«Ηταν ικανός νά αντιμετωπίζει τούς εχθρούς του μέ αξιοζήλευτη επιδεξιότητα στρέφοντάς τόν έναν εναντίον του άλλου μέ τελικό στόχο τήν επίτευξη της ειρήνης καί της ηρεμίας. Προκαλούσε όσο τό δυνατόν λιγότερη αιματοχυσία γιά τούς δικούς του υπηκόους, αλλά έστρεφε συστηματικά τόν έναν εχθρό εναντίον του άλλου. Ετσι, δημιουργώντας πολέμους μεταξύ ξένων, ήλπιζε νά αποκομίσει τό μεγαλύτερο δυνατό όφελος αυξάνοντας τή δύναμη της Αυτοκρατορίας καί μειώνοντας εκείνη των αντιπάλων του.»
Αυτός ήταν ο πανηγυρικός του Ευστάθιου, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης γιά τόν Μανουήλ Α' μετά τήν επιτυχή αντιμετώπιση του
Νορμανδού Ρογήρου πού είχε εισβάλει στά εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο
Ρωμηός βασιλιάς,
σύμφωνα μέ τόν Ιωάννη Κίνναμο,
διακρινόταν γιά τό θάρρος του στή μάχη, γιά τήν ευφυΐα του, τόν ανθρωπισμό του, όπως ακόμα καί γιά τήν καλή γνώση της φιλοσοφίας καί της ιατρικής.
Ακόμα καί οι Δυτικοί χρονικογράφοι έγραψαν κολακευτικά λόγια γιά τόν Μανουήλ, γεγονός πού αποτελεί εξαίρεση στήν εν γένει καθόλου θετική
εικόνα πού είχαν γιά τούς αιρετικούς Γραικούς (heretic Greeks). Γιά τόν Γουλιέλμο της Τύρου ήταν «ο αγαπημένος του Θεού, άνδρας μεγάλης πνοής καί ασύγκριτης ενέργειας,
ο οποίος θά παραμείνει γιά πάντα ευλογημένος στή μνήμη μας».
Αυτή η καλή εικόνα της Δύσης, οφειλόταν στό γεγονός ότι ο Ρωμιός βασιλιάς προτίμησε τή συνεργασία από τή σύγκρουση μέ τά βασίλεια των
σταυροφόρων αλλά καί μέ τά κράτη της Ευρώπης. Οταν όμως τό συμφέρον της χώρας του τό απαιτούσε, δέν δίσταζε νά συγκρουσθεί μαζί τους.
Οταν ο Ραϋμούνδος του Πουατιέ επέδραμε στίς βυζαντινές πόλεις της Κιλικίας, ο
Μανουήλ
απέστειλε στρατό μέ επικεφαλής τόν Ανδρόνικο καί τόν Ιωάννη Κοντοστέφανο, οι οποίοι προήλασαν
μέχρι τά τείχη της Αντιόχειας:
«... ήρχον δέ του μέν Ανδρόνικός τε καί Ιωάννης ες Κοντοστεφάνους αναφέροντε καί Προσούχ ικανός τά πολέμια, του γε μήν ναυτικού Δημήτριος ηγείτο ώ Βρανάς επίκλησις έκειτο. Αλλά Προσούχ μέν καί άμφω τώ Κοντοστεφάνω, επειδή πρός τοίς Κιλίκων όροις εγένοντο, ά τε πρός Αντιοχέων Ρωμαίοι αφαιρεθέντες έτυχον εν ολίγω ανεσώσαντο φρούρια, καί Ραϊμούνδω ες χείρας ελθόντες ετρέψαντό τε αυτόν καί πολλούς των συν αυτώ έκτειναν. Τό δ' όπως άρτι δηλώσω, επειδή τά ειρημένα Ρωμαίοι παρεστήσαντο φρούρια, μηδενός όθεν δήποτε αντιστατούντος αυτοίς άχρι καί ες Αντιόχου ήλθον τήν πόλιν...» (Ιωάννης Κίνναμος - Επιτομή)
Ομοίως καί κατά τήν διέλευση της Δευτέρας Σταυροφορίας από τά εδάφη της αυτοκρατορίας, ο Μανουήλ πάλι προσπάθησε νά προστατεύσει τήν "Οικουμένη", από τούς ατίθασους ιππότες, χρησιμοποιώντας τίς ίδιες μεθόδους πού είχε εφαρμόσει ο παππούς του, Αλέξιος Α'. Οι Λατίνοι τόν κατηγόρησαν ότι συμμάχησε μέ τούς Σελτζούκους, ενθαρρύνοντάς τους νά επιτεθούν κατά των Σταυροφόρων, ενώ φέρεται ότι είχε διατάξει καί τούς οδηγούς του, νά παραπλανούν τίς στρατιές των Φράγκων καί των Γερμανών:
«Manuel Comnenus, the Greek Emperor, successor not only to the throne, but to the policy of Alexius, looked with alarm upon the new levies who had come to eat up his capital and imperil its tranquillity. Too weak to refuse them a passage through his dominions, too distrustful of them to make them welcome when they came, and too little assured of the advantages likely to result to himself from the war, to feign a friendship which he did not feel, the Greek Emperor gave offence at the very outset. His subjects, in the pride of superior civilization, called the Germans barbarians, while the latter, who, if semi-barbarous, were at least honest and straight-forward, retorted upon the Greeks by calling them double-faced knaves and traitors.
Disputes continually arose between them, and Conrad, who had preserved so much good order among his followers during their passage, was unable to restrain their indignation when they arrived at Constantinople. For some offence or other which the Greeks had given them, but which is rather hinted at than stated by the scanty historians of the day, the Germans broke into the magnificent pleasure garden of the Emperor, where he had a valuable collection of tame animals, for which the grounds had been laid out in woods, caverns, groves, and streams, that each might follow in captivity his natural habits. The enraged Germans, meriting the name of barbarians that had been bestowed upon them, laid waste this pleasant retreat, and killed or let loose the valuable animals it contained.
Manuel, who is said to have beheld the devastation from his palace windows without power or courage to prevent it, was completely disgusted with his guests, and resolved, like his predecessor Alexius, to get rid of them on the first opportunity. He sent a message to Conrad respectfully desiring an interview, but the German refused to trust himself within the walls of Constantinople. The Greek Emperor, on his part, thought it compatible neither with his dignity nor his safety to seek the German, and several days were spent in insincere negotiations. Manuel at length agreed to furnish the crusading army with guides to conduct it through Asia Minor.
Historians are almost unanimous in their belief that the wily Greek gave instructions to his guides to lead the army of the German Emperor into dangers and difficulties. It is certain, that instead of guiding them through such districts of Asia Minor as afforded water and provisions, they led them into the wilds of Cappadocia, where neither was to be procured, and where they were suddenly attacked by the Sultan of the Seljukian Turks, at the head of an immense force. The guides, whose treachery is apparent from this fact alone, fled at the first sight of the Turkish army, and the Christians were left to wage unequal warfare with their enemy, entangled and bewildered in desert wilds. Toiling in their heavy mail, the Germans could make but little effective resistance to the attacks of the Turkish light horse, who were down upon them one instant, and out of sight the next. » Charles Mackay (1814-1889)
Παραταύτα οι μετέπειτα διπλωματικές προσπάθειες του Ελληνα αυτοκράτορα, κατάφεραν νά εκτονώσουν σέ μεγάλο βαθμό τή Δυτική εχθρότητα
πού προκάλεσε η αποτυχία της Β' Σταυροφορίας. Ο Μανουήλ νυμφεύθηκε τήν γυναικαδελφή του βασιλιά της Γερμανίας Κορράδου,
τήν Βέρθα του Σούλτσμπαχ (Bertha of Sulzbach), τή μετονομασθείσα σέ Ειρήνη, σε μία προσπάθεια εδραίωσης της συμμαχίας μέ τό βασίλειο της Γερμανίας,
ώστε νά αντιμετωπίσουν από κοινού τούς Νορμανδούς της Κάτω Ιταλίας, οι οποίοι αποτελούσαν μόνιμη απειλή γιά τήν αυτοκρατορία.
Ο Κορράδος (Conrad), σύμφωνα μέ τόν Otto von Freising καί τό έργο του "Gesta Friderici", απευθύνθηκε στόν Γραικό βασιλιά
ως "Comiano illustri et glorioso regi Graecorum" καί τού έστειλε 500 Γερμανούς ιππότες μέ τήν ευχή νά προσέχει τήν πολυαγαπημένη
κόρη - "dilectissimam filiam nostram".
Στό εσωτερικό του κράτους, ο Μανουήλ άλλαξε τά ήθη της αυτοκρατορικής αυλής. Κατήργησε τό μοναστικό καθεστώς πού είχε εγκαθιδρύσει ο
Αλέξιος Α' καί η Αννα Δαλασσηνή.
Τό παλάτι έγινε θέατρο αυτοκρατορικών ειδυλλίων καί ο Μανουήλ, σύμφωνα μέ τόν Νικήτα Χωνιάτη:
"Αδιαφόρως δ' έχων του βίου καί ως ίππος θηλυμανής ταίς παραλόγοις επιθορνύμενος μίξεσιν εγχρίπτει σαρκικώς καί ενασελγαίνει
ακολάστως τη του πρώτου εξαδέλφου θυγατρί Θεοδώρα (Ισαάκιον φημί τόν σεβαστοκράτορα, τόν του βασιλέως Μανουήλ ομαίμονα)."
Eνώ ο Αλέξιος συνιστούσε τή μελέτη των γραφών καί των κειμένων των Πατέρων, ο εγγονός του επέτρεψε την διεξαγωγή ελεύθερων συζητήσεων καί
διαλέξεων μέ θέματα πέραν της Θεολογίας.
Περαιτέρω, ο Μανουήλ προσέγγισε καί τά ήθη των Λατίνων, αφού χρησιμοποίησε πολλούς από αυτούς ως συμβούλους, όπως ήταν ο Λέων
της Τοσκάνης καί ο Ούγος ο Εθεριανός από τήν Πίζα, οι οποίοι υπηρέτησαν ως διερμηνείς καί σύμβουλοι επί δυτικών υποθέσεων. Συμμετείχε σέ κονταρομαχίες,
θεσμό άγνωστο στούς Ελληνες, ενώ η αλληλογραφία του έφτανε ως τόν βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Β' , από τόν οποίο ζητούσε πληροφορίες γιά
τή γεωγραφική θέση της χώρας του. Δέν παρέλειπε φυσικά νά τόν πληροφορεί γιά τά βάσανα πού προκαλούσαν στό κράτος του οι Σελτζούκοι:
«Ευθύς εξαρχής, η Αυτοκρατορική Μεγαλειότης μας έτρεφε μίσος κατά των Περσών (Τούρκων), των εχθρών του Θεού, τούς οποίους έχουμε δεί νά κομπάζουν
κατά των χριστιανών, νά θριαμβεύουν επί του ονόματος του Θεού καί νά εξουσιάζουν τή γή των χριστιανών.»
Ωραία καί γλαφυρή περιγραφή του θάρρους του Μανουήλ διαζώζεται στήν "Ιστορία του Ελληνικού Εθνους" από τόν Κωνσταντίνο
Παπαρρηγόπουλο:
«O Μανουήλ υπήρξεν ο ηρωικώτερος των βασιλέων όσοι εκάθισαν ποτέ επί του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Επεζήτει τόν πόλεμον ως τό μάλλον πρέπον τη βασιλεία ενασχόλημα, καί εν πολέμω επεζήτει τόν κίνδυνον ως τήν ήδιστην των του βίου περιπετειών, ώστε ωμοίαζε πολύ τούς πολυθρύλητους τότε ιππότας της Δύσεως, τούς οποίους εφιλοτιμήθη νά μιμηθή...
Η δύναμις καί η εμπειρία αυτού περί τήν χρήσιν των όπλων ήτο τοσαύτη ώστε ο Ραιμούνδος της Αντιοχείας, δέν ηδυνήθη να μεταχειρισθή τό δόρυ καί τήν ασπίδα του βασιλέως των Ελλήνων. Συμμετασχών ποτε περιφήμου τινός ιπποτικού αγώνος παρεστάθη εις τό στάδιον επί του ίππου πυρώδους, καί κατέλαβε διά μιάς δύο Ιταλούς νομιζομένους ως τούς ρωμαλεωτέρους των ιπποτών....
Αλλοτε πάλιν καθίσας ενέδραν εντός δάσους προήλασεν αυτός κατά του εχθρού παρακολουθούμενος υπό δύο καί μόνον ανθρώπων, του αδελφού Ισαακίου καί του πιστού δομεστίκου Αξούχ. Ο Μανουήλ μετά των δύο τούτων συντρόφων συναντά τό πρώτον οκτωκαίδεκα τούρκους ιππείς καί τρέπει αυτούς εις φυγήν, καί μηδεμίαν λαβών πληγήν διεξήλασε σώος αναμέσον πεντακοσίων τούρκων ιππέων...»
Δυστυχώς, στό δυτικό μέτωπο, οδυνηρά υπήρξαν τά δεινά των Βυζαντινών από τίς επιθέσεις των Νορμανδών της Σικελίας καί τήν απληστία του βασιλιά τους Ρογήρου Β'.
Ενώ βρισκόνταν σέ εξέλιξη η Δεύτερη Σταυροφορία, ο Νορμανδός βασιλιάς κατέλαβε τήν Κέρκυρα (Κορυφούς):
«Ο γάρ δή της Σικελίας τότε κρατών Ρογέριος, είτε καθ' ομολογίαν μετά του τόν Αλαμανών προβάσαν ρηγός, ως ελέγετο, είτε αυθαιρέτως ορμώμενος,
σύνδρομον ποιείται διά ταχυναυτουσών νηών τή των Αλαμανών κινήσει τήν των παρακτίων Ρωμαϊκών χώρων καταδρομήν. Απάρας τοίνυν εκ
Βρεντησίου στόλος τή των Κερκυραίων προσέχει καί αμαχεί καί εξ εφόδου ταύτην αιρεί.» (Νικήτας Χωνιάτης).
Ακολούθως, οι Νορμανδοί λεηλάτησαν τά παράλια της Ακαρνίας καί της Αιτωλίας καί κατέλαβαν τίς Θήβες,
σκοτώνοντας, βιάζοντας καί αρπάζοντας
όλα τά χρυσά ή ασημένια αντικείμενα. Κατέστρεψαν τίς περίφημες βιοτεχνίες μεταξιού, οι οποίες εξήγαγαν μεταξωτά υφάσματα σέ Δύση καί Ανατολή
καί απήγαγαν όλους τούς μεταξουργούς, φέρνοντάς τους στήν Πάνορμο (Palermo), γιά νά εργαστούν πλέον γιά λογαριασμό του Ρογήρου:
«τή καδμεία γή παρενέβαλε, και τάς εν μέσω κωμοπόλεις οδού πάρεργον ληϊσάμενος ταίς επταπύλοις Θήβαις προσέβαλεν»
(Νικήτας Χωνιάτης).
Τήν ίδια τύχη είχε καί η Κόρινθος, αφού οι κάτοικοι αμαχητί παρέδωσαν καί αυτό τό απόρθητο φρούριο της Ακροκορίνθου. Ο
Χωνιάτης χαρακτηρίζει τόν αρχηγό τους Νικηφόρο Χαλούφη καί "γυναικός μαλακώτερον". Η ανανδρεία του είχε σάν αποτέλεσμα τήν
λεηλασία της πόλεως καί τήν αρπαγή όλων των νεαρών κοριτσιών καθώς καί των τεχνιτών του μεταξιού:
«Εστι δέ ο Ακροκόρινθος της μέν πάλαι πόλεως Κορίνθου ακρόπολις, νυνί δέ φρούριον οχυρόν, αυτό δέ όρος υψηλόν, εις οξείαν
τελευτών κορυφύν, αύτη δέ εις τραπεζώδες χωρίον αποτελευτώσα επίπεδον, τετειχισμένον ασφαλώς. ένδοθεν δέ εισι ποτίμου καί διαυγούς ύδατος
ουκ ολίγα φρεάτια καί η Πειρήνη κρήνη, ής εν ραψωδία Ομηρος μέμνηται....
Ως δέ καί τόν εκείσε πλούτον ενέθετο ταίς τριήρεσι καί τούς γένει λαμπροτάτους των Κορινθίων εδουλαγώγησεν, εξηχμαλώτισε δέ καί των
γυναικών όσαι κάλλισται καί βαθύκολποι, μηδ' αυτής της εικόνος του εν μάρτυσι μεγίστου καί διαβοήτου εν θαύμασι Θεοδώρου του Στρατηλάτου
αποσχόμενος...»
