στρατευμάτων της συμμαχίας. Το φθινόπωρο του 1259 οι δυνάμεις των συμμάχων δοκίμασαν στην κοιλάδα της
Πελαγονίας μια συντριπτική ήττα. Οι τετρακόσιοι ιππότες, που είχε αποστείλει ο βασιλιάς Μανφρέδος, έπεσαν όλοι στο πεδίο της μάχης καί ο
Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος συνελήφθη καί
οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη δέσμιος. Εμεινε τρία χρόνια στη φυλακή καί απελευθερώθηκε μόνο αφού δέχθηκε τελικά να υποκύψει στους όρους του Παλαιολόγου,
να δώσει δηλαδή ως στρατιωτικές βάσεις στους Βυζαντινούς τα κάστρα τού Μυστρά, της Μάϊνας καί της Μονεμβασιάς.
Το κράτος της Ηπείρου κινδύνευε να αφανισθεί. Ο αυτοκρατορικός στρατός εισήλθε στην Αρτα καί η Ήπειρος σώθηκε από το χτύπημα αυτό μόνο χάρη στη
βοήθεια, που έφθασε έγκαιρα από τη Σικελία. Επίσης καί οι Σέρβοι αποχώρησαν από τις μακεδονικές πόλεις, που είχαν πρόσφατα καταλάβει.
Τώρα πια δεν υπήρχε καμιά ευρωπαϊκή δύναμη, που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην ανάκτηση του Βυζαντίου.
Το μεγάλο γεγονός, το οποίο απασχολούσε τη σκέψη των Ελλήνων επί δύο γενεές καί για το οποίο η διπλωματία καί η στρατιωτική πολιτική είχαν προπαρασκευάσει το
δρόμο με μεγάλη περίσκεψη, πραγματοποιήθηκε τελικά με εκπληκτική ευκολία. Το τέλος της σαθρής λατινικής αυτοκρατορίας καί η
ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως
από τους Βυζαντινούς οφείλονται σχεδόν στην τύχη. Όταν ο αυτοκρατορικός στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος πορευόταν με μια μικρή στρατιωτική δύναμη προς τη
Θράκη με την εντολή να εποπτεύσει τα βουλγαρικά σύνορα, πέρασε κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Προς μεγάλη του έκπληξη βρήκε την πρωτεύουσα σχεδόν αφύλακτη.
Την εποχή εκείνη διαρκούσε ακόμη μια εκεχειρία, που είχε συμφωνηθεί τον Αύγουστο του 1260 για ένα χρόνο καί ο βεντικός στόλος με το μεγαλύτερο μέρος της φράγκικης
φρουράς είχαν αποχωρήσει για να πολιορκήσουν το οχυρό Δαφνούσιον, πάνω σε μια νησίδα του νότιου Εύξεινου Πόντου. Χωρίς χρονοτριβή επιτέθηκε ο Στρατηγόπουλος
κατά της άοπλης πόλεως, την οποία καί κατέλαβε με την ανατολή του ήλιου στις 25 Ιουλίου 1261 χωρίς να συναντήσει σχεδόν καμιά αντίσταση. Ο
Βαλδουΐνος Β' και η
ακολουθία δραπέτευσαν καί έτσι τελείωσε η λατινική κυριαρχία στην Κωνσταντινούπολη.
Στις 15 Αυγούστου 1261 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' εισήλθε θριαμβευτικά στην Βασιλεύουσα.από τήν Χρυσή Πύλη.
Στα 57 χρόνια της λατινικής κυριαρχίας η
Κωνσταντινούπολη είχε χάσει το
μεγαλείο καί τον πλούτο της. Τη βάρβαρη λεηλασία του 1204 ακολούθησε συστηματική σύληση των βυζαντινών θησαυρών. Τα μεγάλα έργα τέχνης είχε διοχετεύσει η
λατινική αυτοκρατορία στη Δύση γιατί με την αγωνία καί την ένδεια, νόμιζε ότι χαρίζοντάς τα θα διατηρούσε την εύνοια των δυτικών δυνάμεων. Οι εκκλησίες είχαν
ερημωθεί από τους θησαυρούς καί από τα άγια λείψανά τους καί το ανάκτορο των Βλαχερνών βρισκόταν σε ερείπια. Παρά ταύτα ο βυζαντινός λαός πανηγύρισε με μεγάλο
ενθουσιασμό το γεγονός. Η είσοδος του αυτοκράτορα στην ελευθερωμένη πόλη πήρε τη μορφή θρησκευτικής πανηγυρεως. Ο λαός προϋπάντησε τον Μιχαήλ Η' με την
εικόνα της Οδηγήτριας, που πιστευόταν ότι ήταν έργο του ευαγγελιστή Λουκά. Ο αυτοκράτορας πορεύθηκε πεζός,
με την
ιερή πομπή στη μονή Στουδίου καί ύστερα στην Αγία Σοφία. Στο ναό αυτό που αποδόθηκε πάλι στην ορθόδοξη
πίστη καί όπου οι παλαιοί βυζαντινοί
αυτοκράτορες δέχονταν κατά παράδοση το διάδημα, τέλεσε ο πατριάρχης τη βασιλική στέψη για δεύτερη φορά στον Μιχαήλ καί τη σύζυγό του
Θεοδώρα, το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Η λατρευτική αυτή πράξη συμβόλιζε την αναγέννηση της βυζαντινής αυτοκρατορίας στη Βασιλίδα Πόλη, που ανασταινόταν σε μια
νέα ζωή. Ο νόμιμος αυτοκράτορας Ιωάννης Δ' Λάσκαρης κρατήθηκε μακριά από όλες τις τελετές καί μερικούς μήνες αργότερα ο Μιχαήλ Η' τύφλωσε τον άτυχο νεανία.
Η βυζαντινή αυτοκρατορία κυριαρχούσε στα νοτιοανατολικά από την εποχή του Ιωάννη Βατάτζη, μόνο όμως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως κατόρθωσε να
επιβληθεί καί πάλι ως μεγάλη δύναμη. Η επανάκτηση της παλαιάς πρωτεύουσας ήταν το αποτέλεσμα των πολιτικών καί στρατιωτικών επιτυχιών των προηγούμενων
δεκαετιών καί οι Βυζαντινοί έδρεψαν την επιτυχία ως ώριμο καρπό. Ωστόσο με την ανάκτηση της Βασιλίδας του Βοσπόρου η θέση της βυζαντινής αυτοκρατορίας στα
πλαίσια του τότε κόσμου μεταβλήθηκε μονομιάς. Το Βυζάντιο έγινε πάλι αποφασιστικός παράγοντας στην διαμόρφωση της πολιτικής των ευρωπαϊκών κρατών καί
αποτέλεσε ένα από τα κέντρα, που καθόριζαν την πολιτική των μεσογειακών δυνάμεων.
Η λατινική όμως κυριαρχία είχε αφήσει πίσω της βαθειά ίχνη καί είχε πληγώσει το βυζαντινό κρατικό σώμα, σε βαθμό που η παλινόρθωση δεν μπορούσε πια να θεραπεύσει.
Η κεφαλή, η Κωνσταντινούπολη, στηριζόταν σε ένα αποδυναμωμένο σώμα, που ήταν εκτεθειμένο σε κινδύνους από όλα τα μέτωπα.
Τα ιταλικά ναυτικά κράτη δέσποζαν στα
βυζαντινά ύδατα, οι αποικίες τους βρίσκονταν εγκατεσπαρμένες σε όλη την αυτοκρατορία καί τα περισσότερα νησιά της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου ήταν στην
εξουσία τους. Ευρωπαϊκές επαρχίες βρισκόταν κάτω από φραγκική κυριαρχία, ενώ τα δύο βασίλεια της Βουλγαρίας καί της Σερβίας είχαν αναπτυχθεί σε
υπολογίσιμες δυνάμεις. Στη Δύση η παλινορθωμένη βυζαντινή αυτοκρατορία είχε να αντιμετωπίσει όλες εκείνες τις εχθρικές
δυνάμεις, που είχαν άλλοτε συμφέρον από την επιβίωση της λατινικής αυτοκρατορίας. Στά ανατολικά οι Σελτζούκοι Τούρκοι πάντοτε απέβλεπαν σέ παραπέρα εξάπλωσή τους πρός
δυσμάς. Οι Ελληνες ήταν περικυκλωμένοι από όλες τίς κατευθύνσεις από εχθρικά διακείμενους γείτονες.
