O Βασίλειος Β' ο Μακεδών,
άφησε στούς απογόνους του μία κληρονομιά, αντάξια του
Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ηταν η επονομαζόμενη τότε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, γνωστότερη τώρα ως
Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Ηταν τό μεγαλύτερο κράτος του τότε γνωστού κόσμου καί οι
επαρχίες της εκτείνονταν από τήν Καππαδοκία καί τον Πόντο, μέχρι τή
Σικελία καί τήν Απουλία καί από τήν Κύπρο καί τήν Κρήτη μέχρι τή Μακεδονία καί
τήν Κριμαία.
Σαν αυτοκρατορία δέν ήταν δυνατόν νά αποτελείται αμιγώς από μία εθνότητα, αλλά επειδή βρίσκονταν σέ περιοχές ελληνικές από αρχαιοτάτων χρόνων,
οι κάτοικοί της ήταν κυρίως Έλληνες (Ρωμιοί). Ακολουθούσαν οι Αρμένιοι, οι Γεωργιανοί (Ιβηρες), οι Σύριοι, οι Σλάβοι, οι Αλβανοί, οι
Ορθόδοξοι Αραβες κ.ά..
Οι ίδιοι αποκαλούσαν τούς εαυτούς τους "Ρωμαίους", γιά νά κρατήσουν τήν αίγλη καί τή δόξα πού τούς είχε κληρονομήσει η περίφημη
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Ομοίως ο Γερμανός αυτοκράτωρ Όθων ο Α', όταν δημιούργησε τό κράτος του, τό ονόμασε
"Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία", γιατί Ρωμαίος αυτοκράτορας, σήμαινε θέση ανώτερη
από τούς υπόλοιπους Φράγκους βασιλείς. Οι Φράγκοι όμως, τούς Βυζαντινούς τούς αποκαλούσαν "Γραικούς", (Graeci) όπως επί παραδείγματι,
τούς αποκάλεσε καί ο Λιουτπράνδος, επίσκοπος Κρεμώνας, ο οποίος είχε επισκεφθεί τό
Νικηφόρο Φωκά, τό 968.
Εξ ού καί σήμερα άπαντες οι λαοί της υφηλίου μάς αποκαλούν Γραικούς (Greek, Griechen, Grec, Greco κ.τ.λ) μέ εξαίρεση τούς
Τούρκους πού μας αποκαλούν Ιωνες (Yunan). Οι Τούρκοι ανέκαθεν μας αποκαλούσαν Ρωμηούς (Rum), αλλά γιά νά καταδείξουν
ότι η σύγχρονη Ελλάδα δέν έχει σχέση μέ τό κατακτηθέν από αυτούς Βυζάντιο, τήν αποκαλούν Yunanistan.
(Σήμερα, ο μόνος λαός πού έχει αυτοκαταστροφικές διαθέσεις, καθοδηγούμενος από τούς διαμορφωτές της συνείδησής του,
αμφισβητεί τήν ελληνικότητα του Βυζαντίου, μόνο καί μόνο επειδή οι πρόγονοί του απαξίωναν τόν όρο "Ελλην", αφού τόν
θεωρούσαν αντίστοιχο του όρου "ειδωλολάτρης". Ξεχνούν βέβαια οι διαμορφωτές του εγκεφάλου μας, ότι καί καθόλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας
καί αργότερα, οι προγόνοι μας, αποκαλούσαν τούς
εαυτούς τους μέ τόν όρο "Ρωμηός", καί όσοι δέν το γνωρίζουν ας διαβάσουν τόν περίφημο Κωνσταντίνο Σάθα πού έχει αποκρυπτογραφήσει δεκάδες κείμενα εκείνης
της εποχής. Η καθοδήγηση αυτή βέβαια υπαγορεύεται από τήν Τουρκία πού δημιούργησε τό κράτος της στά κόκκαλα των γηγενών πληθυσμών καί στίς
στάχτες των ορθόδοξων εκκλησιών. Και αυτό γίνεται γιά νά μην έχουμε τό ηθικό δικαίωμα να θυμόμαστε τά χώματα του Πόντου καί της Μικράς Ασίας αφού ...δέν ήταν
ελληνικά. Αντίστοιχη προσπάθεια γίνεται πάλι μέ την εντολή της Τουρκίας καί τήν εργολαβία τήν έχουν αναλάβει πάλι τά κόμματα καί οι εφημερίδες,
μέ τούς Μακεδόνες προγόνους μας, οι οποίοι πάλι δέν ήταν Ελληνες καί άρα ...η Μακεδονία είναι σλαβική καί άρα η ελληνιστική εποχή είναι μύθος.
Οπότε χίλια χρόνια Βυζαντίου καί πεντακόσια χρόνια ελληνιστικής εποχής τά πετάμε στά σκουπίδια καί άρα δέν έχουμε καμμία σχέση μέ τούς αρχαίους Ελληνες.
Οπότε σάν λαός πού ξεφύτρωσε από τό πουθενά δέν έχει το δικαίωμα ούτε νά μιλάει γιά τή Μικρά Ασία καί τά μνημεία της, ούτε γιά τή Μακεδονία, ούτε γιά
τή Θράκη, ούτε γιά τήν Κύπρο η οποία νομίμως σύμφωνα μέ τούς υποστηρικτές του σχεδίου Αννάν κατέχεται από τούς κουμπάρους μας,
ούτε ακόμα γιά τό Αιγαίο τό οποίο σύμφωνα μέ τή γνώμη των στρατηγών ανήκει στο νόμιμο ιδιοκτήτη του πού είναι η Οθωμανική
Αυτοκρατορία. Αραγε στήν Τουρκία υπάρχει καμμία φωνή πού νά λέει ότι η πολυπολιτισμική Οθωμανική Αυτοκρατορία δέν ήταν τουρκική;)
Οπότε θά παραθέσουμε κάποιες απόψεις οι οποίες βεβαιώνουν ότι οι Βυζαντινοί είναι τά παιδιά των Αρχαίων Ελλήνων καί απλά
έκαναν τό "λάθος" καί άλλαξαν τή θρησκεία τους, έκαναν ακόμα ένα "λάθος" καί ονόμαζαν τούς εαυτούς τους "Ρωμηούς"
καί έκαναν καί ακόμα ένα "λάθος" καί δημιούργησαν ένα πανίσχυρο κράτος, τό οποίο δέν πρέπει νά το θεωρούμε σαν πρότυπό μας,
διότι οι πολιτικοί μας, χρόνια τώρα, προσπαθούν τό δικό μας κράτος νά τό διατηρούν μικρό καί ταπεινό.
Ο M. Jones λοιπόν στο έργο του: «The Greek city from Alexander to Justinian» γράφει: «Το 395, η
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διηρέθη και τυπικώς σε Δυτικό και Ανατολικό τμήμα. Οι Ρωμαίοι είχαν εποικίσει πολλές επαρχίες του
Ανατολικού τμήματος, και είχαν δημιουργήσει civitates ή coloniae ή municipia, αλλά δεν είχαν κατορθώσει να εκτοπίσουν τους
Έλληνες. Έτσι και μετά τον τυπικό διαχωρισμό, οι Έλληνες επικρατούσαν στις περισσότερες επαρχίες του Ανατολικού τμήματος,
ιδιαιτέρως στις περιοχές που ωμιλείτο η Ελληνική γλώσσα και ίσχυεν η Ελληνική Παιδεία. Αντιθέτως, το Ρωμαϊκό στοιχείο
εξηφανίσθη από τις επαρχίες αυτές, συνεπεία της πολιτιστικής υπεροχής των Ελλήνων.»
Oι Αρχαίοι Ρωμαίοι λοιπόν δέν έκαναν εθνοκάθαρση όπως θά έκαναν οι
Οθωμανοί
αργότερα καί θά την ολοκλήρωνε μέχρι τέλους ο
Κεμάλ μέ τούς Νεότουρκους.
Σαν συνέπεια, η μεγάλη κοσμοπολίτικη Ελλάς των Ελληνιστικών Βασιλείων της Ασίας και της Αφρικής,
συνέχισε την ζωή της στο Βυζάντιο. Ετσι και ο OSTROGORSKY συμφωνεί:
«Είχε διαφυλάξει την αρχαία Ελληνική κληρονομιά και αποτελούσε την πηγή, που θα μπορούσε να
ικανοποιήσει την δίψα του δυτικού κόσμου για τον Ελληνικό πολιτισμό, στα χρόνια της Αναγεννήσεως. Ο βυζαντινός κόσμος
όχι μόνο προήλθε από τον ελληνιστικό, αλλά συνδεόταν μαζί του και με μια εσωτερική συγγένεια. Όπως στον ελληνιστικό
έτσι και στο βυζαντινό κόσμο, τα διάφορα στοιχεία συνδέονται και εναρμονίζονται μεταξύ τους σε ένα κοινό
πολιτιστικό σύνολο. Και οι δύο αυτοί κόσμοι αντλούν από την κληρονομιά μεγαλύτερων και δημιουργικότερων πολιτισμών, και η
ιστορική τους προσφορά δεν συνίσταται στη δική τους δημιουργικότητα, όσο στη σύνθεση.
Το Βυζάντιο
προσέφερε μια μεγάλη και ιστορική υπηρεσία με το να διατηρήσει με αγάπη τα αρχαία
πολιτιστικά αγαθά, να καλλιεργήσει το ρωμαϊκό δίκαιο και την ελληνική παιδεία. Τα δύο μεγάλα μεγέθη και συνάμα οι δύο αντίποδες της αρχαιότητας,
η Ελλάδα και η Ρώμη, αναπτύσσονται μαζί πάνω στο βυζαντινό έδαφος. Τα μεγαλύτερα επιτεύγματά τους, το ρωμαϊκό κρατικό σύστημα και ο ελληνικός
πολιτισμός, ενώνονται σε μια νέα μορφή και συνδέονται άρρηκτα με το χριστιανισμό, τον οποίο παλαιότερα τόσο το κράτος όσο και οι πολιτιστικοί φορείς
τον έβλεπαν ως τον μεγάλο εχθρό τους. Το χριστιανικό Βυζάντιο δεν αποστρέφεται ούτε την εθνική τέχνη ούτε την εθνική σοφία. Όπως το ρωμαϊκό δίκαιο
παρέμεινε πάντοτε η βάση του νομικού συστήματος και της νομικής συνειδήσεως των Βυζαντινών, έτσι και ο ελληνικός πολιτισμός παρέμεινε πάντοτε
το θεμέλιο της πνευματικής τους ζωής. Η ελληνική επιστήμη και φιλοσοφία, η ελληνική ιστοριογραφία και ποίηση αποτελούν το μορφωτικό αγαθό και
των πιο ευσεβών Βυζαντινών. Ακόμη και η Βυζαντινή Εκκλησία οικειοποιήθηκε την πνευματική κληρονομιά της αρχαίας φιλοσοφίας και χρησιμοποίησε την
ορολογία της για τη διαμόρφωση της χριστιανικής δογματικής διδασκαλίας.»
Ο συγγραφέας καί ιστορικός Ράνσιμαν γράφει: «Ο Κωνσταντίνος γέμισε τους δρόμους, τις πλατείες και τα μουσεία της
νέας πρωτεύουσας με αρχαίους Ελληνικούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς για να δώσει έμφαση στον Ελληνισμό του. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης που
κυκλοφορούσαν κάθε μέρα μέσα στην πόλη δεν θα ήταν δυνατόν να ξεχάσουν ποτέ την δόξα της Ελληνικής τους κληρονομιάς.»
Ο μαρξιστής βυζαντινολόγος Νίκος Σβορώνος θεωρεί ότι: «Από τόν 11ο αιώνα οι νέες συνθήκες πού θά επικρατήσουν
στήν Αυτοκρατορία (σμίκρυνσή της, έντονη ιδεολογική σύγκρουση μέ τόν δυτικό χριστιανισμό, πολεμική αναμέτρηση μέ τούς Σταυροφόρους,
ίδρυση από Σέρβους καί Αρμενίους ανεξαρτήτων κρατών) θά αφυπνίσουν τήν ελληνική εθνότητα, θά τή βοηθήσουν νά αποκτήσει συνείδηση του
εαυτού της καί αφού ανασυνδεθεί μέ τήν ελληνική αρχαιότητα, νά αναπτύξει ΠΛΗΡΗ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.»
Ο H.G. Wells στην «Παγκόσμια Ιστορία» του αποκαλεί το Βυζάντιο «Νέο Ελληνικόν κράτος». Γράφει σχετικώς:
«Περί του Βυζαντινού κράτους ομιλούν γενικώς,
ως εάν επρόκειτο περί συνεχίσεως της ρωμαϊκής παραδόσεως, ενώ εις την πραγματικότητα τούτο ήτο ανανανέωσις της παραδόσεως του Αλεξάνδρου.
Το ανατολικόν κράτος, αφ΄ότου εχωρίσθη από το δυτικόν, ωμιλούσε την ελληνικήν και αποτελούσε την συνέχεια της ελληνικής παραδόσεως αν και όχι
εντελώς αγνής. Πάντως το κράτος αυτό ήτο ελληνικόν και όχι λατινικόν.»
Ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου γράφει: «Η επανεμφάνισις του ονόματος Έλλην με την εθνική σημασία έγινε όταν είχε λησμονηθεί
πλέον η ύπαρξις των ειδωλολατρών και η χρήσις του ήταν ακίνδυνη για τον Χριστιανισμό. Η επανεμφάνισις ακολούθησε την ίδια οδό με την εξαφάνιση.
Το όνομα από εθνικό είχε εκπέσει πρώτα σε πολιτιστικό κι έπειτα σε θρησκευτικό και τέλος εξαφανίστηκε. Με την επανεμφάνιση του τώρα, για την δήλωση
καταστάσεων του παρόντος, γίνεται πρώτα πολιτιστικό κι έπειτα πάλι εθνικό».
Ο Λέων ΣΤ' ο Σοφός,
αναφερόμενος στον εξελληνισμό των σλαβικών φύλων από τον πατέρα του Βασίλειο, γράφει στα «Τακτικά του»:
«Ταύτα δε ο ημέτερος εν θεία τη λήξει γενόμενος πατήρ και αυτοκράτωρ Ρωμαίων Βασίλειος των αρχαίων ηθών έπεισε μεταστήναι και
γραικώσας και άρχουσι κατά τον ρωμαϊκόν τύπον υποτάξας και βαπτίσματι τιμήσας».
Πρόκειται για μια αναφορά με ιδιαίτερη και γενικότερη ιστορική σημασία, μιας και αναφέρεται στον εξελληνισμό (γραικώσας) και τον εκχριστιανισμό
(βαπτίσματι τιμήσας) των σλαβικών φύλων καί καταδεικνύεται η συνείδηση του αυτοκράτορα συγγραφέα για την οιονεί εθνική διάσταση του ελληνισμού,
παράλληλα με την κρατική και την θρησκευτική. Καί αφού ανέφερα τόν όρο "γραικώσας", δέν μπορώ νά μήν αναφέρω ένα παιδί των
βυζαντινών, τό οποίο αιώνες αργότερα όταν τό οδηγούσαν οι πολυπολιτισμικοί Οθωμανοί στήν σούβλα δήλωνε
«εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω».
Ηταν βέβαια η απάντηση του
Αθανασίου Διάκου
ο οποίος μαρτύρησε με αυτόν τό φρικτό τρόπο γιά να κρατήσει τήν ελληνικότητά
του καί τήν ορθόδοξη πίστη του.
Συνεχίζω μέ απόσπασμα της
Αννας Κομνηνής
στην «Αλεξιάδα» που αναφέρεται στο
ορφανοτροφείο-εκπαιδευτήριο που είχε δημιουργήσει ο Αλέξιος: «Και έστιν ιδείν και Λατίνον ενταύθα
παιδοτριβούμενον και Σκύθην ελληνίζοντα και Ρωμαίον τα των Ελλήνων συγγράμματα μεταχειριζόμενον και τον αγράμματον
Έλληνα ορθώς ελληνίζοντα».
O αρχιεπίσκοπος Γουλιέλμος της Τύρου (William of Tyre, 1130-1185) στήν ιστορία του γιά τήν Α' Σταυροφορία, αφού περιέγραψε
τίς σφαγές των Αράβων από τούς σταυροφόρους, στήν άλωση της Ιερουσαλήμ, έγραψε ότι αυτά συνέβησαν τόν Ιούλιο του 1099,
όταν πάπας ήταν ο Ουρβανός, αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Γερμανίας ήταν ο Henry IV, βασιλιάς της Γαλλίας
ήταν ο Philip I καί βασιλίας των Ελλήνων ήταν ο Αλέξιος:
«Capta est autem praedicta civitas, anno ab Incarnatione Domini 1099, mense Julio, quinta decima die mensis, feria sexta,
circa horam diei nonam; anno tertio, ex quo fidelis populus, tantae peregrinationis sibi onus assumpserat: praesidente S.
Romanae Ecclesiae domino Urbano papa secundo; Romanorum vero imperium administrante domino Henrico IV; in Francia
vero regnante domino Philippo; apud GRAECOS autem in sceptris agente DOMINO ALEXIO.»
Ο Νικήτας Χωνιάτης, το έργο του οποίου αποτελεί πολύτιμη πηγή για τα γεγονότα από το 1118 μέχρι την
άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204,
δηλώνει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει τη συγγραφή της ιστορίας, που είναι το
"κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων", περιγράφοντας
βαρβαρικές πράξεις κατά των Ελλήνων: «Πώς άν έγωγε είην εγώ τό βέλτιστον χρήμα, τήν Ιστορίαν,
τό κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων, βαρβαρικαίς καθ' Ελλήνων πράξεσι χαριζόμενος».
Ο Ανώνυμος Αθηναίος σχολιαστής της «Ρητορικής» του Αριστοτέλους, αναφερόμενος σε λεηλασίες των Δανισμενιτών Τούρκων στην Μικρά Ασία στα τέλη του
11ου, εκφράζει την συμπαράστασή του στους Έλληνες Μικρασιάτες: «Δει λοιπόν και ημάς τους Αθηναίους, όπως φροντίζωμεν πως
αν οι άλλοι Έλληνες δοξάζωνται».
Τον 11ο αι. ο Μιχαήλ Ψελλός θεωρεί ως έπαινο του
Ρωμανού Γ'
ότι ήταν αναθρεμμένος «λόγοις ελληνικοίς» και ως ψόγο του
Μιχαήλ Δ'
ότι ήταν εντελώς
άμοιρος «παιδείας ελληνικής».
Τον 13ο, ο Ιωάννης Βατάτζης, βασιλιάς της Νίκαιας, διεκδικεί την ελληνική ταυτότητα του Βυζαντίου. Στην επιστολή του στον Πάπα Γρηγόριο Θ΄
υποστηρίζει πως, «εν τω γένει των Ελλήνων ημών η σοφία βασιλεύει». Ο διάδοχος του Θεόδωρος Λάσκαρης ο Β' θα
ονομάσει την Αυτοκρατορία της Νικαίας
«Ελληνικόν», ταυτίζοντας την κρατική υπόσταση με την ουσία της ελληνικής ταυτότητας. Επί πλέον ο Λάσκαρης αναφέρεται ήδη στο
ελληνικό γένος «απασών γλωσσών το ελληνικόν υπέρκειται γένος» και διεκδικεί την πνευματική ανωτερότητα των Ελλήνων,
«Πάσα τοίνυν φιλοσοφία και γνώσις Ελλήνων εύρεμα... Συ δε, ω Ιταλέ, τίνος ένεκεν εγκαυχά;»
Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, τον ίδιο αιώνα, θα αναφέρεται στην «ελληνίδα επικράτεια»,
ενώ ο Δημήτριος Κυδώνης στα τελευταία του έργα χρησιμοποιεί την λέξη Ελλάς ως ισοδύναμη της λέξης Βυζάντιον.
Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, εξιστορώντας την άλωση της πόλεως αυτής από τους Νορμανδούς (1185), αναφέρεται στους Λατίνους ως το αντίπαλο δυτικό
στρατόπεδο, στους Παφλαγόνες ως ένα γεωγραφικής τοποθετήσεως φύλο, και στους Έλληνες ως το κυρίαρχο έθνος της αυτοκρατορίας:
«Οι Παφλαγόνες, έθνος ατάσθαλον και εν Έλλησι βάρβαρον, κελευσθέν ενεπήδησε τω των Λατίνων φύλω».
Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων τονίζει προς τον
Μανουήλ Παλαιολόγο
ότι οι άνθρωποι των οποίων ηγείται είναι
«Έλληνες το γένος ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»,
ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης απαιτεί να αντικατασταθεί πλήρως η ρωμαϊκή με τη ελληνική εθνική προσηγορία, ενώ
ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
θα είναι πλέον «βασιλεύς των Ελλήνων» όπως θα αναγορεύει πλέον
τους αυτοκράτορες ο Ιωάννης Αργυρόπουλος:
«Ου γαρ ώετο προς βασιλέως Έλληνας... μηδενός δε αφιστάμενος των όσα προς την των Ελλήνων ελευθερίαν
τείνει».
Τέλος οι δυτικοί, Φράγκοι και Λατίνοι, παρόντες πλέον στην ελληνική Ανατολή αποδίδουν στα ελληνικά το πατροπαράδοτο «Graeci»
ως «Έλληνες», όπως δείχνει το σχετικό χωρίο του «Χρονικό του Μορέως».
Διαβάντα γαρ χρόνοι πολλοί αυτείνοι οι Ρωμαίοι
Έλληνες είχαν το όνομα, ούτω τους ονομάζαν,
Πολλά ήσαν αλαζονικοί, ακόμα το κρατούσιν
Από την Ρώμην επήρασι το όνομα των Ρωμαίων».
Ο Θεόδωρος Αλανίας γράφει στον αδελφό του ότι «εάλω μεν η πατρίς, αλλ' ανδρί σοφώ πας τόπος Ελλάς».
Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης καλεί «Έλληνας» τους κατοίκους του κράτους και «Βασιλείς Ελλήνων» τους
εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκράτορας.
Ο Μ. Δούκας χαρακτηρίζει τον λαόν του Βυζαντίου «Τρυγίαν των Ελλήνων».
Ο Σουλτάνος της Αιγύπτου με επιστολή του προς τον
Ιωάννην Καντακουζηνόν
τον αποκαλεί: «Βασιλέα των Ελλήνων».
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος,
στην τελευταία έκκλησί του για αγώνα, χαρακτηρίζει την Κωνσταντινούπολιν:
«Ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων».
Στόν «Θρήνο και Κλαυθμό Κωνσταντινουπόλεως» του Ματθαίου Μυρέων διαβάζουμε:
«Αλλοίμονον, αλλοίμονον 'ς το γένος των Ρωμαίων.
Ω, πώς εκαταστάθηκε το γένος των Ελλήνων.
Σ' εμάς, εις όλους τους Γραικούς να έλθη τούτ' την ώρα».
Από τά "Απομνημονεύματα" του Στρατηγού Μακρυγιάννη
παραθέτω τό απόσπασμα:
«Τι στοχάζεσαι, αυτό το Ρωμαίγικο θα κάμει άργητα να γίνει; Θα κοιμηθούμε με τους Τούρκους και θα ξυπνήσουμε με τους Ρωμαίγους».
Eπειδή η σελίδα αυτή γράφεται την ώρα του θανάτου του Αρχιεπισκόπου Ελλάδος Χριστοδούλου, ενός ανθρώπου πού πολέμησε
γιά τήν διατήρηση της ρωμέϊκης ταυτότητός μας, ενός ανθρώπου πού βρήκε απέναντί του τό εντόπιο καί διεθνές κατεστημένο,
υπενθυμίζω τήν έξοχη ομιλία καί φιλοξενία πρός τόν Αρχηγό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τόν
Πάπα Ιωάννη Παύλο Β', ο οποίος ήρθε ενώπιόν του καί ζήτησε συγγνώμη γιά τήν άλωσι της Πόλης του 1204.
Τό Βατικανό μέ τήν γνώση των χιλιάδων χειρογράφων του Μεσαίωνα πού διαθέτει, επιβεβαίωσε μέ τήν κίνηση αυτή, τήν
ελληνορθόδοξη ταυτότητα του δικού μας Βυζαντίου.
Απολαύστε τόν Κώστα Ζουράρι:
«Μετά χίλια διακόσια έτη -και, μάθημα για τους κενοφανείς εκσυγχρονιστές- θετικιστές παντός δυτικού συρφετού- το Βατικανόν ωμολόγησε urbi et orbi, ποιος είναι ο Νόμιμος κληρονόμος της Βυζαντινής - Ρωμέηκης αυτοκρατορίας. Δεν είναι ούτε οι Σλαύοι, ούτε οι Ιβηρες, ούτε οι Τούρκοι. Ο Αιρεσιάρχης Πάπας ζήτησε συγγνώμην για την άλωση και τη δήωση της Κωνσταντινουπόλεως, από μας, εδώ: η σημερινή Ελλάς είναι το Νόμιμον Συνεχές της Πόλης. Αυτό, που δεν παραχώρησε σε τρεις Πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως, το Βατικανό αναγκάστηκε να το παραδώσει στην εδώ Ελλάδα.
Το Μνημείον αυτό του Συνοδικού-ορθοδόξου λόγου του Χριστόδουλου, μας έδειξε, urbi et orbi, και ταυτοχρόνως προς τον εμβρόντητο Πάπα, τι σημαίνει να είσαι επί δύο χιλιάδες χρόνια θεσμός: θεμιστός, ιεροπρακτικός, λαοκεντρικός. Το γραπτό της Συνόδου μας απέδειξε ταυτοχρόνως, τι σημαίνει να έχεις ένα Κράτος της Ψωροκώσταινας, διαρκείας εκατόν εβδομήντα ετών καρπαζιάς και υπουργείου Εξωτερικών τεμενάδων: από την μια, Βυζαντινή αυτοκρατορία, από την άλλη το Κράτος της Μελούνας, της Προστασίας και των «Προστατίδων Δυνάμεων», ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο. Ουδέποτε το Ελλαδικό κρατίδιο μπόρεσε να συντάξει και να προτείνει τέτοιον διαπραγματευτικό λόγο, όπως ο λόγος που ακούστηκε, φωνή μεν Χριστοδούλου, σώματι δε ορθοδόξου Κωνσταντινουπολίτικης οικουμένης. Δύο χιλιάδες χρόνια αυτοκρατορικής πείρας. Θουκυδίδειον και ορθόδοξον τέχνημα: Ο Συνοδικός λόγος προς τον Πάπα, σύμφωνα με τον κανόνα του Θουκυδίδη, δεν θεώρησε ότι υπάρχει «μεγάλη» και «βραχεία πρόφασις». Ο Συνοδικός μας Αρχιεπίσκοπος ήξερε, ότι δεν υποχωρούμε ποτέ για ένα «βραχύ τι ζήτημα», διότι, «ευθύς τι μείζον επιταχθήσεσθε υμίν, ως φόβω και τούτω υπακούσαντες», άρα, στην συνύπαρξη μεταξύ αδελφών, δεν υπάρχει ποτέ «μικρό» ζήτημα, όπου, ας υποχωρήσουμε: όλα τα ζητήματα στην συνύπαρξη των συστημάτων έριδος-ισχύος, είναι ισόμοιρα, ισόκυρα, ισοδύναμα. Επομένως, ο Συνοδικός μας Αρχιεπίσκοπος τα έθεσε όλα, ως ισόκυρα, ενώπιον του Αιρεσιάρχου-μέλλοντος και τέως αδελφού μας.
Το Συνοδικό αυτό κείμενο, πρέπει να διδάσκεται ως υπόδειγμα διαπραγματευτικού - τεχνικού και οντολογικού άθλου στους διπλωμάτες μας του υπουργείου Εξωτερικών τεμενάδων. Φαντάζεσαι, τι ευλύγιστο σθένος και τι εύκαμπτο αρραγές χρειάστηκε στους ημετέρους Συνοδικούς, ώστε οι φοβεροί Καρδινάλιοι της Curia να καταπιούν αυτήν την κειμενάρα, που αναγκάστηκε να ακούσει ο Αιρεσιάρχης Πάπας; Εν αγάπη; »
Ας επιστρέψουμε πάλι στό παρελθόν.
Από τόν 7ο αιώνα η επίσημη γλώσσα ήταν η ελληνική καί οι σπουδές ενσωμάτωναν μεταξύ άλλων τά κλασικά έργα ποίησης καί λογοτεχνίας όπως ήταν
αυτά του Ομήρου, του Ησίοδου, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Δημοσθένη, του Λουκιανού καί του Λυσία. Η υψηλή μόρφωση ήταν
το κλειδί γιά τήν είσοδο στίς ανώτερες θέσεις της γραφειοκρατίας, ενώ η ανώτερη παιδεία βασίζοταν στό τρίπτυχο της ποίησης, της ρητορικής καί της
φιλοσοφίας καί στό τετράπτυχο της γεωμετρίας, της αριθμητικής, της αστρονομίας καί της μουσικής. Παράδειγμα Βυζαντινού υψηλής μορφώσεως του
11ου αιώνα ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός, ο οποίος είχε αποστηθίσει ολόκληρη την Ιλιάδα. Ο ίδιος μάλιστα αφηγείται ότι, όταν μία μέρα ο αυτοκράτωρ
Κωνσταντίνος Θ' συνοδεύονταν στό παλάτι του από μία παλακίδα του, κάποιος αυλικός φώναξε: "Ου νέμεσις". Οι αυλικοί κατάλαβαν τόν υπαινιγμό καί
γέλασαν. (Αραγε πόσοι σύγχρονοι νεοέλληνες καταλαβαίνουν τό νόημα αυτής της φράσης;
Η φράση προέρχεται από τούς στίχους της Ιλιάδας:«ου νέμεσις Τρωας καί ευκνήμιδας Αχαιούς τοιηδ' αμφί
γυναικί πολύν χρόνον άλγεα πάσχειν» = "δεν είναι ντροπή πού υποφέρουν Τρώες καί Αχαιοί γιά μία γυναίκα σάν κι αυτή",
υπονοώντας τήν Ωραία Ελένη.)
Σχετικά μέ τήν σχέση των πολιτών του Βυζαντίου μέ τήν κλασσική φιλοσοφία ο Ράνσιμαν αναφέρει τά εξής:
«Η φιλοσοφία ήταν πάντα πολύ αγαπητή στούς Βυζαντινούς. Οι πατέρες της Εκκλησίας ήξεραν τους εθνικούς φιλοσόφους καί χρωστούσαν πολλά στό νεοπλατωνισμό. Ο Λέων ο Φιλόσοφος είχε ιδιαίτερη αγάπη γιά τόν Αριστοτέλη, ο Ψελλός τον 11ο αιώνα οδηγεί σέ αναζωογόνηση τόν πλατωνισμό. Ο Ιωάννης Μαυρόπους ήταν αφοσιωμένος στόν Πλάτωνα, ενώ ο μαθητής του Ψελλού, ο Ιωάννης ο Ιταλός, άφησε τήν φιλοσοφία του Πυθαγόρα νά τόν παρασύρει σέ μεγάλη αίρεση. Ο Μιχαήλ ο Ακωμινάτος προτιμούσε τήν φιλοσοφία των Στωϊκών από τόν Αριστοτέλη. Η εκκλησία παρόλο πού δεν αποδοκίμαζε τή μελέτη της φιλοσοφίας αποτελούσε εμπόδιο στήν ελεύθερη σκέψη.