Ο Ελληνας αυτοκράτορας αντεπιτέθηκε στούς Νορμανδούς τό 1149, επικεφαλής μίας μεγάλης στρατιάς, ενώ στήν αρχηγία του στόλου
τέθηκε ο "Μέγας Δούξ" Στέφανος Κοντοστέφανος.
Κατά τή διάρκεια της πολιορκίας της Κέρκυρας, στήν οποία επικουρούσαν καί οι Ενετοί μέ τό στόλο τους, σκοτώθηκε ο
αρχιναύαρχος καί τήν αρχηγία του στόλου ανέλαβε ο "Μέγας Δομέστιχος" καί εκχριστιανισμένος Τούρκος, Ιωάννης Αξούχ:
«Ούτω τοίνυν καί, ως ώετο, καλώς τά κατά τόν Σικελικόν πόλεμον παρασκευασάμενος ανάγεσθαι μέν κελεύει τόν στόλον τοίς ερέταις
καί κελευσταίς λύσασι τά καρχήσια, μέγαν δούκαν προβαλόμενος τόν επ' αδελφή γαμβρόν τόν Κοντοστέφανον Στέφανον, απαίρειν
δέ καί τήν πεζήν στρατιάν υπ' αρχηγοίς ετέροις, αλλά δή καί Ιωάννη τω μεγάλω δομεστίκω, περί ου φθάσαντες εν πλείστοις
παρεδηλώσαμεν. Είχε τοίνυν τάς τριήρεις η των Φαιάκων πάραλος, ήν καί διαμερίζονται πρός ενόρμισιν αί τε των Ουεντανών
συμμαχίδες νήες καί αι Ρωμαϊκαί αυταί.» Νικήτας Χωνιάτης.
Τελικά παρά τήν διχόνοια Βενετών καί Ελλήνων, τό κάστρο της Κέρκυρας παραδόθηκε. Ο αυτοκράτορας τότε, απέστειλε τόν "Μέγα Δομέστιχο"
στήν Κάτω Ιταλία, γιά νά συνεχίσει τόν αγώνα κατά των Νορμανδών, ενώ ο ίδιος εκστράτευσε κατά των Σέρβων καί των Ούγγρων πού βρήκαν
ευκαιρία, πέρασαν τόν Ιστρο ποταμό καί εισέβαλλαν από βορρά στά εδάφη της αυτοκρατορίας. Ο πόλεμος απέβη νικηφόρος κατά των βορείων
εισβολέων καί αρίστευσε τόσο ο αυτοκράτορας πού νίκησε σέ μονομαχία τόν Σέρβο ζουπάνο, όσο καί ο
στρατηγός Ιωάννης Καντακουζηνός, ο οποίος δέχτηκε πολλά τραύματα σέ όλο του τό σώμα, πάντα σύμφωνα μέ τόν Χωνιάτη.
Τέλος ο Μανουήλ επέστρεψε θριαμβευτής, από τήν "Χρυσή Πύλη",
στήν "Βασιλεύουσα",
όπου έγινε δεκτός από τόν πληθυσμό της, επεφημούμενος γιά τήν τριπλή νίκη πού πέτυχε, κατά των Νορμανδών, των Σέρβων
καί των Ούγγρων.
Ο πόλεμος στήν Ιταλία συνεχίσθηκε τό 1152 καί κράτησε έξι ολόκληρα χρόνια, ενώ είχε πεθάνει ο Ρογήρος καί τήν αρχηγία είχε αναλάβει ο γιός
του, Γουλιέλμος (William I the Bad, 1131 -1166):
«Καί ο ιταλικός πόλεμος ανέδειξε πρό τοίς άλλοις τόν Μιχαήλ Παλαιολόγο, απόγονον ανδρών γνωστών ήδη εις ημάς καί πρόγονον άλλων έτι ονομαστοτέρων γενομένων. Ο Μιχαήλ εκυρίευσε πολλά φρούρια της Κάτω Ιταλίας, εν οις καί τήν Βάριν. Ο δέ συστράτηγος αυτού Ιωάννης Δούκας κατετρόπωσεν εκ του συστάδην τόν κόμητα Ανδρίας Ριχάρδον. Μετ' ου πολύ νέαι δυνάμεις εστάλησαν εκ Κωνσταντινουπόλεως υπό Ιωάννην Άγγελον καί ο Δούκας ενωθείς μετ'αυτού κατέβαλε τόν συγχρόνως εκ Σικελίας υπό του Γουλιέλμου εκπεμφθέντα στρατόν. Εις δέ τήν επιτυχίαν ταύτην των Ελλήνων συνετέλει ου μικρόν καί η αγανάκτησις ην ησθάνοντο κατά των Νορμαννών οι μέχρι τινός ελληνίζοντες κάτοικοι της κάτω Ιταλίας.» Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
Ο Ιταλός ιστορικός της εποχής Hugo Falcandus στό βιβλίο του «LIBER DE REGNO SICILIE» περιέγραψε τίς μάχες των Γραικών (Grecis)
μέ τούς Νορμανδούς βασιλιάδες της Σικελίας:
"Imperator etiam Grecorum a comite rogatus auxilium, speque ductus recuperandi Apuliam, nobilissimos ac prepotentes viros
cum maxima pecunia mittit Brundusium"
Οι ναυτικές πόλεις της Ιταλίας: Βενετία, Γένουα, Πίζα, χρησιμοποιήθηκαν από τόν «imperatore Grecorum», διαδοχικά για
τη στήριξη του αγώνα εναντίον των Νορμανδών. Η κίνηση θεωρήθηκε αναγκαία για την εξουδετέρωση μιας πιθανής συμμαχίας τους με τους
Νορμανδούς, αλλά οι όροι αποδείχθηκαν επαχθείς, αφού η παραχώρηση εμπορικών προνομίων στούς Ιταλούς, σήμαινε τό μαρασμό του ελληνικού
εμπορίου. Εν τέλει, οι ναυτικές αυτές πόλεις δέν βοήθησαν, οι Βυζαντινοί νικήθηκαν απο συνασπισμό Νορμανδών καί Γερμανών
στό Βρινδήσιον (Brindisi) καί αναγκάσθηκαν νά συνάψουν ειρήνη, τό 1158, μή εμμένοντας στίς διεκδικήσεις τους στήν Ιταλία.
Ηδη καί στήν Ανατολή οι Τούρκοι, υπό τήν ηγεσία του Κιλίτς Αρσλάν (1156-1193), είχαν επαναλάβει τίς εχθροπραξίες
καί είχαν κυριεύσει καί άλλες πόλεις στόν Πόντο καί στήν Καππαδοκία ενώ καί οι Αρμένιοι μέ ηγεμόνα τόν Θόρο,
εκυρίευσαν βυζαντινές κλεισούρες στήν Κιλικία.
"Δράττομαι της ευκαιρίας νά σχολιάσω μία δημοσκόπισι (2008) ενός σταθμού τηλεκατεύθυνσης συνειδήσεων, η οποία ανέδειξε τούς 100 πιό διάσημους
Ελληνες όλων των εποχών. Ο αμαθής καί ανιστόρητος λαός των νεοελλήνων υπέδειξε μεταξύ άλλων γελωτοποιούς της τηλεόρασης, σκώληκες της
πολιτικής καί άλλα μηδενικά της σύγχρονης Ελλάδος. Αγνόησαν παντελώς τούς ηγέτες του ενδοξοτέρου των ελληνικών κρατών οι οποίοι
νικούσαν από τή Βάρη της Ιταλίας, μέχρι τήν Αντιόχεια της Συρίας καί από τίς όχθες του Δουνάβεως μέχρι τίς οροσειρές του Καυκάσου. Αγνόησαν
παντελώς ηγέτες πού μιλούσαν από θέση ισχύος μέ τούς βασιλείς της Γαλλίας, της Γερμανίας καί της Αγγλίας καί διαπραγματεύονταν σκληρά
μέ μόνο συμφέρον τήν ισχύ καί τήν αξιοπρέπεια του κράτους τους. Αγνόησαν παντελώς ηγέτες
πού προσέφεραν στους υπηκόους τους τήν μεγαλύτερη οικονομική ευμάρεια από όλους τούς λαούς της εποχής τους. Αγνόησαν παντελώς ηγέτες
πού πολεμούσαν στήν πρώτη γραμμή του μετώπου ως απλοί στρατιώτες καί τό σώμα τους έφερε δεκάδες τραυμάτων. Αγνόησαν παντελώς ηγέτες ενός κράτους πού εξήγαγε προϊόντα
σέ όλο τόν κόσμο καί δέν ζούσε μέ δανεικά καί χρέη. Αγνόησαν παντελώς ηγέτες πού δέν προσκυνούσαν ούτε κατέθεταν στεφάνια στούς σφαγείς
του ελληνικού λαού."
Tό 1149, ο κυριότερος εχθρός της χριστιανοσύνης ήταν ο Τούρκος αταμπέγκ της Μοσούλης Νουρεντίν (Nur ad-Din), γιός του Ζέγκι, πού είχε
γίνει κύριος του Χαλεπίου (Βέρροια) και της Έδεσσας.
Ο Ραϋμόνδος της Αντιόχειας απεδείχθη πολύ αδύναμος νά τόν αντιμετωπίσει. Στις 28 Ιουνίου 1149, ο χριστιανικός στρατός είχε στρατοπεδεύσει σε
μια πεδιάδα στό Ινάμπ καί τό πρωΐ βρέθηκε περικυκλωμένος από χιλιάδες μουσουλμανους οι οποίοι, καθόλη τή διάρκεια της νύχτας, είχαν πλησιάσει
αθόρυβα το στρατόπεδο των Φράγκων. Την επομένη το πρωί ο Raymond είδε ότι η μόνη πιθανότητα να σωθεί ήταν να κάνει βίαια
έξοδο μέσα από τον κλοιό. Αλλά η μοίρα ήταν εναντίον του. Σηκώθηκε ένας άνεμος που έριχνε άμμο στα μάτια των ιπποτών καθώς πίεζαν τα
άλογά τους ν' ανεβούν στα υψώματα. Μέσα σε λίγες ώρες ο φραγκικός στρατός εκμηδενίστηκε. Ο Raymond σκοτώθηκε από το χέρι του Κούρδου στρατηγού
Shirkuh, ο οποίος καί τόν αποκεφάλισε. Το κρανίο του πρίγκιπα, μέσα σ' ένα ασημένιο κουτί, στάλθηκε από τον Nur ad-Din στον πνευματικό του κύριο,
τον χαλίφη της Βαγδάτης.
Ο θάνατος του Ραϋμούνδου άφησε την πριγκίπισσα Κωνσταντία (Constance) χήρα μέ τρία μικρά παιδιά, μέ μεγαλύτερο τόν
Βοημούνδο που ήταν μόλις 5 ετών. Η νεαρή βασίλισσα έπρεπε νά ξαναπαντρευτεί. Έστειλε λοιπόν μια πρεσβεία στην
Κωνσταντινούπολη να ζητήσει από τον αυτοκράτορα
Μανουήλ ως επικυρίαρχό της, να της διαλέξει ένα σύζυγο. Ο Μανουήλ ήταν πρόθυμος να ικανοποιήσει την επιθυμία της. Η βυζαντινή επιρροή
έφθινε κατά μήκος των νοτιο-ανατολικών συνόρων της αυτοκρατορίας. Περί το έτος 1143 ο Αρμένιος πρίγκιπας Θόρος ο Ρουπένιος, είχε δραπετεύσει
από την Κωνσταντινούπολη και είχε καταφύγει στην αυλή του εξαδέλφου του, Ιοσελίνου (Joscelin II) της Έδεσσας. Εκεί, συγκέντρωσε μια ομάδα από
συμπατριώτες του, με τους οποίους ανακατέλαβε το οικογενειακό του φρούριο Βάχκα, στα ανατολικά βουνά του Ταύρου.
Το 1151, ενώ οι Βυζαντινοί ήταν απασχολημένοι με την τουρκική επίθεση κατά του Turbessel, αυτός κατέβηκε στην πεδιάδα της Κιλικίας,
νίκησε και σκότωσε τον Βυζαντινό κυβερνήτη Θωμά, στις πύλες της Μάμιστρα. Ο Μανουήλ έστειλε αμέσως τον εξάδελφό του
Ανδρόνικο Κομνηνό με στρατό ν' ανακτήσει τα εδάφη που είχε καταλάβει ο
Θόρος και τώρα παρουσιάστηκε η ευκαιρία να βάλει τον δικό του υποψήφιο στο θρόνο της Αντιόχειας.
Κανένα από τα σχέδια αυτά δεν πέτυχε. Ο Ανδρόνικος Κομνηνός ήταν το πιο λαμπρό και γοητευτικό μέλος αυτής της προικισμένης
οικογένειας, αλλά ήταν ορμητικός και απρόσεκτος. Καθώς προχωρούσε για να πολιορκήσει τον Θόρο στη Μάμιστρα, οι Αρμένιοι
έκαναν μια
αιφνιδιαστική έξοδο και τον κατέλαβαν απροπαράσκευο. Ο στρατός του τράπηκε εις φυγήν κι αυτός γύρισε πίσω ντροπιασμένος στην
Κωνσταντινούπολη. Στην εκλογή συζύγου για την Constance, ο Μανουήλ έστειλε τον γαμπρό του,
τον καίσαρα Ιωάννη Roger, χήρο της αγαπημένης του αδελφής Μαρίας. Ο Ιωάννης Roger ήταν Νορμανδός την καταγωγή, και παρ' όλο ότι
κάποτε είχε συνωμοτήσει για ν' αρπάξει τον αυτοκρατορικό θρόνο, τώρα ήταν δοκιμασμένος και έμπιστος φίλος του αυτοκράτορα, ο οποίος ήξερε ότι
μπορούσε να υπολογίζει στη νομιμοφροσύνη του αλλά πίστεψε ότι η λατινική καταγωγή του θα τον έκανε αποδεκτό από τη φραγκική αριστοκρατία.
Ξέχασε όμως την ίδια την Constance. Ο Ιωάννης Roger ήταν πια μεσόκοπος και είχε χάσει όλη τη νεανική γοητεία του. Η νεαρή πριγκίπισσα, της
οποίας ο πρώτος σύζυγος υπήρξε διάσημος για την ομορφιά του, δεν μπορούσε να δεχτεί έναν τόσο λίγο ρομαντικό σύντροφο. Παρακάλεσε τον
καίσαρα να επιστρέψει στον αυτοκράτορα. Θα ήταν καλύτερα αν ο Μανουήλ είχε στείλει τον Ανδρόνικο στην Αντιόχεια και τον Ιωάννη Roger να
πολεμήσει στην Κιλικία.
Τελικά η Κωνσταντία επέλεξε για σύζυγο ένα γοητευτικό Φράγκο ιππότη, τό Ρεϋνάλδο του Σαντιγιόν (Reynald de Chatillon), ο οποίος μέ τήν
έγκριση του βασιλέα της Ιερουσαλήμ Βαλδουΐνου Γ', έγινε ο νέος πρίγκπηπας της Αντιόχειας.
Η είδηση του γάμου έγινε δεκτή με δυσαρέσκεια στην Κωνσταντινούπολη.
Αλλά ο Μανουήλ εκείνον τον καιρό ήταν απασχολημένος σε μια
εκστρατεία εναντίον των Σελτζούκων. Έχοντας επίγνωση των δικαιωμάτων του, έστειλε στην Αντιόχεια και πρότεινε ν' αναγνωρίσει τον νέο πρίγκιπα,
αν οι Φράγκοι της Αντιόχειας θα πολεμούσαν γιά αυτόν εναντίον του Αρμενίου Θόρου. Υποσχέθηκε χρηματική ενίσχυση, αν το έργο θα γινόταν όπως
έπρεπε. Ο Reynald δέχτηκε πρόθυμα.καί ύστερα από μια σύντομη μάχη κοντά στην Αλεξανδρέττα, έδιωξε τους Αρμενίους στην
Κιλικία και πρόσφερε την ανακτηθείσα χώρα στους Ναΐτες ιππότες (Templar Knights), μέ τούς οποίους είχε αποφασίσει να συνεργασθεί.