Τά χειρότερα ήρθαν τό 1354, όταν ένας νέος εχθρός εμφανίστηκε από τήν Ανατολή: οι Οθωμανοί Τούρκοι.
Αφού κατέκτησαν τη Μικρά Ασία, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ευρώπη καί
περικύκλωναν βαθμιαία καί μεθοδικά την Πόλη, καταλαμβάνοντας τις τελευταίες
ελλαδικές κτήσεις του κράτους καί καταλύοντας τα νοτιοσλαβικά κράτη. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από τους εμφύλιους πολέμους των βυζαντινών, οι οποίοι
αποδυνάμωσαν το κράτος καί επέτρεψαν στους αντιπάλους του να επεκταθούν άκοπα. Μάταια το Βυζάντιο ζητούσε βοήθεια, προσφέροντας σε αντάλλαγμα την
εκκλησιαστική υποταγή στον πάπα. Οι Δυτικοί δεν έστειλαν αποτελεσματική βοήθεια, οι εκστρατείες που επιχείρησαν εναντίον των Τούρκων απέτυχαν οικτρά καί στην
τελική τουρκική επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης, ο
μεγάλος Ελληνας αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος δεν είχε να αντιπαρατάξει παρά τη θυσία του,
που την επισφράγισε με τον θάνατό του τα χαράματα της 29ης Μαΐου του 1453.
Η βυζαντινή αυτοκρατορία γεννήθηκε με την ίδρυση της βασιλίδας στο Βόσπορο από το Μέγα Κωνσταντίνο καί αφανίσθηκε με την άλωση της ίδιας πόλεως υπό τον
τελευταίο Κωνσταντίνο. Βέβαια ο Μοριάς στη νότια Ελλάδα καί η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας επέζησαν για λίγα ακόμη χρόνια. Η υποταγή τους όμως δεν αποτελούσε
πια για τους Τούρκους σοβαρό πρόβλημα. Η κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως δημιούργησε μια γέφυρα ανάμεσα στις ασιατικές καί τις ευρωπαϊκές κτήσεις των
Οθωμανών. Εξασφάλισε την ενότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας καί έδωσε νέα ώθηση στα κατακτητικά της σχέδια. Το πανίσχυρο τουρκικό κράτος ταχύτατα
απορρόφησε τα κατάλοιπα των ελληνικών όπως καί των λατινικών καί σλαβικών κτήσεων στα Βαλκάνια Το 1456 έπεσε η Αθήνα στα χέρια των Οθωμανών καί ο
Παρθενώνας, που για χίλια χρόνια ήταν αφιερωμένος στη Θεοτόκο, μεταβλήθηκε σε τουρκικό τζαμί.
Το 1460 τερματίσθηκε καί η κυριαρχία των Βυζαντινών στο Μοριά.
Ο Θωμάς δραπέτευσε στην Ιταλία, ενώ ο Δημήτριος, που ήταν εχθρός των Λατίνων, κατέληξε στην αυλή του σουλτάνου.
Το Σεπτέμβριο του 1461 έπεσε καί η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας
καί έτσι υποτάγηκε στην τουρκική κυριαρχία καί το τελευταίο τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Το σερβικό δεσποτάτο είχε υποκύψει από τα 1459,
το 1463 ακολούθησε το βασίλειο της Βοσνίας καί πριν από το τέλος του αιώνα καταλήφθηκαν από τους Τούρκους καί οι υπόλοιπες σλαβικές καί αλβανικές περιοχές ως την
Αδριατική. Έτσι ιδρύθηκε πάλι μια νέα αυτοκρατορία, που εκτεινόταν από τη Μεσοποταμία ως την Αδριατική με φυσικό της κέντρο την Κωνσταντινούπολη.
Ήταν η τουρκική αυτοκρατορία, που ορθώθηκε πάνω στα ερείπια της βυζαντινής αυτοκρατορίας καί που έμελλε να επανενώσει μια φορά ακόμη τις παλαιές
βυζαντινές χώρες σε ένα κράτος για πολλούς αιώνες.
Η συμβολή των Ελλήνων λογίων στην ιταλική καί κατ' επέκτασιν στην ευρωπαϊκή αναγέννηση ήταν καθοριστική.
Εγκατέλειψαν τήν πατρίδα τους αλλά πήραν μαζί τους τόν πλούτο της πού ήταν οι θησαυροί της αρχαιοελληνικής γραμματείας,
Η άποψη αυτή οφείλεται στους ίδιους τους Ιταλούς ανθρωπιστές του δέκατου πέμπτου αιώνα, που μιλούσαν
με θαυμασμό για τους Βυζαντινούς δασκάλους τους καί για τους νέους ορίζοντες που ανακάλυψαν από την συνεργασία μαζί τους.
Ετσι τό Βυζάντιο καί διατήρησε γιά 10 αιώνες
τήν κληρονομιά του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού (Δίκαιο, Φιλοσοφία, Τέχνες) καί τη μετέδωσε στον νεότερο κόσμο μέ αποτέλεσμα τόν Ουμανισμό καί τήν
Αναγέννηση της Δυτικής Ευρώπης. Χωρίς την αντιγραφική καί υπομνηματική εργασία των Βυζαντινών τα αρχαία κείμενα θα είχαν εξαφανισθεί.
Επίσης επηρέασε πολιτιστικά καί θρησκευτικά όλη την Ανατολική Ευρώπη (κυριλικό αλφάβητο, εκχριστιανισμός) καί υπήρξε προπύργιο κατά των εφόδων των βαρβάρων της
Ασίας, προστατεύοντας για πολλούς αιώνες την Ευρώπη καί διασώζοντάς την από την εξαθλίωση.
Το Βυζάντιο αλώθηκε το 1453, οι πνευματικές όμως καί πολιτικές του παραδόσεις επέζησαν καί συνέχισαν να επιδρούν τόσο στα παλαιά βυζαντινά εδάφη όσο καί έξω
από τα παλαιά όρια της αυτοκρατορίας, γονιμοποιώντας την κρατική καί πολιτιστική ζωή των ευρωπαϊκών λαών. Η χριστιανική θρησκεία στην ιδιαίτερη ελληνική της
έκφραση, ως η πεμπτουσία της βυζαντινής πνευματικότητας καί συνάμα ως αντίποδας προς τον ρωμαϊκό καθολικισμό, παρέμεινε για τους Έλληνες καθώς καί για τους
νότιους καί ανατολικούς Σλάβους το άγιον των αγίων τους.
Στους αιώνες της τουρκικής δουλείας η ορθόδοξη πίστη ήταν για τους Έλληνες, τους Βουλγάρους καί τους
Νοτιοσλάβους η έκφραση της πνευματικής καί εθνικής τους ταυτότητας, καί προφύλαξε τους βαλκανικούς λαούς από τον αφανισμό μέσα στην τουρκική πλημμύρα.
Αυτή έκανε δυνατή καί την εθνική τους αναγέννηση τον δέκατο ένατο αιώνα.
Η Ορθοδοξία ήταν επίσης το πνευματικό λάβαρο, κάτω από το οποίο συνενώθηκαν οι ρωσικές
χώρες καί το κράτος της Μόσχας πέτυχε να ανυψωθεί σε μεγάλη δύναμη. Μετά την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας καί των σλαβικών βασιλείων η Μόσχα αποτίναξε
οριστικά τον ταταρικό ζυγό καί έγινε, ως η μόνη ορθόδοξη ηγεμονία, το φυσικό κέντρο του ορθόδοξου κόσμου. Ο Ιβάν Γ', ο μεγάλος ελευθερωτής καί θεμελιωτής της
ενότητας των ρωσικών χωρών, παντρεύθηκε την Σοφία Παλαιολογίνα, κόρη του δεσπότη Θωμά Παλαιολόγου καί ανηψιά του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Υιοθέτησε το βυζαντινό
δικέφαλο αετό στα λάβαρά του καί εισήγαγε στη Μόσχα το βυζαντινό τελετουργικό. Γρήγορα η Ρωσία ανέλαβε τον ηγετικό ρόλο στη χριστιανική
Ανατολή, τον οποίο κατείχε
ως τότε η βυζαντινή αυτοκρατορία. Αφού η Κωνσταντινούπολη ήταν η νέα Ρώμη, η Μόσχα γινόταν τώρα η «τρίτη Ρώμη». Η πνευματική κληρονομιά του Βυζαντίου, η πίστη
του, οι πολιτικές του ιδέες καί η πνευματικότητά του επέζησαν διά μέσου των αιώνων στη ρωσική αυτοκρατορία.