Οι πιό άξιοι ιστορικοί του 10ου αιώνα ήταν ο Λέων ο Διάκονος καί ο Συμεών Λογοθέτης ενώ του 11ου αιώνα, ο Μιχαήλ Ψελλός, ο πιό μοντέρνος από τούς βυζαντινούς συγγραφείς, κυνικός, διασκεδαστικός, ο σύγχρονός του Μιχαήλ Ατταλειάτης, ο καίσαρ Νικηφόρος Βρυέννιος καί η πορφυρογέννητη Αννα Κομνηνή. Ακολουθούν οι χρονογράφοι Κίνναμος, Κεδρηνός, Ζωναράς καί Γλυκάς. Τό 10ο αιώνα γράφτηκε ένα μεγάλο επικό ποίημα σέ δέκα λόγους, γραμμένο σέ πολιτικούς στίχους, πού μιλούσε γιά τά κατορθώματα ενός πολεμιστή των ανατολικών συνόρων, του Διγενή Ακρίτα. Τό έργο είναι απείρως καλύτερο από τά δυτικά ιπποτικά έπη καί κανένα έμμετρο μυθιστόρημα δέν κατόρθωσε νά φθάσει σέ τέτοιο ύψος.»
Τόν 11ο αιώνα, η οικονομία ανθούσε, ενώ οι εξαγωγές ήταν πολλαπλάσιες από τίς εισαγωγές. Η Κόρινθος παρήγαγε υφάσματα, βαμβακερά, η Αθήνα ειδικεύονταν στίς βαφές καί στήν σαπουνοποιΐα ενώ η Θήβα φημίζονταν γιά τά μεταξωτά της. Η Θεσσαλονίκη φιλοξενούσε την ετήσια εμπορική έκθεση του Αγίου Δημητρίου, η οποία προσείλκυε εμπόρους από όλο τόν κόσμο. Στή Μικρά Ασία, ο πλούτος στηρίζονταν στήν αγροτική παραγωγή, ενώ ξεχώριζαν μεγάλα εμπορικά κέντρα όπως η Νίκαια, η Καισάρεια, τό Ικόνιο. Οι παραλιακές πόλεις της Σμύρνης, της Περγάμου καί της Τραπεζούντας προσείλκυαν πλοία από ολόκληρη τήν Ανατολή καί τή Δύση. Στόν Κεράτιο (Χρυσούν Κέρας), Αραβες καί Ινδοί έμποροι έφερναν μπαχαρικά καί κοσμήματα, Ευρωπαίοι έφερναν μαλί, Ρώσοι καί Σκανδιναυοί έφερναν γούνες καί κεχριμπάρι. Ας απολαύσουμε τόν Ράνσιμαν, στήν περιγραφή του γιά τό Βυζάντιο του 11ου αιώνα:
«Η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο πλούσια. Ήταν η χωρίς αντίπαλο οικονομική και εμπορική πρωτεύουσα του κόσμου. Έμποροι από τα άκρα του κόσμου, από την Ιταλία και τη Γερμανία, από τη Ρωσία, από την Αίγυπτο και την Ανατολή, συνέρεαν εκεί για νά αγοράζουν τα είδη πολυτελείας που παρήγαν τα εργοστάσιά της και για νά ανταλλάσσουν τα δικά τους τραχύτερα εμπορεύματα. Η σφύζουσα ζωή της μεγάλης πόλεως, πολύ πιο εκτεταμένης και πολυάνθρωπης ακόμα και από το Κάιρο και την Βαγδάτη, δεν έπαυε ποτέ να καταπλήσσει τον ταξιδιώτη με το γεμάτο πλοία λιμάνι της τις γεμάτες κόσμο αγορές της, τα εκτεταμένα προάστιά της και τις τεράστιες εκκλησίες της και τα επιβλητικά της ανάκτορα. Η αυτοκρατορική αυλή, του φαινόταν το κέντρο της οικουμένης.
Αν η τέχνη είναι ο καθρέφτης του πολιτισμού, ο βυζαντινός πολιτισμός στεκόταν ψηλά. Οι καλλιτέχνες του, του ενδέκατου αιώνα έδειχναν όλη τη συγκράτηση και την ισορροπία των κλασσικών προγόνων των. Πρόσθεταν όμως δύο ιδιότητες που προέρχονταν από ανατολική παράδοση, τον πλούσιο διακοσμητικό φορμαλισμό των Περσών και την μυστικιστική ένταση της αρχαίας Ανατολής. Τα έργα της εποχής που επιζούν, είτε είναι μικρά ελεφάντινα κομψοτεχνήματα είτε μεγάλα μωσαϊκά ή επαρχιακές εκκλησίες, όπως η του Δαφνιού και του Οσίου Λουκά στην Ελλάδα, όλα παρουσιάζουν την ίδια θριαμβευτική σύνθεση παραδόσεων και έχουν συγχωνευθεί σέ ένα τέλειο σύνολο. Η φιλολογία της εποχής, αν και σημαντικά εμποδισμένη από την υπερβολικά ισχυρή ανάμνηση των κλασικών επιτευγμάτων, δείχνει μια ποικιλία εξαίρετου επιπέδου. Έχομε την επιμελημένη ιστορία του Λέοντος Διακόνου, τα λεπτά λυρικά ποιήματα του Χριστόφορου εκ Μυτιλήνης, το συναρπαστικό λαϊκό έπος του Διγενή Ακρίτα, τους τραχείς, πρακτικούς αφορισμούς του στρατιώτη Κεκαυμένου και τα πνευματώδη, κυνικά αυλικά απομνημονεύματα του Μιχαήλ Ψελλού. Η ατμόσφαιρα έχει σχεδόν την αυταρέσκεια του δέκατου όγδοου αιώνα, αν εξαιρέσουμε μια απαισιοδοξία και μια απορρόφηση από τον άλλον κόσμο από τα οποία το Βυζάντιο δεν είχε ποτέ απαλλαγεί.
Oι Βυζαντινοί ήταν γνώστες της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Πολλοί ιστορικοί ήθελαν να γράψουν σαν τον Θουκυδίδη, δεν ήθελαν να γράψουν στη γλώσσα που τους ήταν πιο φυσική αλλά στην αρχαία. Η μεγάλη τραγωδία των βυζαντινών γραμμάτων ήταν η εξάρτησή της από την κλασσική γραμματεία. Η παιδεία τους, κατά το Μέγα Βασίλειο, όφειλε να στηρίζεται στον Ομηρο, τον "διδάσκαλο των αρετών". Ολα ανεξαιρέτως τα αγόρια και τα κορίτσια ήξεραν τον Ομηρο. Η Αννα Κομνηνή στήν "Αλεξιάδα" δεν εξηγεί ποτέ τα σημεία στα οποία αναφέρεται στον Ομηρο, όλοι οι αναγνώστες της τα γνώριζαν.»
Τό βυζαντινό νόμισμα ήταν πανίσχυρο καί ο πλούτος αντανακλούσε στά μέγαρα καί τά παλάτια πού κοσμούσαν τίς μεγάλες πόλεις, στά πολυτελή ενδύματα καί τα κοσμήματα πού φορούσαν οι βυζαντινές, καθώς καί στούς μεγαλοπρεπείς ναούς τούς στολισμένους μέ τά χιλιάδες ψηφιδωτά καί τίς επίχρυσες εικόνες. Ο πλούτος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας άφησε άφωνους τούς σταυροφόρους πού έφθαναν στά εδάφη της, σέ μία εποχή μάλιστα στήν οποία άρχιζε η φθίνουσα πορεία της χιλιόχρονης πορείας της. Οι σταυροφόροι δήλωναν ότι στή πρωτεύουσα των Γραικών είχαν συσωρευθεί τά δύο τρία του παγκόσμιου πλούτου. Ο Ράνσιμαν συνεχίζει:
Aν τό Βυζάντιο τή δύναμή του καί την ασφάλειά του τή χρωστούσε στήν καλή λειτουργία των υπηρεσιών του, τή δυνατότητα νά ξοδεύει γιά τίς υπηρεσίες αυτές του τήν έδινε τό εμπόριό του. Η ιστορία του Βυζαντίου είναι πρώτα απ'όλα, η ιστορία της οικονομικής του πολιτικής καί η ιστορία του εμπορίου του Μεσαίωνα. Λίγες πόλεις είχαν τό προνόμιο νά βρίσκονται σέ τόσο εξαιρετική θέση όπως η Κωνσταντινούπολη, πού είχε κτισθεί στόν πορθμό μεταξύ Βορρά καί Νότου καί στήν γέφυρα της Ανατολής καί της Δύσης. Καί λίγοι λαοί υπήρξαν τόσο ικανοί στό εμπόριο όσο οι κάτοικοί της, πού ήταν οι Ελληνες καί οι Αρμένιοι.
Γιά αιώνες ολόκληρους τό όνομα της Κωνσταντινουπόλεως ήταν συνώνυμο του πλούτου αφού οι θησαυροί της "ούτε τέλειωνουν, ούτε μετριούνται". Ως τήν εποχή των μεγάλων ανακαλύψεων, τά αγαθά διακινούνταν από τήν Απω Ανατολή μέχρι τή Μεσόγειο. Σύμφωνα μέ τόν Κοσμά τον Ινδικοπλεύστη τά αγαθά της Ανατολής πού έφθαναν στήν Αυτοκρατορία ήταν μετάξι από τήν Κίνα, ξύλο από τήν Ινδοκίνα, πιπέρι από τήν Μαλαισία, κοσμήματα από τήν Ταπροβάνη (Κεϋλάνη). Τό χρήμα πού προτιμούσαν όλοι οι έμποροι της Ανατολής ήταν τό αυτοκρατορικό νόμισμα. Οι Χάζαροι έφερναν στή Χερσώνα γούνες καί παστά ψάρια καί οι Ρώσοι κεχριμπάρια από τή Βαλτική καί μέταλλα. Ελληνικά πλοία έκαναν τό εμπόριο από τή Κωνσταντινούπολη στή Βάρι (Μπάρι) καί ελληνικά πλοία διέσχιζαν τήν Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινος Πόντος) καί έφθαναν μέχρι τήν Τραπεζούντα.
Εκείνο όμως πού έκανε υπερήφανους τους βυζαντινούς ήταν η "Βασιλεύουσα Πόλις", η "Βασιλίς των Πόλεων", η "Θεοφύλακτη Κωνσταντινούπολις". Μία πόλη πού τραγουδούσαν γιά χίλια χρόνια οι βυζαντινοί Ελληνες καί γιά πεντακόσια χρόνια οι ραγιάδες Ρωμηοί. Η "Επτάλοφος" είχε τά μεγαλύτερα οχυρωματικά τείχη (εσωτερικό καί εξωτερικό), ύψους εννέα μέτρων καί πλάτους πέντε μέτρων μέ ενενήντα έξη πύργους καί μία τεράστια τάφρο σκαμμένη μπροστά από τό εξωτερικό τείχος. Τά τείχη αυτά απέκρουσαν δεκάδες πολιορκίες ασιατών καί ευρωπαίων εισβολέων γιά χίλια χρόνια, προστατεύοντας ταυτόχρονα τά κλασικά έργα πού φυλάσσονταν στίς βιβλιοθήκες της Πόλης, αλλά καί τό τό κλασσικό πνεύμα πού θά φώτιζε τό δρόμο της σύγχρονης Ευρώπης. Ζωντανό παράδειγμα είναι η διάσωσις καί αντιγραφή του περίφημου παλίμψηστου του Αρχιμήδη, ενός πολύτιμου χειρόγραφου, το οποίο αποτελεί το μοναδικό γνωστό αντίγραφο του κώδικα του μεγάλου Ελληνα μαθηματικού της αρχαιότητας. Σύμφωνα με δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας Liberation, οι 174 σελίδες καί τα 55 σχέδια του παλίμψηστου φανέρωσαν θεωρίες του Αρχιμήδη που δεν έχουν σωθεί σε άλλα χειρόγραφα καί πού δείχνουν ότι είχε ασχοληθεί μέ θεωρίες οι οποίες αναπτύχθηκαν στήν Δύση μόλις τόν 20ο αιώνα, δηλαδή ύστερα από τρείς χιλιετίες. Η ομάδα πού αποκρυπτογράφησε τό χειρόγραφο γράφει στήν ιστοσελίδα της (http://www.archimedespalimpsest.org - 2008) :
The Archimedes manuscript was probably written in the second half of the tenth century. It was almost certainly written at Constantinople, for the simple reason that there is no other place that we know of where ancient mathematics was systematically studied and copied. Constantinople was the one place with a continued tradition of copying and preserving ancient texts from antiquity through the Middle Ages.
Specifically, the study of Archimedes texts can be associated with the work of Leo the Geometer. Leo the Geometer was the cousin of John VII Morocharzianus, who was Patriarch in Constantinople between 837 and 843. In the 820's, Leo was giving private instruction in Constantinople. Evidently he was successful at inspiring his students: one of them, who had read Euclid under his supervision, was captured by the Arabs in 830. His report of Leo's learning was sufficient to cause the Caliph to invite Leo to Baghdad. He did not go. Instead he took up the charge of the Byzantine Emperor Theophilus (829-842) to educate the public in the church of the Forty Martyrs in Constantinople. Leo was clearly something of a polymath, and a practical one at that. While in Theophilus's service, he built fire stations between the City and the border of the Empire. Should there be an emergency on the border north of Tarsus, a message could reach the Capital in less than an hour. In the Late 850's the assistant Emperor, Bardas, founded a school in the Imperial Palace, under Leo's direction. Other professors were appointed too: Cometas, a literary scholar, Theodegius, an astronomer, and, perhaps most significantly for us Theodore, a geometer. We know few of the details of Leo's school, but we can assume that it was a center of learning. Two surviving manuscripts containing texts by Archimedes contain inscriptions praising Leo the Geometer. It seems highly likely that it was as a result of his work that manuscripts of Archimedes were copied in this period.
The ninth and tenth centuries were glorious centuries for the Byzantine Empire. Constantinople was immensely wealthy, and physically secure. The imperial palace was a center of culture, and its monasteries flourished.
Αυτά καί άλλα έγραψε η ομάδα πού αποκρυπτογράφησε τό χειρόγραφο του Αρχιμήδη, τονίζοντας τή σημασία του Βυζαντίου στη διαφύλαξη του κλασικού πνεύματος το οποίο καθόρισε τή μετέπειτα εξέλιξη της Ευρώπης. Μία Ευρώπη, η οποία υπερέχει από όλα τά υπόλοιπα κράτη του κόσμου στά ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα, στήν ισοκαταμερή κατανομή του πλούτου, στό σεβασμό του συνανθρώπου καί τά οποία τα συνδυάζει μέ τήν τεχνολογική πρόοδο. Η Πρύτανις της Οξφόρδης καί ιστορικός Αveril Cameron υποστηρίζει ότι:
«Θα ήταν πολύ λυπηρό αν δεν συμπεριλάβουμε το Βυζάντιο στον γενικότερο ιστορικό διάλογο για τις ρίζες όλων μας. Αυτή η ιστορική περίοδος έχει πολλαπλές και σύνθετες πτυχές, οι οποίες έχουν αγγίξει την ιστορία ολόκληρης της Ευρώπης. Το Βυζάντιο δεν είναι αποκλειστική ιδιοκτησία των Ελλήνων, αλλά θα πρέπει να διεκδικείται από όλους μας. Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε την ιστορία του Χριστιανισμού στη Δύση, αν αγνοήσουμε το Βυζάντιο; Το γεγονός ότι η Αγγλία ή η Γαλλία επηρεάστηκαν από τη δυτική χριστιανική Εκκλησία της Ρώμης, είναι ένα ιστορικό ατύχημα. Αφήνοντας το Βυζάντιο απ' έξω, διαστρεβλώνουμε την Ιστορία».
Αλλά καί ο Prof. Dr. Ralph-Johannes Lilie γράφει στό βιβλίο του "ΒΥΖΑΝΖ", ότι τό Βυζάντιο αφενός αποτέλεσε το οχυρό της Ευρώπης έναντι του Ισλάμ, προστατεύοντας τήν κλασική αρχαία Ελληνική κληρονομιά, αφ'ετέρου αποτέλεσε πρότυπο γιά τά τότε μεσαιωνικά κρατίδια της Ευρώπης, τά οποία σκοπό είχαν νά τό μιμηθούν καί ακόμα νά τό ξεπεράσουν:
«Byzanz hat das werdende Abendland in fast alle Sparten des politischen und kulturellen Lebens tiefgreifend beeinflusst, nicht nur durch seine Verteidigung Europas gegen den Islam im 7. und 8. Jahrhundert oder durch seine Bewahrung des antikes Erbes, sondern ebenso und vielleicht noch mehr durch seine schiere Existenz: durch das Beispiel, das es den anderen Staaten gab, das Vorbild, dem man nacheiferte, und in hohen Mittelalter als Konkurrent, den man auszuschalten suchte.»
Η Κωνσταντινούπολη
ήταν μακράν η μεγαλύτερη πόλη του μεσαίωνα, μέ πληθυσμό πού είχε αγγίξει καί το ένα εκατομμύριο, όταν η
Ρώμη έφθανε τούς εκατό χιλιάδες ενώ τό Παρίσι καί τό Λονδίνο ήταν ταπεινά χωριουδάκια. Η βιοτεχνία ανθούσε κυρίως στήν
κατασκευή όπλων, χρυσών καί ασημένιων κοσμημάτων, μεταξωτών ρούχων, αρωμάτων καί σαπουνιών. Ηταν μία μεγαλούπολη μέ άψογο
πολεοδομικό σχέδιο, υπόγεια αποχέτευση καί ύδρευση, μέ
δημόσιους χώρους γιά εκδηλώσεις, νοσοκομεία όπως ήταν αυτό του Παντοκράτορα, του Μοναχού Εφραίμ με 300 κλίνες,
η «Βασιλειάδα» του Μ. Βασιλείου, το νοσοκομείο του
Ιωάνου Χρυσοστόμου,
του Μαρκιανού, του Ιουστινιανού και του Λιβός,
οι ξενώνες του Αγ. Παντελεήμονα, του Σαμψών, του Ευβούλου, της Αγ. Ειρήνης, το λεπροκομείο του Ζωτικού, ορφανοτροφεία καί
πτωχοκομεία.
Τούς δρόμους της βυζαντινής πρωτεύουσας κοσμούσαν εκατοντάδες αγάλματα. Ξεχώριζαν τά αγάλματα του Ηρακλή,
του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του Ιουστινιανού, του Βουκολέοντος καί η χάλκινη στήλη των φιδιών από τούς Δελφούς.
Η καθηγήτρια καί πρύτανις της Σορβόννης Ελένη Γλυκάτζη - Αρβελερ περιγράφει μέ τόν δικό της τρόπο τή Βασιλεύουσα:
«Η Κωνσταντινούπολη, αναμφισβήτητη εστία των ανώτερων τάξεων του έθνους, που δεν είναι πια αποκλειστικά στρατιωτικοί, υπαγορεύει όλες τις μορφές πνευματικής ζωής και δίνει τον τόνο σέ όλες τις κοινωνικές και κοσμικές εκδηλώσεις. Διαλεγμένη για διαμονή από μια εκλεπτυσμένη κοινωνία, που επιδεικνύει τα πλούτη και την πολυτέλειά της, ακόμα και σε στιγμές εθνικών κινδύνων, αποκτά με τον καιρό τις διαστάσεις ενός πραγματικού θρύλου, που ξεπερνά γρήγορα τα βυζαντινά σύνορα. Η ομορφιά, η μεγαλοπρέπεια και προπαντός τα πλούτη της πόλης, κεντρίζουν τα πνεύματα των συγχρόνων, εξάπτουν την περιέργεια και προκαλούν το θαυμασμό και την έκσταση, αισθήματα που σέ άλλους προκαλούν περηφάνια και συγκίνηση και σέ άλλους απληστία και φθόνο.
Αλλά οι Ελληνες, ως ο μόνος λαός στήν Ευρώπη πού δέν ελευθέρωσε ακόμα τήν κοιτίδα του Γένους του, δηλαδή τήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά βρεί παρηγοριά, έβαλε σέ παρένθεση τά χίλια χρόνια της αυτοκρατορικής μας παντοδυναμίας, θεωρώντας ότι είμαστε απόγονοι μόνο του Περικλή καί του Σωκράτη. Στά χρόνια του Βυζαντίου όμως, η Αθήνα ήταν ένα λασποχώρι....»
Οι αυτοκράτορες διέμεναν σέ δύο μέγαλα παλάτια, τά οποία αποτελούνταν από συγκροτήματα πολλών κτιρίων μέ απέραντους κήπους καί όμορφες τοιχογραφίες
ζωγραφισμένες στούς μαρμάρινους τοίχους.
Τό παλαιότερο ήταν τό ανάκτορο του «Βουκολέοντος»
πού βρίσκονταν κοντά στόν Ιππόδρομο καί τήν Αγία Σοφία.
Εκεί στο «Παλάτι της Μαγναύρας» είχε εγκαταστήσει ο
Λέων ο Μαθηματικός
μηχανικές κατασκευές, με εντυπωσιακά διακοσμητικά και
λειτουργικά στοιχεία. Σε περιγραφές πρεσβευτών σάν καί αυτή του Λιουτπράνδου αναφέρεται ότι, ο αυτοκρατορικός θρόνος στη
"Μαγναύρα" ανυψώνονταν
μέ τήν άφιξη του επισκέπτη, ενώ βρισκόταν στη σκιά ενός ολόχρυσου
πλάτανου, τα κλαδιά του οποίου ήταν γεμάτα από μηχανικά πουλιά, διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους. Αυτά τα πουλιά κελαηδούσαν και έδιναν στον
παρατηρητή την εντύπωση ότι πηδάνε από τον πλάτανο στο θρόνο και πάλι πίσω. Γύρω δε από τον κορμό του πλάτανου υπήρχαν ολόχρυσοι γρύπες και
λιοντάρια που βρυχόνταν. Με ένα νεύμα του αυτοκράτορα έμοιαζαν τα τεχνητά ζώα να ζωντανεύουν και να προκαλούν ήχους, συνοδευόμενα από
μουσική οργάνων. Με ένα δεύτερο νεύμα ακολουθούσε σιωπή. Την ώρα που οι επισκέπτες αποχωρούσαν, άρχιζαν πάλι οι κινήσεις των ζώων, οι βρυχηθμοί των
αρπακτικών και τα κελαηδήματα των πτηνών.
Οι Βυζαντινοί, ως απόγονοι των αλεξανδρινών καί συνεχιστές των ελληνιστικών χρόνων είχαν γνώσεις μηχανικής, μαθηματικών, χημείας καί φυσικής καί έτσι
εξηγούνται οι κατασκευές πού βρίσκονταν στό παλάτι καί στηρίζονταν στήν υδροδυναμική καί στήν αεροδυναμική,
έτσι εξηγείται η κατασκευή των μεγαλύτερων τότε κτιρίων,
όπως ήταν οι
ναοί μέ τή χρήση του τρούλου.
Τρανό παράδειγμα ο ναός της "Του Θεού Αγίας Σοφίας",
ο οποίος κατασκευάστηκε εντός πέντε ετών καί ο οποίος
είναι τό παλαιότερο εν ενεργεία κλειστό κτίριο.
Ετσι εξηγούνται οι κατασκευές γεφυρών, οι κατασκευές πλακόστρωτων δρόμων (καλλιδρόμια - καλντερίμια στά τούρκικα) πού ένωναν
πόλεις σέ εκατοντάδες χιλιόμετρα
απόσταση, οι κατασκευές συστημάτων ύδρευσης, συστημάτων επικοινωνίας μέ τίς φρυκτωρίες (καμινοβίγλια) κ.ά.
Αξιοσημείωτο είναι τό "Υγρόν πύρ", τό οποίο οι ξένοι τό ονόμαζαν "Greek fire" (Ελληνικόν πύρ). Στά βυζαντινά χρόνια ανήκει καί
ένας πολύπλοκος υπολογιστής, αντίστοιχος του μηχανισμού των Αντικυθήρων, ο οποίος φέρει επάνω του χαραγμένα τα τοπωνύμια των γνωστών πόλεων τη βυζαντινής εποχής, τα γεωγραφικά πλάτη αυτών
των πόλεων, συντομογραφίες για τα ονόματα των μηνών του ιουλιανού ημερολογίου, τα ονόματα ημερών κ.ά. Είναι γνωστό επίσης ότι στό Αυγουστείον,
βρισκόταν τό "Ωρολόγιον", μηχανικό ρολόϊ, του οποίου καθεμία από τίς είκοσι τέσσερεις πόρτες άνοιγε τήν κατάλληλη ώρα καί τό
"Μίλιον", μία στήλη
από τήν οποία μετρούσαν τίς αποστάσεις.
Μία άλλη επινόησις ήταν τό "Ωρονόμιον". Πρόκειται για ένα τηλεπικοινωνιακό σύστημα που προστάτευε το Βυζάντιο από Αραβικές
επιδρομές. Το δίκτυο ήταν εξαπλωμένο στα βουνά της βυζαντινής Αυτοκρατορίας Όλυμπος, Ταύρος και Αντίταυρος. Το
όλο σύστημα περιελάμβανε μια αλυσίδα από εννέα καμινοβίγλες, αρχής γενομένης από ένα σημείο στα βουνά του Ταύρου στην Κιλικία με κατάληξη στην
Κωνσταντινούπολη. Στην κάθε καμινοβίγλα υπήρχαν παρατηρητές επιφορτισμένοι κυρίως με την επί μονίμου βάσεως, παρακολούθηση του προηγούμενο φάρου
στην αλυσίδα. Στα δυο άκρα της αλυσίδας των παρατηρητηρίων υπήρχε από ένα ρολόι. Αυτά ήταν ρυθμισμένα μεταξύ τους έτσι, ώστε όταν άναβε ο τελευταίος σταθμός,
να εμφανίζεται στο ρολόι του Βυζαντίου το μήνυμα που στέλνονταν αφού στους δίσκους των ρολογιών ήταν χαραγμένα τα μηνύματα που μπορούσε να στέλνει
το σύστημα.
Η Βυζαντινή διπλωματία σέ συνδυασμό μέ τόν
υπέρμετρο πλούτο
ήταν αυτή πού διατήρησε την ακεραιότητα της
Ελληνικής Αυτοκρατορίας γιά δέκα αιώνες.
O Κωνσταντίνος ο Η', αδελφός του
Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου,
κατά τή διάρκεια της σύντομης βασιλείας του (1025-1028), εξαγόραζε τίς ειρηνευτικές
συμφωνίες, ενώ ο Αλέξιος ο Α'
συμβούλευε τόν γιό του, τόν Ιωάννη νά συσσωρεύει χρήμα μόνο καί μόνο γιά νά θέτει φραγμό στήν όρεξη των όμορων εθνών.
Τό 967, όταν απειλούνταν η Αυτοκρατορία από τούς Βούλγαρους, ο αυτοκράτορας πλήρωσε τόν Ρώσο πρίγκηπα Σβιατοσλάβ, γιά νά επιτεθεί στόν ενοχλητικό γείτονά τους,
ενώ τόν εχθρικό Βοημούνδο της Αντιοχείας τόν προειδοποίησαν ότι οι γείτονές του έχουν ήδη πληρωθεί γιά τή γενναιότητα που θα επιδείξουν εναντίον του.
Επίσης μέ πλούσια δώρα καί μέ τιμητικές διακρίσεις καί τίτλους έκλειναν συμμαχίες καί σφράγιζαν φιλίες μέ ξένους ηγεμόνες.
Ενδεικτικά αναφέρω ένα χρυσό στέμμα πού είχε δωρηθεί από τόν
Μιχαήλ Ζ' Δούκα
στόν βασιλιά Γκέζα Α΄ της Ουγγαρίας καί τή λειψανοθήκη πού στάλθηκε στόν
Άγγλο βασιλιά Εδουάρδο τόν Εξομολογητή (1042-1066). Ομοίως τούς Πετσενέγκους τούς έπεισαν νά κλείσουν ειρήνη μοιράζοντας όχι μόνο πολυτελή δώρα καί
μεταξωτά υφάσματα αλλά καί αυτοκρατορικούς τίτλους καί οφίκια.
Παρόλη τήν οργάνωση του στρατού, τόν πλούτο, τίς τεχνικές γνώσεις, τή θαλάσσια υπεροχή καί τήν έξοχη
διπλωματία, ήρθε ο καιρός πού όχι τόσο οι
πολυάριθμοι εχθροί από βορρά, ανατολή καί δύση αλλά η εσωτερική διαφθορά καί η απληστία της
αριστοκρατίας θά έφερναν
τήν ύφεση και στό τέλος τήν καταστροφή του
μεσαιωνικού κράτους των Ελλήνων. Οι Βυζαντινοί ήταν καί σέ αριθμό ικανοί νά αναχαιτήσουν τίς εχθρικές ορδές καί είχαν καί τόν τεχνικό εξοπλισμό νά τό καταφέρουν.
Ηταν όμως η διαφθορά
του παλατιού καί οι ραδιουργίες πού έφεραν τήν καταστροφή, η οποία
ξεκίνησε μέ τήν τραγικότερη κατ' εμέ μάχη της Ρωμιοσύνης, η οποία χάθηκε στό
Μαντζικέρτ τό έτος 1071.
Οι χρονογράφοι αφηγούνται τις τραγικές λεπτομέρειες της πορείας του
αυτοκράτορα Ρωμανού Δ'
προς ανατολάς κατά μήκος του μεγάλου βυζαντινού στρατιωτικού δρόμου.
Ο Ρωμανός ο Διογένης
ήταν ο μόνος πού κατάλαβε τόν κίνδυνο πού εγκυμονούσε η εμφάνιση των Σελτζούκων στά ανατολικά σύνορα. Αλλά βιάστηκε νά τούς
αντιμετωπίσει πρίν απαλλαχθεί από τούς εσωτερικούς εχθρούς, πού είναι πάντα οι πιό επικίνδυνοι. Δέν ακολούθησε το παράδειγμα του Βασιλείου του Β',
ο οποίος αντιμετώπισε τήν βουλγαρική απειλή, αφού είχε εξοντώσει τούς δυνατούς γαιοκτήμονες.
Η πρόθεση του Καππαδόκη αυτοκράτορα ήταν να καταλάβει τα αρμενικά φρούρια πριν ο τουρκικός στρατός φθάσει από τον νότο όπου βρισκόταν.