Αφού εξασφάλισε τη χώρα που ήθελε, ο Reynald ζήτησε τα χρήματα από τον αυτοκράτορα ο οποίος τ' αρνήθηκε, τονίζοντας ότι απέμενε να γίνει το
μεγαλύτερο μέρος του έργου. Ο Reynald άλλαξε την πολιτική του. Ενθαρρυνόμενος από τους Ναΐτες, έκανε ειρήνη με τον Θόρο και ενώ οι
Αρμένιοι προσέβαλλαν τα λίγα απομένοντα βυζαντινά φρούρια στην Κιλικία, αυτός αποφάσισε να ηγηθεί μιας εκστρατείας
εναντίον της πλούσιας νήσου Κύπρου
στήν οποία κυβερνήτης ήταν ο ανιψιός του αυτοκράτορα Ιωάννης Κομνηνός, μαζί μέ τόν στρατηγό
Μιχαήλ Βρανά. Οι Ελληνες αιφνιδιάστηκαν καί παραδόθηκαν. Ο Ρεϋνάλδος εκεί φέρθηκε σαν αρχηγός εκδορέων, καταστρέφοντας
τα πάντα, βιάζοντας γυναίκες, κόβοντας μύτες κι αυτιά ελλήνων παπάδων. Κατόπιν, ξαναμπήκε στα πλοία του και γύρισε στην Αντιόχεια με πλούσια
λάφυρα. Αυτό το έγκλημα ενάντια στη χριστιανοσύνη δε βρήκε γρήγορα την τιμωρία του, γιατί ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός
ήταν απασχολημένος στην Ευρώπη, ο Ρενώ όμως είχε δημιουργήσει έναν επικίνδυνο εχθρό...
Ενώ ο νέος πρίγκιπας της Αντιόχειας εξέθετε τη φράγκικη κυριαρχία στη Συρία, ο Βαλδουίνος Γ' (1130-1162) την εδραίωνε στην Παλαιστίνη. Οι μουσουλμανικές
κτήσεις ήταν χωρισμένες σε κράτη άνισης σημασίας. Στα βορειοανατολικά βρίσκονταν ο τρομερός Τούρκος αταμπέγκ του Χαλεπιού
Νουρ-εντ-Ντιν, που προσπαθούσε να πραγματοποιήσει την ενοποίηση της μουσουλμανικής Συρίας, για να ρίξει ύστερα τους Φράγκους στη θάλασσα.
Ανατολικά ήταν το βασίλειο της Δαμασκού, στα χέρια μιας άλλης τουρκικής δυναστείας, που όμως από καιρό βρισκόταν σε παρακμή και που το
εποφθαλμιούσε ο Νουρεντίν. Νοτιοδυτικά τέλος, το αραβικό χαλιφάτο των Φατιμιδών, που κρατούσε την Αίγυπτο και κατείχε ακόμα στην
παλαιστινιακή ακτή την οχυρή πόλη Ασκάλωνα. Όπως το κράτος της Δαμασκού, έτσι και η Αίγυπτος των Φατιμιδών βρισκόταν σε διάλυση.
Τραγωδίες, δολοφονίες μέ δηλητήριο ή εγχειρίδιο, πτώματα βεζίρηδων στα σκαλοπάτια του θρόνου, καταδίκαζαν σε αδράνεια αυτή την Αυλή που είχε
αρχίσει να σαπίζει. Ο Βαλδουίνος Γ' (Baldwin III) επωφελήθηκε απ' αυτή την κατάσταση για να καταλάβει την Ασκάλωνα. Το
περίφημο οχυρό, που 'χε αντισταθεί μισό αιώνα σ' όλες τις προσπάθειες των προκατόχων του, του άνοιξε τις πύλες του στις 19 Αυγούστου του 1153.
Οι κάτοικοι και η αιγυπτιακή φρουρά πέτυχαν τον όρο ν' αποσυρθούν με τα όπλα και τις αποσκευές τους, και ο όρος αυτός τηρήθηκε σχολαστικά.
Αυτή η σημαντική κατάκτηση ολοκλήρωσε το έργο της Σταυροφορίας: Απ' την Αλεξανδρέττα ως τη Γάζα, όλη η συροπαλαιστινιακή
ακτή ανήκε πια στους Φράγκους.
Ο νεαρός μονάρχης της Ιερουσαλήμ, κατάλαβε παρ' όλα αυτά, πως για να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τη νέα μουσουλμανική μοναρχία,
η συμφιλίωση όλων των χριστιανών δεν αποτελούσε καθόλου περιττή πολυτέλεια.
Τώρα που η μουσουλμανική Συρία είχε πραγματοποιήσει την
τρομερή ενότητά της, γινόταν απαραίτητο να της αντιτάξει τη στενή ένωση της Φράγκικης Συρίας, της Μικρής Αρμενίας (Κιλικίας) και της
Ελληνικής Αυτοκρατορίας.
Αντιγράφω από τόν ιστότοπο Ηistoire-fr τό απόσπασμα:
«Les deux fils de Melisende, Baudouin III et Amaury I, poursuivirent l' alliance entre Grecs, Francs et Armeniens, obtenant
quelques resultats positifs. Amaury, voyant que les Zengides etaient trop puissants, decida de lutter contre les califes fatimides du Caire
(afin d' etablir un protectorat en Egypte.). C'est alors que ces derniers appelerent a la rescousse un lieutenant de Nour ed Din, nomme Saladin
(de son vrai nom Salah al Din.)».
Η σκέψη της συμμαχίας (alliance) ήταν μεγαλοφυής καί θα μπορούσε ν' αλλάξει τον ρου της Ιστορίας.. Για να πετύχει αυτό το σκοπό και για να
πραγματοποιήσει τη μεγάλη χριστιανική συμμαχία, ο Βαλδουίνος Γ' ζήτησε το χέρι μιας ελληνίδας πριγκίπισσας.
Το πέτυχε. Το Σεπτέμβρη του 1158, αποβιβαζόταν στην Τύρο, με μια παραμυθένια ακολουθία, η πριγκίπισσα Θεοδώρα,
θυγατέρα του Ισαάκ Κομνηνού (αδελφού του Μανουήλ). Ήταν μια πολύ νέα κοπελίτσα, ούτε δεκαπέντε χρονών ακόμα, πολύ ψηλή, πολύ
όμορφη, μ' ένα χρώμα καταπληκτικής λευκότητας, πυκνά ξανθά μαλλιά, πολύ κομψή και άπειρα γοητευτική. Έφερνε μια προίκα που θύμιζε τις «Χίλιες
και Μια Νύχτες», κασέλες
μέ 100.000 χρυσά υπέρπυρα, χρυσαφικά και πολύτιμα πετράδια, άπειρα πολυτελή υφάσματα, χρυσοκέντητα μεταξωτά, χαλιά και τάπητες αμύθητης αξίας, όλη
τη ραφινάτη πολυτέλεια του Βυζαντίου. Ο γάμος ευλογήθηκε απ' τον πατριάρχη Αϊμερί (Aimery) «για μεγάλη χαρά όλης της γης».
Ο Βαλδουίνος Γ', που ήταν μόλις είκοσι εφτά χρονών, ερωτεύτηκε αμέσως την παιδούλα γυναίκα του. Αυτός που, ως εκείνη τη στιγμή, ήταν
τόσο άστατος, αφοσιώθηκε αποκλειστικά σ' αυτήν και της έμεινε πιστός ως το θάνατό του.
Από πολιτική άποψη, η χαρά που μ' αυτήν έγινε δεχτή η ξανθή Θεοδώρα εξηγείται απόλυτα. Η μικρή βασίλισσα έφερνε στους Φράγκους τη
βεβαιότητα μιας βυζαντινής συμμαχίας και την υπόσχεση μιας σύντομης, αυτοκρατορικής επέμβασης ενάντια στον Νουρεντίν.
Το φθινόπωρο του 1158 ο αυτοκράτωρ ξεκίνησε από την
Κωνσταντινούπολη
επικεφαλής ενός
μεγάλου στρατού. Βάδισε προς την Κιλικία και ενώ
το κύριο σώμα ακολουθούσε αργά κατά μήκος του δύσκολου παράκτιου δρόμου προς ανατολάς, ο ίδιος προχώρησε με μια δύναμη μονάχα
πεντακοσίων ιππέων. Τόσο μυστικά είχαν γίνει οι προετοιμασίες του και τόσο γρήγορα οι κινήσεις του, ώστε κανένας στην Κιλικία δεν ήξερε
ότι ερχόταν. Ο Αρμένιος ηγεμών Θόρος βρισκόταν στην Ταρσό, τελείως ανύποπτος, οπότε ξαφνικά, μια μέρα περί τα τέλη Οκτωβρίου,
ένας Λατίνος προσκυνητής τον οποίον είχε περιποιηθεί, έφθασε τρέχοντας στην αυλή του για να του πει ότι είχε ιδεί αυτοκρατορικά στρατεύματα
σε απόσταση μονάχα μιας ημέρας πορείας. Ο Θόρος πήρε την οικογένειά του, τους στενούς του φίλους και τους θησαυρούς του και έφυγε
αμέσως στα βουνά. Την επομένη ο Μανουήλ, μπήκε στην πεδιάδα της Κιλικίας. Ενώ ο γυναικάδελφός του, Θεόδωρος Βατάτσης, κατέλαβε την
Ταρσό, αυτός προχώρησε γρήγορα και μέσα σ' ένα δεκαπενθήμερο όλες οι πόλεις της Κιλικίας ως την Ανάζαρβο είχαν περιέλθει στην εξουσία του.
Αλλά ο ίδιος ο Θόρος του ξέφευγε. Ενώ βυζαντινά αποσπάσματα ερευνούσαν τα χωριά, αυτός έφευγε από κορφή σε κορφή και επί τέλους βρήκε
καταφύγιο σ' ένα ορεινό κάστρο ονομαζόμενο Δατζίγκ, κοντά στις πηγές του Κύδνου, του οποίου τα ερείπια ήταν ακατοίκητα επί γενεές ολόκληρες.
Μόνο δύο έμπιστοι υπηρέτες του ήξεραν που ήταν κρυμμένος .
Ετσι ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός καί θείος της Θεοδώρας, στα 1158, είχε υποτάξει το αρμενικό πριγκιπάτο της
Κιλικίας και οι κτήσεις του συνόρευαν έτσι με τα φράγκικα βασίλεια. Αυτή η γειτονία δεν έπαυε ν' ανησυχεί τον πρίγκιπα της Αντιόχειας Ρενώ του
Σατιγιόν, που απ' αυτόν ο Μανουήλ Κομνηνός θα ζητούσε λόγο για τη λεηλασία της Κύπρου. Κι ακριβώς ο βυζαντινός στρατός, κάτω απ' τις διαταγές
του Μανουήλ, ήταν συγκεντρωμένος στο Μισίς, στην Κιλικία, λίγες μέρες πορεία έξω απ' την Αντιόχεια. Ο Ρενώ, νιώθοντας πως δεν ήταν σε θέση
ν' αντισταθεί, αποφάσισε να πάει να εκλιπαρήσει τη συγνώμη του. Παρουσιάστηκε στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο του Μισίς σαν ικέτης,
«ασκεπής, γυμνόπους, με τα χέρια γυμνά ως τον αγκώνα, κρατώντας το ξίφος απ' την αιχμή, και προσφέροντας τη λαβή στον Αυτοκράτορα».
« Σε μια επίσημη συγκέντρωση, με τον αυτοκράτορα καθισμένο στο θρόνο μέσα στη μεγάλη σκηνή του, με τους αυλικούς του και τους ξένους πρέσβεις συγκεντρωμένους γύρω του και τα επίλεκτα συντάγματα του στρατού παρατεταγμένα εκατέρωθεν, ο Reynald έκανε την ταπεινή του υποταγή. Αυτός και η ακολουθία του βάδισαν ξυπόλυτοι και ξεσκούφωτοι μέσ' από την πόλη και έξω στο στρατόπεδο. Εκεί ο ίδιος έπεσε πρηνής μέσα στη σκόνη μπροστά από την αυτοκρατορική εξέδρα ενώ όλοι οι άνθρωποί του σήκωναν τα χέρια σε ικεσία. Πέρασαν πολλά λεπτά ώσπου να ευδοκήσει ο Μανουήλ να τον προσέξει. Κατόπιν του δόθηκε συγχώρηση υπό τρεις όρους. Οσάκις θα του το ζητούσαν θα παρέδιδε την ακρόπολη σε μια αυτοκρατορική φρουρά, έπρεπε να στέλνει ένα στρατιωτικό τμήμα στον αυτοκρατορικό στρατό και έπρεπε να δεχτεί Έλληνα πατριάρχη στην Αντιόχεια αντί του Λατίνου. Ο Reynald ορκίστηκε να εκτελέσει αυτούς τους όρους. Τότε τον άφησαν ελεύθερο να επιστρέψει στην Αντιόχεια. » Ράνσιμαν - Ιστορία των Σταυροφοριών
Στο μεταξύ κατέφτασε στο στρατόπεδο του Μισίς κι ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνος Γ'. Ο Μανουήλ γοητεύτηκε από τις χάρες του νεαρού
ηγεμόνα, που οι τύχες της πολιτικής τον είχαν κάνει ανιψιό του. «Πέρασαν δέκα μέρες μαζί και κάθε μέρα ο αυτοκράτορας, εκτιμώντας την πρώιμη
σοφία και την ευγένεια του Βαλδουίνου, ένιωθε γι' αυτόν μεγαλύτερη στοργή. Από κείνη τη στιγμή τον αγάπησε σαν παιδί του». Η παραμονή του
Βαλδουίνου Γ' κοντά στόν Έλληνα αυτοκράτορα, στο στρατόπεδο του Μισίς, ύστερα από το γάμο του με την ανιψιά του ισχυρού άνδρα,
αποτελεί τον διπλωματικό θρίαμβο του βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Η στενή ένωση, που επισφραγίστηκε από έναν οικογενειακό δεσμό, της φράγκικης
βασιλείας με τη
Βυζαντινή Αυτοκρατορία,
ήταν πραγματικά ο μόνος συνδυασμός που μπορούσε να σταματήσει την τουρκική Αντισταυροφορία.
Ο Βαλδουίνος Γ', που όλη του η δραστηριότητα, στη διάρκεια της παραμονής του στο Μισίς, αποκαλύπτει την αξία του, πρόσφερε επί τόπου στον
Μανουήλ Κομνηνό, όπως άλλωστε και στους Αρμένιους, μιαν αξιόλογη υπηρεσία: τους συμφιλίωσε. Ο Αρμένιος πρίγκιπας Τορός Β', διωγμένος
απ' την πεδιάδα της Κιλικίας απ' τον βυζαντινό στρατό, εξακολουθούσε να πολεμάει στα φαράγγια του Ταύρου. Ο Βαλδουίνος, ενεργώντας σαν
μεσολαβητής, πέτυχε απ' αυτόν μια πλήρη υποταγή στην Αυτοκρατορία κι απ' τον Μανουήλ τη συγνώμη για τον μετανιωμένο επαναστάτη. Είχε
έτσι πραγματοποιήσει το θαύμα να συνενώσει και πάλι, παρ' όλα τα παλιά εθνικά, πολιτιστικά και δογματικά μίση, τις βυζαντινές, αρμενικές και
φράγκικες δυνάμεις.
Αυτή η συμφωνία εκδηλώθηκε με την επίσημη είσοδο του Μανουήλ Κομνηνού στην Αντιόχεια, τον Απρίλιο του 1159, είσοδο που, από τη
βυζαντινή άποψη, πήρε τη μορφή ενός θριάμβου:
«Φορώντας το στέμμα, το κοσμημένο με στροβίλια, ντυμένος με τον μεγάλο αυτοκρατορικό μανδύα, τόσο κατάφορτο με πετράδια που ήταν άκαμπτος, κρατώντας στα χέρια τ' αυτοκρατορικά σύμβολα, ο Μανουήλ, γράφει ο Σαλαντόν, διέσχισε την πόλη έφιππος». Ο Ρενώ του Σατιγιόν, πεζός, κρατούσε τ' άλογό του απ' τα χαλινάρια. Πίσω του, έφιππος, προχωρούσε ο Βαλδουίνος Γ'. Την πομπή την υποδέχτηκε ο λαός και τα διάφορα ιερατεία μ' επικεφαλής τον Λατίνο πατριάρχη, που φορούσε άμφια ποντίφικα και κρατούσε το Ευαγγέλιο στα χέρια. «Έπειτα, κάτω απ' τους ήχους των σαλπίγγων, τους κρότους των τυμπάνων και τους εκκλησιαστικούς ύμνους, η πομπή μπήκε στην πόλη διασχίζοντας ένα παρδαλό πλήθος, όπου ο Σύρος διαγκωνιζόταν με τον Νορμανδό, και κατευθύνθηκε μέσα απ' τους δρόμους, που ήταν στολισμένοι με χαλιά, παραπετάσματα, πρασινάδες και λουλούδια, προς τη Μητρόπολη, απ' όπου ο Αυτοκράτορας πήγε στο παλάτι. Τίποτα δεν τάραξε την αυτοκρατορική αποθέωση. Οκτώ μέρες συνέχεια, οι γιορτές διαδέχονταν η μια την άλλη. Στα κυνήγια, όπως και στα κονταροχτυπήματα, Έλληνες και Λατίνοι συναγωνίζονταν σε επιδεξιότητα». Η αφήγηση των χρονογράφων θυμίζει εδώ κάποιο θαυμαστό τάπητα με θέμα μεσαιωνικής εποποιίας: «Πάνω σ' ένα άλογο, που η σαγή του στήθους και των καπουλιών ήταν σκεπασμένη με χρυσά στολίδια, γράφει ο Σαλαντόν, ο Αυτοκράτορας, ντυμένος με το μεγάλο αυτοκρατορικό μανδύα, πιασμένο με μια πόρπη στον δεξί ώμο, για ν' αφήνει ελεύθερο το χέρι, παρέλασε μπροστά απ' τα πλήθη, με τη λόγχη ορθή στο χέρι, ενώ επικεφαλής της άλλης ομάδας προχωρούσε ο πρίγκιπας της Αντιόχειας, καβάλα σ' άσπρο άτι, φορώντας πάνω απ' τη σιδερόπλεκτη πανοπλία τον πολεμικό του χιτώνα, με το κεφάλι σκεπασμένο με το κωνικό κράνος.» Rene Grousset - Ιστορία των Σταυροφοριών
Ο βυζαντινολόγος Alexander Alexandrovich Vasiliev (1867-1953), περιγράφει καί αυτός τήν θριαμβευτική είσοδο του Έλληνα αυτοκράτορα στήν Αντιόχεια:
«The submission of Reginald of Chatillon and the entry of Manuel into Antioch in 1159 mark the triumph of the Byzantine policy towards the Latins. It was the result of more than sixty years of efforts and struggle. Despite many difficulties and wars, the Byzantine Emperor never lost sight of the problem of Antioch - the problem raised during the First Crusade and since never solved.