Γραμματεία
Η μεσαιωνική ελληνική γραμματεία συνδέεται με τη γραμματεία των αλεξανδρινών χρόνων, ιδίως στο πεδίο της λογοτεχνικής μορφής. καί οι δύο αυτές γραμματείες
αντλούν τα θέματά τους από την αρχαία μυθολογία, ρητορεύουν υπερβολικά καί μιμούνται παλαιότερα πρότυπα. Σημαντική όμως υπήρξε η υπηρεσία της μεσαιωνικής
ελληνικής γραμματείας στην πνευματική ιστορία της ανθρωπότητας, καθώς διατηρούσε σχεδόν πάντοτε στενό τον
σύνδεσμό της με την αρχαία ελληνική παρακαταθήκη, συντηρώντας έτσι την αρχαία σοφία καί τα αρχαία γράμματα. Δεν λείπουν οι βιβλιοθήκες στα σημαντικά πνευματικά
κέντρα του κράτους ούτε καί οι σχολιαστές παλαιότερων κειμένων. Κάτω από το συχνότατα τεχνητό γλωσσικό της όργανο ανακαλύπτονται νέες χριστιανικές ιδέες.
Οι Βυζαντινοί καλλιέργησαν κυρίως την ιστοριογραφία, την εκκλησιαστική ποίηση, τη φιλολογία, αλλά καί τη δημώδη γραμματεία.
Στην Πρωτομεσαιωνική Περίοδο συγκροτήθηκε το βυζαντινό πνεύμα, που το διαμόρφωσαν το αρχαίο ελληνικό, το ρωμαϊκό, το χριστιανικό καί το περσικό στοιχείο.
Αξίζει να υπογραμμιστεί η συναίρεση του αρχαίου ελληνικού με το χριστιανικό πνεύμα, που πραγματοποιήθηκε τον 4ο αι. από τους Πατέρες της Εκκλησίας, δηλαδή από τον
Βασίλειο τον Μέγα, τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, τον Γρηγόριο Νύσσης καί τον Ιωάννη Χρυσόστομο, οι οποίοι συμπλήρωσαν το έργο προγενέστερων σημαντικών αντρών,
όπως για παράδειγμα του Κλήμεντος Αλεξανδρέως (2ος αι.), καί θεμελίωσαν έναν νέο κόσμο στηριγμένο στην ελληνική πνευματική παράδοση καί τα χριστιανικά διδάγματα,
από τον οποίο όμως δεν έλειψαν καί επιβιώσεις της αρχαιοελληνικής παράδοσης με αρκετούς αξιόλογους εκπροσώπους.
Σημαντικά θεολογικά κέντρα συγκρότησαν η Καισάρεια της Καππαδοκίας καί η Αντιόχεια της Συρίας, ενώ η
Βηρυτός ακτινοβολούσε στην περιοχή της νομικής επιστήμης.
Αλλά καί η Θεσσαλονίκη καί η Αθήνα διέσωζαν ακόμα τη δάδα της αρχαίας σοφίας. Με την πάροδο του χρόνου ανέλαβε η
Κωνσταντινούπολη τον ηγετικό της ρόλο.
Την περίοδο αυτή περισσότερο ακτινοβολούσε η Αλεξάνδρεια, όπου δίδαξαν καί μορφώθηκαν άντρες που διέπρεψαν στον τομέα των γραμμάτων καί στη
διοίκηση της Εκκλησίας.
Ανάμεσα σε πολλούς επιφανείς, η Καισάρεια της Καππαδοκίας έδωσε τον Μέγα Βασίλειο (330-379), σημαντική προσωπικότητα καί στη θεωρία καί στη δράση,
μεγάλο θεολόγο καί συγγραφέα. Βαθύς γνώστης της αρχαίας σοφίας, εκτιμούσε βαθύτατα τον Πλάτωνα καί τον Δημοσθένη. Αφησε ομιλίες, πραγματείες καί επιστολές,
ενώ σε ορισμένες ομιλίες του θαυμαστή είναι η ευαγγελική του απλότητα. Σε μικρό έργο του είχε συστήσει την ανάγνωση των κλασικών συγγραφέων, εφόσον γινόταν καλή
εκλογή από το έργο τους. Στα παλαιότερα έργα του, τα πιο σύντομα, διαπιστώνει κανείς την επίδραση των κλασικών. Παρέχουν αυτά εξάλλου πιστή εικόνα της κοινωνίας
και της εκκλησίας στην Καππαδοκία του 4oυ αι. καί είναι σε μεγάλο βαθμό φροντισμένα ως προς το ύφος, όπως άλλωστε καί οι πραγματείες του. Μαζί με τον φίλο του
Γρηγόριο διατύπωσε βασικούς κανόνες του μοναχικού βίου.
Στον τομέα της ιστοριογραφίας, ο Προκόπιος, από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, μιμητής του
Ηροδότου καί του Θουκυδίδη, έγραψε ιστορία των
πολέμων του Ιουστινιανού, που τους παρακολούθησε από κοντά ως σύμβουλος του στρατηγού Βελισάριου. Στα Ανέκδοτά του επιτέθηκε κατά του
Ιουστινιανού καί της
Θεοδώρας, του Βελισαρίου καί της γυναίκας του. Ως ιστορικός, διακρινόταν για την ήρεμη κρίση με κάποια παράλληλη εγκωμιαστική τάση. Στο
"Περί κτισμάτων", όπου
περιέγραψε το οικοδομικό έργο του Ιουστινιανού, διακρίνεται ρητορικό καί εγκωμιαστικό ύφος. Μολονότι άνισος συγγραφέας, ο Προκόπιος αποτελεί με τα έργα του
πολύτιμη πηγή για τη μελέτη της ιστορίας των χρόνων του. Το ύφος του έχει καί δύναμη καί πρωτοτυπία, καθώς επίσης δροσιά καί ζωντάνια.
Στον τομέα της ποίησης της πρώτης βυζαντινής περιόδου, κατέχει ιδιαίτερη θέση το έργο του Γρηγόριου Ναζιανζηνού. Από την αρχαϊστική γλώσσα του δεν λείπουν το
γνήσιο ποιητικό αίσθημα καί η υποβλητική διάθεση. Στα ποικίλης υφής ποιήματά του τον επηρέασαν άλλοτε η ποίηση του Ησιόδου, άλλοτε ο Όμηρος, καί άλλωτε πάλι
οι αρχαίοι λυρικοί καί οι δραματογράφοι. Τη θρησκευτική ποίηση την καλλιέργησε σε δακτυλικό εξάμετρο, σπάνια δε σε νεωτερικά μέτρα.
Στις αρχές του 6ου αι. έχουμε το αξιόλογο πλούσιο καί επιβλητικό έργο του Ρωμανού Μελωδού. Αφού έζησε στην Έμεσσα καί τη Βηρυτό, εγκαταστάθηκε στην
Κωνσταντινούπολη στα χρόνια του Ιουστίνου ή του Ιουστινιανού. Με την ποίησή του κορυφώθηκε η προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν στην εκκλησιαστική ποίηση τα
ρυθμικά μέτρα καί δημιουργήθηκε το είδος της εκκλησιαστικής υμνογραφίας που καλλιεργήθηκε καί από άλλους, σύγχρονους ή μεταγενέστερους. Τον διέκρινε υψηλή
ποιητικότητα, δραματικότητα, μεγαλοπρέπεια καί απλό ύφος. Ο λυρισμός του εκδηλώθηκε σε εικόνες παρμένες από τη φύση. Δίκαια θεωρήθηκε ο κορυφαίος βυζαντινός
ποιητής. Από τη σχολή του επίσης πρέπει να προέρχεται ο ποιητής του λαμπρού "Ακάθιστου Ύμνου".
Στή μεσαιωνική περίοδος (700-1200) ο Ιωάννης Δαμασκηνός με το έργο του "Πηγή γνώσεως" πραγματοποίησε κωδικοποίηση των διδαγμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας
και των αποφάσεων των οικουμενικών συνόδων. Ο Δαμασκηνός καθώς καί ο Θεόδωρος Στουδίτης, λίγο μεταγενέστερός του, τάχθηκαν κατά των εικονομάχων καί
αναδείχτηκαν σημαντικοί θεολόγοι.