Ο Σελτζούκος σουλτάνος Alp Arslan βρισκόταν στη Συρία, κοντά στο Χαλέπι, όταν άκουσε για την βυζαντινή προέλαση. Κατάλαβε πόσο ζωτική ήταν η πρόκληση και
μετά από μία ξέφρενη πορεία έσπευσε προς βορρά να συναντήσει τον αυτοκράτορα. Ο Ρωμανός μπήκε στην
Αρμενία συνοδευόμενος από τό τεράστιο στράτευμά του. Κοντά στο Manzikert μοίρασε τις δυνάμεις του. Ο ίδιος προχώρησε προς το Manzikert ενώ έστειλε τους
Φράγκους και τους Κουμάνους μισθοφόρους να καταλάβουν το φρούριο του Ακχλάτ στις όχθες της λίμνης Βαν. Στο Manzikert πήρε την είδηση ότι ο Alp Arslan πλησίαζε και
έστρεψε προς τα νοτιο-δυτικά για να συγκεντρώσει τον στρατό πριν πέσουν απάνω του οι Τούρκοι. Οι Φράγκοι μισθοφόροι του όμως τόν εγκατέλειψαν χωρίς νά τό γνωρίζει,
ενώ η οπισθοφυλακή τήν οποία τήν διοικούσε ο πολιτικός του αντίπαλος Ανδρόνικος Δούκας, παρέμεινε καθηλωμένη,
χωρίς πρόθεση νά συνδράμει τόν αυτοκράτορα. Ο ίδιος ο Ρωμανός προέλασε μέ τήν εμπροσθοφυλακή του καί κυνήγησε τούς
αντιπάλους του. Ο Αρσλάν, βλέποντας ότι ο Ρωμανός είχε αποκοπεί από τίς υπόλοιπες δυνάμεις του, διέταξε τούς ιππείς του νά
αντεπιτεθούν. Το βράδυ ο Βυζαντινός στρατός είχε καταστραφεί και ο
Ρωμανός ήταν τραυματισμένος και αιχμάλωτος. Ηταν η αρχή του τέλους.
Οι Τουρκικές εισβολές στη Μικρά Ασία συνεχίστηκαν ανενόχλητα. Ο διάδοχος του Αλπ Αρσλάν, Σουλεϊμάν ήθελε να ιδρύσει ένα σουλτανάτο στήν εύφορη Μικρά Ασία.
Νομάδες Τουρκομάνων μετανάστευαν ολοένα και πιό δυτικά. Ηταν ελαφρά οπλισμένοι, αλλά άριστοι τοξότες καί ικανότατοι ιππείς. Οι χριστιανοί έφευγαν μπροστά τους
αφήνοντας πίσω τα χωριά τους για να τα κάψουν οι εισβολείς και τα κοπάδια και τις αγέλες των για να τις αρπάξουν. Οι Τουρκομάνοι απέφευγαν τις πόλεις, αλλά η
παρουσία των και οι καταστροφές που προκαλούσαν διέκοψαν τις συγκοινωνίες σέ ολόκληρη τη χώρα και ανάγκασαν τους επαρχιακούς κυβερνήτες νά απομονωθούν.
Η αυτοκρατορική κυβέρνηση έχασε κάθε έλεγχο καί δυστυχώς οι διάδοχοι του Ρωμανού ήταν ανάξιοι νά ανταπεξέλθουν στήν κρίση.
Τό 1071 χάθηκε καί από τούς Νορμανδούς, η Βάρη (Bari), στερώντας τήν Αυτοκρατορία από τίς ελληνικότατες επαρχίες της
Καλαβρίας καί της Απουλίας της Νότιας Ιταλίας.
Ο Μιχαήλ Ζ' Δούκας ο Παραπινάκιος (1071-1078), καθοδηγούμενος από τόν Μιχαήλ Ψελλό, τόν καίσαρα Ιωάννη Δούκα καί
τόν λογοθέτη Νικηφορίτζη δέν οργάνωσε τήν
άμυνα όπως θά έπρεπε. Αντί νά στρατολογήσει από τούς ντόπιους πληθυσμούς μαχητές, παρέχοντάς τους
αγροκτήματα, μέτρο πού είχε δοκιμαστεί πάντοτε
μέ επιτυχία, εμπιστεύτηκε τή μοίρα του Βυζαντινού κράτους σέ τυχοδιώκτες μισθοφόρους υπο τίς διαταγές του Ουρσέλιου (Roussel), ο οποίος μάλιστα είχε
προηγούμενα προδώσει τόν Ρωμανό. Ο Ρουσέλιος προτίμησε νά λεηλατήσει τίς βυζαντινές επαρχίες οι οποίες υπέφεραν τά πάνδεινα καί από τούς Τούρκους εισβολείς.
Ετσι άρχισε η πρώτη έξοδος των Ελλήνων από τή Μικρά Ασία, οι οποίοι συνέρρεαν κατά χιλιάδες στίς μεγάλες πόλεις καί στή "Θεοφύλακτη" Κωνσταντίνου Πόλη γιά
νά σωθούν. Σύμφωνα μέ τόν Σκυλίτση ο Μιχαήλ Ζ' ήταν: «πρός άπαν έργον αδέξιος καί άπρακτος».
Αυτή η αποδιοργάνωση έφερε, τό 1078, τήν πτώση του Μιχαήλ του Ζ', από τόν στασιαστή
Νικηφόρο Βοτανειάτη,
διοικητή του μεγάλου θέματος των Ανατολικών.
Ο Βοτανειάτης για να εξασφαλίσει τη στρατιωτική δύναμη που χρειαζόταν στρατολόγησε μεγάλο αριθμό Τούρκων υπό τις σημαίες του και
τους χρησιμοποίησε για φρουρές στις πόλεις που κατελάμβανε πηγαίνοντας προς
την πρωτεύουσα: τήν Κύζικο, τή Νίκαια, τή Νικομήδεια, τή Χαλκηδόνα και τή Χρυσούπολη. Για πρώτη φορά τουρκικές ορδές βρέθηκαν μέσα στις μεγάλες πόλεις της
δυτικής Ανατολίας. Οι άρχοντες καί ο λαός μέ χαρά τόν ανεκήρυξαν αυτοκράτορα στήν Αγία Σοφία, ελπίζοντας ότι θά φανεί αντάξιος των προσδοκιών τους.
Ο ανάξιος προκάτοχος μετά της συζύγου του έλαβε τό μοναχικόν σχήμα.
Μάταια όμως. Η βασιλεία του υπέργηρου Νικηφόρου Γ' ήταν επίσης περίοδος παρακμής καί συνοδεύτηκε από σπατάλες, απονομή τίτλων σέ αριστοκράτες, παραγραφή
χρεών πρός το Δημόσιο καί δωρεές σέ μοναστήρια. Νέες στάσεις από τίς οικογένειες των Μελισσηνών καί των Παλαιολόγων οδήγησαν στήν
πτώση του Βοτανειάτη καί στήν ανακήρυξη καί στέψη του Αλέξιου Κομνηνού, γενναίου στρατιώτη ο οποίος είχε διακριθεί σέ μάχες των αυτοκρατορικών στρατευμάτων.
Μάλιστα μεταξύ των συντρόφων του Αλέξιου πού τόν βοήθησαν στήν ανάρρησι της εξουσίας ήταν οι Ουμβερτόπουλος καί
Λογγιβαρδόπουλος καί οι οποίοι σύμφωνα μέ τόν Παπαρρηγόπουλο, ήταν οι πρώτοι -όπουλοι, οι οποίοι αναφέρονται στήν ελληνική ιστορία.
Ο Αλέξιος Κομνηνός επρόκειτο να βασιλεύσει επί τριάκοντα επτά έτη και νά αποδειχθεί ο μεγαλύτερος πολιτικός της εποχής του. Αλλά το έτος 1081 φαινόταν βέβαιο ότι
ούτε αυτός ούτε η αυτοκρατορία θα επιζούσαν. Ήταν νέος, αλλά είχε πολυετή πείρα ως στρατηγός του οποίου οι επιτυχίες οφείλονταν
στην εξυπνάδα του και στην διπλωματία του. Η οικογένειά του με τους δεσμούς της που απλώνονταν μέσα στη βυζαντινή αριστοκρατία, τον βοήθησε χωρίς καμιά αμφιβολία, να
καταλάβει την εξουσία και είχε ενισχύσει τη θέση του με τον γάμο του, με μια κυρία από την οικογένεια Δούκα. Χρήματα δέν υπήρχαν στο δημόσιο ταμείο.
Οι τελευταίοι αυτοκράτορες υπήρξαν σπάταλοι, η απώλεια της Ανατολίας και της Κάτω Ιταλίας είχαν μειώσει τραγικά τους πόρους,
το παλιό σύστημα της συλλογής των φόρων είχε καταρρεύσει. Η Αννα Κομνηνή κατηγορεί τό Νικηφόρο Βοτανειάτη ως εξής:
«Τό δέ άτερ χρημάτων ουκ ενήν. Τά δέ ου παρήν των βασιλικών ταμιείων επί μηδενί δέοντι κενωθέντων υπό του προβεβασιλευκότος
Νικηφόρου του Βοτανειάτου...» .
Ο Αλέξιος φορολογώντας τους υπηκόους του ως το έσχατο όριο, παίρνοντας δάνεια δια της βίας και δημεύοντας περιουσίες από μεγιστάνες
κι από την Εκκλησία, τιμωρώντας μάλλον με πρόστιμα παρά με φυλάκιση, πουλώντας προνόμια και αυξάνοντας τις βιομηχανίες του παλατιού, κατόρθωσε να ξοδεύει για
μια μεγάλη διοικητική οργάνωση και για την ανασυγκρότηση του στρατού και του ναυτικού και συγχρόνως να διατηρεί μια πολυτελή αυλή και να δίνει πλούσια δώρα σε
πιστούς υπηκόους και σε απεσταλμένους και ηγεμόνες που έρχονταν να τον επισκεφθούν. Γιατί είχε αντιληφθεί ότι στην Ανατολή, το γόητρο στηριζόταν
αποκλειστικά στη
λαμπρότητα και στην γενναιοδωρία. Η φιλαργυρία είναι ασυγχώρητο αμάρτημα. Αλλά ο Αλέξιος υπέπεσε σε δυο μεγάλα σφάλματα: ως αντάλλαγμα για άμεση ναυτική βοήθεια,
παρεχώρησε εμπορικά προνόμια σε Ιταλούς εμπόρους εις βάρος των υπηκόων του και σε μια κρίσιμη στιγμή,
υποτίμησε το αυτοκρατορικό υπέρπυρο που επί επτά αιώνες ήταν τό μόνο σταθερό νόμισμα σέ έναν χαώδη κόσμο.
Στα εξωτερικά ζητήματα η κατάσταση ήταν ακόμα πιο απελπιστική, καθώς από όλες τις πλευρές εχθροί είχαν εισδύσει μέσα στην αυτοκρατορία.
Στην Ευρώπη, ο αυτοκράτωρ διατηρούσε μια ασταθή κατοχή επάνω στη Βαλκανική χερσόνησο. Η τουρκική φυλή των Πετσενέγων, περιφερόμενη πέρα από τον Δούναβη,
περνούσε συνεχώς τον ποταμό για να κάνει επιδρομές. Και στη Δύση, ο Ροβέρτος Γισκάρδος (Robert Guiscard) και οι Νορμανδοί είχαν κυριεύσει την Αυλώνα και
πολιορκούσαν το Δυρράχιο τό οποίο βρισκόταν υπό τήν διοίκηση του Γεωργίου Παλαιολόγου.
Στην Ασία, ελάχιστα είχαν απομείνει στο Βυζάντιο εκτός από τις ακτές του Ευξείνου Πόντου, μερικές μεμονωμένες πόλεις στη νότια ακτή και η μεγάλη οχυρωμένη
μητρόπολη, η Αντιόχεια, αλλά οι συγκοινωνίες με αυτές τις πόλεις ήσαν αβέβαιες και σπάνιες.
Πολλές πόλεις στο εσωτερικό ήσαν ακόμα υπο βυζαντινή διοίκηση, αλλά οι κυβερνήτες των είχαν τελείως αποκοπεί από την
κεντρική κυβέρνηση. Ο όγκος της χώρας βρισκόταν στα χέρια του Σελτζούκου σουλτάνου Σουλεϊμάν, ο οποίος κυβερνούσε από τη
Νίκαια περιοχές που εκτείνονταν από το Βόσπορο ως τα σύνορα της Συρίας, αλλά το κράτος του δεν είχε οργανωμένη διοίκηση ούτε καθορισμένα σύνορα.
Αλλες πόλεις βρίσκονταν στην εξουσία μικρότερων
Τούρκων φυλάρχων όπως η Καισάρεια, η Σεβάστεια και η Αμάσεια, ενώ ο πιο επικίνδυνος από όλους, ο τυχοδιώκτης Τσάκα, είχε
καταλάβει τη Σμύρνη.
Πολλοί Ελληνες ασπάσθηκαν τον ισλαμισμό και βαθμηδόν συγχωνεύθηκαν στην τουρκική φυλή.
Αυτό άλλωστε εξηγεί τό γεγονός ότι οι σύγχρονοι Τούρκοι έχουν χάσει τά μογγολικά χαρακτηριστικά τους όπως ήταν τά σχιστά
μάτια καί δέν ξεχωρίζουν πλέον από τούς σύγχρονους Ευρωπαίους. Ο ιστορικός Ατταλειάτης μάλιστα τότε, αποκαλούσε τούς
Τούρκους εισβολείς, σαυρομάτηδες.
Αλλά η πλειονότητα του Ελληνικού πληθυσμού τράβηξε όπως μπορούσε στις ακτές του Εύξεινου Πόντου και του Αιγαίου.
Η φυγή των Αρμενίων είχε διαφορετική κατεύθυνση. Οι διάφοροι Αρμένιοι ηγεμόνες όταν είχαν χάσει τα εδάφη τους από τους Βυζαντινούς, είχαν
πάρει ως αντάλλαγμα από τους ίδιους κτήματα στην Καππαδοκία, ειδικότερα προς το νότο, προς την οροσειρά του Ταύρου. Πολλοί από τους κολίγους των τους είχαν
ακολουθήσει και όταν οι σελτζουκικές εισβολές άρχισαν στα σοβαρά, ένα συνεχές ρεύμα από Αρμένιους εγκατέλειπαν τις κατοικίες τους για να εγκατασταθούν στις
νέες αυτές αποικίες, ώσπου σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Αρμενίας βρισκόταν σε κίνηση προς τα νότιο-δυτικά. Η τουρκική διείσδυση στην Καππαδοκία τους απώθησε
πιο πέρα προς τα βουνά του Ταύρου και του Αντιταύρου και απλώθηκαν στην κοιλάδα του Μέσου Ευφράτη όπου οι Τούρκοι δεν είχαν έρθει ακόμα. Οι περιοχές τις οποίες
είχαν εγκαταλείψει, γέμισαν όχι από Τούρκους, αλλά από μωαμεθανούς Κούρδους από τα βουνά της Ασσυρίας και του βόρειο-δυτικού Ιράν.
Ο Κομνηνός, όταν ανέβηκε στο θρόνο ήταν υποχρεωμένος νά αποφασίσει εναντίον ποίου από τους εχθρούς του έπρεπε να εκστρατεύσει πρώτα. Υπολογίζοντας ότι οι Τούρκοι
θα μπορούσαν νά απωθηθούν μόνο με μια μακρά και συνεχή εκστρατεία για την οποία δεν ήταν ακόμα έτοιμος και ότι στο μεταξύ ήταν πιθανό να φιλονικήσουν μεταξύ τους,
θεώρησε πιο επείγον νά αποκρούσει τη νορμανδική επίθεση. Αυτό χρειάστηκε πολύ περισσότερο χρόνο παρ' ότι είχε νομίσει.
Το καλοκαίρι του 1081, ο Ροβέρτος Γυισκάρδος (Robert Guiscard),
συνοδευόμενος από την αμαζόνα σύζυγό του, Σιγκελγκάιτα του Salerno, και τον πρεσβύτερο γιο του, Βοημούνδο (Bohemund), πολιόρκησε
το Δυρράχιο. Τον Οκτώβριο,
ο Αλέξιος, με έναν στρατό του οποίου το κύριο σώμα ήταν η Αγγλο-σαξονική φρουρά των Βαράγγων, προχώρησε νά απαλλάξει το φρούριο. Αλλά εκεί, ο Αλέξιος υπέστη
αποφασιστική ήττα τήν οποία περιγράφει ο Παπαρρηγόπουλος:
«Συμβιβασθείς προχείρως πρός τούς Τούρκους καί συγκεντρώσας εις Κωνσταντινούπολιν άπαντα τα διαθέσιμα τάγματα της Ασίας, εξεστράτευσε εκ της πρωτευούσης περί τά τέλη Αυγούστου, μετά του γαμβρού αυτού Νικηφόρου Μελισσηνού. Της αυτοκρατορικής φρουράς ήρχεν ο Κωνσταντίνος Ωπος, των Μακεδόνων ο Αντίοχος, των Θετταλών ο Αλέξανδρος Καβάσιλας....
Μεσούντος του Οκτωβρίου επλησίασε εις τό Δυρράχιον, εστρατοπέδευσε επί λόφου εν διαστήματι τεσσάρων σταδίων από του φρουρίου, έχον αριστερόθεν μέν τήν θάλασσαν, δεξιόθεν δέ όρος υψηλόν. Ο συνετός του Δυρραχίου πρόμαχος Γεώργιος Παλαιολόγος πρότεινε νά αποκλεισθή πανταχόθεν ο Ροβέρτος, νά στεναχωρηθή δι'αδιαλείπτων ακροβολισμών, νά στερηθή των αναγκαίων τροφών καί ούτω νά βιασθή νά παραδώση τά όπλα. Τωόντι ο στρατός του Αλεξίου ήτο πολυαριθμότερος του εχθρικού περί τούς 70000 άνδρας, ενώ οι περί τόν Ροβέρτον δέν ήσαν πλειότεροι των 30000, αλλά εκ του συστάδην αγώνα οι τελευταίοι ούτοι ήσαν ασυγκρίτως επιτηδειότεροι....
Αλλά ο αυτοκράτωρ παρήκουσε τή φωνή της συνέσεως. Τό επιτελείον υπο του οποίου περιεστοιχίζετο, οι Δούκαι, οι Συναδηνοί, οι υιοί του Ρωμανού, νεανίαι φιλότιμοι καί φιλοκίνδυνοι, ηγανάκτησαν ακούσαντες τήν γνώμην της αφανούς του πολέμου διεξαγωγής, όθεν απεφασίσθη ο εκ του συστάδην αγών....
Ο αγών ούτος συνεκροτήθη παρά τήν παραλίαν αυτήν τήν περι τό Δυρράχιον τη 18η Οκτωβρίου 1081. Εν τοις πρώτοις έπεσεν ο γηραιός Νικηφόρος Παλαιολόγος. Αλλά καί άπαντες οι νεανίαι εκείνοι, οίτινες είχον παρασύρει τόν Αλέξιον έπεσον εκθύμως υπέρ του βασιλέως, υπέρ της τιμής του κράτους καί υπέρ της δόξης του ελληνικού ονόματος πολεμούντες. Ο Αλέξιος ερριψοκινδύνευσε ως ο έσχατος των στρατιωτών. Εκ των πολεμίων διέπρεψαν άπαντες οι Νορμαννοί ιππόται επί ανδρεία.»
Το Δυρράχιο κράτησε όλον τον χειμώνα αλλά έπεσε τον Φεβρουάριο του 1082 και έτσι επέτρεψε στον Γυισκάρδο να βαδίσει την άνοιξη κατά μήκος του
μεγάλου δρόμου, της Εγνατίας οδού, προς την Κωνσταντινούπολη. Ο γιός του Βοημούνδος κατέκτησε τά
Σκόπια, τα Μογλενά, τις Άσπρες Εκκλησιές, τήν Καστοριά, τά Ιωάννινα, τήν Αρτα αλλά απέτυχε στήν Λάρισα,
καθώς ο Στρατηγός Λέων Κεφαλάς αντέταξε ηρωική αντίσταση.
Εξεγέρσεις όμως υποκινηθείσες από τόν Βυζαντινό αυτοκράτορα στήν Κάτω Ιταλία, απαίτησαν σύντομα
την επάνοδό του Νορμανδού βασιλιά εκεί. Ο πόλεμος τελείωσε μόνον όταν ο Ροβέρτος Γισκάρδος πέθανε στην Κεφαλληνία τό 1085.
Τό Φισκάρδο μάλιστα πήρε τό όνομά του γενναίου αυτού Νορμανδού κατακτητή.
Η εξουσία του αυτοκράτορα αποκαταστάθηκε επί τέλους στις ευρωπαϊκές επαρχίες, αλλά κατά την διάρκεια των τεσσάρων αυτών
ετών οι ανατολικές επαρχίες είχαν χαθεί. Ηδη η Ιερουσαλήμ, η Δαμασκός καί ολόκληρη η Παλαιστίνη
βρισκόταν στά χέρια του Τουρκομάνου Ατσίζ Ibn Αμπάκ, ενώ στις αρχές του 1085 η Αντιόχεια παραδόθηκε με προδοσία στον
σουλτάνο Σουλεϊμάν μαζί με τις πόλεις της Κιλικίας.
Τα ιερά εδάφη των χριστιανών καί κυρίως ο τόπος γεννήσεως του Ιησού ήταν πλέον υπό μωαμεθανικό έλεγχο.
Οι σχέσεις ανάμεσα στούς Βυζαντινούς καί τούς υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης, χαρακτηρίζονταν από καχυποψία καί δυσπιστία, η οποία οφείλονταν αφ'ενός μέν στήν διαφορετική πολιτισμική πραγματικότητα (culture), αφ' ετέρου στίς αντιθέσεις μεταξύ της Δυτικής καί της Ανατολικής Εκκλησίας. Οι Βυζαντινοί, τούς λαούς πού βρισκόταν κάτω από τήν πνευματική κυριαρχία της Καθολικής Εκκλησίας, τούς αποκαλούσαν "Λατίνους", ενώ οι Ευρωπαίοι τούς Βυζαντινούς τούς αποκαλούσαν "Γραικούς". Μία πετυχημένη σκιαγράφηση ανάμεσα στούς δύο κόσμους εκείνης της εποχής, δηλαδή των "Λατίνων" (Latins) καί των "Γραικών" (Grecs) μας δίνει στήν διδακτορική του διατριβή ο διδάκτωρ του Πανεπιστήμιου της Σορβόννης, M. CARRIER:
«Nous avons vu precedemment que les denominations reciproques de «GRECS» et de «LATINS» pour differencier (διαφοροποιήσουμε) l'Orient et l'Occident chretiens refletaient non seulement une realite linguistique (γλωσσική), mais egalement culturelle (πολιτιστική) et religieuse (θρησκευτική), voire meme ideologique.
Ces termes n'etaient donc pas neutres, ni uniquement descriptifs, mais bien charges de considerations implicites qui etaient a la fois historiques, ethniques et, tout compte fait, identitaires. Dans le cas des Occidentaux, l'appellation de «Latins» servait en effet a designer l'ensemble des nations et des regions europeennes (Εθνη Ευρωπαϊκά) qui obeissaient a l'autorite et aux rites de l'eglise romaine (Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία), par opposition aux CHRETIENS ORIENTAUX (ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ) qui etaient sous l'influence de l'eglise byzantine (Βυζαντινή Εκκλησία).
Le terme entendait egalement designer ces nations qui faisaient toujours usage de la langue latine (Λατινική γλώσσα) dans les spheres religieuses et erudites, et dont les langues et dialectes populaires en etaient generalement tributaires, a l'exception bien sur des regions professant une tradition plus germanique. Bien qu'anachronique, les denominations de Graeci et de Latini se voulaient avant tout un moyen de demarcation entre les Occidentaux et les Byzantins, et n'etaient generalement employees qu'a cet egard. οι όροι Γραικοί καί Λατίνοι αποτελούσαν διακριτικό όνομα των Βυζαντινών καί των Δυτικών...
Lorsque le mot «Latins» n'etait pas employe par opposition a celui de «Grecs», les termes usuels employes par les chroniqueurs pour designer les croises etaient «les chretien », «les notres», «les pelerins», ou encore les appellations des differentes entites nationales auxquelles ils appartenaient. Robert de Clari, specifia a son public qu'«on appelle Latins ceux de la religion romaine» (Λατίνοι, οι πιστοί της Ρωμαϊκής Εκκλησίας), comme quoi l'appellation n'etait pas une evidence pour tous.
Enfin, la denomination de Latini etait d'usage egalement chez les chroniqueurs byzantins, qui cherchaient tout autant a distinguer les leurs des Occidentaux. L'emploi du terme, en fait, ne devint systematique qu'a partir du XIIe siecle et remplaca les denominations plus traditionnelles de «Celtes», «Francs», «Allemands» ou «Germains».
L'appellation de «GRECS», en contrepartie, etait beaucoup plus repandue chez les chroniqueurs des croisades pour DESIGNER LES BYZANTINS. (Οι χρονικογράφοι της εποχής καλούσαν τούς Βυζαντινούς μέ τό όνομα "Ελληνες"). Le terme refletait davantage la realite linguistique du monde byzantin, ou le grec etait toujours en usage, bien qu'il faille distinguer entre le grec parle medieval et le grec attique qui constituait la langue d'ecriture des erudits byzantins. La denomination pose d'ailleurs certains problemes, dont celui de faire abstraction de la grande diversite ethnique qui caracterisa l'Empire byzantin tout au long de son histoire.
En effet, bien que la majorite de SES HABITANTS FUSSENT GRECS (η πλειονότητα των κατοίκων ήταν Έλληνες), Constantinople etait essentiellement cosmopolite et composee de nombreux peuples venus de regions qui etaient a certains moments sous le joug de l'empire ou limitrophes a celuici, et parfois meme de contrees fort eloignees. Au carrefour des grands axes de communication du monde medieval, Byzance avait de particulier d'etre polyglote et constituee de plusieurs groupes ethniques et religieux, ce qui en faisait une entite sociopolitique heterogene.
L'emploi du terme «Grecs» etait pourtant fort courant chez les croises, pour qui le mot s'averait etre la seule facon de designer les Byzantins. Pour l'instant, il importe de constater le refus des Latins de designer les Byzantins par la denomination de «Romains», qui etait en fait le nom qu'ils employaient pour s'identifier eux-memes. (Οι Λατίνοι σταυροφόροι αρνιόνταν νά ονομάζουν τούς Βυζαντινούς μέ τόν όρο "Ρωμαίος" καί τούς ονόμαζαν μέ τόν όρο "Γραικός"). Il faut evidemment voir dans ce refus l'ancien contentieux lie a la translatio imperii du VIIIe siecle, refletant l'idee que le titre romain etait passe de l'Orient a l'Occident sous le regne de Charlemagne; il devenait donc approprie de designer desormais l'Empire d'Orient comme «L'EMPIRE DES GRECS» (ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ), afin de souligner cette nouvelle realite et pour preciser l'opposition linguistique, religieuse et culturelle que nous avons deja evoquee. Cette appellation se voulait neanmoins une grave insulte aux Byzantins, qui revendiquaient toujours le titre de Romains.»
Τήν Εκκλησία της Ρώμης τήν είχε ιδρύσει ο Απόστολος Πέτρος καί προϋπήρχε της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Οπότε,
σύμφωνα μέ τούς Λατίνους επισκόπους, η Εκκλησία της Ρώμης ήταν η "Κεφαλή καί Μητέρα της Εκκλησίας" ή "caput et mater".
Ο πάπας, διάδοχος του Αγίου Πέτρου, κληρονόμησε τις δυνάμεις πού του μεταβίβασε ο Χριστός, άρα είχε τήν πρωτοκαθεδρία
σέ ολόκληρη τήν Εκκλησία. Αντίθετα, σύμφωνα μέ τούς Ορθόδοξους επισκόπους, η Ανατολική Εκκλησία, ως Εκκλησία της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας, μίας οικουμενικής αυτοκρατορίας μέ εξουσία πάνω από όλα τά υπόλοιπα κράτη, ήταν αυτή πού είχε τήν
πρωτοκαθεδρία στήν χριστιανική Εκκλησία. Συνεπώς, οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών σε γενικές γραμμές δέν υπήρξαν εγκάρδιες
καί φιλικές. Γιά θεολογικούς λόγους αλλά κυρίως γιά λόγους γοήτρου καί εξουσίας, υπήρξαν κατά διαστήματα έντονες διαφωνίες, αφορισμοί ακόμα καί
ύβρεις μεταξύ της Ανατολικής καί της Δυτικής Εκκλησίας.
Τό 800, ο πάπας πού είχε στέψει τόν Καρλομάγνο (Charlemagne) ως Αυτοκράτορα των Ρωμαίων (Imperator Romanorum), προκάλεσε
τήν σφοδρή αντίδραση του Γραικού Αυτοκράτορα, αφού του αμφισβητούσε τά πρωτεία στήν Οικουμένη. Ομοίως ο Μιχαήλ Κηρουλάριος τό
1053 έγραψε μία επιστολή στόν Πάπα κατηγορώντας τον, ότι επέβαλε, μέσω των Νορμανδών πού κατείχαν τήν ελληνόφωνη Νότια Ιταλία,
τό δυτικό εκκλησίασμα καί τήν λατινική γλώσσα στή Θεία Λειτουργία. Τό 1054, ο καρδινάλιος Umberto, προσβλητικά επιχείρησε νά
νουθετήσει τόν Πατριάρχη Κηρουλάριο, ως πρός την αυθεντία της Αγίας Ρωμαϊκής Έδρας καί μάλιστα άφησε μέσα στό ναό της
Αγίας Σοφίας μία παπική βούλα αφορισμού. Ο Κηρουλάριος απάντησε αφορίζοντας τούς παπικούς απεσταλμένους οδηγώντας στό περίφημο
σχίσμα των δύο Εκκλησιών τό έτος 1054.
Ο Παπαρρηγόπουλος περιγράφει μέ τόν δικό του τρόπο τίς αντιθέσεις των δύο Εκκλησιών:
«Αι πλησιέσταται της διαστάσεως αιτίαι, κατά τήν δεκάτην καί ενδεκάτην εκατονταετηρίδα, ήσαν η ίδρυσις της νέας δυτικής αυτοκρατορίας, τήν οποία η ανατολική δέν ήθελε νά αναγνωρίση καί η αδιάκοπος προσπάθεια της Εκκλησίας των Ρωμαίων του να μεταβάλη τά πρωτεία αυτής εις κυριαρχίαν. Η παπική αρχή, ει καί μή δυναμένη νά επιβάλη αμέσως εις τήν Ανατολήν τήν απόλυτον αυτής θέλησιν, δέν έπαυσεν ούτε τότε επιδιώκουσα τόν προαιώνιον αυτής σκοπόν διά δύο εμμέσων τρόπων, τό μέν δηλητηριάζουσα τήν κοινήν της Ευρώπης γνώμην διά παντός είδος συκοφαντίας κατά της Ανατολής τό δέ αγωνιζομένη νά ανακτήση επι του παρόντος, αν όχι άλλο τουλάχιστον τήν κάτω Ιταλίαν καί τήν Σικελίαν, αίτινες όχι μόνο πολιτικώς αλλά καί εκκλησιαστικώς είχον αποσπασθή απ'αυτής.