In the church of the Nativity, at Bethlehem, an inscription dated by the year 1169 has been preserved which stated "the present work was completed by the painter and mosaist Ephraim in the reign of the Emperor Manuel Porphyrogenitus Comnenus and in the days of the Great King of Jerusalem Amaury, and of the most holy Bishop of the holy Bethlehem Raoul in the year 6677, indiction 2" (= 1169). The name of Manuel put together with that of Amaury may indicate that a sort of suzerainty of the Greek emperor was established over the king of Jerusalem.»
Επί οκτώ ημέρες ο Μανουήλ Κομνηνός παρέμεινε στην Αντιόχεια. Η μια γιορτή διαδεχόταν την άλλη. Ο ίδιος, αν και ήταν περήφανος
και μεγαλοπρεπής στις επίσημες περιστάσεις, ακτινοβολούσε προσωπική γοητεία και προσήνεια που κατέκτησε τα πλήθη.
Τα άφθονα δώρα που έδωσε στους ευγενείς και τον λαό επέτειναν επίσης τη γενική αγαλλίαση. Ως μια χειρονομία προς τους Δυτικούς οργάνωσε ιππικούς
αγώνες και επέβαλε στους συντρόφους του να λάβουν μέρος στους ιπποτικούς αγώνες. Ο ίδιος ήταν άριστος ιππεύς και ανταποκρίθηκε με επιτυχία,
αλλά οι αξιωματικοί του, για τους οποίους η ιππασία ήταν μέσο και όχι σκοπός, υπήρξαν λιγότερο εντυπωσιακοί εν συγκρίσει προς τους ιππότες της
Δύσεως. Η φιλία μεταξύ του αυτοκράτορα και του νέου ανιψιού του από αγχιστεία, του βασιλέως, έγινε στενότερη. Στη διάρκεια ενός κυνηγιού,
ο Βαλδουίνος Γ' πέφτει απ' τ' άλογο και βγάζει το χέρι του. Ο Μανουήλ τρέχει, γονατίζει κοντά στον πληγωμένο και χάρη στις ιατρικές του γνώσεις, τον
περιποιείται αποτελεσματικά, όπως ακριβώς είχε κάνει ως ιατρικός σύμβουλος και για τον Conrad της Γερμανίας. Στη διάρκεια της ανάρρωσης,
προσθέτει το χρονικό Ηράκλειον, «ο Αυτοκράτορας πήγαινε κάθε μέρα να μάθει νέα για το
βασιλιά, κι όταν οι χειρούργοι άλλαζαν τους επιδέσμους, τους βοηθούσε τόσο προσεχτικά σα να επρόκειτο για παιδί του».
Αφού τέλειωσαν οι γιορτές, ο Μανουήλ Κομνηνός, ο Βαλδουίνος Γ' και ο Ρενώ του Σατιγιόν, συνενώνοντας τις δυνάμεις τους, ξεκίνησαν να πολεμήσουν
τον αταμπέγκ του Χαλεπιού Νουρ-εντ-Ντιν. Ο Τούρκος ηγεμόνας δύσκολα μπορούσε ν' αντισταθεί σ' έναν τέτοιο συνασπισμό.
Η Βυζαντινή Εποποιία, ενισχυμένη απ' τη Σταυροφορία. Τι δε θα μπορούσε να κάνει ένας τέτοιος ιστορικός συνδυασμός! Η στιγμή φαινόταν μοναδική.
Γιατί να μην ολοκληρωθεί αυτή η εκστρατεία; Αντί να πολιορκήσει το Χαλέπι, ο Μανουήλ Κομνηνός αρκέστηκε ν' απαιτήσει απ' τον Νουρ-εντ-Ντιν
την απελευθέρωση όλων των χριστιανών αιχμαλώτων που κρατούσε στις μουσουλμανικές φυλακές, κ' ύστερα, αποχαιρετώντας τους Φράγκους
ηγεμόνες, έφυγε απ' τη Συρία και γύρισε στην
Κωνσταντινούπολη
(Ιούνιος 1159). Στην πραγματικότητα, μ' όλη την προσωπική φιλία του
Αυτοκράτορα για το βασιλιά της Ιερουσαλήμ, η βυζαντινή διπλωματία δεν ήθελε να καταφέρει το τελειωτικό χτύπημα ενάντια στους Τούρκους, από
φόβο μήπως αυξήσει τη δύναμη των Φράγκων. Εννοούσε να στηρίξει την ηγεμονία της στη διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα στους πρώτους και
στους δεύτερους. Υπερβολικά επιτήδεια πολιτική, που σύντομα θα στραφεί ενάντια στους εμπνευστές της. Ο Μανουήλ Κομνηνός θα καταλάβει
τότε τη βασική αλληλεγγύη του Βυζαντίου και του λατινικού κόσμου απέναντι στον μουσουλμανικό κίνδυνο, αλλά πολύ αργά, γιατί τότε ο
Νουρ-εντ-Ντιν θα έχει προσαρτήσει την Αίγυπτο.
Προς μεγάλη αγανάκτηση των Λατίνων οι οποίοι τον περίμεναν να βαδίσει κατά του Χαλεπίου, δέχτηκε την πρεσβεία και άρχισαν συζητήσεις. Όταν ο
Nur ad-Din προσφέρθηκε ν' απελευθερώσει όλους τους χριστιανούς αιχμαλώτους που ανέρχονταν σε έξι χιλιάδες, και που βρίσκονταν στις
φυλακές του και να στείλει ένα εκστρατευτικό σώμα εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων, ο Μανουήλ συμφώνησε και ανέστειλε την εκστρατεία:
«With Manuel's entrance into Antioch in the Spring 1159 the danger presented to Nur-ad-Din's hard won position
became even greater, for Aleppo itself was now threatened. All these developments urged Nur-ad-Din to refrain from too vigorous a war on the southern
Franks and to seek peace with the Greeks. Hence he released a number of Christian captives, among them Bertram, to Manuel.» Joscelyn III and the Fall of the Crusader States (Robert Lawrence Nicholson - 1973).
Όταν συνήφθη η ανακωχή, ο αυτοκράτωρ και ο στρατός του απεχώρησαν προς δυσμάς, καί έφθασαν στην "Βασιλίδα των πόλεων" περί τα τέλη του
καλοκαιριού. Ύστερα από τρεις μήνες περίπου, ο Μανουήλ πέρασε εκ νέου στην
Ασία για να εκστρατεύσει κατά των Σελτζούκων, για να δοκιμάσει εναντίον τους μια νέα και πιο ευκίνητη μορφή τακτικής. Στο μεταξύ οι απεσταλμένοι
του συγκροτούσαν τον συνασπισμό εναντίον του Σελτζούκου σουλτάνου Kilidj Arslan II. Ο Nur ad-Din βαθύτατα ανακουφισμένος από
την αναχώρηση του Μανουήλ, προχώρησε μέσα στα σελτζουκικά εδάφη από τον μέσο Ευφράτη. Ο Δανισμένδης ηγεμών Γιακούμπ Arslan επιτέθηκε
από βορειοανατολικά με τόση επιτυχία, ώστε ο σουλτάνος αναγκάστηκε να του παραχωρήσει τα εδάφη στον Αντίταυρο.
Στο μεταξύ ο Βυζαντινός στρατηγός Ιωάννης Κοντοστέφανος, συγκέντρωσε τους άνδρες που ο Reynald και ο Θόρος ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν από
τη συνθήκη και με ένα τμήμα Πετσενέγων τους οποίους είχε εγκαταστήσει ο Μανουήλ στην Κιλικία, πέρασε μέσ' από τις διαβάσεις του Ταύρου
και ο Μανουήλ με τον κύριο αυτοκρατορικό στρατό, ενισχυμένον από στρατεύματα που είχε διαθέσει ο ηγεμών της Σερβίας και από προσκυνητές που
στρατολογήθηκαν όταν τα πλοία τους προσορμίσθηκαν στη Ρόδο, σάρωσε την κοιλάδα του Μαιάνδρου. Ο σουλτάνος αναγκάστηκε να μοιράσει τις
δυνάμεις του. Όταν ο Κοντοστέφανος κέρδισε μια ολοκληρωτική νίκη κατά των Τούρκων που είχαν σταλεί εναντίον του, ο Kilidj Arslan
εγκατέλειψε τον αγώνα. Έγραψε στον αυτοκράτορα και πρότεινε εις αντάλλαγμα της ειρήνης να επιστρέψει όλες τις ελληνικές πόλεις που είχαν
καταληφθεί κατά τα τελευταία χρόνια από τους μωαμεθανούς, να φροντίσει ώστε τα σύνορα να είναι σεβαστά και να σταματήσουν οι επιδρομές και
να στέλνει ένα σύνταγμα να πολεμά στις αυτοκρατορικές τάξεις οσάκις του το ζητούσαν.
«Επιστρέψας δέ εις Κωνσταντινούπολιν καί θριαμβεύσας επανέλαβε τόν αδιάκοπον πρός τούς Τούρκους της Μικράς Ασίας πόλεμον καί πολλάκις κατετρόπωσεν αυτούς, ώστε ο του Ικονίου Σουλτάνος εξητήσατο τήν ειρήνην επί τη αποδόσει όλων των αιχμαλώτων, έτι δέ υποσχόμενος ότι θέλει παρέχει κατ' έτος έν στρατιωτικόν σώμα, ότι δέν θέλει επιτρέψει επιδρομήν τινα εις τάς χώρας του ελληνικού κράτους, ότι θέλει αποδώσει πάντα τά φρούρια όσα εκυρίευσεν απ' αρχής της του Μανουήλ βασιλείας, καί ότι θέλει πιστώς εκτελεί απάσας τάς διαταγάς του αυτοκράτορος. » Ιστορία του Ελληνικού Έθνους - Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου
Ο Μανουήλ δέχτηκε τους όρους, αλλά κράτησε ως εφεδρεία τον επαναστάτη αδελφό του σουλτάνου Σαχινσάχ ο οποίος είχε καταφύγει σ' αυτόν για προστασία. Για να επικυρώσει την συνθήκη, ο Κιλίτζ Αρσλάν έστειλε τον χριστιανό καγγελλάριό του, Χριστόφορο, στην Κωνσταντινούπολη να προτείνει μια επίσημη επίσκεψή του στην αυτοκρατορική αυλή. Οι εχθροπραξίες σταμάτησαν το καλοκαίρι του 1161 και την επόμενη άνοιξη ο Kilidj Arslan έγινε δεκτός στην Κωνσταντινούπολη. Οι εορτασμοί υπήρξαν λαμπρότατοι. Στον σουλτάνο απονεμήθησαν πολλές τιμές και δόθηκαν πολλά δώρα, αλλά τον μεταχειρίστηκαν σαν υποτελή ηγεμόνα. Η είδηση της επισκέψεως έκανε εντύπωση σε όλους τους ηγεμόνες της Ανατολής.
«As to the relations of Manuel with the Muhammedan princes, he and Qilij Arslan had had for some years a friendly connection, and in 1162 the Sultan had even come to Constantinople where a solemn reception had been accorded to him by the Emperor. This reception is thoroughly described in Greek and Oriental sources. The Sultan spent eighty days in Constantinople. All the wealth and treasures of the capital were ostentatiously shown to the famous guest. Dazzled by the brilliancy of the palace reception, Qilij Arslan did not even dare to sit down by the side of the Emperor. Tournaments, races, and even a naval festival with a demonstration of the famous "Greek fire" were given in honor of the sultan. Twice a day, food was brought to him in gold and silver vessels, and the latter were not taken back, but left at the disposal of the guest. One day, when the Emperor and sultan had dinner together, all vessels and decorations were offered to Qilij Arslan as a gift.» Alexander Alexandrovich Vasiliev (1867-1953)
Τον Νοέμβριο του 1160, ο Reynald έπεσε σε ενέδρα του κυβερνήτη του Χαλεπίου, ετεροθαλούς αδελφού του Nur ad-Din, Μαζδ ad-Din.
Πολέμησε γενναία, αλλά οι εχθροί ήταν πολυαριθμότεροι και τον έπιασαν αιχμάλωτο. Τον έστειλαν, μαζί με τους συντρόφους του, δεμένον επάνω σε
μια καμήλα, στο Χαλέπι, όπου επρόκειτο να μείνει στη φυλακή επί δεκαέξι χρόνια. Ούτε ο αυτοκράτωρ ούτε ο βασιλεύς της Ιερουσαλήμ ούτε
ακόμη ο λαός της Αντιόχειας έδειξαν καμιά βιασύνη να τον εξαγοράσουν. Εν τω μεταξύ, η αυτοκράτειρα Ειρήνη, που είχε γεννηθεί ως Βέρθα
φόν Σούλτσμπαχ, είχε πεθάνει αφήνοντας πίσω της μόνο μια θυγατέρα. Το 1161, μια λαμπρή πρεσβεία, με επικεφαλής τον
Αλέξιο Βρυέννιο Κομνηνό, γιο της
Άννας Κομνηνής
και τον έπαρχο της Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καματερό, έφθασε στην Αντιόχεια για να ζητήσει της πριγκίπισσα Μαρία της
Αντιόχειας, θυγατέρα της Constance, γιά τόν αυτοκράτορα. Η Μαρία, απέπλευσε από τον Άγιο Συμεών τον Σεπτέμβριο, υπερήφανη που
θα γινόταν αυτοκράτειρα καί παντρεύτηκε με τον αυτοκράτορα στο ναό της
Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη
. Τους στεφάνωσαν οι τρεις πατριάρχες, Λουκάς Κωνσταντινουπόλεως, Σωφρόνιος Αλεξανδρείας και ο
Τιτουλάριος πατριάρχης Αντιοχείας Αθανάσιος II .
Τό 1162, ο Βαλδουίνος Γ' πέθανε στη Βηρυτό, μόλις τριάντα τριών χρονών, δηλητηριασμένος κατά πάσαν πιθανότητα απ' το
γιατρό του. Ο Γουλιέλμος της Τύρου, αυτόπτης μάρτυς, μας περιγράφει τον πόνο του λαού όταν έμαθε αυτή την είδηση. Στη διάρκεια της
μετακομιδής της σορού του από τη Βηρυτό στην Ιερουσαλήμ, όχι μονάχα οι Φράγκοι αλλά καί οι χριστιανοί των άλλων δογμάτων έρχονταν να
ενωθούν στην πένθιμη πομπή. Οι άνθρωποι του Όρους κατέβαιναν εν σώματι να προσκυνήσουν για τελευταία φορά τη σορό του βασιλιά.
Καί οι ίδιοι οι Άραβες υποκλίνονταν μπροστά σ' εκείνον που υπήρξε πάντα γι' αυτούς δίκαιος αφέντης ή ιπποτικός αντίπαλος. Σ' εκείνους που
πρότειναν στον Νουρεντίν να επωφεληθεί απ' την περίσταση για να επιτεθεί ενάντια στους Φράγκους, ο μεγάλος αταμπέγκ απάντησε
περήφανα πως θα το θεωρούσε απρέπεια να διαταράξει το πένθος των Φράγκων για έναν τόσο γενναίο πολεμιστή.