Ο Δαμασκηνός, στο έργο του "Υπέρ των εικόνων", ξεχωρίζει την έννοια της λατρείας από την προσκύνηση. Παράλληλα κατέχει ξεχωριστή θέση καί ως ποιητής.
Υπήρξε συνεχιστής του Ανδρέα Κρήτης, κανονογράφος καί υμνογράφος με μυστικιστική διάθεση.
Ο Θεόδωρος Στουδίτης (759-826)
καταπολέμησε ως θεολόγος τις μεταρρυθμίσεις των Ισαύρων αυτοκρατόρων. Υπήρξε μεταρρυθμιστής του μοναχικού βίου καί έγραψε
ύμνουςκαι επιγράμματα σε αγίους. Στα έργα του, Μικρά κατήχησις καί Μεγάλη κατήχησις, προέβαλε τα ασκητικά ιδεώδη της χριστιανικής τελείωσης. Παρείχε με αυτά
συμβουλές στους μοναχούς της μονής του Στουδίου, όπου ήταν ηγούμενος. Λογοτεχνικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν καί οι επιστολές του.
Η ποιήτρια Κασσιανή έγραψε πρωτότυπα καί ωραία ποιήματα ποικίλου περιεχομένου, αλλά καί ύμνους καί επιγράμματα με σατιρική διάθεση.
Έγραψε επίσης καί γνωμικά.
Ο Φώτιος (825-893)
καί ο Ψελλός
κυριάρχησαν στην κυρίως βυζαντινή περίοδο. Υπήρξαν οι πρόδρομοι της ανθρωπιστικής κίνησης που προέβαλε αργότερα, στα χρόνια των
Κομνηνών καί των Παλαιολόγων. Ο Φώτιος με τη "Μυριόβιβλο" καί τα άλλα φιλολογικά του έργα συνετέλεσε σημαντικά στη διάσωση της
αρχαίας σοφίας και
την ερμηνεία της. Από τους αρχαίους φιλοσόφους προτιμούσε τον Αριστοτέλη, ενώ στα έργα του Πλάτωνα
ξεχώρισε το μυθολογικό στοιχείο. Καλλιέργησε τη θεολογία
(υπήρξε καί οικουμενικός πατριάρχης), τη φιλοσοφία, το δίκαιο, τη γραμματική, τις φυσικές επιστήμες καί την ιατρική. Κατηγορήθηκε από τους συντηρητικούς της
εποχής του για τα μαθήματά του στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, που αναδιοργανώθηκε από τον
Καίσαρα Βάρδα. Συγκρότησε Λεξικό καί έγραψε τα Αμφιλόχεια.
Το ύφος του ήταν οξύ καί φωτεινό. Ο μαθητής του Αρέθας (850-932), επίσκοπος
Καισαρείας της Καππαδοκίας, άφησε ερμηνευτικές εργασίες σε κείμενα της Παλαιάς
και της Καινής Διαθήκης, καθώς επίσης σχόλια καί παρατηρήσεις στον Πλάτωνα, τον Λουκιανό καί τον Ευσέβιο.
Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (905-959) έγραψε την ιστορία του παππού του, Βασιλείου Α', έργο με πανηγυρικό χαρακτήρα. Ο
Κωνσταντίνος όχι μόνο θέλησε να
αναδιοργανώσει την παιδεία αλλά καί παρακίνησε στη συγγραφή χρήσιμων έργων. Ο ίδιος έγραψε το έργο "Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν",
που σχετίζεται με τη διοίκηση της αυτοκρατορίας, το "Περί θεμάτων", σχετικό με τη διοικητική διαίρεση του κράτους, καί την
"Έκθεσιν περί Βασιλείου Τάξεως", που περιγράφει το πρωτόκολλο της βυζαντινής αυλής.
Ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078), σημαντικός λόγιος, φιλόσοφος καί ιστορικός, ανανέωσε τον φιλοσοφικό στοχασμό με τη μελέτη της πλατωνικής κυρίως φιλοσοφίας καί
προσπάθησε να διαχωρίσει τη φιλοσοφική από τη θεολογική σκέψη. Δίδαξε στο "Γυμνάσιον" που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του,
η φιλοσοφική παιδεία θα έπρεπε να ξεκινά από τη λογική καί τη φυσική του Αριστοτέλη και, με τη βοήθεια του Πλάτωνα, του Πλωτίνου καί του Πρόκλου, να μελετηθεί
αργότερα η μεταφυσική. Έβλεπε τους αρχαίους ως προδρόμους του χριστιανισμού καί ήρθε σε αντίθεση με τον Ιωάννη Ξιφιλίνο, προϊστάμενο του Διδασκαλείου των νόμων.
Ως πλατωνιστής υπήρξε πρόδρομος όχι μόνο του Γεωργίου Γεμιστού (Πλήθωνα) αλλά καί του πλατωνισμού της Αναγέννησης. Στη Χρονογραφία του, όπου πραγματεύτηκε
τα ιστορικά γεγονότα των ετών 976-1077, ο Ψελλός έδωσε επιτυχημένες εικόνες ιστορικών προσώπων. Τα γεγονότα της βασιλείας του Βασιλείου Β' τα πραγματεύτηκε
εισαγωγικά. Η έκθεσή του δεν είχε πλατειασμούς καί περιττολογίες, ακριβολογούσε καί μελετούσε ψυχολογικά πρόσωπα καί γεγονότα.
Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης (11ος αι.) ξεχώρισε ως αμερόληπτος ιστορικός. Πραγματεύτηκε την ιστορία της περιόδου 1034-1079, με οξεία παρατηρητικότητα καί βαθιά
κρίση. Η γλώσσα του τοποθετείται ανάμεσα στην απλούστερη ομιλούμενη του 9ου καί 10ου αι. καί την αρχαϊστική των χρόνων των Κομνηνών.
Πολιτιστικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το "Τυπικό" μοναστηριού καί πτωχοκομείου που ίδρυσε, καθώς μάλιστα μας παρέχει καί χρήσιμα στοιχεία από τη ζωή του συγγραφέα.
Ο Νικηφόρος Βρυέννιος (1062-1137) εξιστόρησε χωρίς μεγάλη αντικειμενικότητα τα γεγονότα των ετών 1070-1079, αρχίζοντας από τον
Ισαάκιο Κομνηνό καί φτάνοντας έως τα μέσα της βασιλείας του Νικηφόρου Βοτανειάτη. Το έργο του Βρυέννιου θεωρείται κατώτερο από το έργο της γυναίκας του
Αννας Κομνηνής, που συνέχισε την ιστορία του.
Η
"Αλεξιάς" της Αννας Κομνηνής (1083-1148)
εκθέτει τα γεγονότα των ετών 1069 -1118 με βάση, εκτός των άλλων, τα αρχεία του κράτους καί τη διπλωματική αλληλογραφία.
Επηρεάστηκε από παλαιότερούς της ιστοριογράφους, αλλά κυρίως μιμήθηκε τον Θουκυδίδη. Δεν είχε όμως γνήσια ιστορική σύλληψη των γεγονότων καί δεν διείσδυσε στις
αιτίες τους. Μολονότι μεροληπτικό καί με άλλα ελαττώματα, το έργο της παρέχει πολύ χρήσιμες πληροφορίες. Το ύφος της είναι αρχαϊστικό, ρητορικό καί σε μεγάλο
βαθμό τεχνητό.
Ο Ιωάννης Κίνναμος (1143 - 1185) πραγματεύτηκε στην
"Επιτομή" του, με φιλαλήθεια καί λακωνικότητα, τα γεγονότα της
βασιλείας του Ιωάννη Β' καί του Μανουήλ Α' Κομνηνού (1118-1176).
Έχει ως πρότυπο τον Ηρόδοτο καί τον Ξενοφώντα, καί τον Προκόπιο.
Ο Νικήτας Χωνιάτης (1150 - 1210), στη
"Χρονικήν Διήγησιν", που πραγματεύτηκε γεγονότα των ετών 1118-1206, έδειξε τη φιλαλήθεια καί τον πατριωτισμό του,
παρατηρητικότητα καί ζωντάνια περιγραφής. Στηρίχτηκε στην πείρα του καί σε διηγήσεις σύγχρονών του προσώπων. Έχει επίσημο, πομπώδες καί σκοτεινό ύφος καί
αρχαϊστική γλώσσα. Μας δίνει όμως ενδιαφέρουσα εικόνα της Πόλης στα χρόνια της Αλωσης του 1204. Μερικοί τον τοποθετούν δίπλα στον Ψελλό. Έγραψε καί θεολογικό
σύγγραμμα, την "Πανοπλία Δογματική".