Μέχρι τίνος βαθμού οι λειτουργοί της Δυτικής Εκκλησίας προσεπάθουν νά διαδώσωσιν εις τήν Ευρώπην τήν καθ'ημών ύβριν, χλεύην καί περιφρόνησιν, ο αναγνώστης τό ηξεύρει ήδη εκ των διαβοήτων εκθέσεων του επισκόπου Κρεμώνης Λουιτπράνδου, όστις ήλθεν επί Νικηφόρου εις Κωνσταντινούπολιν ως πρέσβυς του αυτοκράτορος της Δύσεως Όθωνος Α'. Εν δέ τή κάτω Ιταλία οι πάπαι αντέταξαν εις τούς ημετέρους πρώτον μέν τούς εγχωρίους έπειτα δέ τούς αυτοκράτορας της Δύσεως καί επί πάσι τούς Νορμαννούς, πρός ούς κατ' αρχάς αμφιβόλως πολιτευόμενοι συνεμάχησαν επί τέλους, κατορθώσαντες δι' αυτών νά καταλύσωσι τό της ανατολικής βασιλείας κράτος εν όλη τή χερσονήσω. Ταύτα δέ πάντα δέν ήτο δυνατόν ειμή νά ερεθίσωσι τά πνέυματα εν Κωνσταντινουπόλει καί νά προκαλέσωσιν επί τέλους τήν ανανέωσιν της πάλης.»
Mία επίσης ενδιαφέρουσα ανάλυση, σχετικά μέ τήν αρνητική γνώμη των Λατίνων γιά τούς Ελληνες του Μεσαίωνα, διαβάζουμε στήν ιστοσελίδα του καθηγητή Marc Carrier. Εκεί διαπιστώνει ότι η αντιπαλότητα αυτή πού ξεκινάει από τά βάθη της Αρχαιότητος, επιδεινώθηκε μέ τίς σταυροφορίες καί κορυφώθηκε με τήν Αλωσι της Κωνσταντινουπόλεως τό 1204 :
«Even though the ANTAGONISM BETWEEN GREEKS AND LATINS can be traced as far back as Antiquity, the 12th century remains a crucial phase in the deterioration of relations between both cultures. The crusades brought Western Europe into vital contact with its Eastern counterpart, with the hope of renewing the ties of Christian fraternity and, most of all, of finding an ally against Islam. Instead, the first crusaders who set foot in Byzantium found a society and a culture that were alien to their own, and that were in fact quite far from sharing the same goals and ideals. Throughout the 12th century, this contact not only revived old disputes and rivalries, but also brought the animosity down to a popular level. Although the schism between the Eastern and the Western churches already had a foundation in the previous century, it was only when countless throngs of pilgrims from all groups and social backgrounds clashed with the Byzantines that the rupture really took root, as much on a religious level than a cultural one. The sack of Constantinople by the crusaders in 1204 was the culmination of this unfortunate conflict, leading us in fact to believe that the crusades are better characterized by the failure of Greeks and Latins to find a common understanding than by the actual confrontation between Christians and Muslims themselves.
This representation of the Greeks was not new to the crusaders, since its origin can be traced as far back as Antiquity. Classical literature offers many examples of this anti-Greek sentiment, although one famous passage is often cited more than others: Virgil's "Φόβου τούς Δαναούς καί δώρα φέροντες" which denounces the treachery of the Greeks who captured Troy by means of a wooden horse. We should also mention other passages from authors who emphasized the effeminate nature of the Greeks, due to their decadent way of life and many other vices. Τhe crusaders considered the Greeks to be the antithesis of knightly values and were therefore deceitful and effeminate. These concepts of shame and dishonor consequently shaped the Western image of Greeks, an image that was spread mainly by the Normans who were constantly at heads with Byzantium throughout the 12th century.»
Η τριβή μεταξύ των δύο Εκκλησιών όμως θεωρείται αμελητέα ποσότις, μπροστά στην πάλη καί στό μίσος πού υπήρχε μεταξύ των δύο κυρίαρχων
θρησκευτικών ιδεολογιών της εποχής εκείνης, πού ήταν η πάλη μεταξύ του μωαμεθανισμού καί του χριστιανισμού.
Τό Ισλάμ είχε ξεπηδήσει τετρακόσα χρόνια νωρίτερα από τους άμμους της Αραβίας, καί μέ ηγέτη του τόν προφήτη Μωάμεθ, κατάφερε μέ σπαθί
καί αίμα νά κυριαρχήσει στήν Αραβία, τήν Περσία, τή Μεσοποταμία, τή Μέση Ανατολή, τήν Βόρεια Αφρική ακόμα καί στήν Ισπανία.
Τό "Υγρό Πύρ" των Βυζαντινών, γνωστό διεθνώς ως "Greek fire", σταμάτησε τούς βαρβάρους στά τείχη της Κωνσταντινουπόλως
σώζοντας τό χριστιανικό κράτος από τήν καταστροφή, αλλά καί διασώζοντας ταυτόχρονα καί τήν κληρονομιά πού θά
διαμόρφωνε τήν Ευρώπη, όπως τήν γνωρίζουμε σήμερα. Οι Αρχαίοι Ελληνες είχαν σταματήσει τούς Ασιάτες Πέρσες στήν
Σαλαμίνα καί οι Μεσαιωνικοί Ελληνες σταμάτησαν τούς Ασιάτες Αραβες στά "Θεοδοσιανά Τείχη".
Ηταν τό έτος 638, όταν ο χαλίφης Ομάρ είχε εισέλθει θριαμβευτής στην Ιερουσαλήμ πάνω σε μια άσπρη καμήλα.
Ήταν ντυμένος με τριμμένα, βρώμικα ρούχα, κι ο στρατός που τον ακολουθούσε ήταν τραχύς και άξεστος αλλά η πειθαρχία του ήταν τέλεια.Ο
Ομάρ πήγε κατ' ευθείαν στην τοποθεσία του Ναού του Σολομώντος, απ' όπου ο φίλος του Μωάμεθ είχε ανεβεί στους ουρανούς. Κατόπιν
ο χαλίφης ζήτησε να δει τους ναούς των Χριστιανών. Ο πατριάρχης τον πήγε στην εκκλησία του Παναγίου Τάφου και του έδειξε όλα όσα
ήταν εκεί. Ενώ ήταν μέσα στην εκκλησία, ήρθε η ώρα της μουσουλμανικής προσευχής. Ο χαλίφης ρώτησε που μπορούσε νά απλώσει το χαλί της
προσευχής. Ο Σωφρόνιος τον παρακάλεσε να μείνει εκεί που ήταν, αλλά ο Ομάρ βγήκε έξω στον Πυλώνα του Μαρτυρίου, από φόβο,
όπως είπε, μήπως οι ζηλωτές οπαδοί του διεκδικήσουν για το Ισλάμ τη θέση όπου είχε προσευχηθεί. Και πραγματικά έτσι έγινε.
Οι μωαμεθανοί πήραν τον Πυλώνα, αλλά η εκκλησία παρέμεινε όπως ήταν, το ιερότερο από τα τεμένη της Χριστιανοσύνης .
Η Ιερουσαλήμ, τό λίκνο του Χριστιανισμού, χάνοταν οριστικά από τήν κυριαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,
καί περνούσε στήν εξουσία του Ισλάμ. Οι ειδωλολάτρες είχαν τήν επιλογή είτε νά ασπασθούν τον ισλαμισμό ή να θανατωθούν, αλλά οι λαοί της
Βίβλου, οι χριστιανοί και οι ιουδαίοι θα μπορούσαν να διατηρήσουν τους τόπους της λατρείας τους και να τους χρησιμοποιούν χωρίς εμπόδιο,
αλλά δεν θα μπορούσαν να προσθέσουν άλλους στον υπάρχοντα αριθμό, ούτε θα μπορούσαν να φέρουν όπλα ή να ιππεύουν σε άλογο. Επιπλέον θά
έπρεπε να καταβάλλουν ένα ετήσιο κεφαλικό φόρο. Οι χριστιανοί της Ανατολής δέχτηκαν την κυριαρχία των απίστων κυρίων των. Αλλωστε δεν
μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο. Τώρα πια δεν υπήρχε πιθανότητα να σηκωθεί πάλι το Βυζάντιο, όπως τον καιρό των Περσών,
για νά ανακτήσει τους Αγίους Τόπους. Οι Άραβες, ναυπήγησαν σύντομα στόλο με βάση την Αλεξάνδρεια και απέσπασαν από τους Βυζαντινούς το
πιο πολύτιμο πλεονέκτημά των, την κυριαρχία των θαλασσών.
Γιά τούς χριστιανούς της Δύσης δέν έμενε τίποτα άλλο παρά νά ταξιδεύουν ως απλοί ταξιδιώτες τούς Αγίους Τόπους καί νά προσκυνούν
τόν τόπο πού μαρτύρησε ο Ιησούς ο Ναζωραίος γιά τήν σωτηρία του κόσμου. Το ταξίδι ήταν δαπανηρό και δύσκολο, και πολύ λίγος πλούτος
είχε απομείνει στη δυτική Χριστιανοσύνη. Οι δυτικοί χριστιανοί εξακολουθούσαν να επισκέπτονται τους Αγίους Τόπους της Ανατολής από τόν
7ο αιώνα χωρίς διακοπή. Το 670, ο Φράγκος επίσκοπος Arnulf ξεκίνησε για την Ανατολή και κατόρθωσε να κάνει έναν πλήρη γύρο της
Αιγύπτου, της Συρίας και της Παλαιστίνης και να επιστρέψει μέσω Κωνσταντινουπόλεως, αλλά το ταξίδι διήρκεσε αρκετά χρόνια κι αυτός ο ίδιος
συνάντησε πολλές αντιξοότητες και υπέστη πολλές κακουχίες . Κατά την όγδοη εκατονταετηρίδα ο αριθμός των προσκυνητών αυξήθηκε. Έφθασαν
μάλιστα και μερικοί από την Αγγλία, από τους οποίους ο πιο διάσημος υπήρξε ο Willibald, που πέθανε το 781 ως επίσκοπος του
Eichstadt στη Βαυαρία. Ο Κάρολος ο Μεγάλος είχε αποκαταστήσει την τάξη και κάποια ευημερία στη Δύση και είχε συνάψει καλές σχέσεις
με τον χαλίφη Αρούν αλ-Ρασίδ. Τα ξενοδοχεία που είχαν ανεγερθεί με τη βοήθειά του στους Αγίους Τόπους δείχνουν ότι στην εποχή του
πρέπει να είχαν φθάσει πολλοί προσκυνητές στην Ιερουσαλήμ και γυναίκες μεταξύ των. Καλογριές από την χριστιανική Ισπανία είχαν σταλεί να
υπηρετήσουν στον Πανάγιο Τάφο. Η μεγάλη εποχή του προσκυνήματος αρχίζει με τον δέκατο αιώνα. Ο Ράνσιμαν περιγράφει εκείνη τήν εποχή:
«Οι Αραβες έχασαν τις τελευταίες πειρατικές φωλιές τους στην Ιταλία και τη νότια Γαλλία κατά την διάρκεια του αιώνα, και η Κρήτη είχε αποσπασθεί από αυτούς το 961, επι αυτοκράτορος Νικηφόρου του Γ'. Ήδη εκείνο τον καιρό, το βυζαντινό ναυτικό είχε για ένα διάστημα αρκετά την κυριαρχία στις θάλασσες ώστε να έχει τελείως αναζωογονηθεί το θαλάσσιο εμπόριο στη Μεσόγειο. Ελληνικά και ιταλικά εμπορικά πλοία έπλεαν ελεύθερα μεταξύ των λιμανιών της Ιταλίας και της αυτοκρατορίας και είχαν αρχίσει, με την καλή θέληση των μωαμεθανικών αρχών, νά ανοίγουν εμπόριο με την Συρία και την Αίγυπτο. Ήταν εύκολο για έναν προσκυνητή να εξασφαλίσει μια θέση κατ' ευθείαν από τη Βενετία ή τή Βάρη για την Τρίπολη ή την Αλεξάνδρεια, αν και οι περισσότεροι ταξιδιώτες προτιμούσαν να σταματούν στην Κωνσταντινούπολη για να δουν τη μεγάλη συλλογή της από άγια λείψανα και κατόπιν να συνεχίζουν δια θαλάσσης ή από το δρόμο της ξηράς, τον οποίον οι πρόσφατες βυζαντινές στρατιωτικές επιτυχίες είχαν καταστήσει ασφαλή. Στην ίδια την Παλαιστίνη, οι μωαμεθανικές αρχές, είτε αββασίδικες, φατιμίδικες ή ισχίδικες, σπάνια δημιουργούσαν δυσκολίες, αλλά, μάλλον δέχονταν καλά τους ταξιδιώτες για τον πλούτο που έφερναν στην επαρχία.
Χρονογράφοι της εποχής μας λένε για προσκυνήματα στούς Αγίους Τόπους. Από τους μεγάλους άρχοντες και κυρίως της Δύσεως ήταν η Χίλντα, κόμισσα της Σουηβίας η οποία πέθανε στο ταξίδι της το 969, και η Ιουδίθ, δούκισσα της Βαυαρίας, γυναικαδέλφη του αυτοκράτορα Όθωνος Ι, της οποίας η περιήγηση έγινε το 970. Αν και υπήρχαν ακόμα πολλοί Γερμανοί μεταξύ των προσκυνητών του ενδέκατου αιώνα, όπως οι αρχιεπίσκοποι του Trier και του Mainz και ο επίσκοπος της Βαμβέργης, και πολλοί προσκυνητές από την Αγγλία, οι Γάλλοι και οι Λωρραινοί προσκυνητές τους ξεπερνούσαν τώρα κατά πολύ σε αριθμό. Ο τρομερός Fulk Nerra του Anjou πήγε στην Ιερουσαλήμ το 1002 και ξαναγύρισε αργότερα εκεί δύο φορές. Ο δούκας Richard III της Νορμανδίας έστειλε εκεί ελεημοσύνες και ο δούκας Robert ήταν επί κεφαλής μιας μεγάλης ομάδος που πήγε εκεί το 1035. Όλα αυτά τα προσκυνήματα έχουν πιστά καταχωρηθεί από τον Κλουνιακό ιστορικό, τον μοναχό Glaber.
Οι Νορμανδοί ακολούθησαν το παράδειγμα των δουκών τους. Στα μισά του αιώνα αποτελούσαν τόσο μεγάλη και τόσο ένθερμη αναλογία των προσκυνητών της Παλαιστίνης, ώστε η κυβέρνηση της Κωνσταντινουπόλεως, θυμωμένη εναντίον των Νορμανδών για τις επιδρομές τους κατά της βυζαντινής Ιταλίας, άρχισε να δείχνει κάποια κακή θέληση προς την κίνηση των προσκυνητών . Οι εξάδελφοί τους από την Σκανδιναβία έδειχναν σχεδόν παρόμοιο ενθουσιασμό. Οι Σκανδιναβοί συνήθιζαν από πολύ καιρό να επισκέπτονται την Κωνσταντινούπολη, και ο πλούτος της τους έκαναν μεγάλη εντύπωση. Μιλούσαν στις βόρειες εστίες τους για την Micklegarth όπως ονόμαζαν τη μεγάλη πόλη, που κατά καιρούς ταύτιζαν με την Asgard, την κατοικία των θεών. Ήδη το 930 υπήρχαν άνθρωποι του βορρά στο στρατό του αυτοκράτορα. Στις αρχές του ενδέκατου αιώνα ήσαν τόσοι πολλοί απ' αυτούς ώστε είχαν συγκροτηθεί ιδιαίτερα συντάγματα από Νορβηγούς, η περίφημη φρουρά των Βαράγγων. Οι Βαράγγοι απέκτησαν σε λίγο τη συνήθεια να περνούν την άδειά τους σέ ένα ταξίδι στην Ιερουσαλήμ. Το πρώτο που βρίσκουμε γραμμένο είναι το ταξίδι κάποιου Kolskeggr, που ήταν στην Παλαιστίνη το 992. Ο Χάραλδ Χαρδράδα, ο διασημότερος από τους Βαράγγους, ήταν εκεί το 1034.
Ο μισό-Δανός Swein Godwinsson ξεκίνησε με ένα σώμα Αγγλων το 1051 για να εξιλεωθεί για έναν φόνο, αλλά πέθανε από το κρύο στα βουνά της Ανατολίας το επόμενο φθινόπωρο. Είχε πάει ξυπόλυτος εξ αιτίας των αμαρτιών του. Ο Lagman Gadrodsson, Νορβηγός βασιλεύς του Μαν, που είχε σκοτώσει τον αδελφό του, ζήτησε παρόμοια συγχώρηση από τον Θεό. Οι περισσότεροι Σκανδιναβοί προσκυνητές προτιμούσαν να κάνουν το γύρο ερχόμενοι από την θάλασσα δια μέσου των στενών του Γιβραλτάρ και επιστρέφοντας δια ξηράς μέσω της Ρωσίας.»
Το 1040, έξι αδελφοί, οι γιοι ενός Νορμανδού μικρο-ιππότη, του Tancred de Hauteville, κατέλαβαν την πόλη του Melfi στα βουνά της
Apulia και ίδρυσαν εκεί ένα πριγκιπάτο. Οι τοπικές βυζαντινές αρχές δεν τους πήραν στα σοβαρά, αλλά ο δυτικός αυτοκράτωρ, Henry III,
επιθυμώντας να πάρει υπό τον έλεγχό του την επαρχία για την οποία οι δύο αυτοκρατορίες ανταγωνίζονταν επί πολύ καιρό, και ο
Γερμανός πάπας τον οποίον αυτός είχε ονομάσει, μη ανεχόμενος τον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως να κυβερνά ιταλικές έδρες, έδωσαν και οι
δύο την υποστήριξή τους στους Νορμανδούς. Μέσα σε δώδεκα χρόνια, οι γιοι του Tancred επέβαλαν την κυριαρχία τους στις λομβαρδικές
ηγεμονίες. Είχαν απωθήσει τους Βυζαντινούς στην άκρη της Καλαβρίας και στην ακτή της Απουλίας. Απειλούσαν τις πόλεις της
δυτικής ακτής και έκαναν επιδρομές δια μέσου της Campania προς βορρά ως τα περίχωρα της Ρώμης. Η βυζαντινή κυβέρνηση
ανησύχησε. Ο κυβερνήτης της Απουλίας Μαριανός Αργυρός εκλήθη στην πρωτεύουσα νά αναφέρει και εστάλη πίσω με πλήρη εξουσιοδότηση
νά αποκαταστήσει τα πράγματα. Στρατιωτικώς, ο Μαριανός δεν κατόρθωσε τίποτα. Οι Νορμανδοί απώθησαν με ευκολία τον μικρό στρατό του.
Διπλωματικά, ο Ελληνας αυτοκράτορας είχε μεγαλύτερη επιτυχία γιατί ο πάπας, ο Λωρραινός Λέων ο IX, ήταν το ίδιο ανήσυχος. Οι
νορμανδικές επιτυχίες υπήρξαν μεγαλύτερες παρ' ό,τι αυτός και ο Henry ο III είχαν λογαριάσει. Ο Henry ήταν τώρα απασχολημένος με μια
εκστρατεία στην Ουγγαρία, αλλά έστειλε βοήθεια στον πάπα. Το καλοκαίρι του 1053 ο Λέων κινήθηκε προς νότο με ένα στρατό από Γερμανούς και
Ιταλούς, διακηρύσσοντας ότι αυτός ήταν ιερός πόλεμος. Ένα βυζαντινό στράτευμα επρόκειτο να ενωθεί μαζί του, αλλά ενώ το περίμενε έξω από
τη μικρή πόλη της Απουλίας Τσιβιντάτε, οι Νορμανδοί του επιτέθηκαν. Ο στρατός του νικήθηκε κι ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος. Το 1059, στη
Σύνοδο του Melfi, ο πάπας Νικόλαος II αναγνώρισε τον Robert Guiscard, "Ροβέρτο τη νυφίτσα", τον πρεσβύτερο
από τους επιζώντες γιους του Tancred, ως «Δούκα της Απουλίας και της Καλαβρίας, ελέω Θεού και του Αγίου Πέτρου, και με τη βοήθειά των, της
Σικελίας». Αυτή η αναγνώριση, επέτρεψε στους Νορμανδούς να ολοκληρώσουν την κατάκτησή τους. Οι ναυτικές δημοκρατίες πολύ σύντομα
υποτάχθηκαν σέ αυτούς και το 1060 ό,τι απόμεινε στους Βυζαντινούς από την Ιταλία ήταν η πρωτεύουσά των, το παράλιο φρούριο της Βάρης.
Στο μεταξύ, ο νεώτερος αδελφός τού Robert, Roger (Ρογήρος), άρχισε την αργή αλλά επιτυχή κατάκτηση της Σικελίας από τους Άραβες .
Ο χριστιανός πολίτης είχε νά αντιμετωπίσει ένα βασικό πρόβλημα: έχει δικαίωμα να πολεμήσει για τη χώρα του, μέ δεδομένο ότι ο πόλεμος σημαίνει
σφαγή και καταστροφή; Οι παλιότεροι χριστιανοί πατέρες δεν είχαν αμφιβολίες. Γι' αυτούς ο πόλεμος ήταν πέρα για πέρα φόνος. Αλλά μετά τον θρίαμβο
του Σταυρού, όταν η αυτοκρατορία έγινε Χριστιανοσύνη, δεν θα έπρεπε οι πολίτες της να είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα για την ευημερία της;
Η ανατολική Εκκλησία είχε τη γνώμη πως όχι γιατί δεν μεταχειριζόταν τον «Ρωμαίο» στρατιώτη ως φονιά.
Ο θάνατος στη μάχη δεν θεωρείτο ένδοξος, ούτε ο θάνατος στη μάχη εναντίον του απίστου θεωρείτο μαρτύριο. Ο πόλεμος κατά των απίστων ήταν πράγμα
λυπηρό αν και μερικές φορές μπορούσε να είναι αναπόφευκτο. Ο πόλεμος εναντίον αδελφών χριστιανών ήταν διπλά κακός.
(Η Βυζαντινή ιστορία είναι χαρακτηριστικά απαλλαγμένη από επιθετικούς πολέμους. Η Ρωμιοσύνη εδώ καί χίλια χρόνια αμύνεται καί προσπαθεί νά διατηρήσει
υπό τήν κατοχή της ελληνικά εδάφη καί μόνο ελληνικά. Ο Ελληνικός εθνικισμός, πού κατηγορείται από πολλούς, δέν έχει σχέση
ούτε μέ τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, ούτε μέ τόν αγγλικό ιμπεριαλισμό, ούτε μέ τόν σταλινικό διεθνισμό, ούτε μέ τόν τουρκικό επεκτατισμό.
Δέν έχει βλέψεις σέ ξένη επικράτεια, υποστηρίζει δίκαια αιώνων. Δέν νομιμοποιεί τόν κατακτητή, ούτε παραχωρεί ιστορία καί μνήμη. Οι εγχώριοι
προδοδευτικοί, εν έτει 2008, συμπλέουν μέ τόν εθνικισμό των κουμπάρων μας, ο οποίος είναι κατακτητικός, σιωπούν μέ τόν εθνικισμό των Σκοπιανών,
δέν μάχονται τόν αμερικανικό ιμπεριαλισμό στήν περιοχή των συνόρων μας, υμνούν τόν σταλινικό διεθνισμό αλλά κατηγορούν τόν ελληνικό εθνικισμό, ο
οποίος είναι αμυντικός).
Ειρηνικές μέθοδοι ήσαν πάντοτε προτιμότερες, έστω και αν περιλάμβαναν περίπλοκη διπλωματία ή καταβολή χρημάτων.Για τους δυτικούς ιστορικούς,
συνηθισμένους να θαυμάζουν την πολεμική ανδρεία, οι πράξεις πολλών Βυζαντινών πολιτικών φαίνονται άνανδρες, θηλυπρεπείς ή πονηρές,
αλλά το κίνητρο ήταν πάντοτε μια γνήσια επιθυμία νά αποφευχθεί αιματοχυσία. Η πριγκίπισσα Αννα Κομνηνή, μια από τους πιο τυπικούς Βυζαντινούς,
το διευκρινίζει στην ιστορία της ότι, όσο μεγάλο κι αν ήταν το ενδιαφέρον της για τα στρατιωτικά ζητήματα κι όσο κι αν εκτιμούσε τις επιτυχίες του
πατέρα της στους πολέμους, θεωρούσε τον πόλεμο ως αισχρό πράγμα, έσχατο καταφύγιο όταν ο,τιδήποτε άλλο θα είχε αποτύχει, πραγματικά μια
ομολογία αποτυχίας.
Η δυτική άποψη ήταν διαφορετική. Ο Άγιος Αυγουστίνος παραδεχόταν ότι μπορούσαν να διεξάγονται πόλεμοι κατ' εντολή του Θεού. Ο
κώδικας της ιπποσύνης που αναπτυσσόταν, υποστηριζόμενος από τα λαϊκά έπη, παρείχε γόητρο στον στρατιωτικό ήρωα. Η Παπική Εκκλησία
επιζήτησε να κατευθύνει την πολεμοχαρή ενεργητικότητα σε δρόμους που θα εξυπηρετούσαν τα δικά της συμφέροντα. Ο ιερός πόλεμος, δηλαδή
ο πόλεμος για τα συμφέροντα της Εκκλησίας, έγινε επιτρεπτός και μάλιστα επιθυμητός. Ο πάπας Λέων ο IV, κατά τα μέσα του ένατου αιώνα,
διακήρυξε ότι οποιοσδήποτε πέθαινε στη μάχη υπερασπιζόμενος την Εκκλησία θα είχε ουράνια ανταμοιβή . Ο πάπας Ιωάννης VIII, λίγα χρόνια
αργότερα, τοποθετούσε τα θύματα ενός ιερού πολέμου μαζί με τους μάρτυρες,
αν πέθαιναν ένοπλοι στη μάχη οι αμαρτίες τους ήσαν συγχωρημένες.
Η κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά το Μαντζικέρτ και η αδράνεια του Βυζαντίου στην κατάληψη της Μικράς Ασίας από τούς Τούρκους, δημιούργησαν στη Δύση την πεποίθηση πως μπροστά σε μια τέτοια κατάπτωση, τα δυτικά έθνη έπρεπε να επέμβουν για να σώσουν την Ευρώπη που βρισκόταν κάτω από άμεση απειλή. Διαβάζουμε στό βιβλίο του ιστορικού Rene Grousset ότι:
«Ο Γουλιέλμος της Τύρου θα δει στην καταστροφή του Μαντζικέρτ τον ΠΛΗΡΗ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΑΝ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣΥΝΗΣ, την ιστορική δικαίωση της προβολής των Φράγκων, για νά αντικαταστήσουν αυτούς τους συντρόφους τους, που είχαν τεθεί εκτός μάχης. Πραγματικά, ήταν καιρός να σκεφτούν πως θά αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Το Ισλάμ, από τη Νίκαια όπου είχε εδραιωθεί, μπορούσε κάθε στιγμή να αιφνιδιάσει την Κωνσταντινούπολη.
Η καταστροφή του 1453 μπορούσε να συμβεί από τα τέλη κιόλας του ενδέκατου αιώνα. Όπως επρόκειτο να το διακηρύξει ο Ουρβανός Β', αυτό υπήρξε μια από τις αιτίες που τον έκαναν νά αποφασίσει, δεκατέσσερα χρόνια μετά την κατάληψη της Νίκαιας, να επιχειρήσει το κήρυγμα της πρώτης Σταυροφορίας. Η αίσθηση που είχε ο Ουρβανός για τα καθήκοντά του, σαν οδηγός και υπερασπιστής της χριστιανοσύνης, φτάνει για να φωτίσει την πολιτική του, που από το ύψος του παπικού θρόνου, που είχε στηθεί στο Κλερμόν-Φεράν, αγκάλιαζε τόσο την Ιερουσαλήμ, όπου οι πόλεμοι ανάμεσα σε Αιγυπτίους και Σελτζουκίδες είχαν καταλήξει σε καινούργιες σφαγές χριστιανών, όσο και το πρόβλημα του Ελλησπόντου, "τα Στενά του Αγίου Γεωργίου", όπως τα έλεγαν τότε, που βρίσκονταν πάντα κάτω από την απειλή μίας τουρκικής επίθεσης.»
Γιά τήν κατάσταση πού επικρατούσε στούς Αγίους Τόπους παραμονές των σταυροφοριών μας δίνει καί τή δική του γνώμη ο Παπαρρηγόπουλος:
«Τό Ανατολικόν Κράτος δέν ήρχεν αυτόθι ειμή της επέκεινα του Ευφράτου κειμένης Εδέσσης καί χριστιανοί Αρμένιοι κατείχον τά πρός βορράν της Συρίας όρη. Πάσα όμως η λοιπή χώρα ήτο εις χείρας των μωαμεθανών, καίτι αδιακόπως μετέβαλλε κυριάρχας. Αι δέ ποικίλαι αύται μεταβολαί καί η εις αυτάς ανάμιξις της θηριώδους των Τουρκομάνων φυλής επήγαγον συμφοράς δεινοτάτας εις τε τούς χριστιανούς της Συρίας κατοίκους και εις τούς ευλαβείς ανθρώπους όσοι προσήρχοντο εξ Ευρώπης εις προσκύνησιν του Αγίου Τάφου και των άλλων ιερών της χώρας ταύτης τόπων. Οι Τούρκοι ιδίως ελήστευον καί εφόνευον ανηλεώς εισήρχοντο κραυγάζοντες καί μαινόμενοι εις τούς ναούς, τελουμένης της θείας μυσταγωγίας, εκάθηντο επί των ιερών βημάτων καί πολυειδώς περιύβριζον καί εκακοποίουν τούς ιερείς.
Αι περί των δεινοπαθημάτων τούτων αγγελίαι εκόμιζοντο υπό των επιστρεφόντων προσκυνητών εις Ευρώπης, εν η τά πνεύματα ήσαν παραδόξως ήδη παρασκευασμένα εις τό να παροργισθώσιν εκ της τοιαύτης πρός τήν θείαν του Χριστού θρησκείαν ασεβείας καί νά ορμήσωσιν εις εκδίκησιν αυτής. Η εν Ισπανία πρό πολλών αιώνων διεξαγομένη πάλη των ιθαγενών κατά των Αράβων οίτινες είχον κατακτήσει τήν χώραν ταύτην από της ογδόης εκατονταετηρίδος παρήγαγε, του καιρού προϊόντος, εις τήν Δύσιν τοσούτον ενθουσιασμόν κατά των πολεμίων εκείνων του Σωτήρος ώστε ήρχισε νά λογίζεται ως κοινός της χριστιανοσύνης κατά του μωαμεθανισμού αγών.»