Ο Baldwin III δεν άφησε παιδιά. Η Ελληνίδα βασίλισσά του Θεοδώρα ήταν ακόμα δεκάξι ετών όταν χήρεψε. Κληρονόμος του βασιλείου ήταν ο
αδελφός του Amalric, κόμης της Jaffa και της Ascalon. Οκτώ ημέρες μετά τον θάνατο του Baldwin στέφθηκε
βασιλεύς της Ιερουσαλήμ από τον πατριάρχη Amalric.
Ο Amalric ήταν είκοσι πέντε ετών. Ήταν το ίδιο ψηλός και ωραίος όπως ο αδελφός του με την ίδια πυκνή και ξανθή γενειάδα και τα ζωηρά
χρώματα.
Όταν αποκατέστησε τη βασιλική του εξουσία στο εσωτερικό του βασιλείου, ο Amalric μπόρεσε να φροντίσει και τις εξωτερικές υποθέσεις.
Στο βορρά ήταν πρόθυμος να θυσιάσει την Αντιόχεια στους Βυζαντινούς. Περί το τέλος του 1162 δημιουργήθηκαν ταραχές στην Κιλικία μετά τη
δολοφονία του αδελφού του Θόρου, ο οποίος πήγαινε να παραστεί σ' ένα συμπόσιο που έδινε ο αυτοκρατορικός κυβερνήτης Ανδρόνικος.
Ο Θόρος, κατηγόρησε τον Ανδρόνικο για συνενοχή και κατέβηκε με δυνάμεις
εναντίον της Μάμιστρα, του Ανάζαρβου και της Βάχκα, όπου αιφνιδίασε και εξόντωσε τις ελληνικές φρουρές. Ο Amalric
έσπευσε να υποστηρίξει τον αυτοκράτορα, ο οποίος αντικατέστησε τον Ανδρόνικο με έναν ικανό στρατηγό, ουγγρικής καταγωγής, τον
Κωνσταντίνο Κολομάν. Ο Κολομάν ήρθε με ενισχυμένες δυνάμεις στην Κιλικία και ο Θόρος αποτραβήχτηκε καί πάλι στα βουνά .
Ο Bohemund της Αντιόχειας ήταν τώρα δεκαοχτώ ετών και σε ηλικία να κυβερνήσει. Στην επιθυμία της να διατηρήσει την εξουσία της
η Constance ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τον Κολομάν. Η φήμη για το αίτημά της προκάλεσε στάση στην Αντιόχεια. Η Constance
εξορίσθηκε και στη θέση της εγκαταστάθηκε ο Bohemund III. Η Constance πέθανε λίγο αργότερα, ο αυτοκράτωρ δεν πρόβαλε αντίρρηση για την αλλαγή
του καθεστώτος, πιθανόν επειδή ο Amalric έδωσε εγγυήσεις ότι η επικυριαρχία του θα ήταν σεβαστή.
Στό μεταξύ, η
Ελληνική Αυτοκρατορία
μάχονταν καί στά βόρεια σύνορά της κατά των Ούγγρων καί των Σέρβων. Οταν πέθανε ο ηγεμόνας της Ουγγαρίας
Γεΐζα, άφησε διάδοχο στόν θρόνο, τό γιό του Στέφανο Γ'. Ομως οι δύο αδελφοί του Γεΐζα, Λαδισλάος καί Στέφανος Δ', κατέφυγαν στό
Μανουήλ. Σέ μία προσπάθεια ελέγχου του Ουγγρικού βασιλείου, ο
Ελληνας αυτοκράτορας
αρραβώνιασε τήν κόρη του Μαρία μέ έτερο διεκδικητή του
ουγγρικού θρόνου, τόν Μπέλα ή Βέλα Γ'. Ο Βέλα ήρθε στήν
Κωνσταντινούπολη
νά λάβει ελληνική παιδεία καί βαπτίσθηκε μέ τό όνομα Αλέξιος.
Τελικά στίς 8 Ιουλίου 1167, τά αυτοκρατορικά στρατεύματα συγκρούσθηκαν μέ τίς ουγγρικές δυνάμεις στό Σίρμιο (Sirmium)
ή Ζεύγμινο (zimonyi csata).
Οι Βυζαντινοί, υπό τίς διαταγές των στρατηγών Ανδρόνικου Κοντοστέφανου, Ανδρόνικου Λαμπαρδά καί Γεωργίου Βρανά συνέτριψαν
τίς εχθρικές δυνάμεις μέ αποτέλεσμα η αυτοκρατορία νά θέσει υπό τόν έλεγχό της τήν Κροατία καί τήν Βοσνία.
«Επεί δέ προήλθον ως εις μεταίχμιον καί περί μεσημβρίαν ήν η ημέρα καί καιρός εδόκει συρρήγνυσθαι, ο μέν
Κοντοστέφανος τοίς εκ δεξιού καί λαιού κέρως άγχιστα παρακολουθούσι τά τελευταία των βαρβάρων κόπτειν εφήκε, μάλιστα δέ τοίς ιπποτοξόταις
θαμά βάλλειν παρεκελεύετο. Σκοπός δέ ήν εντεύθεν τώ στρατηγώ κατασείσειν είτε μήν εκκρούσειν της συνεχείας τάς Παιονικάς φάλαγγας,
κατά γάρ τήν Ομηρικήν καί τότε παράταξιν "ασπίς ασπίδ' έρειδε, κόρυς κόρυν, ανέρα δ' ανήρ,"»
Νικήτας Χωνιάτης.
Επιστρέφοντας ο Ρωμηός Αυτοκράτορας στή "Βασιλεύουσα",
εισήλθε ως θριαμβευτής καί ο λαός του επεφύλαξε μεγαλειώδη υποδοχή, αντάξια
του έργου καί της γενναιότητας του Μανουήλ Κομνηνού:
«Βασιλεύς δέ τήν καλλίστην ταυτηνί νίκην ενωτισάμενος θύει θεώ χαριστήρια καί αυτός ήν εν κρότοις καί χαρμοναίς. Κοινούμενος δέ τοίς της βασιλίδος
οικήτορσι πόλεως ταύτα δή τά ευφρόσυνα κατορθώματα γράμματα ευάγγελα στέλλει τήν τροπαιουχίαν περισαλπίζοντα.
Μεθ' ημέρας δέ τινας καί αυτός τήν μεγαλόπολιν εισιών κατάγει θρίαμβον από της εώας πύλης, ήτις ανέωγε κατά τήν ακρόπολιν. Οία
δ' επί μεγίστω τροπαίω καί ακραιφνεί θριαμβεύσειν μεγαλοπρεπώς προθέμενος καί τά της πομπείας διασκευασθήναι πρός τό υπέρογκον
διατέταχεν. Απας ούν περιπόρφυρος πέπλος καί χρυσίω κατάστικτος απηώρητο..»
Νικήτας Χωνιάτης.
Δυστυχώς όμως, στά ανατολικά σύνορα του
Ρωμέικου Κράτους (Ρωμανίας), οι συμφωνίες ειρήνης,
δεν τηρήθηκαν από τόν Σελτζούκο ηγεμόνα, και όσο ο Μανουήλ ήταν απασχολημένος στην Ουγγαρία και στη Δύση, ο
Kilij Arslan εισέβαλλε εκ νέου σέ ελληνικές πόλεις, εδραιώνοντας περαιτέρω τη θέση του στη Μικρά Ασία. Η υποστήριξη μάλιστα του
Γερμανού αυτοκράτορα ήταν εκείνη πού ενεθάρρυνε το σουλτάνο να εξεγερθεί και το 1175 ξέσπασε ρήξη ανάμεσα στο Βυζάντιο και
στο Ικόνιο. Τον επόμενο χρόνο ο βυζαντινός αυτοκράτορας κινήθηκε προς το Ικόνιο με μία τεράστια στρατιά. Εχοντας εμπιστοσύνη στίς δυνάμεις του,
ριψοκινδύνευσε απερίσκεπτα, νά διασχίσει τις ορεινές διαβάσεις καί τά φαράγγια της Φρυγίας.
Εκεί κοντά στο Μυριοκέφαλον, τον περίμενε στις 17 Σεπτεμβρίου 1176, η φοβερή καταστροφή.
Οι Τούρκοι, μέ τόν ελαφρύ οπλισμό τους, αιφνιδίασαν τούς Ρωμηούς καί τούς συμμάχους τους, καί ο αυτοκρατορικός στρατός ύστερα
από μία εφιαλτική μάχη εξολοθρεύτηκε . Ο ίδιος ο Μανουήλ, παραλίγο νά συλληφθεί αιχμάλωτος, ενώ πλείστοι από τούς συγγενείς καί φίλους
σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Ο ίδιος σέ ένα γράμμα του στόν Αγγλο βασιλιά, θά συνέκρινε τήν ήττα αυτή με την καταστροφή
που είχε δοκιμάσει το Βυζάντιο πριν από 105 χρόνια στη μάχη του Μαντζικέρτ.
Γιά τή μάχη στό Μυριοκέφαλο, αφήνω τόν αναγνώστη νά κατατοπισθή από παλαιότερες πηγές:
«Aπάρας ουν της βασιλίδος των πόλεων Φρυγίαν τε καί Λαοδίκειαν διελθών αφικνείται ες Χώνας, πόλιν ευδαίμονα καί μεγάλην, πάλαι τάς Κολοσσάς, τήν εμού του συγγραφέως πατρίδα. Καί τόν αρχαγγελικόν ναόν εισιών, μεγέθει μέγιστον καί κάλλει κάλλιστον όντα καί θαυμασίας χειρός άπαντα έργον, εκείθεν εξελάσας εις Λάμπην ίκετο καί πόλιν Κελαινάς, ένθα του Μαιάνδρου εισίν αι εκδόσεις καί ο Μαρσύας ρεί ποταμός εμβάλλων εις Μαίανδρον καί ο Απόλλων εκδείραι Μαρσύαν εκεί που λέγεται καθάπερ μύωπι οιστρηθέντα βιαίω καί περί της αοιδής ερίζειν αρξάμενον πρός Απόλλωνα. κακείθεν εις τό Χώμα ελθών τω Μυριοκεφάλω εφίσταται, φρούριον δέ τούτο παλαιόν καί αοίκητον..
Ην δέ τότε μήν ο Σεπτέμβριος, προηγούντο δέ του στρατού μετά των οικείων τάξεων οι δύο υιοί του Αγγέλου Κωνσταντίνου, ο τε Ιωάννης καί ο Ανδρόνικος, ο Μακροδούκας Κωνσταντίνος καί ο Λαπαρδάς Ανδρόνικος. Μετά δέ τούτους τό μέν δεξιόν επείχε κέρας ο του βασιλέως γυναικάδελφος Βαλδουΐνος, τό δ' αριστερόν ο Μαυροζώμης Θεόδωρος. Επί τούτοις είποντο τά σκευοφόρα καί τό οικετικόν αί τε φέρουσαι τάς ελεπόλεις άμαξαι, μετά δέ βασιλεύς αυτός καί όσον επίλεκτον, μεθ' ούς οπισθοφύλαξ ών Ανδρόνικος ο Κοντοστέφανος.
Επεσον ούν αριθμώ πλείους Ρωμαίοι καί πλείστοι μάλιστα των εκ του γένους τώ βασιλεί καί τούτων οις πολύ τό επίσημον. Ως δέ η κόνις ελώφησεν η τε αχλύς εκείνη καί η αορασία διεσκέδαστο, ωπτάνοντό τινες (φευ του απευκταίου πράγματος καί οράματος) έως ιξύος καί τραχήλου συνισχημένοι τοίς πτώμασιν, οί καί χείρας μέν ικέτιδας ώρεγον καί σχήμασιν ελεεινοίς καί φωναίς γοερόν υπηχούσαις προυκαλούντο τούς παριόντας εις αρωγήν, ουδένα δέ τόν αμύνειν δυνάμενον είχον ουδέ τόν σώζοντα, πάντες γαρ οις έπασχον εκείνοι τήν οικείαν προτυπούμενοι συμφοράν τόν περί ψυχης τρέχοντες ακούσιοί τινες ήσαν ανοικτίρμονες καί ως τάχους είχον σώζειν εαυτούς έσπευδον. Ο δέ Μανουήλ σκιάν υπελθών αχλαδηφορούντος δένδρου ανελάμβανεν εαυτόν καί καμούσαν συνέλεγε τήν ισχύν, μή έχων υπασπιστήν συνιστάμενον, μή δορυφόρον επισπόμενον, μή σωματοφύλακα εφεπόμενον.»
Νικήτας Χωνιάτης
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
«Οι δέ Τούρκοι είχον παραβιάσει επανειλημμένως τάς πρός αυτόν συνθήκας, διότι ήξευρον αυτόν απησχολημένον υπό των δυτικών εκείνων περισπασμών, ώστε άμα απαλλαγείς των περισπασμών τούτων εδέησε νά στρατεύση κατά του σουλτάνου του Ικονίου. Καί πρώτον ανέκτησε τό Δορύλαιον καί τό Σουβλέον. Τότε ο σουλτάνος προέτεινε νά συμβιβασθή διότι έμαθεν αυτόν επερχόμενον μετά δυνάμεως ισχυράς, αλλά ο Μανουήλ απήντησεν ότι δέν θέλει συνομολογήσει ειρήνην ειμή εντός του Ικονίου.
Είχε δέ αναχωρήσει από του Μυριοκεφάλου, φρουρίου παλαιού καί αοικήτου, κειμένου παρά τάς πηγάς του Μαιάνδρου, καί είχε πράξει τό λάθος νά εισέλθη μεθ'όλου του στρτού, συνεπαγόμενος καί αμάξας πολλάς καί πολιορκητικάς μηχανάς, εις τάς δυσχωρίας αίτινες ωνομάζοντο κλεισούραι του Τζυβρίτζη. Η εμπροσθοφυλακή, υπό ηγεμόνας τόν Ιωάννην καί Ανδρόνικον Άγγελον, είχεν ήδη εξέλθει των δυσχωριών καί καταβή εις τήν πεδιάδα, ότε αίφνης εχωρίσθη από του λοιπού στρτού υπό των Τούρκων, οίτινες είχν εγκαίρως καταλάβει όλα τά υψώματα.
Ο γυναικαδελφός του βασιλέως Βαλδουΐνος, όστις ήγε τό δεξιόν κέρας, ηγωνίσθη εις μάτην νά διελάση διά των στενών μετά των τεταγμένων υπ' αυτών λατίνων ιπποτών. Εν τώ αγώνι τούτω έπεσε μέν ο Βαλδουΐνος, τά δέ λείψανα της μοίρας αυτού υποχωρήσαντα πρός τά υπό του βασιλέως αγόμενα τάγματα περιήγαγον αυτά εις δεινήν αταξίαν, τό πεζικό κατεπατήθη υπό των ίππων καί των φορτηγών ζώων, αι επισωρευθείσαι άμαξαι διεκώλυσαν πάσαν επιστροφήν, καί έπειτα οι Τούρκοι είχον καταλάβει ήδη όλας τάς διόδους.
Τήν στιγμήν ταύτην έρχεται έτερον πολεμίων στίφος συνεπαγόμενον επί αιχμής λόγχης τήν κεφαλήν του Ανδρονίκου Βατάτζη, ανεψιού του βασιλεώς αποσταλέντος υπ' αυτού κατά των εν Αμασεία Τούρκων. Η θέα του οικτρού εκείνου των πολεμίων τροπαίου ηύξησε τήν ταραχήν καί τήν αθυμίαν. Ο δέ βασιλεύς βλέπων ότι είναι αδύνατον νά σώση ολόκληρον τόν στρατόν, ορμά μετά ολίγων των γενναιοτέρων πρός τάς πυκνοτέρας των πολεμίων τάξεις καί αγωνισθείς όπως εν τη νεότητι ηγωνίζετο, καί λαβών τραύματα πολλά, κατόρθωσεν ουδέν ήττον να διαπεράση καί νά φθάση εις τήν εμπροσθοφυλακήν αυτού, είς ήν προσήλθον καί όσοι άλλοι ηδυνήθησαν νά σωθώσιν από της δεινής ταύτης συμφοράς....