Ο Ιωάννης Σκυλίτσης που είχε χρηματίσει
ανώτερος αξιωματούχος, πραγματεύτηκε γεγονότα από το 811 έως τα μέσα του 11ου αιώνα Στηρίχτηκε καί σε άγνωστες σε μας πηγές. Ξεχωρίζουν μέσα στο έργο του όσα
σχετίζονται με τον Βασίλειο Β'. Στην εισαγωγή του έργου του αντιμετώπισε κριτικά τους προγενέστερούς του ιστορικούς. Ο άλλος αξιόλογος χρονογράφος της εποχής,
ο Ιωάννης Ζωναράς (αρχές 12ου αι.), πραγματεύτηκε γεγονότα από κτίσεως κόσμου έως το 1118, τον θάνατο δηλαδή του
Αλεξίου Α' Κομνηνού. Αντλώντας κυρίως από
τον Σκυλίτση καί τον Ψελλό καί κατά ένα μέρος από τον Ατταλειάτη, έδειξε ανεξαρτησία απέναντι στις πηγές του. Έχοντας στενή εξάρτηση από την
Αννα Koμνηνή, έκανε συμπληρώσεις στο έργο της.
Η μεγάλη φυσιογνωμία του Ευσταθίου, μητροπολίτη Θεσσαλονίκης (1125-1194), ακτινοβόλησε τον 12ο αι. Υπήρξε λαμπρός μελετητής του Ομήρου
και του Πινδάρου,
αλλά καί συνάμα της σύγχρονής του γλώσσας καί των ηθών καί εθίμων της εποχής του. Έγραψε
"Παρεκβολάς εις την Ομήρου Οδύσσειαν καί Iλιάδα" καθώς καί σχόλια στον
Διονύσιο Περιηγητή καί τον Ιωάννη Δαμασκηνό. Πριν γίνει μητροπολίτης, είχε διατελέσει διδάσκαλος της ρητορικής στην Κωνσταντινούπολη. Ξεχωριστό ενδιαφέρον
παρουσιάζει καί το χρονικό του για την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς το 1185. Από τα άλλα έργα του, θεολογικά, επιστημονικά καί ρητορικά, ορισμένα
παρουσιάζουν ιδιαίτερο πολιτιστικό ενδιαφέρον. Η "Επίσκεψις Βίου Μοναχικού" επί διορθώσει των περί αυτόν αναφέρεται στην
αναδιοργάνωση του βίου των μοναχών της εποχής του. Ιδιαίτερη σημασία έχουν επίσης οι επιστολές καί οι λόγοι του.
Στήν Υστερομεσαιωνική Περίοδο (1200-1600) παρουσιάστηκε μεγάλη ακμή στα γράμματα, μολονότι το κράτος κατέρρεε. Εντάθηκε τόσο η στροφή προς την αρχαιότητα
όσο καί η χρήση απλούστερης γλώσσας. Υπογραμμίστηκε έτσι ο μεταβατικός χαρακτήρας της περιόδου. Ο συντηρητικός κόσμος δέσποζε στην πεζογραφία, όπου
κυριαρχούσε η αρχαϊστική γλώσσα. Ο ανανεωτικός κόσμος εκδηλώθηκε με τα έμμετρα γραμματειακά είδη. Ακραιφνέστερο εμφανίστηκε σε αυτή την περίοδο το ελληνικό
και πατριωτικό αίσθημα που απομάκρυνε από την καθαυτό βυζαντινή παράδοση καί οδήγησε σε μια αντίληψη καθαρά ελληνική που διαμορφώθηκε τόσο με αρχαϊστικά
στοιχεία όσο καί με στοιχεία της νεωτεριστικής νοοτροπίας. Η χρονογραφία παρήκμαζε, ενώ καλλιεργήθηκε με επιτυχία η ιστοριογραφία. Η αποκορύφωση του
ανθρωπιστικού κινήματος οδήγησε στην καλλιέργεια των επιστημών, στη συστηματικότερη μελέτη της αρχαίας γραμματείας καί στην ανάπτυξη της φιλοσοφικής διανόησης
με επίδραση από τον νεοπλατωνισμό του Ψελλού.
Σημαντικός ιστορικός υπήρξε ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282), που έδρασε στη Νίκαια καί μετά το 1261 στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε σημαντικός λόγιος καί
διδάσκαλος. Συνέβαλε μάλιστα στην αναδιοργάνωση της παιδείας επί Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου. Στο ιστορικό του έργο
"Χρονική Συγγραφή" πραγματεύτηκε με ρεαλισμό
και απαθή κρίση, καί σε ύφος φροντισμένο καί ακριβολόγο, τα γεγονότα των ετών 1203-1261. Έγραψε καί
"Επιτάφιον" στον
Ιωάννη Γ' Βατάτζη καθώς καί προοίμιο στην
έκδοση επιστολών του Θεοδώρου Λασκάρεως από 63 τρίμετρους.
Αξιόλογος υπήρξε καί ο
ιστορικός Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310),
που με το έργο του "Συγγραφικαί Ιστορίαι" μας έδωσε εικόνα των γεγονότων των ετών 1255-1308.
Εντρύφησε ιδίως στην έκθεση δογματικών διαφορών καί διενέξεων. Ήταν αντίπαλος της φιλενωτικής πολιτικής του Μιχαήλ Η'. Το ύφος του είναι εξεζητημένο καί η
λογιότητά του τον έκανε να συμφύρει στοιχεία παρμένα από τον Όμηρο, δογματικές συζητήσεις καί στοιχεία της σύγχρονής του γλώσσας. Έγραψε καί ποικιλία άλλων
συγγραμμάτων, καθώς καί ποιήματα, επιστολές καί μία έμμετρη αυτοβιογραφία.
Από τους λογίους που στον 14o αι. μελέτησαν τον αρχαίο κόσμο αναφέρεται ο Μάξιμος Πλανούδης (1260-1310).
Με τις μεταφράσεις λατινικών συγγραμμάτων στα
ελληνικά έγινε πνευματικός ενδιάμεσος μεταξύ ανατολικού καί δυτικού κόσμου. Έγραψε σχόλια στον μαθηματικό Διόφαντο, γραμματικές καί απανθίσματα από αρχαίους
συγγραφείς. Ο Μανουήλ Μοσχόπουλος υπήρξε κι αυτός γραμματικός καί σχολιαστής. Ήταν πραγματολόγος στο ύφος του.
Και ο Θωμάς Μάγιστρος με τις συγγραφές του εξυπηρέτησε την παιδεία. Σχολίασε τους τραγικούς καί τον Αριστοτέλη, ίσως καί τον Πίνδαρο.
Αξιομνημόνευτα είναι τα έργα του "Περί βασιλείας" καί "Περί πολιτείας". Υπήρξε επίσης λεξικογράφος.
Ιστοριογράφος των γεγονότων της εποχής του ήταν ο Ιωάννης Καντακουζηνός (1292-1383), που εξιστόρησε τα γεγονότα από το 1320 έως το 1360.
Δεν υπήρξε αμερόληπτος, αφού έλαβε μέρος στα πολιτικά γεγονότα των χρόνων του. Παρέχει όμως σημαντικές πληροφορίες για τους γειτονικούς λαούς. Το έργο του
εκτιμάται καί από αισθητική άποψη. Έγραψε καί θεολογικά έργα, καθώς καί παράφραση μέρους των από τα "Ηθικά Νικομάχεια" του Αριστοτέλη.
Μεγάλη είναι η συμβολή επίσης του
Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνα (1360 - 1452),
λόγιου με σημαντική δραστηριότητα. Μελετώντας τον πλατωνισμό καί τους
νεοπλατωνικούς, προσπάθησε να δημιουργήσει μια νέα παγκόσμια θρησκεία. Φιλοσόφησε καί θεολόγησε, όμως δεν ήταν χριστιανός. Οι Νόμοι του δεν διασώθηκαν
ολόκληροι. Τα άλλα έργα του είναι φιλοσοφικά, ιστορικά, αστρονομικά, γεωγραφικά, γραμματικά, ρητορικά καί μουσικά. Σημαντικό είναι εκείνο που επιγράφεται
"Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται".
