H Οικονομική ζωή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Γεωργία
Όταν χωρίστηκε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τό δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας ζούσε τήν περίοδο ανάπτυξης της φεουδαρχίας.
Άνοδος της φεουδαρχίας σήμαινε τήν εξασθένιση της κεντρικής εξουσίας της Ρώμης καί τήν κάμψη της επιρροής της μπροστά στήν
αύξηση της ισχύος των αριστοκρατών καί των γαιοκτημόνων. Μέ τήν πάροδο του χρόνου η αριστοκρατία απέκτησε τήν αρμοδιότητα
νά φορολογεί, νά διατηρεί στρατιωτική δύναμη, νά δικάζει τούς αγρότες μέ αποτέλεσμα η κεντρική εξουσία της Ρώμης νά
αποκτήσει συμβολικό χαρακτήρα. Σύμφωνα μέ τήν Pervin Erbil, τό Βυζάντιο τό οποίο προέκυψε από τόν εξελληνισμό της
Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από φόβο μήπως έχει τό ίδιο τέλος μέ τό δυτικό τμήμα, ακολούθησε διαφορετικό δρόμο.
O δρόμος αυτός οδήγησε στήν ανάπτυξη μίας κεντρικής εξουσίας μέ έδρα τή νέα Ρώμη, ενώ ταυτόχρονα προστατεύτηκε η μικρή
ιδιοκτησία. Έτσι τήν εποχή των Ισαύρων (8ος αιώνας) εκδόθηκε ο Αγροτικός Νόμος πού εξασφάλιζε τήν κοινωνική καί οικονομική
ανεξαρτησία των αγροτών, καταργώντας οριστικά τό καθεστώς των δουλοπαροικιών. Οι αγρότες μικροϊδιοκτήτες έγιναν οι στυλοβάτες
(Ostrogorsky) του δημόσιου ταμείου καί του στρατού, αφού κυρίως στά ανατολικά θέματα της Μικράς Ασίας πού υπέφεραν από
επιδρομές, οι φύλακες των συνόρων, οι ακρίτες, ήσαν αγρότες πού υπηρετούσαν στό στρατό καί είχαν υπό τήν κατοχή τους
τίς στρατιωτικές γαίες, δική τους δηλαδή γή, καί αυτοί ήξεραν ότι πολεμούσαν γιά αυτή τήν γή, καί όχι γιά τό
τσιφλίκι κάποιου μεγαλογαιοκτήμονα.
Δυστυχώς στό πέρασμα χιλίων ετών πού άντεξε τό Ρωμέϊκο κράτος, τά πράγματα δέν ήταν τόσο απλά καί υπήρχε μία διαρκής
πάλη μεταξύ των μεγάλων γαιοκτημόνων-αριστοκρατών καί των μικροϊδιοκτητών-ακτημόνων. Έτσι υπήρξαν αυτοκράτορες
πού στήριξαν τούς μεγάλους ιδιοκτήτες καί άλλοι πού στήριξαν τούς μικρούς. Σύμφωνα μέ τόν Andre Andreades
τούς πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας η γή ήταν συγκεντρωμένη στά χέρια μεγάλων γαιοκτημόνων ενώ τήν περίοδο των εικονοκλαστών
μοιράστηκε μεταξύ των γεωργών καί των χωρικών. Η μάχη γιά τήν προστασία της μικρής ιδιοκτησίας διεξήχθη μέ σθένος από
τόν καιρό του Ρωμανού Λεκαπηνού μέχρι τήν εποχή του Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου. Ιδιαιτέρως η Μακεδονική Δυναστεία
πολέμησε τούς γαιοκτήμονες, διότι οι στρατιωτικοί αυτοκράτορες ήξεραν ότι η δύναμη του στρατού τους πήγαζε από τούς ελέυθερους
καί ευημερούντες κατόχους μικρών ιδιοκτησιών. Αυτούς χρειάζονταν γιά νά αντιμετωπίσουν τούς εχθρούς αλλά καί από αυτούς
συλλέγονταν πιό εύκολα οι φόροι καί οι εισφορές.
Ο Βασίλειος Β'
ο Μακεδών, ενώ ο ίδιος ντύνονταν μέ ένα απλό στρατιωτικό χιτώνα,
καί ζούσε λιτά καί απέριττα, όταν πέθανε άφησε τά ταμεία του κράτους γεμάτα. Ο ίδιος πολέμησε καί συνέτριψε τούς
αριστοκράτες πού εποφθαλμιούσαν τήν κεντρική διοίκηση, τούς φορολόγησε αλύπητα καί μοίρασε γαίες σέ ακτήμονες καί φτωχούς.