Στις 27 Νοεμβρίου 1095, στή σύνοδο του Κλερμόν, ο Ουρβανός Β' κάλεσε ολόκληρη τη χριστιανοσύνη σε συναγερμό, με μιαν έκκληση αληθινού ποντίφικα, για την υπεράσπιση της πίστης, που την απειλούσε η καινούργια μουσουλμανική εισβολή, μιαν έκκληση πραγματικού κληρονόμου των ρωμαίων αυτοκρατόρων για την άμυνα της Δύσης από τούς βαρβάρους, μιαν έκκληση της υπέρτατης ευρωπαϊκής αρχής για τη σωτηρία της Ευρώπης ενάντια στους Ασιάτες καταχτητές, διαδόχους του Αττίλα και προδρόμους του Μωάμεθ Β' του κατακτητή. Η κραυγή: «Deus vult» (Το θέλει ο Θεός), απάντησε από παντού στην προκήρυξή του, και επαναλήφθηκε από τον Ουρβανό, που την έκανε γενικό σύνθημα και ζήτησε από τους μελλοντικούς στρατιώτες του Χριστού να φέρουν όλοι το σήμα του σταυρού. Η «Σταυροφορία», ιδέα εν πορεία που θα εξακόντιζε άρχοντες και πλήθη ως τα βάθη της Ανατολής, είχε γεννηθεί. Παραθέτω απο τό The Internet Medieval Sourcebook τό παρακάτω απόσπασμα της ομιλίας του πάπα:
«From the confines of Jerusalem and from the city of CONSTANTINOPLE a grievous report has gone forth and has - repeatedly been brought to our ears; namely, that a race from the kingdom of the Persians, an accursed race, a race wholly alienated from God, violently invaded the lands of those Christians and has depopulated them by PILLAGE AND FIRE. They have led away apart of the captives into their own country, and a part have THEY HAVE KILLED BY CRUEL TORTURES. They have either destroyed the churches of God or appropriated them for the rites of their own religion. They destroy the altars, after having defiled them with their uncleanness....THE KINGDOM OF THE GREEKS is now dismembered by them and has been deprived of territory so vast in extent that it could be traversed in two months' time. (Regnum Graecorum jam ab eis ita emutilatum est et suis usibus emancipatum quod transmeari non potest itinere duorum mensium). This royal city, however, situated at the center of the earth, is now held captive by the enemies of Christ and is subjected, by those who do not know God, to the worship the heathen. She seeks, therefore, and desires to be liberated and ceases not to implore you to come to her aid. From you especially she asks succor, because as we have already said, God has conferred upon you above all other nations great glory in arms. Accordingly, undertake this journey eagerly for the remission of your sins, with the assurance of the reward of imperishable glory in the kingdon of heaven.»
Η έκκληση του Ουρβανού Β' για την ευρωπαϊκή επιστράτευση του 1095, έφτανε στην ώρα της, διότι την ώρα που ο Ουρβανός όρθωνε την
Ευρώπη ενάντια στην Ασία, ο Σελτζουκίδης σουλτάνος Μελίκ-Σαχ μόλις είχε πεθάνει, και η αυτοκρατορία του είχε μοιραστεί ανάμεσα στους
γιούς καί στους ανιψιούς του. Οι γιοι του Μεγάλου Σουλτάνου δεν είχαν διατηρήσει παρά την Περσία. Οι ανιψιοί του είχαν γίνει βασιλιάδες της Συρίας,
ο πρώτος στο Χαλέπι, ο δεύτερος στη Δαμασκό. Η Μικρά Ασία τέλος, από τη Νίκαια ως το Ικόνιο, αποτελούσε, κάτω
από έναν νεότερο Σελτζουκίδη, ένα τέταρτο τουρκικό βασίλειο. Όλοι αυτοί οι ηγεμόνες, μέ όλη τους τη συγγένεια, ήταν τόσο διαιρεμένοι που δεν
μπορούσαν να συνασπιστούν ενάντια σέ έναν εξωτερικό κίνδυνο. Ετσι ο Ουρβανός πέρασε στήν Ιστορία αφού μέ τήν ιδέα του, το τουρκικό Ισλάμ πού
είχε διώξει σχεδόν ολότελα τους Έλληνες από την Ασία καί ετοιμαζόταν να περάσει στην Ευρώπη, θά δέχονταν ένα αποφασιστικό κτύπημα. Δέκα χρόνια
αργότερα, όχι μονάχα η Κωνσταντινούπολη θα έχει απαλλαγεί από την πίεση, όχι μονάχα η μισή Μικρά Ασία θα έχει αποδοθεί στον
Ελληνισμό, αλλά και η παραθαλάσσια Συρία και η Παλαιστίνη θα έχουν γίνει φράγκικες αποικίες. Η καταστροφή του
1453, που επικρεμόταν από τα 1090 κιόλας, θα καθυστερήσει έτσι τρείς αιώνες. Κι όλα αυτά θα είναι το ηθελημένο και συνειδητό έργο του
Ουρβανού Β'. Με μια χειρονομία του Μεγάλου Πάπα, έκλεισε ο δρόμος του ποταμού, και η φορά του πεπρωμένου σταμάτησε γυρίζοντας απότομα προς τα πίσω.
Μην μπορώντας να εγκαταλείψει τη Ρώμη, ο πάπας σκέφτηκε για οδηγό της εκστρατείας έναν ιερωμένο, που έχοντας πάει σαν προσκυνητής
στους Αγίους Τόπους, γνώριζε καλά τα πράγματα της Ανατολής, τον επίσκοπο Αντεμάρ του Μοντέιγ (Adhemar de Monteil). Λαμπρή εκλογή,
γιατί, καθώς θα δούμε, η μεγάλη σοφία του Αντεμάρ επρόκειτο να διατηρήσει την απαραίτητη συνοχή ανάμεσα σε τόσους ταραχοποιούς φεουδάρχες.
Ο πρώτος από αυτούς που ζήτησε να μετάσχει στην εκστρατεία ήταν ο κόμης της Τουλούζης Ραϋμόνδος (Raymond de Toulouse). Ο
Ραϋμόνδος, με την ευσέβειά του και το σεβασμό του απέναντι στις εκκλησιαστικές αρχές, ανταποκρίθηκε με ζήλο στην πρόσκληση του ποντίφικα.
Ακολούθησαν οι Νορμανδοί τυχοδιώκτες πού είχαν αποσπάσει τήν Κάτω Ιταλία από τούς Βυζαντινούς. Μάλιστα ο Νορμανδός αρχηγός τους
Ροβέρτος Γυϊσκάρδος (Robert Guiscard), είχε κατορθώσει να εκδιώξει καί τους μουσουλμάνους Αραβες από το Palermo (Πάνορμος).
Οι Νορμανδοί λοιπόν αντιπροσώπευαν εδώ την πρωτοπορία της λατινοσύνης, τόσο ενάντια στον άπιστο όσο και στον Έλληνα αιρετικό καί ο
Ουρβανός μέ χαρά είδε τόν γιό του Γυϊσκάρδου, Βοημούνδο (Bohemond) νά ράβει τόν κόκκινο σταυρό στά στρατιωτικά του ρούχα.
Ο Ουρβανός Β' είχε στην Ιταλία άλλους έτοιμους υποστηριχτές: την Πίζα και τη Γένουα. Η ζωή αυτών των δυο ναυτικών πόλεων
ήταν, εδώ και δυο αιώνες, ένας καθημερινός αγώνας ενάντια στους αραβικούς στόλους. Η Πίζα είχε λεηλατηθεί δυο φορές, από Αραβες κουρσάρους.
Με τη βοήθεια των Γενουήσιων, οι κάτοικοι της Πίζας είχαν σώσει τήν πόλη τους. Θα δούμε τι αποφασιστική υποστήριξη που θα προσφέρουν οι στόλοι
της Πίζας, της Γένουας και της Βενετίας στη Σταυροφορία, εφοδιάζοντας τους στρατούς της, στις ακτές της Συρίας και βοηθώντας την να καταχτήσει τα λιμάνια.
Αλλά ο συγκλονισμός που προκάλεσε το κήρυγμα της Σταυροφορίας, ξεπέρασε τίς προσδοκίες του Αρχηγού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Στη
Βόρεια Γαλλία, ορκίστηκε στό Σταυρό ο κόμης του Βερμαντουά Ούγος ο Μέγας (Hugh de Vermandois), αδερφός του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Α',
ο δούκας της Νορμανδίας Ροβέρτος Κουρτ - Χεζ (Robert de Normandie), γιος του Γουλιέλμου του Καταχτητή, ο κόμης της Φλάνδρας Ροβέρτος Β'
(Robert II of Flanders). Ακολούθησε ο δούκας της Κάτω Λωραίνης, Γοδεφρείδος του Μπουγιόν (Godfrey de Bouillon), και ο αδερφός του,
Βαλδουίνος της Βουλώνης (Baldwin). Ο αριθμός των σταυροφόρων σύντομα αυξήθηκε τόσο πολύ που αναγκάστηκαν να οργανωθούν σε
τέσσερις ξέχωρες στρατιές, κατά τοπικές ομάδες. Εξάλλου, ο ενθουσιασμός των μαζών επρόκειτο να προκαλέσει ανάμεσά τους μιαν απειθάρχητη
εξόρμηση, και πολύ πριν ετοιμαστούν ταχτικά στρατεύματα, να εξακοντίσει προς την Κωνσταντινούπολη μια λαϊκή σταυροφορία, που θα μείνει
συνδεμένη με τό όνομα του Πέτρου του Ερημίτη (Pierre l'Ermite) καί του Ουαλτέρου του ακτήμονος (Gautier-sans-Avoir).
Ο Πέτρος ο Ερημίτης ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος που είχε γεννηθεί στην Αμιένη. Είχε επιχειρήσει να κάνει το προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ λίγα χρόνια
πρωτύτερα, αλλά είχε υποστεί κακομεταχείριση από τους Τούρκους και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Ήταν κοντός μελαχρινός με μακρύ αγένειο
πρόσωπο, που έμοιαζε τρομερά με τον γάιδαρο που πάντοτε καβαλούσε και που οι άνθρωποι σέβονταν σχεδόν τόσο όσο και αυτόν τον ίδιο. Πήγαινε
ξυπόλυτος και τα ρούχα του ήσαν πάντα βρώμικα. Δεν έτρωγε ψωμί ούτε κρέας, αλλά ψάρια και έπινε κρασί. Παρά την ευτελή εμφάνισή του είχε τη
δύναμη να παρασύρει ανθρώπους. Ξεκίνησε από τή Γαλλία καί όταν έφθασε στην Κολωνία η ακολουθία του υπολογίσθηκε σε 15000 άτομα, και
πολλοί ενώθηκαν μαζί του στη Γερμανία.
Το 1096 η βυζαντινή Αυτοκρατορία απολάμβανε επί μερικούς μήνες ένα σπάνιο ενδιάμεσο αναπαύσεως. Ο αυτοκράτωρ είχε πρόσφατα
νικήσει μια εισβολή Κουμάνων στα Βαλκάνια. Στη Μικρά Ασία, χάρη στους εμφυλίους πολέμους, που είχε ενθαρρύνει η βυζαντινή
διπλωματία, η σελτζουκική αυτοκρατορία είχε αρχίσει νά αποσυντίθεται. Ο Αλέξιος ήλπιζε νά αναλάβει σύντομα επιθετική ενέργεια εναντίον της,
αλλά ήθελε να διαλέξει αυτός τον κατάλληλο καιρό. Χρειαζόταν ακόμη ένα χρονικό διάστημα για να πάρει αναπνοή, κατά το οποίο θα μπορούσε νά
αναδιοργανώσει τα καταπονημένα μέσα του. Η Αννα Κομνηνή στήν «Αλεξιάδα» περιγράφει τίς ανησυχίες του
πατέρα της σχετικά μέ τήν επικείμενη άφιξη των Φράγκων πολεμιστών τούς οποίους τούς θεωρούσαν λιγότερο ως συμμάχους καί περισσότερο ως
απειλή γιά τήν ασφάλεια της «Οικουμένης», όπως έλεγαν τότε τό βυζαντινό κράτος:
«Ούτω δέ μικρόν εαυτόν αναπαύσας λογοποιουμένην ηκηκόει απείρων φραγκικών στρατευμάτων επέλευσιν.
Εδεδίει μέν ούν τήν τούτην έφοδον γνωρίσας αυτών τό ακατάσχετον της ορμής. τό της γνώμης άστατον καί ευάγωγον
καί τάλλα οπόσα η των Κελτών φύσις ως ιδία ή παρακολουθήματα τινα έχει διά παντός καί όπως επί χρή μασι κεχηνότες αεί διά τήν τυχούσαν αιτίαν
τάς σφων συνθήκας ευκόλως ανατρέποντες φαίνονται...»
Ο αυτοκράτωρ Αλέξιος άρχισε με ηρεμία να κάνει τις προετοιμασίες του. Οι φραγκικές στρατιές θα έπρεπε να τραφούν όταν θα διέσχιζαν την
αυτοκρατορία και έπρεπε να ληφθούν μέτρα να τους εμποδίσουν να λεηλατήσουν τη χώρα και να ληστέψουν τους κατοίκους. Συσσωρεύτηκαν αποθέματα
από τρόφιμα σε κάθε μεγάλο κέντρο από το οποίο θα περνούσαν και είχε ορισθεί μια αστυνομική δύναμη που θα συναντούσε κάθε απόσπασμα όταν θα
έμπαινε στα σύνορα της αυτοκρατορίας και θα το συνόδευε ως την Κωνσταντινούπολη. Υπήρχαν δύο μεγάλοι δρόμοι που διέσχιζαν τη Βαλκανική
Χερσόνησο, ο βόρειος δρόμος που περνούσε τα σύνορα στο Βελιγράδι και κατευθυνόταν νοτιο-ανατολικά δια της Ναϊσού, της
Σόφιας της Φιλιππουπόλεως και της Αδριανουπόλεως, μέχρι τήν πρωτεύουσα και η Εγνατία οδός, πού ξεκινούσε από το
Δυρράχιο καί δια της Αχρίδος, της Εδέσσης, της Θεσσαλονίκης και κατόπιν της Μοσυνουπόλεως και της
Σηλυβρίας τερμάτιζε στην Κωνσταντινούπολη.
Εν'όψει της καταστάσεως αυτής, ο Ελληνας αυτοκράτορας έστειλε πρώτα εφόδια στο Δυρράχιο και στις ενδιάμεσες πόλεις. Ο διοικητής
του Δυρραχίου καί ανιψιός του Ιωάννης Κομνηνός, πήρε την εντολή να υποδεχθεί με εγκαρδιότητα τους Φράγκους αρχηγούς αλλά να φροντίσει
ώστε αυτοί και τα στρατεύματά τους να επιβλέπονται συνεχώς από τη στρατιωτική αστυνομία. Ανώτεροι αξιωματούχοι επρόκειτο να σταλούν από την
Κωνσταντινούπολη για να χαιρετήσουν τον κάθε αρχηγό με τη σειρά του. Στο μεταξύ ο ναύαρχος Νικόλαος Μαυροκατακαλών βγήκε με
ένα στολίσκο στην Αδριατική για να επιτηρεί την ακτή και να δώσει ειδοποίηση για την προσέγγιση των φραγκικών μεταγωγικών. Ο ίδιος ο αυτοκράτωρ
έμεινε στην Κωνσταντινούπολη, περιμένοντας νέες ειδήσεις. Ξέροντας ότι ο πάπας είχε ορίσει την 15η Αυγούστου ως την ημερομηνία που θα ξεκινούσε
η εκστρατεία δε βιαζόταν για τις προετοιμασίες, οπότε, ξαφνικά, κατά τα τέλη Μαΐου του 1096, έφθασε ένας μαντατοφόρος από το βορρά για να του πει
ότι ο πρώτος φραγκικός στρατός είχε κατέβει δια μέσου της Ουγγαρίας και είχε μπει στο έδαφος της αυτοκρατορίας στο Βελιγράδι.
Ο στρατιωτικός διοικητής του Βελιγραδίου Νικήτας αιφνιδιάστηκε από τό μεγάλο πλήθος των οπαδών του Πέτρου του Ερημίτη
καί του Ουαλτέρου του Ακτήμονος. Οι ανοργάνωτοι σταυροφόροι είχαν καταφύγει στήν λαφυραγωγία καί στήν ληστεία των χωριών της υπαίθρου
καί ήρθαν σέ σύγκρουση μέ τούς Πετσενέγους μισθοφόρους πού τούς συνόδευαν στήν πορεία τους. Οι Σταυροφόροι έφθασαν στην
Κωνσταντινούπολη την 1η Αυγούστου 1096. Σύμφωνα μέ τήν «Αλεξιάδα», ο Αλέξιος κάλεσε τον Πέτρο
σε ακρόαση στην αυλή, όπου του δόθηκαν χρήματα και συμβουλές. Ο αυτοκράτορας βλέποντας τόν συρφετό, συμβούλεψε τόν Πέτρο νά μήν
διεκπεραιωθεί στήν απέναντι ακτή, διότι ο χαμός τους εθεωρείτω σίγουρος. Ενα χρονικό της Δύσης όμως τό «Gesta Francorum»,
παρουσιάζει τήν εκδοχή ότι μόλις οι Λατίνοι άρχισαν νά λεηλατούν τά προάστια της "Constantinopolim" ο "imperator Alexius" τούς
διεκπεραίωσε άρον-άρον στήν απέναντι ακτή του Βοσπόρου. Από την ασιατική ακτή προχώρησαν με μεγάλη αταξία, λεηλατώντας σπίτια και
εκκλησίες κατά μήκος της ακτής της Προποντίδας, μέχρι τη Νικομήδεια, η οποία είχε εγκαταλειφθεί από τούς Ελληνες μετά την καταστροφή της από τους
Τούρκους. Επειτα προχώρησαν προφυλακτικά σε εδάφη που κατείχαν οι Τούρκοι, αρπάζοντας τις συγκομιδές και ληστεύοντας τους χωρικούς
που ήσαν όλοι Ελληνες:
«A CONSTANTINOPE, Pierre rejoint finalement Gautier, ainsi que des pelerins venus d'Italie. Le BASILEUS ALEXIS le recut
cordialement et lui suggera fortement d'attendre les armees des barons. Par contre, ses partisans s'alienerent la
population par toutes sortes d'actes de violence. Face au grand nombre de croises et a leur indiscipline, LE BASILEUS
decida de leur faire traverser le BOSPHORE immediatement, soit le 6 aout 1096. Les croises se dirigerent vers NICOMEDIE,
desertee, commettant des atrocites sur la population GRECQUE en cours de route...» (Marc Carrier POST-DOCTORAT EN HISTOIRE MΕDIΕVALE)
Στα μέσα Σεπτεμβρίου πολλές χιλιάδες από τους Φράγκους ξεθαρρεύτηκαν καί προχώρησαν ως τις πύλες της Νίκαιας, της πρωτεύουσας
του Σελτζούκου σουλτάνου Kilidj Arslan Ibn-Σουλεϊμάν. Λεηλάτησαν τα χωριά στα προάστια, έπιασαν τις αγέλες και τα κοπάδια που βρήκαν και
βασάνισαν και έσφαξαν τους χριστιανούς κατοίκους, με φρικώδη αγριότητα.
Τόν Οκτώβριο κυκλοφόρησε η φήμη ότι οι Τούρκοι πλησίαζαν με πολλές δυνάμεις προς τό χωριό Κιβωτό, πού είχαν οχυρώσει οι
Γάλλοι καί Γερμανοί Σταυροφόροι. Στις 21 Οκτωβρίου τα χαράματα, ολόκληρος ο στρατός των Σταυροφόρων, που αριθμούσε 20000
άνδρες, βγήκε από την Κιβωτό, αφήνοντας πίσω του μόνο γέρους, γυναίκες και παιδιά καθώς και τους άρρωστους. Τρία μονάχα μίλια από το
στρατόπεδο, εκεί όπου ο δρόμος προς τη Νίκαια έμπαινε σε μία στενή, δασωμένη κοιλάδα, κοντά σέ ένα χωριό με το όνομα Δράκων, οι
Τούρκοι είχαν στήσει ενέδρα. Οι σταυροφόροι βάδιζαν με θόρυβο και αταξία, με τους ιππότες καβάλα επικεφαλής των. Ξαφνικά μια
βροχή από βέλη μέσα από το δάσος σκότωσε ή τραυμάτισε τα άλογα και ενώ αυτά έριχναν τους αναβάτες τους και προκαλούσαν σύγχυση, οι Τούρκοι
έκαναν επίθεση. Το ιππικό, κυνηγημένο από τους Τούρκους, έκανε πίσω και έπεσε απάνω στο πεζικό. Πολλοί από τους ιππότες πολέμησαν γενναία, αλλά
δεν μπορούσαν να σταματήσουν τον πανικό που κατέλαβε το στρατό. Μέσα σε λίγα λεπτά ολόκληρο το στράτευμα έφευγε με φοβερή αταξία προς την Κιβωτό.
Εκεί, στο στρατόπεδο, μόλις είχε αρχίσει η καθημερινή ρουτίνα. Πολλοί κοιμούνταν ακόμα στα κρεβάτια τους. Εδώ κι εκεί κάποιος ιερεύς έψαλλε τον
όρθρο. Την ώρα εκείνη μια ορδή τρομοκρατημένων φυγάδων χύθηκε μέσα στο φρούριο κυνηγημένη κατά πόδας από τον εχθρό. Δεν υπήρξε καμιά αντίσταση.
Στρατιώτες, γυναίκες και ιερείς σφάχτηκαν πριν προφθάσουν να κινηθούν. Μερικοί κατέφυγαν στα γύρω δάση, άλλοι στη θάλασσα. Αλλοι υπερασπίστηκαν
τον εαυτό τους για ένα διάστημα ανάβοντας φωτιές που ο άνεμος φυσούσε στα πρόσωπα των Τούρκων. Από τη σφαγή γλίτωσαν μόνο νεαρά αγόρια και κορίτσια των οποίων η εμφάνιση άρεσε στους Τούρκους.
Όταν έπεσε το σούρουπο, ένας Έλληνας που ήταν μαζί με το στρατό κατόρθωσε να βρει μια βάρκα και έπλευσε στην Κωνσταντινούπολη
για να πει στον Πέτρο και στον αυτοκράτορα για τη μάχη. Με την άφιξη της βυζαντινής πολεμικής μοίρας οι Τούρκοι έλυσαν
την πολιορκία του φρουρίου και αποτραβήχτηκαν στο εσωτερικό. Οι επιζώντες επιβιβάσθηκαν στα πλοία και μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί τους στέγασαν στα περίχωρα. Τους πήραν όμως τα όπλα. Η Σταυροφορία του λαού είχε τελειώσει. Στοίχισε αρκετές χιλιάδες ψυχές, είχε
φέρει σε δύσκολη θέση την υπομονή του αυτοκράτορα και των υπηκόων του, και είχε διδάξει ότι η πίστη μόνη, χωρίς σοφία και πειθαρχία, δεν θα άνοιγε
το δρόμο προς την Ιερουσαλήμ. Ακολουθεί απόσπασμα από τό χρονογράφημα της εποχής «Gesta Francorum», το οποίο περιγράφει
τήν σφαγή των Φράγκων από τούς Τούρκους:
«Audientes denique TURCI quod PETRUS Heremita et GUUALTERIUS Sinehabere fuissent in CYUITO, quae supra NICENAM urbem est, uenerunt illuc cum magno gaudio ut occiderent illos et eos qui cum ipsis erant. Cumque uenissent obuiauerunt GUUALTERIO cum suis, quos TURCI mox occiderunt. PETRUS uero Heremita paulo ante ierat CONSTANTINOPOLIM, eo quod nequibat refrenare illam diuersam gentem, quae nec illum nec uerba eius audire uolebat. Irruentes uero TURCI super eos occiderunt multos ex eis; alios inuenerunt dormientes, alios nudos, quos onmes necauerunt, cum quibus quemdam sacerdotem inuenerunt missam celebrantem, quem statim super altare martirizauerunt. Illi uero qui euadere potuerunt CYUITO fugerunt; alii precipitabant se in mare, alii latebant in siluis et montanis.»
Ενώ η Λαϊκή Σταυροφορία, ξεστρατισμένη από ανίκανους καί ανάξιους αρχηγούς, κατέληξε στην αξιοθρήνητη αυτή αποτυχία, η
Σταυροφορία των Φεουδαρχών, οργανωμένη σε μεγάλες ταχτικές στρατιές, ξεκινούσε για την Ιερουσαλήμ. Αρχηγός της πρώτης ομάδας
ήταν ο δούκας της Κάτω Λωρραίνης, ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν (Godfrey de Bouillon). Στην εμφάνιση, ο Γοδεφρείδος ήταν
χαρακτηριστικός τύπος ιππότη του Βορρά. Πολύ ψηλός, με φαρδύ στήθος και γερά μέλη, ανοιχτόξανθα μαλλιά και γένια. Σαν γενναίος πολεμιστής, θα
έσωζε την κατάσταση στη μάχη του Δορυλαίου ορμώντας επί κεφαλής 50 ιπποτών ενάντια στους Τούρκους, που νόμιζαν κιόλας πως ήταν νικητές.
Σπουδαίος κυνηγός, όπως τα ξαδέρφια του στις Αρδένες, θα κινδύνευε στην Κιλικία από μια τεράστια αρκούδα που την αντιμετώπισε σώμα με
σώμα. Η δύναμή του ήταν καταπληχτική. Μια μέρα, στη Συρία, Άραβες σεΐχηδες, για να βεβαιωθούν γι αυτό, θα τον προκαλούσαν να
αποκεφαλίσει με μια σπαθιά, μια γκαμήλα, και την ίδια στιγμή το κεφάλι του ζώου θα κυλούσε στα πόδια τους. Στη διάρκεια της σταυροφορίας θά ήταν
ένας ευσεβής προσκυνητής, γεμάτος καλή θέληση, πραότητα και χριστιανική ταπεινοφροσύνη.
Η μεγάλη φρόνηση του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν φάνηκε από τότε ακόμα που οι σταυροφόροι διέσχιζαν την Ουγγαρία. Οι Ούγγροι
ήταν ακόμα εξοργισμένοι από τις λεηλασίες της Λαϊκής Σταυροφορίας. Ο Γοδεφρείδος ήρθε σέ επαφή με το βασιλιά τους και η πορεία πραγματοποιήθηκε
χωρίς επεισόδια. Με τους Βυζαντινούς, όταν οι σταυροφόροι θά έμπαιναν στη χώρα τους, οι σχέσεις θα γίνονταν πιο λεπτές και όχι μονάχα
εξαιτίας του δογματικού χάσματος που χώριζε την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία από τη Ρωμαϊκή. Βέβαια ο Ρωμηός αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός,
ένας από τους πιο ικανούς πολιτικούς εκείνης της εποχής, διέταξε να υποδεχτούν ευγενικά στα σύνορα το στρατό του Γοδεφρείδου και τον
εφοδίασε, καθώς διέσχιζε την αυτοκρατορία του. Ακόμα κι όταν μερικά τμήματα, ξεφεύγοντας από τον έλεγχο του αρχηγού τους, λεηλάτησαν τη
Σηλυβρία, στη θάλασσα του Μαρμαρά, δυτικά από την Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας, χωρίς να θυμώσει, κάλεσε τον Γοδεφρείδο
να κατασκηνώσει κάτω από τα τείχη της «Βασιλεύουσας», όταν αυτός έφτασε εκεί στις 23 του Δεκέμβρη του 1096. Αν ο Αλέξιος Κομνηνός
δεχόταν τόσο καλά τους σταυροφόρους, αυτό το έκανε γιατί έβλεπε σ' αυτούς πρόθυμους στρατιώτες, που έρχονταν να τον βοηθήσουν να ξαναπάρει από
τους Τούρκους τις χαμένες του επαρχίες, από τη Νίκαια ως την Αντιόχεια. Τα παλιά χριστιανικά εδάφη, που πήγαιναν αυτοί οι
σταυροφόροι να απελευθερώσουν στη Μικρά Ασία, στη Συρία και στην Παλαιστίνη, μήπως δεν ήταν, είτε σέ ένα μακρινό
παρελθόν, όπως η Ιερουσαλήμ, είτε σέ ένα πρόσφατο, όπως η Αντιόχεια και η Έδεσσα, τμήματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας;
Όλη αυτή η πολιτική του Αλεξίου Κομνηνού, με τις εναλλαγές της κολακείας και των εκβιασμών απέναντι στους σταυροφόρους, δεν είχε λοιπόν
άλλο σκοπό παρά να θέσει τη Σταυροφορία στην υπηρεσία του. Μέ αυτό το πνεύμα, αξίωσε σύμφωνα μέ τήν Αννα Κομνηνή τον
"συνήθη όρκο πίστης των Λατίνων", από τον Γοδεφρείδο του Μπουγιόν, ότι "όποιες πόλεις, χώρες ή φρούρια θά κατελάμβαναν στό μέλλον,
τά οποία κάποτε ανήκαν στή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, θά τά παρέδιδαν στόν αξιωματούχο πού θά όριζε ο αυτοκράτορας..".
Καί ο Αραβας χρονογράφος από τή Δαμασκό, Ibn al-Qalanisi βεβαιώνει τή συμφωνία των Φράγκων μέ τό βασιλιά των Ελλήνων,
σχετικά μέ τήν τύχη των πόλεων πού θά ελευθέρωναν από τούς μουσουλμάνους: «Nun hatten aber die FRANKEN bei ihrem
ersten Auftauchen mit dem KONIG DER GRIECHEN einen Vertrag geschlossen und hatten ihm versprochen, dass sie ihm die erste Stadt, die sie einnehmen
sollten, ubereignen wurden....»
Ο Γοδεφρείδος αρνιόταν για πολύ καιρό καί μάλιστα ήρθε σέ πολεμική σύρραξη μέ τά βυζαντινά στρατεύματα, έξω από τά τείχη της
«Βασιλεύουσας» καί μία μικρή γεύση γιά αυτή τή σύρραξη μάς δίνει η Αννα Κομνηνή:
«Καί πάντες μέν είχον τόξα καί εύστοχα καί ευθύβολα, νεανίαι γάρ ήσαν σύμπαντες ουχ ήττους του Ομηρικού Τεύκρου
εις τοξικόν εμπειρίαν. Τό δέ τόξον του Καίσαρος Απόλλωνος ην άρα τόξον αυτόχρημα, ουδέ γάρ κατ' εκείνους τούς Ομηρικούς
Ελληνας νευρήν μέν μαζώ, τόξω δέ σίδηρον ηγέ τε καί εφήρμοττε κυνηγετών αρετήν ενδεικνύμενος κατ' εκείνους, αλλ' ώσπερ
τις Ηρακλής εξ αθανάτων τόξων θανασίμους απέπεμπεν οϊστούς καί ούπερ αν στοχάσαιτο κατευστοχών ήν, ει μόνον θελήσειε».
Πρίγκιπας της Αγίας Αυτοκρατορίας, που είχε ξεκινήσει υπακούοντας στον πάπα, μπορούσε να μπει στην υπηρεσία του Γραικού αιρετικού αυτοκράτορα;
Ο Γοδεφρείδος όμως για το συμφέρον της Σταυροφορίας, υποχώρησε. Πήγε επίσημα στα ανάκτορα των Βλαχερνών και κει,
στη μεγάλη αίθουσα των ακροάσεων, μπροστά στον Ελληνα αυτοκράτορα, που καθόταν μεγαλόπρεπα στο θρόνο του, γονάτισε τού φίλησε τό
πόδι καί έδωσε τον όρκο που του είχαν ζητήσει. Αναλάμβανε προκαταβολικά την υποχρέωση να παραδώσει στους Βυζαντινούς όλες
τις περιοχές που τους ανήκαν άλλοτε και που θα μπορούσε να ξανακατακτήσει από το Ισλάμ. Τότε ο Αλέξιος έσκυψε, τον φίλησε και δήλωσε πως τον
υιοθετούσε. Μεγαλόπρεπα δώρα, που δόθηκαν από τον «πατέρα» στον «γιο» - πολυτελή επίσημα ενδύματα, μεταξωτά υφάσματα,
κασελίτσες γεμάτες χρυσά υπέρπυρα, άλογα αξίας καί πολλά άλλα ακριβά μπροστά στά μάτια των ηγεμόνων της φεουδαρχικής Δύσης.