Σε υπομνήματά του έδωσε συμβουλές για τα μεγάλα καί ποικίλα ζητήματα της εποχής του.
Ο Βησσαρίων (1403-1472) υπήρξε μητροπολίτης στη Νίκαια καί αργότερα καρδινάλιος. Γνώστης του ιταλικού ανθρωπισμού, έγινε οπαδός των δυτικών
δογμάτων. Συνεχιστής κατά ένα μέρος του πλατωνισμού του Ψελλού, άντλησε έμπνευση καί από θεολόγους του δυτικού Μεσαίωνα. Ενδιαφέρθηκε επίσης για τη μύηση των
Ελλήνων της εποχής του στη γνώση της ευρωπαϊκής τεχνικής. Συνηγόρησε στον δόγη της Βενετίας για την οργάνωση σταυροφορίας κατά των Τούρκων. Έγραψε Κριτικές
θέσεις κατά του Γεωργίου Τραπεζουντίου, που συκοφαντούσε τον Πλάτωνα.
Τέσσερις ιστοριογράφοι εξιστόρησαν τα γεγονότα της εποχής. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (1432-1490) ακολούθησε ως πρότυπα τον Θουκυδίδη καί τον Ηρόδοτο καί
πραγματεύτηκε γεγονότα κυρίως από το 1298 έως το 1463.
Αντιμετώπισε με κριτική διάθεση τα γεγονότα, όμως δεν υπήρξε ακριβής στις χρονολογίες του. Πίστευε στα πεπρωμένα του ελληνισμού, παρά την πτώση που διαπίστωνε
στην εποχή του. Το ύφος του ήταν επιτηδευμένο καί ασαφές.
Ο Δούκας (1400-1470) άρχισε το έργο του με τα γεγονότα του 1341 καί κατέληξε στην τουρκική κατάληψη της Μυτιλήνης (1462). Διακρίνεται για τη φιλαλήθειά του καί τη
ζωντανή έκθεση των γεγονότων. Καλλιέργησε έναν ηθελημένο δημοτικισμό καί η νοοτροπία του ήταν μάλλον ανθρώπου του λαού. Υπήρξε φιλενωτικός, αλλά συνάμα πατριώτης.
Ο Γεώργιος Σφραντζής (1401-1478), αξιωματούχος της αυλής, έγραψε
Χρονικό των ετών 1413-1478.
Η γλώσσα του Σφραντζή δεν ήταν επιμελημένη, διαφέροντας από εκείνη του Κριτόβουλου καί του
Χαλκοκονδύλη. Στο εκκλησιαστικό ζήτημα ακολούθησε την ανθενωτική τάση.
Η κρητική λογοτεχνική παραγωγή του 15ου καί του 16ου αι. πρέπει να τοποθετηθεί στα πλαίσια της μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας. Στην Κρήτη μάλιστα, τον επόμενο
αιώνα, η μεσαιωνική δημώδης λογοτεχνία θα βρει την αποκορύφωσή της με τα έργα του Γεωργίου Χορτάτση (Πανώρια, Ερωφίλη, Κατζούρμπος) καί του Βιτσέντζου
Κορνάρου (Η θυσία του Αβραάμ καί Eρωτόκριτος). Ο Ερωτόκριτος θεωρείται το σπουδαιότερο ελληνικό λογοτεχνικό μνημείο έως τις αρχές του 19ου αιώνα.
Μουσική
Με τον όρο "Βυζαντινή Μουσική" εννοούμε την κάθε λογής μουσική παραγωγή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Κυρίως σημαίνει τη μουσική της λατρείας της
ελληνορθόδοξης εκκλησίας. Από τη μελέτη των πηγών οδηγούμαστε σε μια διάκριση της μουσικής παραγωγής της βυζαντινής εποχής ανάλογα με τη λειτουργικότητά της
στη ζωή. Από τη μια έχουμε την εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική, που χρησιμοποιείται στη λατρεία καί γενικά στις θρησκευτικές τελετές, με καταφανή επίδραση καί
διάδοση καί έξω από τα όρια της αυτοκρατορίας, από την άλλη υπάρχει παράλληλα η κοσμική βυζαντινή μουσική, που συντροφεύει τις διασκεδάσεις, τις χαρές καί τα
γλέντια των Βυζαντινών καί γενικά κάθε εκδήλωση έξω από τα εκκλησιαστικά πλαίσια καί που είναι δεμένη με τις τοπικές παραδόσεις καί χρωματισμένη από την
ιδιοσυγκρασία των επιμέρους πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Όσο καί αν υπάρχει αλληλεπίδραση των δύο αυτών ειδών μουσικής, ουσιαστικά παρατηρείται, κυρίως από
την εκκλησιαστική πλευρά, η τάση για δημιουργία στεγανού διαχωριστικού διαφράγματος, γιατί η μουσική καλλιέργεια θεωρείται μέσο «ψυχαγωγίας» με την αρχαία
σημασία του όρου, ψυχικής παιδείας με ορισμένο στόχο. Η κοσμική μουσική, συνδεμένη με τις διασκεδάσεις του ειδωλολατρικού παρελθόντος - που σχετιζόταν άμεσα ή
έμμεσα με τη λατρεία των αρχαίων θεών - δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή από την εκκλησία, έτσι όσο μεγάλωνε η επιρροή της στη βυζαντινή κοινωνία, τόσο
παραμεριζόταν στο περιθώριο της επισημότητας καί της δημοσιότητας η κοσμική μουσική. Αυτός είναι ο λόγος που οι πηγές για την κοσμική μουσική είναι εξαιρετικά
φειδωλές καί η γνώση μας ελλιπής σ' αυτόν τον τομέα.
Η σειρά των μεγάλων υμνογράφων του Βυζαντίου, που ήταν μαζί ποιητές καί συνθέτες της μουσικής των εκκλησιαστικών ύμνων, φαίνεται πως αρχίζει ήδη από τον 3o
αιώνα με τον επίσκοπο Μεθόδιο. Μια πρώτη ωριμότητα κατακτάται τον 4o καί 5o αιώνα
(Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ανθιμος, Αυξέντιος) καί οδηγεί στην πρώτη μεγάλη
κορύφωση (6ος - 7ος αι.) με τους δημιουργούς του Κοντακίου Αναστάσιο Κυριακό καί κυρίως το Ρωμανό Μελωδό, του οποίου η μεν ποίηση τοποθετείται δίπλα σε αυτήν
των αρχαίων λυρικών σε ύψος καί έξαρση, η δε μουσική δεν φαίνεται να υστερεί από το υψηλότατο αυτό επίπεδο. Ακολουθούν οι διδάσκαλοι του Κανόνος: ο Ανδρέας ο
Κρήτης, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο Κοσμάς Ιεροσολυμίτης (7ος, 8ος αι.). Τον 9ο αιώνα η μονή Στουδίου της Κωνσταντινούπολης γίνεται το επίκεντρο της υμνογραφίας:
Θεόδωρος Στουδίτης, Ιωσήφ Στουδίτης καί Θεοφάνης Στουδίτης. Φτάνουμε έτσι σε μία δεύτερη κορύφωση: περισσότερο από το ένα τρίτο των ονομάτων υμνογράφων των
έντεκα αιώνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που σώθηκαν ανήκουν στον 9o αιώνα. Η περίοδος αυτή συνεχίζεται τον 10o καί 11ο αιώνα, αλλά με τον
Ιωάννη
Μαυρόποδα, τον επονομαζόμενο τελευταίο των Ελλήνων Πατέρων, κλείνει η περίοδος της υμνογραφίας. Έχουν συγκεντρωθεί πλέον τόσο πολλοί ύμνοι, ώστε η Εκκλησία
αποφασίζει να απαγορεύσει τη σύνθεση νέων ύμνων από την εποχή αυτή καί ύστερα.