Οι ανίκανοι όμως διάδοχοί του υπέκυψαν στούς "Δυνατούς", φορολόγησαν τούς μικροϊδιοκτήτες, καί η εξουσία συγκεντρώθηκε
σέ μεγάλο βαθμό στήν πολιτική αριστοκρατία, καί ήταν αυτή πού μέ εκφραστές της τόν Ψελλό καί τόν Ιωάννη Δούκα δολοφόνησε
τόν Ρωμανό Δ' τόν Διογένη ανοίγοντας έτσι τίς πύλες της Μικράς Ασίας στούς Σελτζούκους. Ομοίως καί οι Κομνηνοί δέν
αντιμετώπισαν επιτυχώς τούς γαιοκτήμονες καί αντικατέστησαν τό σύστημα των "στρατιωτικών γαιών" μέ τό ημιφεουδαρχικό
σύστημα των "προνοιών". Τέλος μία άλλη μάστιγα των φτωχών αγροτών ήταν τά μοναστήρια, τά οποία κάθε άλλο παρά
μέ τήν "Βασιλεία των Ουρανών" ασχολούνταν. Είχαν συγκεντρώσει απίστευτα μεγάλα πλούτη, μεγάλα αγροκτήματα καί ήταν
συνυπεύθυνα γιά τήν δυστυχία των ακτημόνων καί των φτωχών.
Σέ γενικές γραμμές η αγροτική παραγωγή είχε μεγάλη ανάπτυξη καί από τόν 8ο μέχρι τόν 12ο αιώνα ήταν σέ μία κατάσταση εκπληκτικής
ευημερίας, καθώς όχι μόνο επαρκούσε γιά τίς ανάγκες της αυτοκρατορίας, αλλά εξάγονταν τεράστιες ποσότητες αγροτικών
προϊόντων τόσο πρός τήν Δύση όσο καί πρός τήν Ανατολή. Tο σιτάρι και γενικά τα δημητριακά, το λάδι, το
κρασί, τα φρούτα, το αλάτι, κτηνοτροφικά και αλιευτικά προϊόντα, τό μέλι, τό βαμβάκι, τό μετάξι αποτελούσαν κύριες πηγές
εσόδων γιά τούς αγρότες. Τά οπωροφόρα, οι ελιές, τά αμπέλια καί οι μουριές (τό όνομα των οποίων δόθηκε στήν Πελοπόννησο,
Μωρέας) αφθονούσαν στήν Βυζαντινή επικράτεια. Σημαντικές πηγές σχετικά μ' αυτήν αποτελούν τά
κείμενα του Ιωάννη Κίνναμου καί των δυτικών παρατηρητών πού έλαβαν μέρος στίς σταυροφορίες του 12ου αιώνα,
όπως ο William of Tyre και ο συγγραφέας του "Gesta Francorum". Γνωρίζουμε επίσης ότι η Ιταλία προμηθεύονταν τα σιτηρά της,
τό κρασί καί τό κρέας από τό Ελληνικό κράτος. Συγκρίνουμε τώρα τήν τεράστια διαφορά στήν αγροτική παραγωγή εκείνων των χρόνων
μέ τήν σημερινή περίοδο. Εκείνα τά χρόνια ο Μεσαιωνικός Έλληνας (Ρωμηός) τροφοδοτούσε Δύση καί Ανατολή μέ αγροτικά προϊόντα,
ενώ ο σύγχρονος Έλληνας εισάγει πληθώρα τέτοιων προϊόντων γιά νά καλύψει τίς ανάγκες του πολύ μικρότερου σέ έκταση κράτους του.
Bιομηχανία
Στό βυζαντινό κράτος υπήρχαν αστικοί πληθυσμοί οι οποίοι ανέπτυξαν σέ μεγάλο βαθμό τήν βιομηχανία, κυρίως στίς πόλεις της Βαλκανικής
καί λιγότερο στήν Μικρά Ασία, όπου οι πληθυσμοί ήταν κυρίως αγροτικοί. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τά είδη πολυτελείας
όπως ήταν τά κοσμήματα, τά αγγεία, τά κουστούμια, τά χρυσοΰφαντα μεταξωτά, τά χρυσά, τά αργυρά είδη, τά ελεφάντινα, τά υάλινα
αντικείμενα κλπ. Αναφέρουμε ενδεικτικά, τά ολόχρυσα λεοντάρια του παλατιού πού βρυχόνταν.
Οι τελετές της Αυτοκρατορικής Αυλής καί της Εκκλησίας απαιτούσαν σέ μεγάλο βαθμό τέτοια αντικείμενα,
τά οποία τά επιζητούσαν διακαώς εκτός από τούς πλούσιους Βυζαντινούς, οι μεγιστάνες της Δύσης καί οι χαλίφηδες
τής Ανατολής.
Οι Ελληνίδες πριγκίπησες πού έφταναν στήν φτωχότερη Δύση, άφηναν έκπληκτους τούς κατοίκους όταν τίς αντίκρυζαν.