Στο μεταξύ αποβιβάστηκε στην Ήπειρο μια δεύτερη στρατιά σταυροφόρων, η στρατιά των Νορμανδών της Νότιας Ιταλίας, με αρχηγό
τον Βοημούνδο (Bohemund). Τους σταυροφόρους αυτούς, ο Αλέξιος Κομνηνός τους ήξερε πολύ καλά, γιατί είχε αναγκαστεί να
διεξαγάγει εναντίον τους τόν φοβερό πόλεμο από το 1081 ως το 1085. Αυτός ο Βοημούνδος ήταν ο ίδιος εκείνος που πριν από δεκαπέντε χρόνια, με
τον πατέρα του Ροβέρτο Γυϊσκάρδο, είχε εισβάλει στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, είχε καταλάβει ένα μέρος της Μακεδονίας καί είχε απειλήσει άμεσα
την Κωνσταντινούπολη. Μεγάλη ήταν η ταραχή στη «Βασιλεύουσα», όταν μαθεύτηκε πως, με την πρόφαση της Σταυροφορίας, αυτοί οι κληρονομικοί εχθροί
ξαναεμφανίζονταν. Εν τέλει, ο μοχθηρός Νορμανδός δούκας του Τάραντα όταν έφθασε στή «Βασιλεύουσα», χωρίς αντιρρήσεις, έδωσε τόν
όρκο καί αποκόμισε δώρα αξίας τά οποία γέμισαν ένα ολόκληρο δωμάτιο του Κοσμιδίου. Ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ (Raymond IV de Saint-Gilles)
καί ο Ούγος του Βερμαντουά (Hugh de Vermandois) ένωσαν καί αυτοί τίς δυνάμεις τους καί ένας μεγάλος στρατός πλέον βρισκόταν σέ
ετοιμότητα γιά νά ξεχυθεί στήν Μικρά Ασία καί νά αντιμετωπίσει τούς φοβερούς Μογγόλους πολεμιστές. Στήν
«Ιστορία των Σταυροφοριών» του Sir Steven Runciman διαβάζουμε:
«Οι δυτικοί άρχοντες ήσαν μεμψίμοιροι και ανυπότακτοι. Ένας από αυτούς πήγε και κάθισε στο θρόνο του αυτοκράτορα. Κατόπιν τούτου ο Baldwin τον επέπληξε αυστηρά, υπενθυμίζοντάς του ότι λίγο πριν είχε γίνει υποτελής του αυτοκράτορα και λέγοντάς του να τηρεί τις συνήθειες του τόπου. Ο δυτικός μουρμούρισε θυμωμένος ότι ήταν αγένεια εκ μέρους του αυτοκράτορα να κάθεται ενώ τόσοι γενναίοι αρχηγοί στέκονταν όρθιοι. Ο Αλέξιος που άκουγε την παρατήρηση και έβαλε να του τη μεταφράσουν, ζήτησε να μιλήσει με τον ιππότη και όταν ο τελευταίος άρχισε να καυχιέται για τα αήττητα κατορθώματά του σε μονομαχίες, ο Αλέξιος του συνέστησε με ευγένεια να δοκιμάσει άλλη τακτική, όταν θα πολεμούσε τους Τούρκους.
Το επεισόδιο τυποποιεί τις σχέσεις μεταξύ του αυτοκράτορα και των Φράγκων. Οι άξεστοι ιππότες από τη Δύση είχαν αναπόφευκτα εντυπωσιαστεί από τη λαμπρότητα του παλατιού και από την εύρυθμη, προσεκτική εθιμοτυπία του και τους ήρεμους, ευγενικούς τρόπους των αυλικών. Αλλά όλ' αυτά τους πείραζαν. Η πληγωμένη υπερηφάνειά τους τους έκανε αναιδείς και βάναυσους, σαν άτακτα παιδιά.
Οι σταυροφορικοί στρατοί έμειναν κατάπληκτοι από θαυμασμό για την ομορφιά και τη λαμπρότητα της πόλεως, απόλαυσαν την ανάπαυση και τις ανέσεις που τους προσέφερε. Ήσαν ευγνώμονες για τη διανομή χρημάτων και μεταξωτών ενδυμάτων εκ μέρους του αυτοκράτορα και για τα τρόφιμα και τα άλογα που τους διέθεσε. Οι αρχηγοί τους έδωσαν αμέσως τον όρκο υποτέλειας στον αυτοκράτορα και ανταμείφθηκαν με μεγαλοπρεπή δώρα.
Ο Stephen of Blois, γράφοντας τον επόμενο μήνα στη γυναίκα του Adela, κόρη του William του Κατακτητή, με την οποία είχε τακτική αλληλογραφία, ήταν σε έκσταση για την υποδοχή που του είχε κάνει ο αυτοκράτωρ. Έμεινε δέκα μέρες στο παλάτι όπου ο αυτοκράτωρ τον περιποιήθηκε σαν γιο του, δίνοντάς του, πολλές καλές συμβουλές και πολλά υπέροχα δώρα και προσφέροντάς του να εκπαιδεύσει τον μικρότερο γιο του. Στον Στέφανο έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η γενναιοδωρία του αυτοκράτορα προς όλους ανεξαρτήτως τους άνδρες του σταυροφορικού στρατού και για την άφθονη και καλά οργανωμένη χορήγηση εφοδίων στα στρατεύματα που βρίσκονταν ήδη στην εκστρατεία. "Ο πατέρας σου, αγάπη μου" έγραφε, εννοώντας τον William τον Κατακτητή, "έκανε μεγάλα και σπουδαία δώρα, αλλά δεν ήταν σχεδόν τίποτα συγκρινόμενος με αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δεν υπάρχει κανείς κάτω από τόν ουρανό πού νά είναι σαν καί αυτόν. In veritate tibi dico, hodie talis vivens homo non est sub caelo. Ipse enim omnes principe nostros largissime ditat, milites cunctos donis relevat, pauperes omnes dapibus recreat."
Ο στρατός έμεινε δεκαπέντε μέρες στην Κωνσταντινούπολη πριν μεταφερθεί στην Ασία. Ακόμα και η διάβαση του Βοσπόρου άρεσε στον Στέφανο του Μπλουά , ο οποίος είχε ακούσει ότι ο πορθμός ήταν επικίνδυνος, αλλ' αυτόν δεν τον βρήκε περισσότερο επικίνδυνο από το Μάρνη ή το Σηκουάνα. Βάδισαν κατά μήκος του κόλπου της Νικομήδειας, πέρασαν την ίδια τη Νικομήδεια για να ενωθούν με τα κύρια σταυροφορικά στρατεύματα που είχαν ήδη αρχίσει την πολιορκία της Νίκαιας. Ο Αλέξιος μπόρεσε πάλι νά αναπνεύσει. Είχε ζητήσει μισθοφόρους από τη Δύση. Αντί γι' αυτούς του έστειλαν μεγάλους στρατούς, τον καθένα με τους δικούς του αρχηγούς. Καμιά κυβέρνηση, στην πραγματικότητα, δεν ενδιαφέρεται να βρει πολυάριθμες ανεξάρτητες συμμαχικές δυνάμεις να εισβάλλουν στο έδαφός της, ιδιαιτέρως όταν είναι κατώτερου πολιτιστικού επιπέδου. Έπρεπε να διατεθούν τρόφιμα, έπρεπε να προληφθούν λεηλασίες.
Η πραγματική δύναμη των σταυροφορικών στρατών μονάχα κατά συμπέρασμα μπορεί να προσδιοριστεί. Οι μεσαιωνικές εκτιμήσεις είναι πάντοτε υπερβολικές αλλά ο συρφετός του Πέτρου του Ερημίτη, μαζί με τους πάρα πολλούς άμαχους, πιθανόν πλησίαζε τις είκοσι χιλιάδες. Οι κύριοι σταυροφορικοί στρατοί, του Raymond, του Godfrey και των βορείων Γάλλων, ο καθένας τους αριθμούσε περί τις δέκα χιλιάδες μαζί με τους αμάχους. Του Bohemund ήταν λίγο μικρότερος, και υπήρχαν και άλλες μικρότερες ομάδες. Αλλά στο σύνολο από εξήντα έως εκατό χιλιάδες άτομα πρέπει να μπήκαν στην αυτοκρατορία από την Δύση μεταξύ του καλοκαιριού του 1096 και της άνοιξης του 1097. Στο σύνολο, τα μέτρα του αυτοκράτορα για την αντιμετώπισή τους, πέτυχαν. Κανένας από τους σταυροφόρους δεν υπέφερε από έλλειψη τροφής όταν περνούσαν τη Βαλκανική.
Στην Κωνσταντινούπολη ο Αλέξιος είχε πετύχει να πάρει όρκο υποτέλειας από όλους τους ηγεμόνες εκτός από τον Raymond, με τον οποίον ήρθε σε ιδιαίτερη συνεννόηση. Δεν είχε ψευδαισθήσεις για την πρακτική αξία του όρκου ούτε και για τη φερεγγυότητα των ανθρώπων που τον είχαν δώσει. Αλλά τουλάχιστον αυτός του έδινε ένα νομικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε ν' αποδειχθεί σημαντικό. Το αποτέλεσμα δεν ήταν εύκολο να επιτευχθεί. Επειδή, παρ' όλο που οι συνετότεροι αρχηγοί, όπως ο Bohemund, και έξυπνοι παρατηρητές, όπως ο Fulcher de Chartres, είδαν την αναγκαιότητα της συνεργασίας με το Βυζάντιο, οι κατώτεροι ιππότες και οι οπλίτες θεώρησαν ότι ο όρκος ήταν μια ταπείνωση κι ακόμα μια προδοσία της εμπιστοσύνης. Είχαν προδιατεθεί εναντίον των Βυζαντινών από την ψυχρή υποδοχή που τους είχε κάνει ο πληθυσμός της υπαίθρου, τον οποίον νόμισαν ότι είχαν έρθει για να σώσουν.
Η Κωνσταντινούπολη, αυτή η μεγάλη λαμπρή πόλη, με όλον της τον πλούτο, τον πολυάσχολο πληθυσμό της από εμπόρους και βιοτέχνες, τους αυλικούς της ευγενείς με τις πολιτικές τους ενδυμασίες και τις πλούσια ντυμένες, βαμμένες, μεγάλες δέσποινες με την ακολουθία τους από ευνούχους και δούλους, τους προκαλούσε περιφρόνηση ανακατωμένη με μία στενόχωρη αίσθηση κατωτερότητας. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη γλώσσα ούτε τα έθιμα της χώρας, ακόμη και οι λειτουργίες στις εκκλησίες ήταν ξένες γι' αυτούς. Οι Βυζαντινοί τους ανταπέδιδαν την αντιπάθειά των. Για τους πολίτες της πρωτεύουσας, αυτοί οι άξεστοι, άνομοι ληστές, στρατοπεδευμένοι για τόσον καιρό στα προάστιά τους ήταν μια απερίγραπτη ενόχληση. Η έναρξη της Σταυροφορίας δεν προοιώνιζε καλά πράγματα για τις σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσεως.»
Μάϊος του 1097 καί ο ηνωμένος στρατός των Λατίνων στρατοπέδευε μπροστά στά τείχη της Νίκαιας, η οποία βρισκόταν στά τουρκικά χέρια από
τό 1078. Η πόλη είχε οχυρωθεί ισχυρά από τον τέταρτο αιώνα, και τα τείχη της, που είχαν ανάπτυγμα περί τα τέσσερα μίλια, με τους διακόσιους σαράντα
πύργους τους, επισκευάζονταν συνεχώς από τους Βυζαντινούς. Βρισκόταν στο ανατολικό άκρο της Ασκανίας λίμνης με τα δυτικά της τείχη να προβάλλουν
μέσα από τα ρηχά νερά και να σχηματίζουν ένα ακανόνιστο πεντάγωνο. Ο Γοδεφρείδος (Godefroy de Bouillon) στρατοπέδευσε έξω από το
βόρειο τείχος και ο Τανκρέδος Tancred έξω από το ανατολικό τείχος. Το νότιο τείχος αφέθηκε για το στρατό του Raymond. Ο
Σελτζούκος σουλτάνος, Kilidj Arslan Ι, μέ μία αιφνιδιαστική επίθεση, στίς 21 Μαΐου, προσπάθησε νά διασπάσει τόν κλοιό. Απέτυχε καί
αποτραβήχτηκε στά βουνά.
Η νίκη έδωσε χαρά στίς καρδιές των Λατίνων. Μεταξύ των νεκρών Τούρκων βρήκαν τα σχοινιά που είχαν φέρει για να δέσουν τους αιχμαλώτους που
ο σουλτάνος ήλπιζε να πιάσει. Για να ρίξουν το ηθικό της πολιορκημένης φρουράς, έκοψαν τα κεφάλια πολλών πτωμάτων του εχθρού και τα έριξαν
επάνω από τα τείχη ή τα κάρφωσαν σε λόγχες και τα περιέφεραν μπροστά στις πύλες. Μέ τίς πολιορκητικές μηχανές πού τούς εφοδίασε ο
Ελληνας Βασιλιάς, συνέχισαν την πολιορκία, αλλά η τουρκική φρουρά εφοδιαζόταν από τη λίμνη Ασκανία. Οταν βυζαντινός στολίσκος
μεταφέρθηκε διά ξηράς από τή θάλασσα καί απέκλεισε τήν πόλη από τή μεριά της λίμνης, η φρουρά παραδόθηκε στόν Ελληνα στρατηγό Μανουήλ Βουτουμίτη.
Στίς 19 Ιουνίου 1097, μόλις χάραξε η μέρα, οι σταυροφόροι είδαν τη σημαία του αυτοκράτορα να κυματίζει επάνω στους πύργους της πόλεως.
Οι οπλίτες των σταυροφόρων είχαν ελπίσει ότι θα λεηλατούσαν τα πλούτη της Νίκαιας και για αυτό είχαν την αίσθηση ότι τους είχαν στερήσει
τη λεία που λογάριαζαν νά αποκομίσουν. Αντ' αυτής τους επέτρεψαν να μπουν κατά μικρές ομάδες στην πόλη υπό την άμεση επιτήρηση της
αυτοκρατορικής φρουράς. Είχαν ελπίσει ότι θα έπαιρναν λύτρα για τους ευγενείς Σελτζούκους που θα αιχμαλώτιζαν. Αντ' αυτού, τους είδαν
να κατευθύνονται υπό συνοδεία, με όλα τα κινητά τους υπάρχοντα, στην Κωνσταντινούπολη ή προς τον αυτοκράτορα πού βρίσκονταν στο Πελεκάνο.
Η δυσαρέσκειά τους μετριάσθηκε από την γενναιοδωρία του αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος διέταξε αμέσως να δοθούν ως δώρο τρόφιμα σε κάθε σταυροφόρο
στρατιώτη, ενώ κάλεσε τους αρχηγούς καί τους έδωσε δώρα από χρυσάφι και κοσμήματα από τους θησαυρούς του σουλτάνου. Ο Stephen of Blois,
που είχε πάει εκεί μαζί με τον Raymond of Toulouse, έμεινε κατάπληκτος από το βουνό το χρυσάφι που ήταν το μερίδιό του.
(Από τίς περιγραφές των ιστορικών της εποχής, αμέσως αναδύεται η ανωτερότητα των Ελλήνων προγόνων μας έναντι των
υπολοίπων Ευρωπαίων. Υλικός πλούτος, τεχνογνωσία, πνεύμα, οργάνωση, πειθαρχία, πολιτισμός. Σέ όλα υπερτερούσαμε τότε....
Στήν σημερινή εποχή έχουν αντιστραφεί τά πράγματα άρδην.
Είμαστε βάρβαροι, απολίτιστοι, χρεωμένοι σαν κράτος, ανυπότακτοι, απείθαρχοι, όπως ήταν τότε οι άξεστοι σταυροφόροι.
Σήμερα είναι οι Γερμανοί, οι Βρετανοί καί οι Γάλλοι πού χαρακτηρίζονται από πειθαρχία, οργάνωση, πολιτισμό καί
τεχνογνωσία. Ισως αυτά πού λέγανε οι παλαιότεροι, ότι οι αιώνες της τουρκοκρατίας μας υποβίβασαν τόσο,
ίσως νά επιβεβαιώνονται.
Τότε ο Αλέξιος τάϊζε τούς ευρωπαϊκούς στρατούς καί τούς έδινε χρήματα, λές καί ήταν ζητιάνοι.
Σήμερα εμείς είμαστε οι ζητιάνοι. Ακόμα καί πληθυσμιακά έχουμε καταπέσει, αφού είμαστε ένα ασήμαντο κρατίδιο,
συγκρινόμενοι μέ τήν Ισπανία ή τήν Γερμανία. Καί όμως, τότε μπορούσαμε στρατιωτικά νά αντιμετωπίσουμε τό σύνολο των
ευρωπαϊκών δυνάμεων, πού είχαν εισέλθει στήν επικράτεια της αυτοκρατορίας μας. Περασμένα μεγαλεία καί διηγώντας τα νά κλαίς....
Αυτά βέβαια κρύβονται από τόν κόσμο καί γι'αυτό προσπαθεί τό δημοσιογραφικό καί πολιτικό μας κατεστημένο, τό οποίο
θέλει νά ρίξει στή λήθη
αιώνες δόξας καί μεγαλείου, αφού η Παγκοσμιοποίηση μας θέλει ταπεινούς καί υποταγμένους.
Μας θέλει να υποχωρούμε μπροστά στούς Σκοπιανούς, νά σκύβουμε μπροστά στούς Τούρκους, νά υπακούμε τυφλά τούς
Αμερικάνους, νά υποκλινόμαστε στούς Σιωνιστές. Ενώ η Τουρκία προβάλει
τούς αιώνες της παντοδυναμίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι δικοί μας προοδευτικοί δημοσιογράφοι καί καθηγητές
Πανεπιστημίου, υποστηρίζουν ότι .. τό Βυζάντιο δέν ήταν Ελληνικό!!)
Επιστρέφουμε στό Μεσαίωνα καί διαβάζουμε από τόν Marc Carrier γιά τήν πτώση της Νίκαιας:
«Pendant ce temps, les differentes armees de croises se rassemblaient en Asie Mineure. GODEFROI de Bouillon se dirigea vers NICOMEDIE ou TANCREDE vint le rejoindre avec l'armee de BOHEMOND. Ce dernier se trouvait a CONSTANTINOPLE pour negocier le ravitaillement des troupes. Pendant ce bref sejour, entre le 1 et le 3 mai 1097, PIERRE l'Ermite et les survivants de son expedition se joignirent aux croises, ainsi qu'un petit detachement d'ingenieurs byzantins sous le commandement de MANUEL BOUTOUMITES.
Des eclaireurs et des ingenieurs furent detaches du corps principal afin de frayer une route vers NICEE, puis le 4 mai, Godefroi, Tancrede, Robert de Flandres et Hugues de Vermandois quitterent NICOMEDIE. Ils passerent par CIVITOT et atteignirent NICEE le 6 mai. Godefroi campa au nord, Tancrede a l'est et le sud fut reserve a l'armee provencale (a l'ouest se trouvait le lac). Bohemond revint de la capitale peu de temps avant les premiers combats.
Le siege commenca le 14 mai 1097 par une premiere attaque des croises. Deux jours plus tard, l'armee de Raymond arriva, completant le blocus terrestre de la ville juste a temps pour repousser les premieres troupes de Kilidj Arslan venues renforcer la garnison. Le 21 mai, le sultan lui-meme parvenait devant NICEE et les negociations entreprises par les citadins avec les Byzantins furent rompues. Il attaqua les soldats de Raymond, qui furent en difficulte un moment, car Godefroi et Bohemond n'osaient pas quitter leur section du mur sans defense. Finalement, le contingent flamand vint a leur aide. La bataille dura toute la journee. Face a de telles forces, le sultan abandonna la ville a son sort.
Apres ce premier affrontement avec les Turcs, les croises s'apercurent rapidement que la ville etait ravitaillee du cote du lac ASCANIUS. Alors, les chefs demanderent au BASILEUS de leur fournir des navires pour effectuer un blocus naval, ce qu'il fit. Une petite flottille fut transportee sur le lac et MANUEL BOUTOUMITES en recut le commandement. Les navires furent mis a flot pendant la nuit du 17-18 juin. Comme le sultan Kilidj Arslan avait dit a la garnison de faire ce qu'elle croyait le mieux, lorsque celle-ci vit les vaisseaux BYZANTINS charges de troupes, elle retablit rapidement les negociations avec le COMMANDANT GREC. NICEE ouvrit sa porte donnant sur le lac a BOUTOUMITES et a ses troupes durant la nuit du 18-19 juin. (... όταν η φρουρά είδε τούς βυζαντινούς δρόμωνες γεμάτους οπλίτες, ξανάρχισε τίς διαπραγματεύσεις μέ τόν Ελληνα δοικητή. Η Νίκαια άνοιξε τίς θύρες της στόν Βουτουμίτη καί στα στρατεύματά του τή νύκτα της 18ης Ιουνίου).»
Μετά την πτώση της Νίκαιας, οι σταυροφόροι άρχισαν να κινούνται κατά μήκος της παλιάς βυζαντινής οδού που διέσχιζε τη Μικρά Ασία.
Η οδός από την Χαλκηδόνα (Kadikoy) και τη Νικομήδεια (Izmit) συναντούσε την οδό από την Ελενούπολη (Yalova) και τη
Νίκαια (Iznik) στις όχθες του ποταμού Σαγγαρίου (Sakarya) καί συνέχιζε πρός τό Δορύλαιο (Εσκί Σεχήρ). Σε ένα χωριό που
το έλεγαν Λεύκη, οι αρχηγοί έκαναν συμβούλιο. Αποφασίστηκε να χωρισθεί ο στρατός σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα αποτελούσαν οι
Νορμανδοί με τους άνδρες των κόμηδων της Φλάνδρας και του Blois και τους Βυζαντινούς οι οποίοι παρείχαν τους οδηγούς. Το δεύτερο τμήμα
περιλάμβανε τους νότιους Γάλλους και τους Λωρραινούς με τους άνδρες του κόμη de Vermandois. Αρχηγοί του πρώτου τμήματος ήταν ο
Bohemund μέ τόν ανηψιό του Ταγκρέδο και τον Ροβέρτο Κουρτ-Χεζ και του δευτέρου ο Raymond της Τουλούζης και ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν.
Η απώλεια της Νίκαιας ανησύχησε τόν σουλτάνο και η απώλεια του εκεί θησαυρού του ήταν σοβαρή. Αλλά
οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να είναι νομάδες. Η πραγματική πρωτεύουσα του σουλτάνου ήταν η σκηνή του. Τις τελευταίες
ημέρες του Ιουνίου ξαναγύρισε προς δυσμάς με όλα τά στρατεύματα του. Την 1η Ιουλίου, το πρωί στο Δορύλαιο, μία βροχή από βέλη έπεφτε πάνω
στούς σταυροφόρους του Βοημούνδου. Η επίθεση ήταν τόσο κεραυνοβόλα ώστε οι πάντες αιφνιδιάστηκαν. Σύμφωνα με την ταχτική των νομάδων
προγόνων τους, οι τουρκικές ίλες πλησίαζαν σε απόσταση βολής, άδειαζαν τις φαρέτρες τους, καί έπειτα έκαναν μεταβολή παραχωρώντας τη θέση τους
σέ άλλες ομάδες καβαλάρηδων τοξοτών. Μάταια οι Φράγκοι, που αποδεκατίζονταν από αυτό το χαλάζι των βελών, εφορμούσαν για να έρθουν
σέ επαφή με τον αντίπαλο. Αυτός, αποφεύγοντας την επαφή, υποχωρούσε κάθε φορά.
Μα ο Βοημούνδος, πριν κυκλωθεί, είχε προφτάσει να ειδοποιήσει το άλλο φράγκικο τμήμα για τον κίνδυνο όπου βρισκόταν.
Επί τέλους, κατά το μεσημέρι, οι απελπισμένοι σταυροφόροι είδαν τους συντρόφους τους να καταφθάνουν, με επικεφαλής
τον Γοδεφρείδο του Μπουγιόν και τον Ούγο του Βερμαντουά. Οι Τούρκοι δεν είχαν αντιληφθεί ότι δεν είχαν παγιδεύσει ολόκληρο
τον σταυροφορικό στρατό. Όταν είδαν τους νεοερχομένους δίστασαν και έπεσαν σε αμηχανία. Ο δισταγμός τους μετεβλήθη σε πανικό από την ξαφνική
εμφάνιση του επισκόπου του Le Puy και ενός αποσπάσματος από σιδερόφραχτους ιππείς επάνω στα υψώματα πίσω τους. Ο Adhemar είχε ο
ίδιος σχεδιάσει αυτόν τον ελιγμό και βρήκε Ελληνες οδηγούς να τον πάνε από ορεινά μονοπάτια. Η επέμβασή του εξασφάλισε το θρίαμβο των
σταυροφόρων. Οι Τούρκοι έσπασαν τις γραμμές τους και σε λίγο έφευγαν προτροπάδην προς ανατολάς. Στη βιασύνη τους εγκατέλειψαν το
στρατόπεδό τους άθικτο και οι σκηνές του σουλτάνου και των εμίρηδων έπεσαν, με όλους τους θησαυρούς τους, στα χέρια των Χριστιανών.
Η μάχη του Δορυλαίου (Eskisehir) έλυσε για περισσότερο από έναν αιώνα το πρόβλημα της ισχύος στην Εγγύς Ανατολή. Από τη μάχη
του Μαντζικέρτ (Μαλασκέρδη ή Malazgirt) και τη σύλληψη ενός βυζαντινού αυτοκράτορα από έναν Τούρκο σουλτάνο, στα 1071, η τουρκική δύναμη
κυριαρχούσε στην Ανατολή. Η μάχη της 1ης Ιουλίου του 1097 ανήγγειλε στον κόσμο ότι είχε γεννηθεί μια καινούργια δύναμη, η φράγκικη δύναμη, που
θα κυριαρχούσε από τώρα και στο εξής. Από αυτή τη μάχη θα προκύψουν δυο αιώνες ευρωπαϊκής ηγεμονίας στην Ανατολή, δυο αιώνες που στη διάρκειά
τους ο τουρκικός επεκτατισμός θα υποχωρήσει όχι μονάχα μπροστά στη φράγκικη κατάχτηση στη Συρία και στην Παλαιστίνη, αλλά και μπροστά στη
βυζαντινή επανάκτηση της Μικράς Ασίας.
Ζωντανές εντυπώσεις μας δίνει ο ανώνυμος χρονογράφος του «Gesta Francorum»:
«Πρέπει ν' αναγνωρίσουμε τα στρατιωτικά προτερήματα και τη γενναιότητα των Τούρκων. Νόμιζαν πως θα μας τρομάξουν με το
χαλάζι των βελών τους, όπως είχαν τρομάξει τους Άραβες, τους Αρμένιους, τους Σύρους και τους Έλληνες. Αλλά με τη χάρη του Θεού, δε θα μας
επιβληθούν! Αληθινά αναγνωρίζουν από την πλευρά τους πως κανείς, έξω απ' τους Φράγκους και αυτούς, δεν έχει το δικαίωμα να λέγεται ιππότης».
(Quis unquam tam sapiens aut doctus audebit describere prudentiam militiamque et fortitudinem Turcorum? Qui putabant terrere gentem Francorum minis suarum
sagittarum, sicut terruerunt ARABES, SARACENOS, et HERMENIOS, SURANIOS et GRECOS. Sed si Deo placet nunquam tantum ualebunt, quantum nostri.
Verumtamen dicunt se esse de Francorum generatione, et quia nullus homo naturaliter debet esse miles nisi Franci et illi. Veritatem dicam quam nemo audebit
prohibere).
Ακολουθεί η αφήγηση της μάχης του Δορυλαίου, από τόν Αραβα χρονικογράφο από τή Δαμασκό Ibn al-Qalanisi (1070 - 1160):
«When he had thus killed a great number, they turned their forces against him, defeated him, and scattered his army, killing many and taking many captive, and plundered and enslaved. The Turkmens, having lost most of their horses, took to flight. The KING OF THE GREEKS bought a great many of those whom they had enslaved, and had them transported to CONSTANTINOPLE. When the news was received of this shameful calamity to the cause of Islam, the anxiety of the people became acute and their fear and alarm increased. The date of this battle was the 20th of Rajab (4th July, 1097).»
Παραθέτω καί τή σχετική αφήγηση της Κομνηνής η οποία στην διήγησή της, δεν παραλείπει καί αναφορές στήν «Ιλιάδα» του Ομήρου:
«Μάχης ουν καρτεράς γενομένης, εκ πολλών χειρών καί δυνάμεων καί μηδέ θατέρου μέρους τά νώτα θατέρω διδόντος, επεί θαρραλεώτερον οι Τούρκοι τοις εναντίοις εμάχοντο, τούτο θεασάμενος ο Βαϊμούντος του δεξιού κέρως εξάρχων, του λοιπού στρατεύματος διαιρεθείς κατ' αυτού του Κλιτζιασθλάν σουλτάν ιταμώς εξώρμησε, λέων ορεσίτροφος, αλκι πεποιθώς, βοσκομένης αγέλης βούς αρπάση, κατά τόν Όμηρον.»
Ξεκινώντας στις 3 Ιουλίου σ' ένα συνεχές σώμα, για ν' αποφύγει την επανάληψη του κινδύνου που διέτρεξε στο Δορύλαιο,
ο στρατός αγωνιζόταν να περάσει το μικρασιατικό οροπέδιο προς τα νοτιοανατολικά. Αφού πέρασε μέσα από το Πολύβοτο,
έστρεψε προς την Αντιόχεια της Πισιδίας, όπου θα ήταν δυνατό να βρεθούν τρόφιμα καί νερό καί κατέληξε στο Φιλομήλιον (Ακσεχιρ).
Από το Φιλομήλιον και έπειτα ο δρόμος τους περνούσε από ερημωμένη χώρα ανάμεσα στα βουνά και την έρημο.
Μέσα στην αδιάκοπη ζέστη, στην καρδιά του καλοκαιριού, οι βαριά οπλισμένοι ιππότες και τα άλογά τους καθώς και οι πεζοί
στρατιώτες υπέφεραν όλοι τρομερά. Δεν υπήρχε πουθενά νερό εκτός από τα αλμυρά έλη της ερήμου και καμιά βλάστηση εκτός από
αγκαθωτούς θάμνους, των οποίων τα κλαδιά μασούσαν σε μια μάταιη απόπειρα να βγάλουν λίγη υγρασία.
Έβλεπαν τις παλιές βυζαντινές στέρνες πλάι στο δρόμο, αλλά όλες τους είχαν καταστραφεί από τους Τούρκους.
Πρώτα χάθηκαν τα άλογα. Πολλοί ιππότες αναγκάστηκαν να βαδίζουν πεζή, έβλεπε κανείς πολλούς να καβαλούν βόδια, ενώ άλλοι
μάζευαν πρόβατα και κατσίκες και σκύλους για να σύρουν τά αμάξια των αποσκευών. Αλλά το ηθικό του στρατού παρέμενε υψηλό.