Αρχιτεκτονική
Η αρχιτεκτονική της παλαιοχριστιανικής περιόδου, δηλαδή της περιόδου που ξεκίνησε με την αναγνώριση της χριστιανικής ως επίσημης θρησκείας από τον
Μέγα Κωνσταντίνο καί έκλεισε με την αραβική κατάκτηση των νότιων επαρχιών της αυτοκρατορίας καί την απώλεια της ελευθερίας των
θαλασσινών δρόμων (7ος αι.), μας είναι γνωστή από πολλά μνημεία που διατηρούνται ακόμα, γνήσια ή παραποιημένα, καί από πολύ περισσότερα ερείπια που ήρθαν στο φως,
κυρίως με ανασκαφές στις τελευταίες δεκαετίες. Την εποχή αυτή συνεχίστηκε καί προεκτάθηκε η τέχνη του ελληνορωμαϊκού κόσμου, του οποίου οι μνημειακές μορφές
χρησιμοποιούνταν πλέον για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της νέας επίσημης θρησκείας. Αυτές σχετίζονταν τόσο με την ιδεολογική της επιβολή, την οποία εξυπηρετούσε
η μεγαλοπρέπεια των κτιρίων καί η λαμπρότητα των υλικών, όσο καί με την πρακτική προσαρμογή των κτιρίων στη νέα λατρεία. Τότε καθορίστηκαν, σύμφωνα με τις νέες
απαιτήσεις, οι κυριότεροι τύποι εκκλησιαστικών κτιρίων ανάλογα με τον προορισμό τους (ναοί, μαρτύρια, βαπτιστήρια κλπ.) καί καταστρώθηκε η συγκρότηση του
χριστιανικού ναού, η λειτουργία κάθε τμήματός του, δημιουργήθηκαν νέα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως το εγκάρσιο κλίτος στις βασιλικές, ο τρούλος σε ποικίλους συνδυασμούς
κλπ., που αποτελούν καί τα κύρια χαρακτηριστικά της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Η σημασία της εποχής αυτής για την ιστορία ολόκληρης της
μεσαιωνικής τέχνης είναι τεράστια καί η ακτινοβολία της ξεπερνά τα χρονικά της όρια. Όλες οι σχολές της χριστιανικής τέχνης ξεκινούν από την παλαιοχριστιανική καί
σχεδόν για όλες τις κατηγορίες των καλλιτεχνημάτων των μεταγενέστερων εποχών θα βρούμε τα μακρινά πρότυπα σε αυτή. Αλλά στην τεράστια εδαφική έκταση που κατείχε
η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περιλαμβάνονταν ακμάζουσες ελληνιστικές πόλεις με ισχυρές εγχώριες καλλιτεχνικές παραδόσεις,
όπως η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια. η Έφεσος καί η νέα πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, η οποία εμπλουτιζόταν συνεχώς με νέα κτίσματα,
αυτοκρατορικά καί εκκλησιαστικά, καί έγινε έτσι το νέο καί σπουδαιότερο κέντρο, στο οποίο συγκεντρώνονταν οι καλλιτεχνικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας καί από το
οποίο εκπορεύονταν τα καλλιτεχνικά ρεύματα, οι αρχιτέκτονες καί οι αρχιτεκτονικοί τύποι προς τις εσχατιές της αυτοκρατορίας, σε Ανατολή καί Δύση.
Ο τύπος ναού που κυριάρχησε στις μεγαλύτερες εκκλησίες έως τον 6o αι. ήταν η βασιλική, που προερχόταν από ένα ευρύχωρο ελληνιστικό καί έπειτα ρωμαϊκό κτίριο για
δημόσιες συγκεντρώσεις. Παρά το γεγονός αυτό, τα κύρια χαρακτηριστικά της τη διαφοροποίησαν από νωρίς σε σχέση με τα πρότυπά της. Πρόκειται για μια μεγάλη,
μακρόστενη, ορθογώνια αίθουσα, χωρισμένη με κιονοστοιχίες, σε τρία ή πέντε κλίτη, από τα οποία το μεσαίο είναι ευρύτερο καί ψηλότερο από τα άλλα. Η αίθουσα
καταλήγει ανατολικά σε μια μεγάλη, συνήθως εξέχουσα ημικυκλική αψίδα, όπου βρίσκεται η Τράπεζα, το σύνθρονον καί ο επισκοπικός θρόνος. Αρκετά νωρίς (4ος αι.)
δημιουργήθηκε μπροστά στο ιερό ένα εγκάρσιο κλίτος, που μπορούσε καί να εξέχει στα πλάγια, το οποίο συνδεόταν με το μεσαίο κλίτος με μεγάλο θριαμβευτικό τόξο.
Η Αγία Τράπεζα στις βασιλικές αυτές συχνά βρισκόταν στο σημείο της διασταύρωσης των αξόνων των κλιτών (Αγιος Δημήτριος).
Το ιερό διαχωριζόταν από τον ναό με ένα κιγκλίδωμα με μαρμάρινες κολώνες καί θωράκια. Το κεντρικό κλίτος, το ψηλότερο καί φωτεινότερο τμήμα, με πολυτελέστερη
διακόσμηση οροφής καί δαπέδου, όπου βρισκόταν καί ο άμβωνας, προοριζόταν μόνο για τους επισήμους καί τους εκκλησιαστικούς, ενώ τα πλάγια κλίτη, που χωρίζονταν
από το μεσαίο με θωράκια, προορίζονταν για τους πιστούς λαϊκούς, ο νάρθηκας για τους κατηχούμενους καί η συνεχόμενη προς αυτόν πρόθεση για την απόθεση των
προσφορών. Η ευρύχωρη αυλή, το αίθριο, με τη φιάλη, προοριζόταν για όλους.
Παράλληλα με τις βασιλικές, χρησιμοποιήθηκαν στον 4o καί 5o αι. για μικρότερα ιερά, κυρίως για τα Μαρτύρια, που κάλυπταν τάφους αγίων ή σημείωναν τόπους θείων
επιφανειών ή θαυμάτων, τύποι κτιρίων που κατάγονταν από αρχαία μαυσωλεία: περίκεντρα κτίρια στεγασμένα με τρούλο, σε ποικίλες μορφές. Κυκλικά κτίρια με κυκλική
κιονοστοιχία, που έφερε τον τρούλο, όπως η Αγία Κωστάντζα ή ο Αγιος Στέφανος Ροτόντα στη Ρώμη, οκταγωνικά, όπως το
μεγάλο μαρτύριο του αποστόλου Φιλίππου στην Ιεράπολη της Φρυγίας ή ο
οκτάγωνος ναός στους Φιλίππους με ημικυκλική αψίδα ή στην Έσρα (Σόρα) της Συρίας καί της Παναγίας στην Παλαιστίνη (Γκαριζίμ).
Στους ναούς - μαρτύρια, καθώς καί σε μερικά βαπτιστήρια του τύπου αυτού (Έφεσος, Αγίου Μηνά Αιγύπτου κ.ά.), ο τρούλος στηριζόταν σε ένα οκτάγωνο που σχημάτιζαν
οκτώ πεσσοί με ενδιάμεσες κολόνες, ενώ οι εξωτερικοί τοίχοι μπορεί να σχημάτιζαν επίσης οκτάγωνο καί τετράγωνο, οπότε γωνιακές κόγχες εξασφάλιζαν τη μετάβαση από
το ένα σχήμα στο άλλο. Την προτίμηση του συστήματος αυτού από τους αρχιτέκτονες της εποχής του Ιουστινιανού μαρτυρεί ο ναός των Αγίων Σεργίου καί Βάκχου στην
Κωνσταντινούπολη καί λίγο αργότερα του Αγίου Βιταλίου στη Ραβένα, όπως καί άλλοι ναοί που ξέρουμε μόνο από περιγραφές, καθώς πολλοί δεν σώζονται.
Στα περίκεντρα κτίρια κυριάρχησε ο μεγάλος τρούλος που έστεφε έναν ενιαίο χώρο. Όλα τα στοιχεία - πεσσοί, κολόνες, εξέδρες καί τόξα - τόνιζαν τον κατακόρυφο άξονα.