Τά πολυτελή κοσμήματα, τό έντονο βάψιμο, τά κομψά ενδύματα καί τά εξαίρετα μεταξωτά υφάσματα προκαλούσαν τόν φθόνο καί τίς
επικρίσεις. Αλλά τί νά πρωτοπούμε γιά τά μεταξωτά! Μετά τήν λαθραία εισαγωγή τού
μεταξοσκώληκα από τήν Κίνα, από δύο καλόγερους,
τήν εποχή του Ιουστινιανού, τό
Βυζάντιο ανέπτυξε σέ τεράστιο βαθμό τήν παραγωγή του μεταξιού, μέ κύρια κέντρα παραγωγής τήν Θήβα, τήν Πάτρα καί τήν Κόρινθο.
Διατήρησε τό μονοπώλιο στόν τότε γνωστό κόσμο γιά πολλούς αιώνες καί από τίς εξαγωγές μεταξωτών υφασμάτων σέ Δύση, Βορρά καί
Ανατολή γέμιζαν τά θησαυροφυλάκια από άφθονο χρυσάφι. Στήν σύγχρονη Ελλάδα η καλλιέργεια μεταξιού είναι άγνωστη καί τί ειρωνεία
ούτε στό Μωριά (Πελοπόννησο) δέν υπάρχουν μουριές αλλά καί ούτε ίχνος από μετάξι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1147 οι
Νορμανδοί λεηλατώντας έφτασαν μέχρι τήν Πελοπόννησο, μέ σκοπό νά απαγάγουν μεταξουργούς από τη Θήβα και την Κόρινθο
γιά νά τούς χρησιμοποιήσουν γιά παραγωγή δικού τους μεταξιού στήν Σικελία πού τήν είχαν ήδη καταλάβει από τούς Βυζαντινούς.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η Κωνσταντινούπολη δεν είχε τό μονοπώλιο στην παραγωγή αγαθών. Καί άλλες πόλεις όπως η δεύτερη σέ
σημασία Θεσσαλονίκη, είχαν βιομηχανική ανάπτυξη καί εκτός των παραπάνω ειδών κατασκεύαζαν κεραμικά (είναι γνωστή η "Κεραμική
του Ζευξίππου), ψηφιδωτά, όπλα, σαπούνια, έπιπλα, χαλιά, δέρματα καί άλλα.
Η οικοδομική τέχνη όπως καί η ναυπηγική είχαν σημαντική ανάπτυξη όπως καί η παραγωγή βιβλίων στά μοναστήρια.
Στούς μοναχούς αντιγραφείς οφείλουμε σέ μεγάλο βαθμό τήν διάσωση όλων των αρχαίων συγγραμάτων καί δέν ήταν λίγοι από αυτούς
πού αφιέρωσαν ολόκληρη τήν ζωή τους στό επίπονο έργο της αντιγραφής βιβλίων, όπως ο Άγιος Νείλος πού έχουμε προαναφέρει,
ενώ η βιβλιοθήκη ενός κύπριου μοναχού, του Νεόφυτου, ένθερμου συγγραφέα και αντιγραφέα χειρογράφων, περιλάμβανε 16 τόμους.
Τό Επαρχικόν Βιβλίον του
Λέοντος του Σοφού πού δημοσίευσε ο
J. Nicole, μάς βοηθάει νά κατανοήσουμε τήν οργάνωση
της βυζαντινής βιομηχανίας. Κάθε κλάδος της βιομηχανίας σχημάτιζε συντεχνία η οποία είχε τό μονοπώλιο καί βρίσκονταν σέ
αυστηρό κρατικό έλεγχο, ο οποίος καθόριζε τά κέρδη, τούς περιορισμούς στίς εξαγωγές, επιτηρούσε τά μέλη των συντεχνιών,
τίς εγκαταστάσεις κλπ. Τό σύστημα αυτό βέβαια εξασφάλιζε τήν ποιότητα των παραγομένων προϊόντων, απέκλειε τούς μεσίτες
καί τήν αισχροκέρδεια αλλά ταυτόχρονα εμπόδιζε τήν πρόοδο καί έτρεφε τήν διαφθορά των κρατικών υπαλλήλων. Σύμφωνα δέ, μέ τόν
Runciman οι εργάτες δέν ήταν δυνατό νά απολυθούν παρά μόνο με πολύ μεγάλες δυσκολίες, καί άν κανένας ήταν άνεργος,
τόν έβαζαν νά εργαστεί σέ κάποια εργασία κοινής ωφελείας, γιατί όπως έγραψε ο Λέων ο Ίσαυρος στήν Εκλογή, "η οκνηρία
οδηγεί στό έγκλημα καί κάθε πλεόνασμα από τήν εργασία των άλλων πρέπει νά δύνεται στούς αδυνάτους."
Ο Andreades μας αποκαλύπτει ότι τό Επαρχικόν Βιβλίον τό αντέγραψαν οι Τούρκοι σουλτάνοι, αλλά καί Δυτικοί ηγέτες του
Μεσαίωνα. Bέβαια στα ύστερα βυζαντινά χρόνια, λόγω των γνωστών αιτιών, η βιομηχανία παρήκμασε όπως καί όλοι οι κλάδοι
της οικονομικής παραγωγής, καί όλα τά είδη τώρα εισάγονταν κυρίως από τήν Δύση.
|
|