Ο βασιλεύς πάσχων έτι εκ των πληγών αυτού δέν ηδυνήθη νά εκστρατεύση καί ανέθηκε τήν ηγεμονίαν εις τόν Ιωάννην Βατάτζην καί τόν Κωνσταντίνον Δούκαν, οίτινες επέτυχον νά διαλύσωσι καί καταστρέψωσι τόν τουρκικό στρατόν. Εξηκολούθησαν δέ αι εχθροπραξίαι αύται μέχρι του θανάτου του Μανουήλ του συμβάντος εν έτει 1180. Καί απεκρούοντο μέν συνήθως αι των Τούρκων επιδρομαί αλλά μετά τήν εν Μυριοκεφάλω καταστροφήν δέν ηδύνατο πλέον νά γίνη λόγος περί της ολοσχερούς εκ της Ασίας εξώσεως αυτών. Η δεινή αύτη ήττα επαγίωσε τό εν χερσονήχω κράτος των πολεμίων, ώστε δύναται νά λογισθή ως έν των κρισίμων γεγονότων της πατρίου ημών ιστορίας.»
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
«Το έτος 1176 υπήρξε σημείο καμπής στην ιστορία του Βυζαντίου. Ο Σελτζούκος σουλτάνος Kilidj Arslan II, είχε γίνει προκλητικός έναντι του αυτοκράτορα. Όσο ζούσε ο Nur ad-Din είχε τηρηθεί υπό έλεγχο, γιατί είχε επέμβει στην Ανατολία το 1173 για να εμποδίσει τους Σελτζούκους να καταβροχθίσουν τις χώρες των Δανισμένδων. Αλλά ο θάνατος του Nur ad-Din έλυσε τά χέρια του Κιλίτζ Αρσλάν καί έστρεψε εναντίον του Βυζαντίου.
Το καλοκαίρι του 1176 ο Μανουήλ αποφάσισε να ξεκαθαρίσει μια για πάντα τα ζητήματά του με τους Τούρκους. Μερικές μικρο-επιτυχίες το προηγούμενο καλοκαίρι τον είχαν ενθαρρύνει να γράψει στον πάπα για να του αναγγείλει ότι ο καιρός ήταν πρόσφορος για μια νέα Σταυροφορία. Τώρα ήθελε να καταστήσει το δρόμο δια μέσου της Ανατολίας ασφαλή μια για πάντα. Ενώ ένας στρατός υπό τον εξάδελφό του Ανδρόνικο Βατάτζη είχε σταλεί δια μέσου της Παφλαγονίας ν' αποκαταστήσει τον Δουλ-Νουν στα εδάφη του, ο ίδιος ο Μανουήλ οδήγησε τον μεγάλο αυτοκρατορικό στρατό, ενισχυμένο με όσα αλλά τμήματα μπόρεσε να συγκεντρώσει, εναντίον της πρωτεύουσας του σουλτάνου, του Ικονίου. Ο Kilidj Arslan, όταν έμαθε για την εκστρατεία έστειλε να ζητήσει ειρήνη. Αλλά ο Μανουήλ δεν πίστευε πια στο λόγο του.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου ο στρατός της Παφλαγονίας έπαθε συμφορά προ των τειχών της Νικσάρ. Το κεφάλι του Βατάτζη στάλθηκε ως τρόπαιο στον σουλτάνο. Λίγες μέρες αργότερα ο στρατός του Μανουήλ βγήκε από την κοιλάδα του Μαιάνδρου, πέρασε το φρούριο που αυτός είχε κτίσει στο Σουβλαίον, ένα χρόνο πρωτύτερα και, αφού παρέκαμψε τη λίμνη Ιγριδίρ, μπήκε μέσα στα υψώματα που οδηγούσαν στη μεγάλη οροσειρά του Σουλτάν Νταγ. Βαριά οχήματα που μετέφεραν πολιορκητικές μηχανές και εφόδια, επιβράδυναν την προέλαση και οι Τούρκοι είχαν ερημώσει τη χώρα μέσ' από την οποία έπρεπε να περάσει. Ο δρόμος περνούσε μέσ' από μια στενωπό που οι Έλληνες ονόμαζαν του Τζυβρίτζη, στην έξοδο της οποίας υψωνόταν το ερειπωμένο φρούριο του Μυριοκεφάλου. Εκεί είχε συγκεντρωθεί ο τουρκικός στρατός, ορατός επάνω στις γυμνές κλιτύς. Οι πιο πεπειραμένοι στρατηγοί του Μανουήλ του συνέστησαν να μην περάσει τον δυσκίνητο στρατό του μέσ' από το δύσκολο αυτό πέρασμα έχοντας αντίκρυ του τον εχθρό• αλλά οι νεώτεροι πρίγκιπες είχαν εμπιστοσύνη στην ανδρεία τους και διψούσαν για δόξα. Τον έπεισαν να συνεχίσει την πορεία του. Ο σουλτάνος είχε συγκεντρώσει στρατεύματα από όλους τους συμμάχους και τους υποτελείς του. Ο στρατός του ήταν εξ ίσου μεγάλος με τον στρατό του Μανουήλ, λιγότερο καλά οπλισμένος αλλά πιο ευκίνητος.
Στις 17 Σεπτεμβρίου η εμπροσθοφυλακή εξεβίασε τη διάβαση και πέρασε. Οι Τούρκοι υποχώρησαν μπροστά τους αλλ' ανέβηκαν στις πλαγιές από όπου επέπεσαν κατά του κυρίου σώματος όταν αυτό μπήκε μέσα στη στενωπό. Ο γυναικάδελφος του αυτοκράτορα Baldwin της Αντιόχειας έκανε αντεπίθεση με ένα τμήμα ιππικού ανεβαίνοντας στις πλαγιές. Όλοι οι άνδρες του κι αυτός μαζί, σκοτώθηκαν. Οι στρατιώτες μέσα στο στενό είδαν την καταστροφή του. Ήταν τόσο πυκνά συσσωρευμένοι ο ένας επάνω στον άλλον, ώστε δεν μπορούσαν να κουνήσουν τα χέρια τους. Μια γενναία ηγεσία θα μπορούσε ίσως να σώσει την κατάσταση. Αλλά το θάρρος του εγκατέλειψε τον Μανουήλ. Υπήρξε ο πρώτος που έφυγε προς την έξοδο της στενωπού. Τώρα ολόκληρος ο στρατός προσπάθησε να τον ακολουθήσει. Αλλά μέσα στο χάος που είχε δημιουργηθεί, τα μεταφορικά οχήματα έφραξαν το δρόμο. Λίγοι στρατιώτες κατόρθωσαν να διαφύγουν. Οι Τούρκοι σείοντες το κεφάλι του Βατατζή καρφωμένο επάνω σε μια λόγχη, έσφαζαν σχεδόν ανενόχλητοι ώσπου νύχτωσε. Τότε ο σουλτάνος έστειλε έναν αγγελιαφόρο στον αυτοκράτορα ο οποίος προσπαθούσε ν' ανασυγκροτήσει το στρατό στην πεδιάδα και του πρότεινε ειρήνη υπό τον όρο ν' αποσυρθεί αμέσως και να κατεδαφίσει τα δύο νέα φρούρια του Σουβλάκου και του Δορυλαίου. Ο Μανουήλ δέχτηκε τους όρους με ευγνωμοσύνη. Η εμπροσθοφυλακή του που δεν είχε ηττηθεί επέστρεψε μέσ' από τη στενωπό και ενώθηκε με τα αξιοθρήνητα υπολείμματα του άλλου στρατού τον οποίο τώρα ο Μανουήλ οδήγησε στην πρωτεύουσα παρενοχλούμενο από Τούρκους οι οποίοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν την ανεκτικότητα του Kilidj Arslan. Είναι πιθανόν ότι ο σουλτάνος δεν είχε αντιληφθεί την πληρότητα της νίκης του. Το κυριότερο ενδιαφέρον του ήταν τώρα στην Ανατολή. Δεν ενδιαφερόταν επί του παρόντος να επεκταθεί στη Δύση. Εκείνο που ήθελε ήταν η ασφάλεια
Ωστόσο ο Μανουήλ είχε αντιληφθεί καλά την σημασία της συμφοράς, την οποία ο ίδιος συνέκρινε με εκείνη του Manzikert ακριβώς έναν αιώνα και κάτι πρωτύτερα . Η μεγάλη πολεμική μηχανή που ο πατέρας του και ο παππούς του είχαν συγκροτήσει, είχε ξαφνικά καταστραφεί. Θα χρειάζονταν πολλά χρόνια για ν' ανασυγκροτηθεί. Είχαν μείνει αρκετά στρατεύματα για να υπερασπίσουν τα σύνορα και ακόμα να κερδίσουν μερικές μικρές νίκες κατά τα επόμενα τρία χρόνια. Αλλά ποτέ πλέον ο αυτοκράτωρ δεν θα μπορούσε να βαδίσει στη Συρία και να υπαγορεύσει τη θέλησή του στην Αντιόχεια. Ούτε είχε απομείνει τίποτα από το μεγάλο του γόητρο που είχε αποτρέψει τον Nur ad-Din όταν ήταν στο ύψιστο σημείο της ισχύος του, από του να πιέσει πάρα πολύ τη Χριστιανοσύνη. Για τους Φράγκους η συμφορά του Μυριοκεφάλου υπήρξε εξ ίσου μοιραία όπως και για τους Βυζαντινούς. »
Στήβεν Ράνσιμαν
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
«But the political results of the visit of Qilij Arslan to the capital were not very important; a sort of friendly treaty was made, but it was of short duration. Some years later the sultan announced to his friends and officials that the greater damage he did to the Empire, the more precious presents he got from the Emperor. In such circumstances, the peace on the eastern border could not last long. On the strength of some local causes as well as perhaps because of the instigation of Frederick, hostilities broke out. Manuel himself rode at the head of his troops. The aim of the campaign was the capture of the capital of the sultanate, Iconium (Konia). In 1176 the Byzantine troops became entangled in the mountainous gorge of Phrygia, where the stronghold of Myriocephalon was situated not far from the border. There the Turks suddenly assaulted them on several sides and, on September 17th, 1176, inflicted upon them a complete defeat. The Emperor barely saved his life and escaped capture.
The Byzantine historian, Nicetas Choniates, wrote: "The spectacle was really worthy of tears, or, it is better to say, the disaster was so great that it could not be sufficiently bemourned: pits were filled to the top with corpses; in ravines there were heaps of slain; in bushes, mountains of dead ... No one passed by without tears or moan; but all sobbed and called their lost friends and relatives by their names."
A contemporary historian who spent some time in Constantinople in 1179, depicts Manuel's mood after the defeat at Myriocephalon as follows: "From that day the emperor is said to have borne, ever deeply impressed upon his heart, the memory of that fatal disaster. Never thereafter did he exhibit the gaiety of spirit which had been so characteristic of him or show himself joyful before his people, no matter how much they entreated him. Never, as long as he lived, did he enjoy the good health which before that time he had possessed in so remarkable a degree. In short, the ever present memory of that defeat so oppressed him that never again did he enjoy peace of mind or his usual tranquillity of spirit."
In a long letter to his western friend, King Henry II Plantagenet, of England, Manuel announced his recent disaster and evidently tried to soften it a little. A detailed narration of the battle was given by the Emperor in that letter; among other things, he gave interesting information concerning the participation in the battle of Englishmen who after 1066 served the Byzantine emperors, especially in the imperial guard.
In spite of the crushing defeat at Myriocephalon, an anonymous panegyrist of Manuel turned the Emperor's very flight before the Turks into one of his brilliant deeds when he said: "After a clash with a mass of attacking Ismaelitians [i.e. Turks] he [Manuel] rushed into flight alone without fearing so many swords, arrows, and spears. "A nephew of Manuel adorned his new house with paintings, and among other pictures, "he ordered the deeds of the Sultan (of Iconium) to be painted, thus illustrating upon the walls of his house that which would have been more proper to keep in darkness."
In all likelihood, this unusual picture represented the fateful battle of Myriocephalon. But for reasons still unknown, Qilij Arslan used his victory with moderation and opened negotiations with the Emperor which led to the conclusion of a tolerable peace. Some Byzantine fortifications in Asia Minor were destroyed. The battle of Manzikert in 1071 had already been a deathblow to Byzantine domination in Asia Minor. But the contemporaries had not understood this, and still hoped to recover, and get rid of the Seljuq danger. The two first crusades had not decreased that danger. The battle of Myriocephalon in 1176 definitely destroyed Byzantium's last hope of expelling the Turks from Asia Minor. After that the Empire could not possibly carry on any efficient offensive policy in the East. She could barely protect the eastern border and repulse the Seljuq hordes which were continually penetrating into her territory. "The battle of Myriocephalon," declared Kugler, "decided forever the destiny of the whole East."
Soon after this defeat, Manuel also sent a letter to Frederick Barbarossa in which he portrayed the Seljuq sultan's position as weak; but Frederick had already been informed of the truth - Manuel's crushing defeat. In replying to Manuel, Frederick announced that the German emperors, who had received their power from the glorious Roman emperors, had to rule not only the Roman Empire but also "the Greek Kingdom" (REX GRECORUM) (ut non solum Romanum imperium nostro disponatur moderamine, verum etiam REGNUM GRECIAE ad nutum nostrum regi et sub nostro gubernari debeat imperio); therefore he bade Manuel to recognize the authority of the western emperor and yield to the authority of the pope, and ended with the statement that in the future he would regulate his conduct by that of Manuel, who in vain was sowing troubles among the vassals of the western empire. It was thus the belief of the authoritative Hohenstaufen that the Byzantine emperor should submit to him in his position as western emperor. The idea of a single empire did not cease to exist in the twelfth century; at first Manuel remembered it, and later when circumstances became unfavorable to Byzantium, Frederick began to dream of the single empire.»
History of the Byzantine Empire - Vasiliev, Alexander Aleksandrovic
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
«Η αποτυχία αυτή ήταν ακόμη πιο οδυνηρή, γιατί συνέπεσε με τις αποτυχίες που δοκίμαζε η αυτοκρατορική πολιτική στη Δύση. Το γόητρο της βυζαντινής αυτοκρατορίας είχε βαρειά κλονισθεί, και αυτό αποδεικνύεται από μια επιστολή που έλαβε τότε ο Μανουήλ από τον Φρειδερίκο Α' . Με την ιδιότητα του Ρωμαίου αυτοκράτορα ο Φρειδερίκος ζητούσε από τον Μανουήλ, ως τον Έλληνα βασιλιά, να του αποδώσει την οφειλόμενη υπακοή. Αποτελούσε τότε κοινό μυστικό, ότι η πολιτική του Μανουήλ είχε τελικά ναυαγήσει. Τα πολλαπλά σχέδια, στα οποία είχε εκούσια παρασυρθεί και τα οποία προσπαθούσε να πραγματοποιήσει από δίψα για δράση, ξεπέρασαν τελικά τις δυνατότητές του. Βέβαια πέτυχε θριάμβους εναντίον των λατινικών κρατιδίων της Ανατολής, στην Ουγγαρία γιόρτασε καταπληκτικές επιτυχίες, ενώ κατόρθωσε να καταλάβει προσωρινά ένα μεγάλο τμήμα της Ιταλίας. Ωστόσο ήταν εντελώς αδύνατο να διατηρήσει για μακρό χρόνο τις θέσεις του σ' όλες αυτές τις περιοχές και να εφαρμόσει ενεργό και μάλιστα επιθετική πολιτική σ' ολόκληρο το χώρο της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής. Σκληρά χτυπήματα έρχονταν από κάθε πλευρά.»
Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους - Georg Ostrogorsky
Η καλή θέληση του Βυζαντίου ήταν αναγκαία στο νέο βασιλιά της Ιερουσαλήμ, Amalric για να πραγματοποιήσει την κυριότερη πολιτική φιλοδοξία
του, που ήταν ο έλεγχος της Αιγύπτου. Η ύπαρξη των λατινικών κρατών, όπως το καταλάβαινε καλά, ήταν εξαρτημένα από τη διχόνοια μεταξύ των
μωαμεθανών γειτόνων των. Η μωαμεθανική Συρία ήταν τώρα ενωμένη, αλλά όσο η Αίγυπτος βρισκόταν σε εχθρότητα με τον
Nur ad-Din η κατάσταση δεν ήταν απελπιστική. Ωστόσο, το φατιμιδικό χαλιφάτο βρισκόταν σε τέτοια παρακμή, ώστε το τέλος του
φαινόταν επικείμενο. Ήταν ουσιώδες να μην πέσει στα χέρια του Nur ad-Din. Από τότε που έχασε την Ascalon, ένα διαρκώς επεκτεινόμενο χάος
βασίλευε στην αυλή του χαλίφη.
Η πρώτη του εκστρατεία του Αμαλάριχου, προς την κατεύθυνση αυτή, τον Σεπτέμβριο του 1163, ήταν μια απλή αναγνωριστική επιχείρηση.