Ένα όμως κτίσμα του Ιουστινιανού δημιούργησε μια τομή στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, γιατί καθιέρωσε τον τρούλο ως κύριο καθοριστικό στοιχείο του κτιρίου του ναού:
η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Τα στοιχεία που τη συνέθεσαν ανήκαν στην ίδια κατηγορία των περίκεντρων ναών, αλλά συναρμόστηκαν κατά τρόπο νέο, σε
μεγαλειώδη σύνθεση, ώστε ο τεράστιος πάμφωτος χώρος να ανυψώνεται με αργό ρυθμό, καθώς οι πολύτιμες καί πολύχρωμες επιφάνειες που τον περικλείουν ανελίσσονται
με τους ρυθμικούς κυματισμούς των τόξων, ολοένα μεγαλύτερους καί πλατύτερους. Η ανοδική αυτή κίνηση, που περιέβαλε καί συνέπαιρνε τον πιστό, κορυφωνόταν καί
ολοκληρωνόταν στον τεράστιο τρούλο, που έδινε την εντύπωση ότι μόλις που στηριζόταν πάνω στο κτίριο, χωρίς υλικό βάρος, όλα μετουσιώνονταν σε μια πνευματική
ενότητα που εκφραζόταν με τη ρυθμική ανάταση του ενιαίου χώρου. Κανένα από τα κτίρια που έγιναν την ίδια εποχή με την Αγία Σοφία ή στις επόμενες εποχές στην περιοχή
του Βυζαντίου δεν έφτασε το μέγεθος των διαστάσεων καί τον πλούτο των υλικών της. Αυτό όμως που αποτελεί τη μοναδικότητά της καί της προσδίδει την καίρια σημασία
είναι ότι σε αυτήν εφαρμόστηκε για πρώτη φορά, με τέτοια τόλμη καί αισθητική αρτιότητα, η ιδανική στατική λύση στη στήριξη του μεγάλου τρούλου, λύση που συνταίριαζε
την ιδέα της εκκλησίας - εικόνας του κόσμου με τις συναισθηματικές τάσεις για έξαρση καί εξάπλωση καί με τις αυτοκρατορικές ιδέες για μεγαλείο καί επιβολή.
Θα έλεγε κανείς ότι κάθε τρουλωτός ναός της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκδηλώνει μια νοσταλγική ανάμνηση της Αγίας Σοφίας.
Η γοητεία της τρουλωτής οροφής οδήγησε σε συνδυασμούς του τρούλου με τη βασιλική. Από παλιά υπήρχε η ανάγκη, ίσως για λόγους λειτουργικούς, να εξαρθεί ο χώρος
μπροστά στην αψίδα του βήματος, είτε να δημιουργηθούν μικρότερα σταυροειδή κτίρια, όπως ο Όσιος Δαβίδ Θεσσαλονίκης ή το λεγόμενο
Μαυσωλείο της Γκάλα
Πλασίντια στη Ραβένα (5ος-6ος αι.). Παλαιότερα πολύ σπάνια υπήρχαν παραδείγματα βασιλικής με χτιστό τρούλο (Μεριαμλίκ), αλλά στον 6o αι. θα τα συναντήσουμε
συχνότερα, π.χ. ο Αγιος Πολύευκτος (524-527) καί η πρώτη Αγία Ειρήνη στην Κωνσταντινούπολη, η βασιλική Β' στους Φιλίππους, το
Τζάριτζιν Γραδ Σερβίας, ο Αγιος Τίτος
στη Γόρτυνα Κρήτης, η Καταπολιανή στην Πάρο και, τέλος, το Κασρίμπν-Βαρντάν στη Συρία (564). Στα κτίρια αυτά φανερώθηκαν κατά διάφορους τρόπους οι συνέπειες της
προσθήκης ενός μέλους με σημαντικό βάρος σε ένα σύστημα δόμησης που δεν ήταν προορισμένο γι’ αυτό τον σκοπό. Κατά γενικό τρόπο, ο βασικός χαρακτήρας της
βασιλικής, ως κτιρίου με ορισμένη κατεύθυνση, χάθηκε.
Το τέλος της εικονομαχίας (843) καί η άνοδος της Μακεδονικής δυναστείας (867) σημείωσαν την απαρχή μιας εποχής νέας ακμής του Ρωμαίικου κράτους, τόσο στην
κρατική πολιτική όσο καί στην περιοχή της πνευματικής καλλιέργειας, γιατί έφτασαν σε υψηλό επίπεδο οι επιστήμες, τα γράμματα καί οι τέχνες, ώστε να γίνεται συνήθως
λόγος για τη Μακεδονική Αναγέννηση. Την ίδια εποχή ακτινοβολούσε ο ρωμαίικος πολιτισμός μέχρι τη Ρωσία, όπου η αρχιτεκτονική καί κυρίως
η ζωγραφική βρίσκονταν σε εξάρτηση από τη βυζαντινή τέχνη, που παρέμενε η διδασκάλισσα, σε Ανατολή καί Δύση. Στην αρχιτεκτονική παρατηρείται, σύμφωνα με
ένα γενικό πνεύμα επιστροφής σε παλαιότερα πρότυπα, μια ανανέωση του τύπου της σχετικής μεγάλης βασιλικής, όπως τον βλέπουμε στον
μητροπολιτικό ναό στην Καλαμπάκα, στον Αγιο Αχίλλειο της Πρέσπας καί σε μια σειρά από άλλες μεγάλες εκκλησίες. Όμως, ο σταυροειδής με
τρούλο επικράτησε καί εξελισσόταν διαρκώς, ώστε
οι τέσσερις κομψές κολόνες (τετρακιόνιος) καί τα τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα να μεγαλώσουν τόσο, ώστε κάποτε να στεγάζονται με ιδιαίτερο τρούλο το καθένα καί
έτσι ο ναός να έχει συχνά πέντε τρούλους. Το πεντάτρουλο σύστημα καθιέρωσε ένα αυτοκρατορικό κτίσμα του 880, η Νέα, ίσως από επίδραση των παλαιότερων Αγίων
Αποστόλων. Τον ίδιο ναό του Ιουστινιανού έχει ως πρότυπο καί ο Αγιος Μάρκος της Βενετίας.
Στον πεντάτρουλο τύπο της Νέας ανήκει ο παλαιότερος ναός (907)
στο σύμπλεγμα της Μονής του Λιβός (Φεναρί Ισά) καί πολλοί άλλοι.
Η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης τό 1261, επέφερε μια γενική πνευματική άνθηση καί μια τάση επιστροφής καί αναβίωσης παλαιότερων μορφών που εκδηλώθηκε στην
αρχιτεκτονική με την επάνοδο σε ξεχασμένους τύπους. Ο οκταγωνικός τύπος αναβίωσε στην
Αγία Σοφία στη Μονεμβασία καί στους Αγίους Θεοδώρους στον Μυστρά καί
κατά ένα μέρος στην Παρηγορίτισσα στην Άρτα.
Ο περίδρομος του σταυροειδούς με τρούλο επανήλθε, μόνο που τώρα ήταν χαμηλός: τον βρίσκουμε στην Πόλη, στη
Μονή του Λιβός, καθώς καί στις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης: Αγιοι Απόστολοι, Αγία Αικατερίνη, Αγιος Νικόλαος Ορφανός κ.ά. καί ο κάπως σπάνιος τύπος του
Βροντοχίου, της μητρόπολης καί της Παντάνασσας στον Μιστρά, καθώς καί του παρεκκλησίου της Καταπολιανής, όπου η βασιλική του ισογείου, συνδυασμένη με
σταυροειδή με τρούλο στον όροφο, θυμίζει έντονα την Αγία Ειρήνη Κωνσταντινούπολης του 8ου αι.
Παράλληλα, εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται καί όλοι οι
καθιερωμένοι τύποι, τόσο οι δικιόνιοι καί τετρακιόνιοι, σταυροειδείς, όσο καί οι βασιλικές, οι απλοί θολοσκέπαστοι μονόχωροι, καθώς καί οι διώροφοι νεκρικοί ναοί.
Ενδεικτική της αδυναμίας της εποχής για νέα μεγάλα έργα ήταν η συνήθεια να προσθέτουν σε παλαιές εκκλησίες νέα προσκτίσματα. Το παράδειγμα έδωσε η πρωτεύουσα,
όπου προσκτίστηκαν παρεκκλήσια προορισμένα για την ταφή βασιλικών ή αρχοντικών οικογενειών, στην Παμμακάριστο κ.α. Προσκτίστηκαν επίσης μεγαλοπρεπείς νάρθηκες
και εξωνάρθηκες, όπως στο Καχριέ, στο Κιλισέ, στην Πόρτα Παναγιά Θεσσαλίας κ.α. Η πρωτεύουσα όμως πάντα υπερείχε στο μέτρο καί την κομψότητα.
Εσωτερικά οι πολυτελέστεροι
τρόποι διακόσμησης με ορθομαρμαρώσεις καί ψηφιδωτά έγιναν σπανιότεροι καί μετά τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αι. σταμάτησαν.
Βιβλιογραφία
Εγκυκλοπαίδεια Δομή
ΙΣΤΟΡΙΑ TOY ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ - GEORG OSTROGORSKY
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