Στο σταυροφόρο Fulcher de Chartres, η συναδελφότητα των στρατιωτών που προέρχονταν από τόσο διαφορετικές χώρες και μιλούσαν τόσο διαφορετικές γλώσσες,
φαινόταν κάτι εμπνευσμένο από το Θεό:
«Mais aussi qui jamais a entendu dire qu'autant de nations de langues differentes aient
ete reunies en une seule armee, telle que la notre:, ou se trouvaient rassembles Francs, habitans de la Flandre,
Frisons, Gaulois, Bretons, Allobroges, Lorrains, Allemands, Bavarois, Normands, Ecossais, Anglais, Aquitains, Italiens,
gens de la Pouille, Espagnols, Daces, Grecs et Armeniens? Quoique divises par le langage, nous semblions tous autant de
freres et de proches parens unis dans un meme esprit, par l'amour du Seigneur.»
Στα μέσα του Αυγούστου, οι σταυροφόροι έφθασαν στο Ικόνιο, μητρόπολη της επαρχίας Λυκαονίας. Το Ικόνιο (Konya)
ήταν στα χέρια των Τούρκων επί δεκατρία χρόνια, και ο Kilidj Arslan επρόκειτο σύντομα να το διαλέξει ως τη νέα του πρωτεύουσα. Αλλά για
την ώρα ήταν εγκαταλειμμένο. Οι Τούρκοι είχαν φύγει στα βουνά με όλα τα κινητά υπάρχοντά τους. Αλλά δεν μπορούσαν να καταστρέψουν τα ποταμάκια
και τους δενδρόκηπους στην ωραία κοιλάδα του Μεράμ, πίσω από την πόλη. Η γονιμότητά της γοήτευσε τους κουρασμένους χριστιανούς. Αναπαύθηκαν
εκεί αρκετές ημέρες για νά ανακτήσουν τις δυνάμεις τους. Όλοι τους είχαν ανάγκη από ανάπαυση ακόμα και οι αρχηγοί τους είχαν εξαντληθεί. Ο
Godfrey είχε πληγωθεί μερικές ημέρες πρωτύτερα από μια αρκούδα που κυνηγούσε. Ο Raymond of Toulouse ήταν βαριά άρρωστος και
όλοι νόμιζαν πως θα πέθαινε. Ο επίσκοπος της Orange του έδωσε τα άχραντα μυστήρια, αλλά η παραμονή στο Ικόνιο τον θεράπευσε και μπόρεσε να
βαδίσει μαζί με το στράτευμα όταν αυτό ξεκίνησε πάλι.
Οι Λατίνοι στρατιώτες από τό Ικόνιο έφθασαν στη γόνιμη κοιλάδα της Ηράκλειας. Στην Ηράκλεια (Eregli) βρήκαν ένα μικρό στρατό,
υπό τον εμίρη Χασάν και τον Δανισμένδη εμίρη. Οι δυο εμίρηδες, ανησυχώντας για τις κτήσεις τους στην Καππαδοκία, προφανώς είχαν την
ελπίδα ότι με την παρουσία τους θά ανάγκαζαν τους σταυροφόρους να επιχειρήσουν να περάσουν τους αυχένες του Ταύρου προς την ακτή. Αλλά μόλις
είδαν τους Τούρκους, οι σταυροφόροι, έκαναν επίθεση με επικεφαλής τον Bohemund, που αναζήτησε τον ίδιο τον Δανισμένδη εμίρη. Οι
Τούρκοι δεν είχαν διάθεση για μάχη εκ παρατάξεως και υποχώρησαν γρήγορα προς βορρά, εγκαταλείποντας τις πόλεις στους χριστιανούς. Ένας κομήτης,
λάμποντας στον ουρανό, φώτιζε τη νίκη.
Χρειάστηκε τώρα πάλι να συζητήσουν σχετικά με το δρόμο που θά ακολουθούσαν. Λίγο ανατολικότερα από την Ηράκλεια ο κύριος δρόμος
οδηγούσε μέσα από τα βουνά του Ταύρου περνώντας τη φοβερή διάβαση των Πυλών της Κιλικίας και έβγαινε στην Κιλικία. Αυτός ήταν ο κατ'
ευθείαν δρόμος προς την Αντιόχεια (Antakya), αλλά παρουσίαζε μειονεκτήματα. Οι Πύλες της Κιλικίας δεν είναι εύκολες στη διάβαση.
Σε διάφορα σημεία ο δρόμος είναι τόσο απότομος και τόσο στενός ώστε ένα πολύ μικρό τμήμα που θα κατείχε τα υψώματα θα μπορούσε να προκαλέσει
εύκολα αναστάτωση σέ ένα αργοκίνητο στράτευμα. Η Κιλικία ήταν στα χέρια των Τούρκων, και το κλίμα εκεί τον Σεπτέμβριο, όπως τους ανέφεραν οι
Βυζαντινοί οδηγοί, ήταν από τα χειρότερα.
Από το άλλο μέρος, η πρόσφατη ήττα των Τούρκων άνοιξε το δρόμο προς την Καισάρεια (Kayseri). Από εκεί μια συνέχεια του μεγάλου
βυζαντινού στρατιωτικού δρόμου οδηγεί, περνώντας τον Αντίταυρο, στη Γερμανίκεια (Maras) και κάτω μέσα από το ευρύ χαμηλό πέρασμα
των Πυλών του Αμανού στην πεδιάδα της Αντιόχειας. Αυτός ήταν ο δρόμος που η κυκλοφορία από την Αντιόχεια στην
Κωνσταντινούπολη ακολουθούσε κυρίως κατά τα χρόνια προ των τουρκικών εισβολών και για την ώρα είχε το πλεονέκτημα ότι περνούσε από
εδάφη που κατείχαν Αρμένιοι ηγεμονίσκοι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, υποτελείς, έστω κατ' όνομα, του αυτοκράτορα και κατά πάσαν πιθανότητα ευνοϊκά
διατεθειμένοι. Αυτός ο τελευταίος δρόμος υποδειχθηκε από το στρατηγό Τατίκιο και τόν ακολούθησε η πλειοψηφία των Φράγκων μαχητών.
Στην προσέγγισή των σταυροφόρων, οι Τούρκοι εξαφανίσθηκαν και παρ' όλο ότι ο Βοημούνδος ξεκίνησε να τους καταδιώξει, δεν κατόρθωσε να πάρει
επαφή μαζί τους. Στά Κόμανα της Καππαδοκίας, οι κάτοικοι δέχτηκαν με χαρά τους ελευθερωτές τους, οι οποίοι κάλεσαν τον Τατίκιο να
ορίσει έναν κυβερνήτη να διοικεί την πόλη στο όνομα του αυτοκράτορα. Ο Τατίκιος έδωσε τη θέση στον Pierre d'Aulps (Πετραλίφη),
έναν Προβηγκιανό ιππότη ο οποίος είχε περάσει στην υπηρεσία του αυτοκράτορα. Η εκλογή υπήρξε διακριτική και το επεισόδιο έδειξε ότι οι Φράγκοι
και οι Βυζαντινοί μπορούσαν ακόμα να συνεργάζονται και να εφαρμόζουν τη συνθήκη που είχε γίνει μεταξύ των ηγεμόνων και του αυτοκράτορα.
Αλλά ο Ταγκρέδος (Tancrede de Hauteville), ανιψιός του Βοημούνδου, με ένα σώμα Νορμανδών της Κάτω Ιταλίας και με τον αδελφό του
Γοδεφρείδου, τον Βαλδουίνο της Βουλώνης (Baudoin de Flandres), αποφάσισαν νά αποσπασθούν από το κύριο στράτευμα και να περάσουν στην
Κιλικία. Καί εκεί, οι Φράγκοι έβρισκαν ως αναπάντεχους συμμάχους τούς Αρμένιους. Ως γνωστόν, την εποχή της κατάχτησης της Μεγάλης Αρμενίας
από τους Τούρκους, στον ενδέκατο αιώνα, ένα μέρος του αρμενικού πληθυσμού, για να γλιτώσει από το μουσουλμανικό ζυγό, είχε υποχωρήσει προς
την Καππαδοκία, την Κιλικία, ως την περιοχή της Έδεσσας (Ούρφα ή SanliUrfa), στα βορειοανατολικά της Συρίας.
Αν στην πεδιάδα της Κιλικίας και στην Καππαδοκία η αρμενική αυτή μετανάστευση δεν είχε κατορθώσει να εμποδίσει τη χώρα να υποστεί κι αυτή την
τουρκική κυριαρχία, δραστήριοι Αρμένιοι αρχηγοί είχαν εγκατασταθεί σταθερά στις αετοφωλιές του Ταύρου, όπως και στη
Μελιτηνή (Malatya), και ως την Έδεσσα, όπου, χάρη σέ ένα θαύμα ικανότητας και θάρρους, είχαν διατηρήσει, μαζί με τη χριστιανική
τους πίστη, την πολιτική τους ανεξαρτησία. Η άφιξη των σταυροφόρων θα έφερνε σ' αυτούς τους ηρωικούς χριστιανούς μιαν ανέλπιστη βοήθεια, η οποία
όμως πολλές φορές θά αποδεικνύονταν μοιραία.
Ο Ταγκρέδος κι ο Βαλδουίνος έφθασαν στην Ταρσό καί ο χριστιανικός πληθυσμός της πόλης κτύπησε την τουρκική φρουρά,
που πανικόβλητη εκκένωσε την πόλη. Ελληνες καί Αρμένιοι πάλι υποδέχτηκαν τον Ταγκρέδο στα Αδανα (Adana) και του άνοιξαν τις
πύλες, τόν Σεπτέμβριο του 1097 καί τό ίδιο έκαναν στά Μάμιστρα ή Μόψους (Misis) τόν Οκτώβριο.
Ο Βαλδουίνος, μετά από πρόσκληση του κουροπαλάτη του αυτοκράτορα Θεόδωρου (Θόρος), εισήλθε στήν Εδεσσα τό 1098.
Παραθέτω τήν εξέλιξη της πρόσκλησης από τήν «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους»του Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου:
«Ο διοικητής αυτής Θεόδωρος είχε προσκαλέσει τόν ηγεμόνα εκείνον ίνα από κοινού μετ'αυτού καταπολεμήση τούς πέριξ Τούρκους. Ο σταυροφόρος εισελθών ούτως εις τήν ελληνίδα πόλιν υιοθετείται υπό του γέροντος διοικητού, αλλά μετ'ολίγον διενεργήσας τήν δολοφονίαν του θετού πατρός γίνεται κύριος της πόλεως καί ορμώμενος απ'αυτήν ιδρύει τήν πρώτην φράγκικην εν τη Ανατολή ηγεμονίαν. Η διαγωγή αύτη του Βαλδουίνου ήτο τόσω μάλλον σκανδαλώδης όσω δέν προέκειτο περί πόλεως από Τούρκων ανακτηθείσης, προέκειτο περί κτήματος από χριστιανών αρπαγέντος. Καί έπειτα οι Φράγκοι ιστορικοί έχουσιν έτι τήν γενναιότητα νά ομιλώσι περί της απιστίας των Ελλήνων.»
Ο Αλέξιος, πρωτού προστρέξει σε βοήθεια των σταυροφόρων, αποφάσισε νά ξεκαθαρίσει πόλεις καί λιμάνια,
τα οποία κατείχαν σύμφωνα με την Κομνηνή οι βάρβαροι:
«
Αλλά ταύτα μέν τά κατά τήν Αντιόχειαν, ο δέ γε αυτοκράτωρ πολλήν μέν είχε τήν προθυμίαν αυτός εις αρωγήν των Κελτών
παραγενέσθαι, απείργε δ' αυτόν καίπερ σφαδάζοντα η των κατά θάλατταν διακειμένων πόλεών τε καί χωρών λεηλασία καί παντελής
ερείπωσις. Ο μέν γάρ Τζαχάς τήν Σμύρνην ωσπερ ιδιόν τι λάχος κατείχεν, ο δέ γε Ταγγριπερμής καλούμενος πόλιν τινά Εφεσίων
αγχού της θαλάττης διακειμένην. Καί άλλος άλλα φρούρια των σατραπών κατέχοντες ως αργυρωνήτοις τοις Χριστιανοίς εκέχρηντο
άπαντα ληζόμενοι, αλλά καί αυτάς δή τάς νήσους Χίον τε και Ρόδον κατέσχον ληστρικάς εκείθεν κατασκευάσαντες ναύς.
Διά τοι ταύτα δείν ελογίσατο πρότερον των κατά θάλατταν καί τόν Τζαχάν πρόνοιαν ποιήσασθαι, καί δυνάμεις διά ξηράς
αρκούσας καί στόλον ικανόν καταλιπείν, είτα δι' αυτών τάς των βαρβάρων αναχαιτίζειν ορμάς καί αντι καθίστασθαι
αυτοίς, καθ' ούτως μετά του λοιπού στρατεύματος της πρός Αντιόχειαν φερούσης αψασθαι μετά των αναμεταξύ βαρβάρων
ως ενόν μαχόμενος.»
Η συνδυασμένη επίθεση του Καίσαρα Ιωάννη Δούκα από τήν ξηρά και του Κωνσταντίνου Δαλασσηνού από τή θάλασσα ανάγκασε τον
εμίρη της Σμύρνης (Izmir) να παραδώσει τήν πόλη. Κατόπιν έπεσε η Έφεσος (Efes). Και ενώ ο βυζαντινός ναύαρχος μέ τούς
δρόμωνες του, ανακτούσε την ακτή και τα νησιά, ο Ιωάννης Δούκας βάδισε στην ενδοχώρα, κυριεύοντας τις Σάρδεις, την
Φιλαδέλφεια (Alasehir) και την Λαοδίκεια. Στο τέλος του φθινοπώρου του 1097, η επαρχία ολόκληρη ήταν καί πάλι ελληνική καί μόλις
θα περνούσε ο χειμώνας ο Αλέξιος είχε σκοπό νά αποκαταστήσει τον έλεγχο επάνω στο δρόμο που οδηγούσε από το Πολύβοτο και το
Φιλομήλιον προς νότο στην πόλη του Ατταλου, και από εκεί κατά μήκος της ακτής προς ανατολάς, στήν Κιλικία.
Στο μεταξύ, οι υπόλοιποι σταυροφόροι παρακάμπτανε από τα βορειοανατολικά τον ορεινό όγκο του Αντιταύρου ως την Καισάρεια,
από όπου ξανακατέβηκαν προς τή Γερμανικεία (Μαράς) ενώ οι βυζαντινοί κάτοικοι τους υποδεχόταν παντού με συγκινητικό ενθουσιασμό.
Στις 16 του Οκτώβρη εισέβαλλαν στη Συρία. Στις 21 Οκτωβρίου 1097, ο Βοημούνδος, με τις προφυλακές, έφτανε ως την
πόλη του Αντίοχου. Η πόλη βρισκόταν υπό τήν κυριαρχία του Σιγιάν καί ο πληθυσμός της πόλεως των οποίο αποτελούσαν Ελληνες,
Σύριοι καί Αρμένιοι, ήταν εχθρικά διακείμενος πρός τόν κυβερνήτη. Οι σταυροφόροι έμειναν κατάπληκτοι από το θέαμα της μεγάλης πόλεως. Τα
σπίτια και οι αγορές της Αντιόχειας κάλυπταν μια πεδιάδα που είχε μήκος περίπου τρία μίλια και βάθος ένα μίλι μεταξύ του ποταμού
Ορόντη και του όρους Σιλπίου. Οι επαύλεις και τα παλάτια των πλουσίων ήταν σκορπισμένα στις πλαγιές του βουνού. Γύρω από όλα αυτά
υψώνονταν οι τεράστιες οχυρώσεις που είχαν κατασκευασθεί από τους Βυζαντινούς με τα τελευταία τεχνάσματα της τεχνικής τους επιτηδειότητας.
Η πόλη της Αντιόχειας βρίσκεται επάνω στον ποταμό Ορόντη, περί τα δώδεκα μίλια από τη θάλασσα. Είχε ιδρυθεί το 300 π.Χ. από τον
Σέλευκο Ι της Συρίας. Σύντομα αναπτύχθηκε και έγινε η πρώτη πόλη της Ασίας, και υπό την ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν η τρίτη πόλη στον
κόσμο. Για τους χριστιανούς ήταν ιδιαίτερα ιερή γιατί εκεί πήραν για πρώτη φορά το όνομα χριστιανοί και εκεί ο Απόστολος Πέτρος είχε
ιδρύσει την πρώτη επισκοπή του. Τον έκτο αιώνα, σεισμοί και μια λεηλασία από τους Πέρσες είχαν μειώσει τη λαμπρότητά της και μετά την
αραβική κατάκτηση είχε παρακμάσει, προς όφελος της αντιζήλου της στην ενδοχώρα του Χαλεπίου. Η ανάκτησή της από το Βυζάντιο κατά τον
δέκατο αιώνα αποκατέστησε μέρος από το μεγαλείο της. Έγινε ο κυριότερος τόπος συναντήσεως του χριστιανικού και του μωαμεθανικού εμπορίου και
το ισχυρότερο φρούριο στη συριακή μεθόριο.
Ο Σουλεϊμάν Ibn Κουτουλμίς την κυρίευσε το 1085 καί έκτοτε ήταν υπό μουσουλμανική κυριαρχία. Η πολιορκία ξεκίνησε αμέσως, αλλά η
συνοχή του σταυροφορικού στρατού κλυδωνίζονταν από συνεχείς διενέξεις ανάμεσα στούς αρχηγούς, ιδιαίτερα ανάμεσα στόν Ραϋμόνδο καί τόν
Βοημούνδο, αφού καί οι δύο διεκδικούσαν τήν αρχηγία της πόλης, μετά τήν επικείμενη άλωσή της. O Γάλλος χρονικογράφος Foulcher de Chartres
(1059-1127) περιγράφει τά βασανιστήρια των χριστιανών κατοίκων της Αντιόχειας, στούς οποίους ξέσπαγαν οι Τούρκοι στρατιώτες:
«... un jour, entre autres, il arriva que sept cents Turcs tomberent a la fois sous les coups des notres. Ces infideles avaient tendu un piege aux Francs, qui de leur cote s'etaient places en embuscade les premiers furent vaincus. Dans cette rencontre la puissance de Dieu se manifesta bien clairement; car tous nos gens revinrent sains et saufs a l'exception d'un seul que blessa l'ennemi. Mais, helas! les Turcs, transportes de rage, egorgeaient une foule de Chretiens, Grecs, Syriens, Armeniens etablis dans la ville, et puis, apres les avoir tues, ils lancaient leurs tetes avec des pierriers, et des frondes hors des murs, et jusque sous les yeux des notres, vraiment consistes d'un tel spectacle. (... αλοίμονο, οι Τούρκοι, παρασυρμένοι από τήν οργή τους, ξεκοίλιασαν ένα πλήθος από χριστιανούς Ελληνες, Σύριους καί Αρμένιους καί μετα εκσφενδόνιζαν τά κεφάλια τους έξω από τά τείχη...)»
Ο Τούρκος διοικητής Yaghi-Siyan περίμενε άμεση έφοδο κατά της πόλεως. Αλλά μεταξύ των αρχηγών των σταυροφόρων μόνο ο
Raymond γνωμάτευσε ότι έπρεπε να δοκιμάσουν να κυριεύσουν τα τείχη εξ εφόδου. Ο Θεός, είπε, ο οποίος τους είχε προστατεύσει
ως τότε, θα τους έδινε ασφαλώς τη νίκη. Η πίστη του δεν βρήκε ανταπόκριση από τους άλλους. Οι οχυρώσεις τούς φόβιζαν. Οι στρατιώτες ήταν
κουρασμένοι, δεν μπορούσαν τώρα νά αντιμετωπίσουν βαριές απώλειες. Επί πλέον, αν αργοπορούσαν, θα τους έρχονταν ενισχύσεις. Ο
Tancred επρόκειτο να έρθει από την Αλεξανδρέττα (Iskenderun). Ίσως σε λίγο ερχόταν ο αυτοκράτωρ με τις θαυμάσιες πολιορκητικές
μηχανές του. Ο Bohemund, ήταν αντίθετος στη γνώμη του Raymond. Οι φιλοδοξίες του τώρα συγκεντρώθηκαν στην κατάληψη της Αντιόχειας
για τον εαυτό του. Όχι μόνο θα προτιμούσε να μην την ιδεί να λαφυραγωγείται από την αρπακτικότητα ενός στρατού που ανυπομονούσε να λαφυραγωγήσει
μια πλούσια πόλη, αλλά, ακόμα πιο σοβαρά, φοβόταν ότι, αν κυριευόταν από την ενωμένη προσπάθεια της Σταυροφορίας, δεν θα μπορούσε ποτέ να
στηρίξει αποκλειστική διεκδίκησή της για τον εαυτό του.
Το χειμώνα, υποφέροντας από τό κρύο, οι σταυροφόροι άρχισαν νά αποθαρρύνονται, παρά τις επιτυχίες που είχαν. Στα μέσα του Νοεμβρίου μια
εκστρατεία υπό τον Bohemund κατόρθωσε να παρασύρει τη φρουρά του Χαρένκ έξω από το φρούριό της και να την εξοντώσει πλήρως. Σχεδόν την ίδια
μέρα μια γενουάτικη μοίρα από δεκατρία πλοία εμφανίστηκε στο λιμάνι του Αγίου Συμεών, το οποίο οι σταυροφόροι με τη βοήθειά της
κατόρθωσαν να καταλάβουν. Αλλά αυτές οι επιτυχίες επισκιάσθηκαν από το πρόβλημα της διατροφής του στρατού. Όταν οι σταυροφόροι πρωτομπήκαν
στην πεδιάδα της Αντιόχειας, την είχαν βρει γεμάτη από εφόδια. Τα πρόβατα και τα βόδια ήταν άφθονα και οι αποθήκες των χωριών είχαν ακόμη το
μεγαλύτερο μέρος της συγκομιδής του έτους. Τώρα ήταν αναγκασμένοι να στέλνουν στρατιώτες για να μαζεύουν εφόδια όλο και σε μεγαλύτερη ακτίνα,
και ως εκ τούτου ήταν πιο πολύ εκτεθειμένοι στον κίνδυνο να εξοντωθούν από Τούρκους που κατέβαιναν από τα βουνά.
Ο Yaghi-Siyan, τη νύχτα της 29ης Νοεμβρίου, έκανε μια έξοδο με πολλές δυνάμεις από μία γέφυρα και έπεσε επάνω στους σταυροφόρους που
ήταν στρατοπεδευμένοι βορείως του ποταμού Ορόντη. Η επίθεση ήταν αναπάντεχη, αλλά η ετοιμότητα του Raymond de saint Gilles έσωσε την κατάσταση.
Συγκέντρωσε βιαστικά μια ομάδα από ιππότες και έκανε επέλαση μέσα στο σκοτάδι εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι γύρισαν πίσω και έφυγαν από τη
γέφυρα. Ο Raymond τους καταδίωξε τόσο ορμητικά ώστε για μια στιγμή οι άνδρες του πέρασαν τη γέφυρα πριν κλείσουν οι πύλες. Φαινόταν ότι
επρόκειτο να δικαιολογηθεί η πεποίθηση του Raymond ότι η πόλη μπορούσε να κυριευθεί εξ εφόδου, οπότε ένα άλογο, που είχε ρίξει τον αναβάτη του,
έκανε απότομα πίσω σπρώχνοντας τους ιππότες που είχαν κατακλύσει τη γέφυρα και δημιουργώντας σύγχυση. Ήταν πολύ σκοτάδι για να ιδούν τι
συνέβαινε και προκλήθηκε πανικός μεταξύ των σταυροφόρων. Με τη σειρά τους έφυγαν κι αυτοί καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους, ώσπου
ανασυγκροτήθηκαν στο στρατόπεδό τους κοντά στην πλωτή γέφυρα. Οι Τούρκοι επέστρεψαν στην πόλη.
Στις αρχές Φεβρουαρίου 1098, ο αντιπρόσωπος του αυτοκράτορα Τατίκιος εγκατέλειψε ξαφνικά το στρατό. Είχε συνοδεύσει τη
Σταυροφορία από τη Νίκαια μέ ένα μικρό επιτελείο και με μια ομάδα κυρίως από οδηγούς και μηχανικούς και προφανώς είχε
καλές σχέσεις με τους αρχηγούς. Στα Κόμανα και στο Κόξον οι σταυροφόροι είχαν κανονικά παραδώσει τις κατακτήσεις τους σέ
αυτόν και αυτός στις αναφορές του εξήρε γενναιόφρονα τις πολεμικές τους ικανότητες. Σύμφωνα μέ τήν Αννα Κομνηνή, ο Bohemund τον
κάλεσε μια μέρα, και του είπε υπό απόλυτη εχεμύθεια ότι οι άλλοι αρχηγοί, όντας δυσαρεστημένοι μέ τήν στάση του αυτοκράτορα, σχεδίαζαν τή δολοφονία του:
«Οπερ μεμαθηκώς ο Βαϊμούντος καί μή θέλων τήν Αντιόχειαν παραδούναι πρός τόν Τατίκιον κατά τούς προ γεγονότας πρός τόν βασιλέα όρκους, αλλ' εαυτώ μνηστευόμενος ταύτην, βουλήν βουλεύεται πονηράν δι' ής αυτόν άκοντα μεταναστεύσαι παρασκευάσειε. Προσελθών τοίνυν αυτλω φησιν, «Απόρρητόν τι αποκαλύψαι σοι βούλομαι, κηδόμενός σου της σωτηρίας. Λόγος τις τοις ωσί των κομήτων ενηχηθείς συνετάραξεν αυτών τάς ψυχάς, ότι τούς από του Χοροσάν ερχομένους ο βασιλεύς τόν σουλτάνον έπεισε καθ' ημών εκπέμψαι. Τούτο δέ πιστόν οι κόμητες ηγησάμενοι κατά της σης μελετώσι ζωής. Καγώ μέν τουμόν ήδη πεπλήρωκα καί τόν επερχόμενόν σοι προείρηκα κίνδυνον, του λοιπού σόν εστιν, υπέρ της εαυτού καί των υπό σέ ταγμάτων φροντίσαι σωτηρίας.»
Πραγματικά, η έξαψη του στρατού τη στιγμή εκείνη ήταν τέτοια, ώστε ένας αποδιοπομπαίος τράγος ήταν επιθυμητός. Εκ παραλλήλου, ο βυζαντινός
στρατηγός πίστευε ότι οι σταυροφόροι, εξασθενημένοι και με πεσμένο ηθικό από την πείνα, δεν θά μπορούσαν νά κυριεύσουν το μεγάλο φρούριο.
Η συμβουλή του να εξαναγκάσουν την πόλη να παραδοθεί από την πείνα καταλαμβάνοντας τα φρούρια που δέσποζαν των πιο μακρινών προσβάσεών της,
είχε αγνοηθεί. Γι' αυτό ο Τατίκιος ανάγγειλε ότι έπρεπε να επιστρέψει σε αυτοκρατορικό έδαφος για να οργανώσει πιο ικανοποιητικό σύστημα ανεφοδιασμού
και επιβιβάστηκε σέ ένα πλοίο για την Κύπρο από το λιμάνι του Αγίου Συμεών. Αλλά μόλις έφυγε, οι προπαγανδιστές του
Bohemund διέδωσαν ότι έφυγε από δειλία εν όψει της επικείμενης τουρκικής επιθέσεως.
Ο Βοημούνδος στό μεταξύ, είχε δημιουργήσει μια σχέση με έναν αξιωματικό μέσα στην πόλη της Αντιόχειας, του οποίου το όνομα
ήταν Φιρούζ. Ο Φιρούζ (Firouz) ήταν Αρμένιος που είχε ασπασθεί τον μωαμεθανισμό (αρνησίθρησκος), και είχε καταλάβει μεγάλη θέση στην
κυβέρνηση του Yaghi-Siyan. Ο Φιρούζ θά γίνονταν προδότης γιά δεύτερη φορά. Παρακίνησε τον Bohemund να συγκεντρώσει τον σταυροφορικό στρατό
εκείνο το απόγευμα και να τον οδηγήσει προς ανατολάς, σαν να επρόκειτο να πάει ν' αναχαιτίσει τον πρίγκηπα της Μοσσούλης Κερβογά (Kerbogha),
κατόπιν, όταν θα νύχτωνε, οι στρατιώτες να γύριζαν στο δυτικό τείχος έχοντας μαζί τους σκάλες για ν' ανεβούν στον πύργο όπου αυτός θα τους περίμενε.
Ο Bohemond de Tarente ακολούθησε τη συμβουλή του. Μόλις έδυσε ο ήλιος, ο σταυροφορικός στρατός ξεκίνησε βαδίζοντας
προς ανατολάς με το ιππικό να προχωρεί στην κοιλάδα μπρος από την πόλη και το πεζικό ν' ακολουθεί πίσω στα ορεινά μονοπάτια.
Οι Τούρκοι μέσα στην πόλη τους είδαν να φεύγουν κι ανακουφίστηκαν περιμένοντας να περάσουν μια ήσυχη νύχτα.
Αλλά στη μέση της νύχτας δόθηκε διαταγή σ' όλο το στρατό να γυρίσει πίσω στο δυτικό τείχος. Λίγο πριν από την αυγή οι
στρατιώτες του Bohemund έφθασαν μπροστά από τον "Πύργο των Δύο Αδελφών". Μια σκάλα τοποθετήθηκε στον πύργο,
και ο ένας μετά τον άλλον, εξήντα ιππότες ανέβηκαν επάνω με επικεφαλής τον Fulk de Chartres, και μπήκαν από ένα παράθυρο
ψηλά στο τείχος, σε έναν θάλαμο όπου ο Φιρούζ περίμενε. Οι ιππότες έθεσαν καί άλλους πύργους υπό τον έλεγχό τους,
ενώ μερικοί στρατιώτες κατέβηκαν στην πόλη και ξεσήκωσαν τους χριστιανούς κατοίκους και με τη βοήθειά τους άνοιξαν την
"Πύλη του Αγίου Γεωργίου" και την "Μεγάλη Πύλη της Γέφυρας", απέναντι από τις οποίες περίμενε ο όγκος του χριστιανικού στρατού.