Έφτασε ως το Μπίλμπεϊς, έκανε πως θα το πολιορκούσε, ύστερα αναγκάστηκε ν' αποσυρθεί μπροστά στην πλημμύρα, που χάρη στην ανύψωση του
Νείλου, προκάλεσε ο βεζίρης Ντίργκαμ (Dirgham).
Η επέμβασή του έγινε αντιληπτή από τον Νουραντίν, ο οποίος επωφελήθηκε από την απουσία του για να επιτεθεί εναντίον του πιο ασθενούς
από τα σταυροφορικά κράτη, της Τριπόλεως καί να πολιορκήσει το φρούριο Κρακ. Ο Hugh, κόμης de Lusignan, και ο
Godfrey Μαρτέλ, ενώθηκαν με τον κόμη Raymond και μια επείγουσα έκκληση στην Αντιόχεια έφερε όχι μόνο τον
Bohemund III, αλλά επίσης και τον αυτοκρατορικό στρατηγό Κωνσταντίνο Κολομάν από τον βορρά. Ο ενωμένος
χριστιανικός στρατός βάδισε γρήγορα μέσ' από τα βουνά και αιφνιδίασε τους μωαμεθανούς στο στρατόπεδό τους κάτω από το Κρακ. Ύστερ' από μια
σύντομη μάχη, στην οποία διακρίθηκαν ιδιαίτερα ο Κολομάν και οι στρατιώτες του, ο Νουρεντίν έφυγε σε αταξία στη Homs.
Τό επόμενο έτος, ο πρώην βεζίρης Shawar, που είχε διαφύγει από την Αίγυπτο, παρουσιάστηκε στην αυλή του Νουρεντίν και
ζήτησε βοήθεια για να τον επανεγκαταστήσει στο Κάιρο, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την επικυριαρχία του Nur ad-Din στήν Αίγυπτο.
Τό 1164, ο Νουρεντίν αφού ζήτησε θεία συμβουλή, ανοίγοντας το Κοράνι στην τύχη, διέταξε τον πιο έμπιστο υπαρχηγό του, τον
Shirkuh, να ξεκινήσει με ένα μεγάλο απόσπασμα με τον Shawar μέσα από την έρημο. Μαζί με τον Shirkuh πήγε και ο ανιψιός του
Σαλαδίνος (Saladin), ένας νέος είκοσι εφτά ετών, ο οποίος δεν είχε και μεγάλη διάθεση να μετάσχει στην εκστρατεία. Έντρομος, ο
Dirgham έστειλε να ζητήσει βοήθεια από τον Amalric, αλλά ο Shirkuh κινήθηκε τόσο γρήγορα, ώστε είχε περάσει τον ισθμό του Σουέζ πριν οι Φράγκοι
ετοιμασθούν για να επέμβουν. Στο τέλος Μαΐου του 1164, ο Shawar, είχε επανεγκατασταθεί στο Κάιρο και ο Dirgham ήταν νεκρός.
Όταν αποκαταστάθηκε στην εξουσία, ο Shawar αρνήθηκε τη συμφωνία του και είπε στον Shirkuh να επιστρέψει στη Συρία.
Ο Shirkuh αρνήθηκε και κατέλαβε την Μπιλμπέις. Τότε ο Shawar απευθύνθηκε στον βασιλέα Amalric και τον παρακάλεσε να κάνει γρήγορα,
προσφέροντάς του χίλια δηνάρια για κάθε έναν από τους είκοσι εφτά σταθμούς πορείας από την Ιερουσαλήμ ως τον Νείλο και υποσχόμενος
συμπληρωματικό δώρο στους ιππότες του Hospital (Hospitallers) που τον συνόδευαν και τη δαπάνη για τη νομή των αλόγων τους. Αφού τακτοποίησε την
άμυνα του βασιλείου του, ο Amalric βάδισε γρήγορα και έφθασε στις αρχές Αυγούστου στο Φακούς επί του Νείλου. Εκεί τον συνάντησε ο
Shawar και κινήθηκαν για να πολιορκήσουν τον Σιρκούχ στην
Μπιλμπέις. Το φρούριο κράτησε επί τρεις μήνες και ήταν έτοιμο να πέσει όταν ο Amalric, που πήρε ειδήσεις από τη Συρία, αποφάσισε να λύσει την
πολιορκία υπό τον όρο ο Σιρκούχ να εκκενώσει την Αίγυπτο. Ο Shirkuh συμφώνησε και οι δύο στρατοί φραγκικός και συριακός βάδισαν σε παράλληλους
δρόμους στη χερσόνησο του Σινά, αφήνοντας τον Shawar κυρίαρχο στο βασίλειό του. Ο Σιρκούχ έφυγε τελευταίος από τους άνδρες του.
Όταν αποχαιρέτησε τους Φράγκους, ένας απ' αυτούς, νεοφερμένος στην Ανατολή, τον ρώτησε, αν δεν φοβόταν προδοσία, απάντησε περήφανα ότι
ολόκληρος ο στρατός του θα τον εκδικούσε και ο Φράγκος απάντησε ιπποτικά ότι τώρα κατάλαβε γιατί οι σταυροφόροι είχαν τον Σιρκούχ σε τόσο μεγάλη εκτίμηση.
Οι ειδήσεις που έφεραν εσπευσμένως πίσω τον Amalric προέρχονταν από την Αντιόχεια. Όταν έμαθε ότι ο Amalric είχε φύγει για την Αίγυπτο,
ο Nur ad-Din χτύπησε το βόρειο πριγκιπάτο και πολιόρκησε το φρούριο-κλειδί Harenc. Μαζί του ήταν ο στρατός του αδελφού του από τη Μουσούλη
και τα στρατεύματα των Ορτοκιδών ηγεμόνων της Diarbekir και της Mardin. Ενώ ο άρχων του Harenc, Reynald de Σαιν Βαλερύ
πρόβαλε γενναία αντίσταση, ο πρίγκιπας Bohemund κάλεσε τον Raymond της Τριπόλεως, τον Θόρο της Αρμενίας και τον
βυζαντινό στρατηγό Κωνσταντίνο Κολομάν να
σπεύσουν να τον βοηθήσουν. Ξεκίνησαν στα μέσα του Αυγούστου. Στην είδηση ότι έρχονταν, ο Νουρεντίν έλυσε την πολιορκία. Όπως λέγεται, είχε
ιδιαίτερα ανησυχήσει από την παρουσία του βυζαντινού στρατού. Καθώς υποχωρούσε, ο Bohemund, που είχε περί τους εξακόσιους ιππότες μαζί του,
αποφάσισε να τον καταδιώξει, παρά τη συμβουλή του Reynald de Σαιν Βαλερύ, επειδή ο μωαμεθανικός στρατός ήταν σημαντικά μεγαλύτερος. Οι
στρατοί πήραν επαφή στις 10 Αυγούστου κοντά στην Artah. Αγνοώντας μια προειδοποίηση του Θόρου, ο Bohemund έκανε αμέσως επίθεση και όταν
οι μωαμεθανοί προσποιήθηκαν ότι έφευγαν, όρμησε ακάθεκτος πίσω τους, για να πέσει σε ενέδρα και να βρεθεί ο ίδιος και οι ιππότες του
περικυκλωμένοι από το στρατό της Μοσούλης. Ο Θόρος και ο αδελφός του Μλεχ, που υπήρξαν πιο επιφυλακτικοί, διέφυγαν από το πεδίο της μάχης.
Το υπόλοιπο του χριστιανικού στρατού σκοτώθηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν ο Bohemund, ο Raymond της Τριπόλεως,
ο Κωνσταντίνος Κολομάν και ο Hugh de Lusignan. Όλοι μαζί, μεταφέρθηκαν δέσμιοι στο Χαλέπι.
Οι σύμβουλοι του Νουρεντίν τον παρακινούσαν να βαδίσει κατά της ανυπεράσπιστης Αντιόχειας. Αυτός όμως αρνήθηκε. Αν προχωρούσε κατά της
Αντιόχειας, είπε, οι Έλληνες μπορούσαν να στείλουν βιαστικά μια φρουρά μέσα στην ακρόπολη, και παρ' όλο ότι μπορούσε να καταλάβει την πόλη,
η ακρόπολη θα κρατούσε ώσπου να φθάσει ο αυτοκράτωρ. Σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερα να έχει εκεί ένα μικρό φραγκικό κράτος παρά να την αφήσει
να γίνει τμήμα μιας μεγάλης αυτοκρατορίας. Πρόσεχε τόσο πολύ να μην προσβάλει το Βυζάντιο, ώστε απελευθέρωσε τον
Κωνσταντίνο Κολομάν σχεδόν αμέσως, με αντάλλαγμα εκατόν πενήντα μεταξωτά φορέματα. Για μια ακόμη φορά η Αντιόχεια σώθηκε
για τη χριστιανοσύνη χάρη στο γόητρο του αυτοκράτορα.
Ο Bohemund της Αντιόχειας, ευθύς ως αφέθηκε ελεύθερος, πήγε στην Κωνσταντινούπολη να επισκεφθεί την αδελφή του και να
παρακαλέσει το γαμπρό του να του δώσει χρήματα για να πληρώσει μέρος των λύτρων του που χρωστούσε ακόμα στον Nur ad-Din. Ο
Μανουήλ έδωσε τη βοήθειά του που ζητήθηκε. Εις ανταπόδοση, ο Bohemund επέστρεψε στην Αντιόχεια με έναν Έλληνα πατριάρχη, τον
Αθανάσιο II. Ο Λατίνος πατριάρχης Aimery πήγε διαμαρτυρόμενος στην εξορία στο φρούριο Qosair. Κατά τα πέντε επόμενα χρόνια, οι
Έλληνες κυριάρχησαν στην Εκκλησία της Αντιόχειας. Δεν φαίνεται να εξώσθηκαν Λατίνοι επίσκοποι, αλλά οι κενές έδρες συμπληρώθηκαν με
Έλληνες.
Από το γυρισμό του στη Συρία, ο Σιρκούχ τρωγόταν με τα ρούχα του.
Είχε εκτιμήσει, ακόμα καλύτερα απ' τον Αμαλάριχο, την ανεπανόρθωτη κατάπτωση της δυναστείας των Φατιμιδών, όπως είχε γνωρίσει το παχύ
αυτό χώμα της Αιγύπτου, ανυπεράσπιστη λεία, που προοριζόταν απ' τα πριν να πέσει στην εξουσία του πιο τολμηρού. Ακόμα, στα μάτια των ορθόδοξων
σουνιτών Μουσουλμάνων, όπως ήταν ο Σιρκούχ κι ο αφέντης του, ο Νουρ-εντ-Ντιν, το σιϊτικό μουσουλμανικό δόγμα, που πρέσβευαν οι φατιμίδες
χαλίφες, ήταν μια επικίνδυνη αίρεση. Ο θρησκευτικός ζήλος δυνάμωνε έτσι το πολιτικό συμφέρον, και για όλους αυτούς τους λόγους, τόν Ιανουάριο
του 1167, ο Νουρεντίν ανέθεσε στον γέρο-Κούρδο πολέμαρχο μια καινούργια εκστρατεία για την κατάχτηση της κοιλάδας του Νείλου.
Ο Σάουαρ, τρομαγμένος, κάλεσε για δεύτερη φορά τους Φράγκους.
Μαθαίνοντας αυτό το νέο, ο Αμαλάριχος συνεκάλεσε στη Ναπλούς (Nablus) το παρλαμέντο των φεουδαρχών της Παλαιστίνης και τους εξέθεσε την κατάσταση.
Αν ο Νουρ-εντ-Ντιν, που ήταν κιόλας κύριος όλης της μουσουλμανικής Συρίας, έβαζε πόδι και στην Αίγυπτο, αυτό θα σήμαινε την κύκλωση και
σύντομα την καταστροφή της φράγκικης Συρίας. Με κάθε θυσία έπρεπε να σπεύσουν σε βοήθεια του Σάουαρ και να σώσουν την αιγυπτιακή
ανεξαρτησία. Αποφασίστηκε λοιπόν μια τρίτη εκστρατεία. Αλλά πριν ξεκινήσουν οι Φράγκοι, ο Σιρκούχ είχε κιόλας διασχίσει με το στρατό του την
απόσταση απ' τη Δαμασκό ως το Κάιρο. Είναι αλήθεια πως ο Αμαλάριχος με το φράγκικο στρατό έφτασε σχεδόν αμέσως ύστερ'
απ' αυτόν. Ο Σάουαρ δέχτηκε τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ σαν σωτήρα, ενώ μπροστά στην ένωση των αιγυπτιακών και των φράγκικων δυνάμεων, ο
Σιρκούχ, παραιτούμενος απ' την πολιορκία του Καΐρου, έβαζε τον Νείλο ανάμεσα στους αντιπάλους του και στον εαυτό του και πήγαινε να καταλάβει
θέσεις απέναντι στην Γκίζα. Ο Σάουαρ εγκατέστησε τους Φράγκους συμμάχους του στ' ανατολικά προάστια της πρωτεύουσας, για να την υπερασπίσει
από κάθε αιφνιδιασμό του εχθρού.
Για να επισφραγίσει τη συμμαχία με τους Φράγκους φίλους του, τό Μάρτιο του 1167, ο Σάουαρ οργάνωσε την ακρόαση απ' τον αφέντη του, τον φατιμίδη χαλίφη, μιας
πρεσβείας του βασιλιά Αμαλάριχου, με αρχηγό τον Ούγο (Hugh) της Καισάρειας. Το χρονικό του Γουλιέλμου της Τύρου (Guillaume de Tyre)
μας περιγράφει την κατάπληξη του Λατίνου φεουδάρχη, καθώς διέσχιζε το παλάτι αυτό που θύμιζε τις "Χίλιες και Μια Νύχτες".
Διέσχισαν γαλαρίες με μαρμάρινες κολώνες ντυμένες με χρυσάφι, πέρασαν δίπλα από μαρμάρινες στέρνες γεμάτες τρεχούμενα νερά, άκουγαν το κελάδημα ενός πλήθους εξωτικών πουλιών με θαυμαστά
χρώματα. Ύστερ' απ' τα κλουβιά με τα πουλιά, τους οδήγησαν να επισκεφτούν τα θηριοτροφεία, που ήταν γεμάτα με τεράστια τετράποδα,
καί αφού πέρασαν από άπειρους διαδρόμους, έφτασαν στο καθαυτό παλάτι. Ένα χρυσοκέντητο παραπέτασμα φορτωμένο με πετράδια ανασηκώθηκε
κ' εμφανίστηκε ο Χαλίφης στο χρυσό του θρόνο, ντυμένος μ' ένα αφάνταστα πλούσιο ένδυμα.
Δόθηκαν οι όρκοι για την τήρηση της συνθήκης. Τότε ο Hugh, ως αντιπρόσωπος του βασιλέως, θέλησε να επισφραγίσει τη συμφωνία κατά τον δυτικό
τρόπο σφίγγοντας το χέρι του χαλίφη. Οι Αιγύπτιοι αυλικοί έφριξαν, αλλά στο τέλος ο ηγεμόνας τους χαμογελώντας περιφρονητικά, πείσθηκε να
βγάλει το γάντι του. Κατόπιν οι πρέσβεις απεχώρησαν, βαθύτατα εντυπωσιασμένοι, όπως το επεδίωξαν οι Αιγύπτιοι, από τον συγκεντρωμένο πλούτο της
φατιμιδικής αυτοκρατορίας.
Ο φραγκοαιγυπτιακός στρατός δοκίμασε να δώσει τέλος στον πόλεμο μέ ένα μονάχα πλήγμα, περνώντας αιφνιδιαστικά το Νείλο, για να αιφνιδιάσει τον
Σιρκούχ (Shirkuh) στην Γκίζα, αλλά ο επιδέξιος πολέμαρχος απέφυγε να δώσει μάχη και κατευθύνθηκε προς την Άνω Αίγυπτο. Ο Αμαλάριχος κι ο
Σάουαρ τον ακολούθησαν και τον ανάγκασαν να δεχτεί τη μάχη στο Μπαμπέιν, μέσα στα ερείπια της αρχαίας Ερμουπόλεως (18 Μαρτίου 1167).
Ο Σιρκούχ εφήρμοσε τη συνηθισμένη τουρκική τακτική. Το κέντρο του, υπό τον Σαλαντίν, υποχώρησε, και όταν ο βασιλεύς και οι ιππότες του
έσπευσαν καλπάζοντας να τους καταδιώξουν, έριξε τη δεξιά του πτέρυγα επάνω στο αριστερό των Φραγκο-Αιγυπτίων, το οποίο κατέρρευσε.