Οι σταυροφόροι έμπαιναν τώρα από τις πύλες χωρίς να συναντούν σοβαρή αντίσταση. Έλληνες και Αρμένιοι ενώθηκαν μαζί τους
για να σφάζουν κάθε Τούρκο που έβλεπαν. Ο ίδιος ο Yaghi-Siyan, όταν ξύπνησε από τις κραυγές, έκρινε ότι όλα είχαν χαθεί
καί εξαφανίσθηκε μέ τη σωματοφυλακή του. Ορισμένοι Τούρκοι οχυρώθηκαν στήν Ακρόπολη πριν μπορέσουν οι σταυροφόροι να φθάσουν
εκεί, αλλά όλοι οι υπόλοιποι κατεσφάγησαν. Μάλιστα ενισχύσεις πού εστάλησαν από τους Σελτζουκίδες της Περσίας, με αρχηγό τον
εμίρη της Μοσούλης Κερβογά, κατενικήθηκαν, όταν σύμφωνα μέ τό θρύλο έγινε ένα μεγάλο θαύμα. Έπειτα από ένα όραμα, ένας
προβηγκιανός προσκυνητής, ο Πιέρ Μπαρτελεμύ (Pierre Barthelemy), ξέθαψε στις 14 Ιουνίου, κάτω απ' τις πλάκες μιας εκκλησίας της
Αντιόχειας τήν "Αγία Λόγχη". Οι Φράγκοι, ένιωσαν ξαφνικά να εμψυχώνονται από μια τέτοια φλόγα. Στις 28 Ιουνίου, την αυγή, ο
Βοημούνδος έβγαλε το στρατό από την πύλη της γέφυρας καί μέ μία σφοδρή επέλαση των σιδερόφραχτων ιπποτών του σύντριψε τόν τουρκικό
στρατό. Τήν 28η Ιουνίου 1098, η πόλις πού είχε ιδρυθεί από τόν μακεδόνα Σέλευκο Α' τό Νικάτορα, πρός τιμήν του πατέρα του Αντίοχου
(στρατηγού του Φιλίππου), ήταν καί πάλι υπο χριστιανικό έλεγχο.
Τό 1098, το Ισλάμ ήταν διαιρεμένο σε δυο θρησκευτικές παρατάξεις: Το χαλιφάτο των Αββασιδών της
Βαγδάτης (Σουνίτες) και το χαλιφάτο των Φατιμιδών του Καΐρου (Σιίτες). Το πρώτο αναγνωριζόταν από τους Τούρκους, το δεύτερο από
το αραβικό βασίλειο της Αιγύπτου. Αυτό το θρησκευτικό σχίσμα συνδυαζόταν από τήν αντίθεση δύο φυλών: Αραβες εναντίον Τούρκων
καί ένα από τα κυριότερα σημεία της έριδας ανάμεσα στους δυο αντιπάλους ήταν η Παλαιστίνη. Η Κυβέρνηση της Αιγύπτου δέν
συγχωρούσε στους Τούρκους το γεγονός, ότι της είχαν αποσπάσει αυτή την επαρχία. Όταν τους είδε απασχολημένους με τη φράγκικη εισβολή
στο μέτωπο της Αντιόχειας, έκρινε τη στιγμή κατάλληλη για να τους επιτεθεί εκ των όπισθεν, από την πλευρά του ισθμού του Σουέζ, και να καταλάβει
ξανά την διαφιλονικούμενη ζώνη. Έτσι, τό καλοκαίρι του 1098 μετά από ξαφνική επίθεση από την πλευρά της Παλαιστίνης, ο
Μεγάλος Βεζίρης του Καΐρου, Σαχ αν-Σαχ αλ-Αφντάλ, πήρε την Ιερουσαλήμ από τά χέρια των Τούρκων.
Τόν Ιανουάριο του 1099, οι σταυροφόροι ξεκίνησαν γιά τόν αντικειμενικό τους στόχο πού ήταν η Ιερουσαλήμ. Ο Αλέξιος αισθανόταν προδομένος,
αφού δέν του παρέδωσαν τήν πόλη της Αντιόχειας, όπως είχαν δεσμευθεί μέ τούς όρκους στήν Κωνσταντινούπολη, αλλά καί οι σταυροφόροι θεωρούσαν
τίς συμφωνίες άκυρες, αφού ο αυτοκράτορας δέν είχε συνδράμει μέ στρατιωτικές δυνάμεις, όταν τόν είχαν ανάγκη. Ειδικά όμως η Αντιόχεια είχε
μεγάλη στρατηγική αλλά καί πνευματική σημασία γιά τήν αυτοκρατορία, δεδομένου ότι η Εκκλησία της ήταν από τίς παλαιότερες καί αποτελούσε ένα
από τά πέντε Πατριαρχεία της χριστιανοσύνης. Η Ιερουσαλήμ θεωρείτω δύσκολο νά ανακτηθεί καί γι'αυτό οι βυζαντινοί αυτοκράτορες διαπραγματεύονταν μέ
τούς Φατιμίδες της Αιγύπτου γιά νά πετύχουν ειδικά προνόμια στόν Πανάγιο Τάφο.
Τό Μάϊο, οι Λατίνοι έφθασαν στήν Τρίπολη του Λιβάνου, όπου ο εμίρης τούς προμήθευσε μέ τρόφιμα καί όλα τά αναγκαία εφόδια
γιά τό στρατό καί στή συνέχεια πέρασαν από τή Βηρυτό καί τήν Τύρο. Στίς 6 Ιουνίου, ο Tancred και ο Baldwin de Le Bourg έσπευσαν
μέ ένα μικρό απόσπασμα από ιππότες προς τη Βηθλεέμ. Έφθασαν τα μεσάνυχτα και οι τρομαγμένοι κάτοικοι νόμισαν στην αρχή ότι ήταν
Τούρκοι ή Αιγύπτιοι. Όταν ξημέρωσε και αναγνώρισαν τους ιππότες, ολόκληρη η πόλη πού κατοικείτω από Ελληνες καί
Σύριους βγήκε με τα ιερά λείψανα και με τους σταυρούς της Εκκλησίας της Γεννήσεως, να υποδεχθούν τους σωτήρες τους. Είχε
ανατείλει λοιπόν η ανέλπιστη μέρα του θριάμβου του Σταυρού πάνω στην Ημισέληνο! Όλοι αυτοί οι δυστυχισμένοι, ύστερα από τέσσερις αιώνες
καταπίεσης, φιλούσαν κλαίγοντας τα χέρια των τραχιών ιπποτών. Ο σταυροφόρος Fulcher de Chartres περιγράφει τίς στιγμές εκείνες:
«Quod cum Christiani, qui inibi conversabantur, comperirent, Graeci videlicet et Syri, Francos illuc advenisse, gravisi sunt gaudio magno
valde. Ignorabant tamen primitus quae gens essent, putantes eos vel Turcos vel Arabe esse.»
Τήν Τρίτη, 7 Ιουνίου 1099, ολόκληρος ο φράγκικος στρατός έβλεπε επιτέλους τους τρούλους της Αγίας Πόλης.
«Όταν άκουσαν αυτό το όνομα: Ιερουσαλήμ, δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τα δάκρυά τους και πέφτοντας γονατιστοί, ευχαρίστησαν
το Θεό που τους επέτρεψε να φτάσουν στο τέρμα του προσκυνήματός τους, στην Αγία Πόλη, όπου ο Κύριός μας ευδόκησε να σώσει τον κόσμο. Τι
συγκινητικό ν' ακούς τότε τ' αναφιλητά που ανέβαιναν απ' όλο αυτό το πλήθος! Προχώρησαν ακόμα ώσπου τα τείχη και οι πύργοι της πόλης να
ξεχωρίσουν περισσότερο. Ύψωναν τα χέρια προς τον ουρανό, ευχαριστώντας, και φιλούσαν ταπεινά τη γη.»
Η άμυνα της πόλεως ήταν στα χέρια του Φατιμίδη κυβερνήτη Ιφτιχάρ αλ-Δαουλά. Τα τείχη ήταν σε καλή κατάσταση και είχε μια ισχυρή φρουρά
από Άραβες και Σουδανούς στρατιώτες. Στην είδηση της προσεγγίσεως των Φράγκων, ο εμίρης φρόντισε να βουλώσει ή να
δηλητηριάσει τα πηγάδια έξω από την πόλη και να συγκεντρώσει τα κοπάδια και τις αγέλες που ήταν γύρω από την πόλη, σε ασφαλές μέρος. Κατόπιν
διέταξε τον χριστιανικό πληθυσμό της πόλεως, ορθόδοξους και αιρετικούς, να φύγουν έξω από τα τείχη. Στους Εβραίους, ωστόσο, επέτρεψε να μείνουν μέσα.
Οι σταυροφόροι αρχηγοί μοιράστηκαν τους τομείς της επίθεσης: ο Ροβέρτος της Νορμανδίας ανέλαβε το βόρειο τομέα, απέναντι
στην "Πύλη του Ηρώδη", ο Ροβέρτος της Φλάνδρας πήρε τη θέση απέναντι στήν "Πύλη του Αγίου Στεφάνου", ο Γοδεφρείδος
του Μπουγιόν και ο Ταγκρέδος ανέλαβαν το δυτικό τομέα, απέναντι στην "Πύλη της Γιάφας", και τέλος, ο Ραϋμόνδος του
Σαιν-Ζιλ ανέλαβε το νότιο τομέα, στο όρος της Σιών. Εξαιρετικά δύσκολη πολιορκία. Μέσα Ιουνίου. Ζέστη τρομερή. Το νερό έλειπε, το ίδιο
και τα εφόδια, μέχρι πού έφτασε στη Γιάφα μια γενοβέζικη μοίρα, φέρνοντας τρόφιμα και πολεμικό υλικό. Ο Γουλιέλμος του Σαμπράν,
με μερικές ίλες, πήγε νά αποκαταστήσει επαφή μαζί της και μπόρεσαν να φτιάξουν τεράστιες σκάλες και ξύλινους κινητούς πύργους από όπου δέσποζαν
πάνω από τα τείχη. Ο Γάστων της Βεάρνης διακρίθηκε μ' αυτή την ευκαιρία σαν μηχανικός. Τη νύχτα της 9ης Ιουλίου, ο Γοδεφρείδος, ο Ροβέρτος
της Φλάνδρας και ο Ροβέρτος της Νορμανδίας μετέφεραν τις μηχανές τους απέναντι στο βορειοανατολικό τομέα, από την πύλη του Αγίου Στεφάνου ως το χείμαρρο των Κέδρων.
Ο Ιφτιχάρ ήταν καλά εφοδιασμένος με τρόφιμα και με νερό. Ο οπλισμός του ήταν καλύτερος από τον
οπλισμό των Φράγκων και ήταν σε θέση να ενισχύσει τους πύργους με σάκους γεμάτους βαμβάκι και χόρτο που τους επέτρεπε να
αντέχουν στην κρούση των βολών των φραγκικών μαγγάνων. Αν μπορούσε να κρατήσει ώσπου να φανεί ο στρατός από την Αίγυπτο,
θα ξοφλούσε με τη Σταυροφορία. Αλλά παρ' όλο που η φρουρά ήταν μεγάλη, δεν επαρκούσε να επανδρώσει όλα τα τείχη. Οι
σταυροφόροι, από τη δική τους πλευρά, πολύ σύντομα συνάντησαν δυσκολίες με την ύδρευσή τους. Τα μέτρα του Ιφτιχάρ
υπήρξαν αποτελεσματικά. Η μόνη πηγή με καθαρό νερό που διέθεταν οι πολιορκητές ήταν η δεξαμενή του Σιλωάμ κάτω από τα νότια
τείχη, η οποία ήταν επικίνδυνα εκτεθειμένη στη βολή από την πόλη. Για να συμπληρώνουν το νερό που χρειάζονταν έπρεπε να
ταξιδεύουν έξι μίλια ή και περισσότερο. Ξέροντας αυτό η φρουρά, μπορούσε να στέλνει έξω μικρά τμήματα να στήνουν ενέδρες στους δρόμους προς τις πηγές.
Στις 10 Ιουλίου οι ξύλινοι πολιορκητικοί πύργοι ήταν έτοιμοι και κυλίστηκαν απάνω στις ρόδες τους προς τις θέσεις τους,
ο ένας απέναντι στο βόρειο τείχος και ο άλλος στο Όρος Σιών. Ένας άλλος, λίγο μικρότερος, κατασκευάστηκε για να κινηθεί
κατά της βορειοδυτικής γωνίας των αμυντικών έργων. Η εργασία της κατασκευής είχε εκτελεσθεί με προσοχή, μακριά από τις
όψεις των στρατιωτών της φρουράς, οι οποίοι έμειναν κατάπληκτοι και ανησύχησαν που είδαν τέτοιους πύργους απέναντί τους.
Ο διοικητής Ιφτιχάρ έσπευσε να ενισχύσει τα πιο αδύνατα τμήματα της αμυντικής περιμέτρου. Εναντίον των πύργων,
εξαπολύθηκε συνεχής βομβαρδισμός με πέτρες, για να εμποδιστούν να πλησιάσουν τα τείχη.
Μία ξαφνική επίθεση ξεκίνησε τό πρωΐ της 15ης Ιουλίου. Ο Γοδεφρείδος μπόρεσε να πλησιάσει τα τείχη με τον ξύλινο πύργο του,
που τον είχε σκεπάσει με φρεσκογδαρμένα τομάρια για να προστατέψει τα δοκάρια από τη φωτιά. Είχε πάρει θέση στο πάνω πάτωμα
με τον μικρότερό του αδερφό, τον Ευστάθιο της Βουλώνης. Κατά το μεσημέρι, κατάφερε να ρίξει μια γέφυρα στο τείχος. Μαζί με
τον Ευστάθιο όρμησαν και δυο ιππότες από το Τουρναί. Ταυτόχρονα οι σκάλες, στημένες παντού, πρόσφεραν πέρασμα σε πολλούς
Φράγκους στρατιώτες, έτσι που το τείχος από αυτή την πλευρά καταλήφθηκε ολόκληρο, ενώ οι υπερασπιστές τρέπονταν σε φυγή προς
το τέμενος του Ελ-Ακσά, το Ναό του Σολομώντος, όπου οχυρώνονταν. Η κατάχτηση του τεμένους πραγματοποιήθηκε ύστερα
από μια καινούργια μάχη, πιο λυσσαλέα ακόμα: «Βυθιζόταν κανείς στο αίμα ως τον αστράγαλο».
Ο Ταγκρέδος και ο Γάστων της Βεάρνης έτρεξαν να καταλάβουν το γειτονικό μουσουλμανικό ιερό, το Κούβετ-ες-Σάχρα ή
τέμενος του Ομάρ. Εκεί είχαν καταφύγει άλλα πλήθη μουσουλμάνων, που ζητούσαν αμάν (έλεος). Ιπποτικός νικητής, ο Ταγκρέδος πήρε αυτούς τους
δυστυχισμένους υπό την προστασία του, αφήνοντάς τους το ίδιο του το λάβαρο, εγγύηση προστασίας. Δυστυχώς τη νύχτα, καινούργια κύματα επιτιθέμενων
Φράγκων κατέσφαξαν αυτούς τους αιχμαλώτους. Οι Αιγύπτιοι, στριμωγμένοι ανάμεσα στις φράγκικες μάζες, έτρεχαν εδώ και κει
σαν χαμένοι. «Η πόλη παρουσίαζε μια τέτοια εικόνα σφαγής, μια τέτοια εικόνα αιματοχυσίας, που και οι ίδιοι οι νικητές ένιωσαν
φρίκη και αηδία».
Εκείνος που μιλάει έτσι δεν είναι άλλος από τον αρχιεπίσκοπο Γουλιέλμο της Τύρου, που του είναι αδύνατο να κρύψει την αποδοκιμασία του σαν
χριστιανός, και τη μομφή του σαν πολιτικός.
Τήν επομένη, οι φοβεροί νικητές της 15ης Ιουλίου, συνήλθαν κι άρχισαν να φέρονται σαν χριστιανοί. Το ίδιο βράδυ αυτής
της μέρας, ανέβηκαν στον Πανάγιο Τάφο. «Έπλυναν τα χέρια και τα πόδια τους, πέταξαν τα ματωμένα ρούχα τους, έβαλαν
καινούργια και ξυπόλητοι πήγαν στους Αγίους Τόπους». Η ορμή της μάχης είχε σβήσει. Στους τραχείς αυτούς ανθρώπους,
ύστερα από τόσες δοκιμασίες και κινδύνους, δεν απέμενε πια παρά μια απέραντη θρησκευτική συγκίνηση. Συνωστίζονταν,
χύνοντας δάκρυα, σέ όλο το μήκος του Δρόμου του Μαρτυρίου κι «ασπάζονταν κατανυχτικά τον τόπο όπου ο Σωτήρας του Κόσμου
είχε αφήσει τα ίχνη των βημάτων του». Οι ντόπιοι χριστιανοί, που είχαν βγει σε λιτανεία να τους προϋπαντήσουν, τους
οδήγησαν στον Πανάγιο Τάφο με δοξαστικούς ύμνους. Εκεί, όλοι έπεσαν με το πρόσωπο στη γη, με τα χέρια ανοιχτά σε σταυρό.
Ο Γοδεφρείδος πέθανε λίγο μετά τήν άλωση καί ο αδελφός του, Βαλδουίνος της Βουλώνης, κόμης της Έδεσσας,
γινόταν ο πρώτος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Αφού κατετρόπωσε όσoυς εχθρούς βρέθηκαν στόν δρόμο του, έφθασε στά
τείχη της Αγίας Πόλης, όπου οι κάτοικοι βγήκαν έξω να τον καλωσορίσουν με μεγάλες εκδηλώσεις χαράς.
Οχι μόνο οι νεοφερμένοι Φράγκοι, αλλά καί Έλληνες, Σύροι και Αρμένιοι
τον συνάντησαν έξω από τα τείχη και τον συνόδευσαν τιμητικά στον Πανάγιο Τάφο, ψέλνοντας «Κύριε Ελέησον» (Kyrie eleison).
Ομως οι Φράγκοι έδιωξαν καί από τήν Αντιόχεια καί από τήν Ιερουσαλήμ τούς Ελληνες Πατριάρχες καί τοποθέτησαν Λατίνους στή θέση τους,
κάτι μέ θά παγίωνε τή ρήξη μεταξύ της Ανατολικής καί της Δυτικής Εκκλησίας. Εκτοτε, οι Ελληνορθόδοξοι των Ιεροσολύμων
(Αγιοταφική Αδελφότητα) θά διεκδικούν τήν πρωτοκαθεδρία τους στόν Πανάγιο Τάφο καί στά υπόλοιπα προσκυνήματα όπως ο
Τάφος του Χριστού, ο Γολγοθάς, το σπήλαιο της Γέννησης κ.α.
Σύμφωνα με την χιλιόχρονη παράδοση τό Αγιον Φώς εμφανίζεται στό ναό της Αναστάσεως, μόνο παρουσία του
Ελληνορθόδοξου Πατριάρχη καί έχουμε καί τήν μαρτυρία του λατίνου χρονογράφου Fulcher, πού συμμετείχε
στήν Α' Σταυροφορία, σύμφωνα με τήν οποία, τό Αγιον Φως ενεμφανίσθη, μόνο όταν αποχώρησε ο λατίνος Πατριάρχης με τους κληρικούς του,
καί έμειναν στο εσωτερικό του Ναού, οι Ελληνες καί Σύριοι ορθόδοξοι ιερείς:
«Pendant que les notres prient
ainsi dans le temple du Seigneur, les Grecs et les Syriens,
restes dans le monastere du saint sepulcre, ne
montrent pas moins de zele, font, processionnellement
le tour du tombeau du Sauveur, se livrent a
l'oraison, et, dans l'exces de leur chagrin, se meurtrissent
les joues, et s'arrachent les cheveux en poussant
des cris lamentables. Lorsque les notres apres
avoir termine leurs prieres dans le temple du Seigneur,
reviennent a l'eglise du saint sepulcre, et
avant qu'ils en aient franchi les portes, on accourt
annoncer au patriarche et a tous les autres que le
feu tant souhaite est enfin descendu du ciel, que,
graces a Dieu il s'est allume dans une lampe devant
Je saint tombeau...»
Ο αδίστακτος Βοημούνδος, πού διεκδικούσε καί αυτός τόν θρόνο της Αγίας Πόλης, βρισκόταν αιχμάλωτος στο βάθος κάποιου φρουρίου
της Μικράς Ασίας, ύστερα από μάχη μέ τούς Τούρκους στήν Μελιτηνή. Στη Βόρεια Συρία, ο Ταγκρέδος, είχε αναλάβει την αντιβασιλεία
του πριγκιπάτου της Αντιόχειας μετά τήν αιχμαλωσία του Βοημούνδου καί σταθεροποίησε το νορμανδικό πριγκιπάτο με νικηφόρες εκστρατείες
ενάντια στο τουρκικό βασίλειο του Χαλεπιού καί καταλαμβάνοντας το μεγάλο λιμάνι της Λαοδίκειας (1102) από τούς Βυζαντινούς.
Ο κόμης της Τουλούζης, Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ, μετά την απογοήτευση που είχε δοκιμάσει βλέποντας να δίνονται σε άλλους η
Αντιόχεια και η Ιερουσαλήμ, είχε φύγει για την Κωνσταντινούπολη, για να συνεννοηθεί με τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό. Εκείνος του ανέθεσε
να οδηγήσει μέσα από τη Μικρά Ασία τούς νέους Σταυροφόρους που κατέφθαναν από τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία.
Αυτές οι ενισχύσεις είχαν άδοξο τέλος. Από τήν Κωνσταντινούπολη έφθασαν στην Άγκυρα, στις 23 Ιουνίου 1101, καί χάθηκαν μέσα στίς ερημιές.
Τό ιππικό των Τουρκομάνων παρενοχλούσε αδιάκοπα τους σταυροφόρους, που πέθαιναν από την κούραση και την πείνα.
Έβλεπαν να τους τοξεύουν από μακριά, χωρίς να μπορούν να δώσουν μάχη σώμα με σώμα. Λίγο πριν από την Αμάσεια, οι Τούρκοι, κρίνοντας
πως η φράγκικη φάλαγγα είχε χάσει αρκετά το ηθικό της, της έφραξαν το δρόμο. Οι Λομβαρδοί τράπηκαν σε φυγή. Ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης
με τους Γάλλους και τους Γερμανούς, αντιστάθηκε ως τη νύχτα, έπειτα έχασε κι αυτός το θάρρος του και τράπηκε σε φυγή προς τη Μαύρη Θάλασσα
μαζί με τους Βυζαντινούς οδηγούς του. Καλπάζοντας έφτασε στο πρώτο λιμάνι που βρήκε, από όπου μπάρκαρε για την Κωνσταντινούπολη.
Όταν έγινε γνωστή η φυγή του, ο πανικός γενικεύτηκε. Απ' τους 150000 τουλάχιστο σταυροφόρους, μονάχα μερικές χιλιάδες
μπόρεσαν να φτάσουν στη Σινώπη. Οι υπόλοιποι σφάχτηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους (Αύγουστος 1101).
Τό 1103, ενώ ο Νορμανδός ιππότης Βοημούνδος, βρισκόταν φυλακισμένος, οι Τούρκοι αρχηγοί φιλονίκησαν μεταξύ τους σχετικά με τα ενδεχόμενα
λύτρα του. Αυτά τα λύτρα, ο δεσμοφύλακάς του εμίρης της Σεβάστειας (Σίβας) Γκουμουχτεκίν, εννοούσε να τα κρατήσει μονάχα για τον
εαυτό του. Ο Σελτζουκίδης σουλτάνος του Ικονίου, αυθέντης του Γκουμουχτεκίν, ήθελε κι αυτός το μερίδιό του κι άρχισε τις απειλές.
Τότε ο Βοημούνδος υποσχέθηκε να καταβάλει στον εμίρη ολόκληρο το ποσό της εξαγοράς του, αλλά ακόμα νά είναι πιστός του σύμμαχος και να
τον βοηθήσει να καταλάβει τη σελτζουκίδικη Ανατολία. Αφέθηκε λοιπόν ελεύθερος καί γύρισε στην Αντιόχεια.
Στίς μάχες πού ακολούθησαν, ο Βοημούνδος καί ο ανηψιός του Ταγκρέδος, ηττήθηκαν από τούς Τούρκους του Χαλεπιού, οι οποίοι
αποσπάσανε από τον βασιλιά της Αντιόχειας τις περισσότερες από τις κτήσεις του, ανατολικά του Ορόντη ποταμού, ενώ οι Βυζαντινοί επωφελήθηκαν
για νά πάρουν πίσω τό πολύτιμο λιμάνι γι'αυτούς, τη Λαοδίκεια. Κάτω από τη διπλή αυτή αντεπίθεση, ο Βοημούνδος έβλεπε το έργο του να
καταρρέει. Για να το ξαναρχίσει απ' την αρχή, αποφάσισε να πάει στη Δύση να ζητήσει βοήθεια. Ο Ραούλ της Καν μας μεταδίδει το νόημα του
λόγου που έβγαλε στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου της Αντιόχειας, στους πιστούς του: «Η θύελλα που ξεσηκώθηκε εναντίον
μας είναι τέτοια που αν δεν αντιδράσουμε, είμαστε χαμένοι. Είμαστε κυκλωμένοι. Στην Ανατολή, από το εσωτερικό η τουρκική εισβολή. Στη Δύση,
από τη θάλασσα η απόβαση των Ελλήνων. Δεν είμαστε παρά μια φούχτα άνθρωποι, που όσο πάει και θα λιγοστεύουμε. Χρειαζόμαστε μεγάλες ενισχύσεις
από τη Γαλλία. Από κει θα μας έρθει η σωτηρία, από πουθενά άλλου. Αυτές τις ενισχύσεις θα πάω να φέρω». Εμπιστεύτηκε στον Ταγκρέδο τη διοίκηση της Αντιόχειας και τους
τελευταίους μήνες του 1104 μπαρκάρισε για την Ιταλία.
Από την Ιταλία, οΒοημούνδος πέρασε στη Γαλλία, όπου έγινε δεχτός με επισημότητα από τον βασιλιά Φίλιππο Α' (Σεπτέμβριος 1105).
Οικογενειακοί δεσμοί επισφράγισαν τη φιλία τους. Μια από τις κόρες του βασιλιά της Γαλλίας, η πριγκίπισσα Κονστάνς, δόθηκε σε γάμο
στον Νορμανδό πρίγκιπα, μια άλλη, η Σεσίλ, στάλθηκε στον Ταγκρέδο.
Τόν Οκτώβριο του 1107, όταν ο Βοημούνδος ξεκίνησε τήν εκστρατεία του, δέν είχε ως στόχο τούς Μουσουλμάνους εχθρούς των σταυροφορικών
κρατών, αλλά τό Βασίλειο των Γραικών. Διέσχισε τήν Αδριατική καί άρχισε τήν πολιορκία του άριστα οχυρωμένου λιμανιού του Δυρραχίου.
Ο Αλέξιος ήρθε νά τόν προϋπαντήσει, αλλά δέν επανέλαβε τό νεανικό λάθος του 1081, νά επιτεθεί κατά μέτωπο στόν πανίσχυρο στρατό των
Νορμανδών. Αυτή τή φορά τόν περικύκλωσε από στεριά, καί μέ τό ναύαρχο Μαυροκατακαλών καί από τή θάλασσα. Μέ πολλά
χρήματα ενέσπειρε τή διχόνοια στό φραγκικό στρατόπεδο καί πολλοί αυτομόλησαν στόν αυτοκρατορικό στρατό. Η
βυζαντινή διπλωματία σέ όλο της τό μεγαλείο: χωρίς νά γίνει καμμία σημαντική μάχη, μέ εξαίρεση αυτής της Δεάβολης, υπό τόν
στρατηγό Μιχαήλ Κεκαυμένο, ανάγκασε τόν περήφανο ιππότη νά υποκύψει. Η Αννα Κομηνή διασώζει τήν συνθήκη της Διάβολης
σύμφωνα μέ την οποία ο Βοημούνδος αποποιείται κάθε διεκδίκηση χωρών της Ρωμανίας (νέας Ρώμης), ενώ θεωρεί τόν εαυτό του υπήκοο του
"αυτοκράτορα των Ρωμαίων":«... λίζιον γενέσθαι του σκήπτρου σου άνθρωπον καί, ίνα σαφέστερον είποιμι καί φανερώτερον, οικέτην καί υποχείριον,
επειδή και σύ υπό τήν σήν δεξιάν έλκειν εμέ βεβούλησαι καί άνθρωπον σου εθέλεις ποιήσασθαι λίζιον....
Ετι συμφωνώ, καί έσται των συμπεφωνημένων μάρτυς καί επήκοος ο Θεός, μηδεμίαν μηδέποτε χώραν τεταγμένην υπό τά ημέτερα
σκήπτρα είτε νυν είτε πρότερον μήτε πόλιν ή νήσον κρατείν τε καί έχειν, καί απλώς, οπόσα η βασιλεία Κωνσταντινουπόλεως
περιείχεν ή νύν κατέχει κατά τε τήν ανατολήν καί δύσιν, εκτός των ρητώς δεδωρηένων μοι παρά του θεοπροβλήτου κράτους υμων, ά καί
κατ' όνομα δηλωθήσεται εν τω παρόντι εγγράφω.....
περί δέ των μηδέπω δεδουλευκότων τη Ρωμανία, ταύτα ενόρκως κατεπαγγέλλομαι ως ίνα τάς τε προσερχομένας μοι χώρας άνευ πολέμου
ή καί μετά πολέμου καί μάχης καί ταύτας απάσας ως από της υμετέρας βασιλείας λογίζωμαι ....»
Ο παλιός εχθρός είχε βάλει τή σφραγίδα του σέ ένα έγγραφο πού δήλωνε τήν ανώτερη φύση του βυζαντινού αυτοκρατορικού αξιώματος. Ο Βοημούνδος
θά πέθαινε λίγο αργότερα καί τό μαυσωλείο του, στόν καθεδρικό ναό της Κανόσα στήν Απουλία, θά σχεδιαζόταν μέ βάση τήν εκκλησία των
Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης. Η απειλητική επανεμφάνιση των Τούρκων στη Μικρά Ασία με την πολιορκία της Νίκαιας (1112)
ανάγκασε τον Αλέξιο να αναλάβει νέα εκστρατεία εναντίον τους. Ο στρατηγός Ευμάθιος Φιλοκάλης τούς νίκησε στή Φιλαδέλφεια, ενώ
ο δούξ της Νίκαιας Ευστάθιος Καμίτζης στό Αμόριο. Ακολούθησε νικηφόρος μάχη στο Φιλομήλιον της Φρυγίας τό 1116,
μετά τήν οποία, ο Αλέξιος παγίωσε τήν κυριαρχία στή δυτική Μικρά Ασία. Παράλληλα, για να περιορίσει το μονοπώλιο της Βενετίας,
στο εμπόριο και τη ναυτική κυριαρχία της, παραχώρησε ανάλογα προνόμια στη ναυτική δύναμη της Πίζας κάτι πού θά αποδεικνύοταν οδυνηρό γιά τήν
βυζαντινή οικονομία.
Κλείνω αυτή τή σελίδα μέ τήν πρώτη σταυροφορία μέ ένα προφητικό κείμενο του
Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου:«Ο ΑΛΕΞΙΟΣ HΣΧΟΛΗΘΗ ΕΙΣ ΤΟ ΝΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΝ ΑΠΟ ΠΑΣΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ
ΕΠΙΒΟΥΛΗΣ, ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥΤΟ ΟΤΙ ΕΝ ΤΗ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙ ΤΟΥ, Η ΓΝΗΣΙΟΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ
ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΗΤΟ Η ΙΣΧΥΡΟΤΑΤΗ ΠΑΝΟΠΛΙΑ ΔΙ' ΗΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΕΘΝΟΣ ΗΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΔΙΑΣΩΘΗ ΑΠΟ ΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΟΙΧΙΖΟΝΤΩΝ
ΑΥΤΟ ΠΟΙΚΙΛΩΝ ΚΑΙ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ.»