Ο Αμαλρίκ βρέθηκε περικυκλωμένος. Γλύτωσε από θαύμα, αλλά πολλοί από τους καλύτερούς του ιππότες σκοτώθηκαν και άλλοι, μεταξύ των οποίων
και ο Hugh της Καισάρειας, πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο Αμαλρίκ και ο Shawar και τα υπολείμματα του στρατού των υποχώρησαν βιαστικά στο
Κάιρο, για να ενωθούν με τις δυνάμεις της φρουράς .
Ο Σιρκούχ υπήρξε νικητής, καί μέ μία αιφνιδιαστική κίνηση, κατέλαβε τήν Αλεξάνδρεια. Στο μεταξύ, ο Amalric και ο Shawar ανασυγκρότησαν το
στρατό τους έξω από το Κάιρο. Παρά τις απώλειές του ήταν ακόμα μεγαλύτερος από τον στρατό του Σιρκούχ. Τον ακολούθησαν λοιπόν στην Αλεξάνδρεια
και απέκλεισαν την πόλη. Έφθασαν λίγες ενισχύσεις από την Παλαιστίνη, επίσης έπλευσαν φραγκικά πλοία για να συμπληρώσουν τον αποκλεισμό.
Ύστερ' από ένα μήνα ο Σιρκούχ κινδύνεψε από έλλειψη τροφίμων. Αφήνοντας τον Σαλαντίν με χίλιους περίπου άνδρες να κρατά την πόλη, έφυγε
κρυφά μια νύχτα με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού, παρακάμπτοντας το στρατόπεδο του Αμαλρίκ, και τράβηξε προς την Άνω Αίγυπτο.
Προς το τέλος του Ιουνίου η κατάσταση του Σαλαντίν μέσα στην πόλη ήταν τόσο απελπιστική, ώστε συμφώνησε νά παραχωρήσει τήν
πόλη του Αλεξάνδρου. Στις 4 Αυγούστου, ο φραγκικός στρατός με τον βασιλέα επικεφαλής, μπήκε στην Αλεξάνδρεια. Ο Σαλαντίν
και ο στρατός του συνοδεύτηκαν έξω από την πόλη με όλες τις στρατιωτικές τιμές, παρ' όλο ότι ο ντόπιος πληθυσμός θα τον έκανε ευχαρίστως
κομμάτια, κατηγορώντας τον για την πρόσφατη αθλιότητα που πέρασε. Αλλά τα βάσανά τους δεν τελείωσαν. Μόλις οι αξιωματούχοι του Shawar μπήκαν
μέσα στην πόλη, συνέλαβαν όλους όσους υποπτεύονταν για συνεργασία με τους Σύρους. Ο Saladin παραπονέθηκε στον Amalric, ο
οποίος διέταξε τον Shawar ν' αφήσει τους κρατουμένους ελευθέρους.
Ο Σιρκούχ και ο Σαλαντίν έφυγαν από την Αίγυπτο γιά τή Δαμασκό. Ο Αμαλρίκ και ο στρατός του πήγαν στο Κάιρο, όπου ο Shawar υπέγραψε μια συμφωνία με την
οποία υποσχόταν να πληρώνει ετήσιο φόρο 100000 χρυσά νομίσματα και να διατηρεί έναν ανώτερο επιτετραμένο και μια μικρή φραγκική φρουρά στο
Κάιρο για να ελέγχει τις πύλες της πόλεως. Κατόπιν ο βασιλεύς επέστρεψε στην Παλαιστίνη, όπου στις 20 Αυγούστου έφθασε στην Ascalon.
Για να σταθεροποιήσει αυτά τα θαυμάσια αποτελέσματα, ο Αμαλάριχος Α' αποφάσισε να συσφίξει τη φραγκοβυζαντινή συμμαχία.
Ακολουθώντας το παράδειγμα του προκατόχου του, ζήτησε το χέρι μιας αυτοκρατορικής πριγκίπισσας.
Τον Αύγουστο του 1167, μόλις είχε επιστρέψει από την Αίγυπτο, πήρε την είδηση ότι οι πρέσβεις που είχε στείλει στην Κωνσταντινούπολη, ο
αρχιεπίσκοπος της Καισάρειας και ο αρχιθαλαμηπόλος Όδο, είχαν αποβιβασθεί στην Τύρο μαζί με την ωραία ανιψιά του αυτοκράτορα, Μαρία Κομνηνή.
Έσπευσε να την συναντήσει και ο γάμος των έγινε με μεγάλη λαμπρότητα στην μητρόπολη της Τύρου από τον πατριάρχη Amalric στις 29 Αυγούστου.
Στη βασίλισσα δόθηκε η Nablus και τα εδάφη της ως κτήση της. Μαζί της είχαν έρθει δύο μεγάλοι αξιωματούχοι της αυλής του θείου της
οι εξάδελφοί της Γεώργιος Παλαιολόγος και Μανουήλ Κομνηνός, οι οποίοι ήταν εξουσιοδοτημένοι να συζητήσουν με τον Αμαλρίκ το
ζήτημα της συμμαχίας
Οι καλές σχέσεις μεταξύ των Φράγκων ηγεμόνων και του αυτοκράτορα είχαν τελευταία κινδυνεύσει εξ αιτίας της ανευθυνότητος του
εξαδέλφου του Μανουήλ, του Ανδρόνικου Κομνηνού.
Αυτός ο πρίγκιπας, ο λαμπρότερος και ωραιότερος από όλη την οικογένειά του, είχε περιπέσει σε δυσμένεια επειδή είχε αποπλανήσει μια συγγενή του,
την ανιψιά του αυτοκράτορα Ευδοκία, για την οποία οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι και ο ίδιος ο αυτοκράτωρ ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως. Επί πλέον είχε
αποδειχθεί ασύνετος κυβερνήτης της Κιλικίας το 1152. Αλλά το 1166 διορίστηκε πάλι στην ίδια θέση. Ο προκάτοχός του, Αλέξιος Αξούχ,
που είχε σταλεί εκεί μετά την αιχμαλωσία τού Κολομάν, δεν είχε κατορθώσει να πραγματοποιήσει τις εντολές του αυτοκράτορα να συμφιλιώσει τους
Αρμενίους, υπήρχαν ελπίδες ότι η προσωπική γοητεία του Ανδρόνικου μαζί με τα μεγάλα χρηματικά μέσα που είχαν τεθεί στη διάθεσή του θα είχε
περισσότερη επιτυχία με τον Θόρο. Αλλά ο Ανδρόνικος, αν και τώρα ήταν σαράντα έξι ετών, ενδιαφερόταν πιο πολύ για τις ερωτικές
περιπέτειες παρά για τη διοίκηση. Πολύ σύντομα του δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθεί την Αντιόχεια. Εκεί του έκανε εντύπωση η ομορφιά της
νεαρής πριγκίπισσας Φιλίππας, αδελφής του Bohemund. Ξεχνώντας τα διοικητικά του καθήκοντα έμεινε στην Αντιόχεια ερωτοτροπώντας με τη
Φιλίππα με μια σειρά ρομαντικές σερενάδες, ώσπου αυτή θαμπώθηκε και δεν μπορούσε πια να του αρνηθεί τίποτα. Ο Bohemund έγινε έξω
φρενών και παραπονέθηκε στον γαμπρό του Μανουήλ, ο οποίος θύμωσε και ανακάλεσε τον Ανδρόνικο και ξανάστειλε στη θέση του τον
Κωνσταντίνο Κολομάν. Έδωσε επίσης εντολή στον Κολομάν να πάει στην Αντιόχεια και να προσπαθήσει να κερδίσει την αγάπη της Φιλίππας.
Αλλά η πριγκίπισσα τον βρήκε άσχημο και κοντό και μεσόκοπο εν συγκρίσει προς τον λαμπρό εραστή της. Ωστόσο ο Ανδρόνικος, του οποίου το
κίνητρο ήταν κατά μεγάλο μέρος να στενοχωρήσει την αυτοκράτειρα την οποία μισούσε, θεώρησε φρόνιμο να εγκαταλείψει την Αντιόχεια και την
ερωμένη του. Παίρνοντας μαζί του ένα μεγάλο ποσό από τα έσοδα της Κιλικίας και της Κύπρου, τράβηξε προς νότον και προσέφερε τις υπηρεσίες του
στον βασιλέα Amalric. Την εγκαταλειφθείσα πριγκίπισσα πάντρεψαν βιαστικά με έναν ηλικιωμένο χήρο, τον κοντόσταυλο Humphrey II de Toron.
Ο Αμαλρίκ γοητευμένος από τον Ανδρόνικο και εντυπωσιασμένος από την προσωπική του ανδρεία, του έδωσε το φέουδο της Βηρυτού που
ήταν κενό. Λίγο αργότερα ο Ανδρόνικος πήγε στην Acre, την κτήση της εξαδέλφης του χήρας βασίλισσας Θεοδώρας. Αυτή ήταν τώρα είκοσι
ενός ετών και σε όλη την άνθηση της ομορφιάς της. Υπήρξε έρωτας και από τα δύο μέρη. Ήταν πολύ στενοί συγγενείς για να παντρευτούν, αλλά η
βασίλισσα πήγε χωρίς καμιά ντροπή στη Βηρυτό και ζούσε εκεί ως ερωμένη του. Όταν ο Μανουήλ έμαθε το νέο αυτό δεσμό, πιθανόν από
τους πρέσβεις που είχαν συνοδεύσει τη βασίλισσα Μαρία στην Παλαιστίνη, η οργή του ξεπέρασε κάθε όριο. Οι επόμενοι πρέσβεις του στην
Παλαιστίνη ζήτησαν κρυφά την έκδοση του Ανδρόνικου. Οι οδηγίες τους έπεσαν στα χέρια της Θεοδώρας. Επειδή ήταν γνωστό ότι ο Amalric
επιζητούσε την εύνοια του Μανουήλ, ο Ανδρόνικος θεώρησε φρόνιμο να φύγει. Διέδωσε ότι επέστρεφε στην πατρίδα του και η Θεοδώρα ήρθε και
πάλι από την Acre να τον αποχαιρετήσει. Μόλις βρέθηκαν μαζί, εγκατέλειψαν όλα τους τα υπάρχοντα και έφυγαν χωρίς συνοδεία πέρα από τα σύνορα,
στη Δαμασκό. Ο Nur ad-Din τους δέχτηκε με ευγένεια. Πέρασαν τα επόμενα χρόνια περιφερόμενοι στη μωαμεθανική Ανατολή, έφθασαν μάλιστα και στη
Βαγδάτη, ώσπου στο τέλος ένας μωαμεθανός εμίρης τούς έδωσε έναν πύργο κοντά στα παφλαγονικά σύνορα της αυτοκρατορίας, όπου
ο Ανδρόνικος, αφορισμένος από την Εκκλησία, εγκαταστάθηκε ευτυχισμένος επιδιδόμενος σε ληστρικές επιχειρήσεις. Ο Amalric δεν λυπήθηκε
καθόλου που τους είδε να φεύγουν, γιατί αυτό του επέτρεψε να πάρει πίσω την πλούσια κτήση της νύφης του, την Acre.
Στό μεταξύ, η
Αυλή της Κωνσταντινούπολης
είχε παρακολουθήσει με πολύ ενδιαφέρον την τελευταία εκστρατεία του Amaury στην Αίγυπτο.
Είχε βγάλει το συμπέρασμα πως τίποτα δε θα 'ταν πιο εύκολο για τους χριστιανούς απ' το να καταλάβουν αυτή τη χώρα. Απ' τα 1168 πρότεινε στο βασιλιά
της Ιερουσαλήμ μια κοινή εκστρατεία μ' αυτό το σκοπό. Έπειτα από αίτηση του Μανουήλ Κομνηνού, ο Αμαλάριχος έστειλε αμέσως στην
Κωνσταντινούπολη
τον Γουλιέλμο της Τύρου. Όταν ο William έφθασε εκεί έμαθε ότι ο αυτοκράτωρ απουσίαζε σε εκστρατεία στη Σερβία. Τον ακολούθησε
και τον συνάντησε στο Μοναστήρι της Μακεδονίας. Ο Μανουήλ τον δέχτηκε με τη συνηθισμένη γενναιοδωρία του και τον έφερε μαζί του στην πρωτεύουσα. Εκεί έγινε
μια συνθήκη κατά την οποία ο αυτοκράτωρ και ο βασιλεύς θα μοίραζαν τις κατακτήσεις τους στην Αίγυπτο. Ο William επέστρεψε στην Παλαιστίνη στα
τέλη του φθινοπώρου του 1168, αφού συμφωνήθηκε πως τον επόμενο χρόνο οι βυζαντινές
δυνάμεις θα έρχονταν να συνενωθούν με τις δυνάμεις του βασιλιά της Ιερουσαλήμ για να επιχειρήσουν την κατάκτηση του Δέλτα.
Αλλά οι Φράγκοι, τον Οκτώβριο του 1168, αποφάσισαν να ενεργήσουν μονάχοι τους καί εμφανίστηκαν μπροστά στην παλιά πόλη του
Καΐρου, Φοστάτ. Ο Σάουαρ για να εμποδίσει τους Φράγκους να εγκατασταθούν στο
Φοστάτ, πυρπόλησε την πόλη. Μόλις φάνηκαν οι πρώτες φλόγες της πυρκαγιάς, ο απεσταλμένος του παρουσιάστηκε μπροστά στον Αμαλάριχο:
«Κοίτα, ω βασιλιά, αυτό τον καπνό που ανεβαίνει προς τον ουρανό: είναι το Φοστάτ που καίγεται. Ρίξαμε 20.000 δοχεία νάφθα και 10.000 δαυλούς.
Σε λίγες ώρες δε θα 'ναι παρά ένας σωρός ερειπίων! Δεν έχεις πια παρά να γυρίσεις πίσω!» Ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ κατάλαβε πραγματικά πως η
επιχείρησή του είχε αποτύχει. Δοκίμασε μονάχα να εξαργυρώσει την υποχώρησή του με μια καλή πολεμική αποζημίωση. Μόλις του κατέβαλαν την
πρώτη δόση, εκκένωσε τη χώρα και γύρισε στην Παλαιστίνη.
Μπορούσε τώρα ν' αναμετρήσει όλη την έκταση του σφάλματος που τον είχαν αναγκάσει να διαπράξει. Αυτή η επίθεση ενάντια στον παλιό του
προστατευόμενο Σάουαρ, επίθεση που για τον κόσμο έπαιρνε το χαραχτήρα προδοσίας, είχε προκαλέσει την ένωση όλου του μουσουλμανικού πληθυσμού
ενάντια στους Φράγκους. Ο Σάουαρ βρισκόταν τώρα παραδομένος χωρίς αντίβαρο στην κηδεμονία του Νουρ-εντ-Ντιν. Πραγματικά, μόλις έγινε γνωστή η
φράγκικη επίθεση, ο Νουραντίν έδωσε εντολή στον Σιρκούχ να γυρίσει στην Αίγυπτο. Ο γέρο-πολέμαρχος, που δεν περίμενε παρά αυτή την ευκαιρία,
έφυγε εσπευσμένα. Στις 8 Ιανουαρίου του 1169, έμπαινε στο Κάιρο, όπου ο Σάουαρ έκανε πως τον δεχόταν με ειλικρινή χαρά. Στην πραγματικότητα ο
ανήσυχος βεζίρης γύρευε να ξαναρχίσει το παιχνίδι της παλάντζας και να κερδίσει καιρό, αλλά ο καιρός των πανουργιών είχε περάσει. Στις 18 Ιανουαρίου,
ο Σάουαρ έκανε έφιππος έναν περίπατο ως τον τάφο κάποιου μουσουλμάνου αγίου. Ο Σαλαδίνος, ανιψιός και υπαρχηγός του Σιρκούχ,
προσφέρθηκε να τον συνοδέψει. Οι δυο άντρες κάλπαζαν πλάι-πλάι, όταν ξαφνικά ο Σαλαδίνος άρπαξε τον Σάουαρ από το σβέρκο, τον έριξε από τό άλογο
και τον συνέλαβε. Λίγες ώρες αργότερα ο δυστυχισμένος αποκεφαλιζόταν κι ο Σιρκούχ έπαιρνε τη θέση του και γινόταν βεζίρης. Όταν ο Σιρκούχ πέθανε
από πολυφαγία, δυο μήνες αργότερα (23 Μαρτίου 1169), ο Σαλαδίνος τον διαδέχτηκε στη θέση του βεζίρη. Μ' αυτό το σεμνό τίτλο,
που σεβόταν τη θεωρητική εξουσία που ασκούσαν οι χαλίφες - ακαμάτηδες του Οίκου των Φατιμιδών, ο νεαρός Κούρδος ήρωας έγινε
κυβερνήτης της Αιγύπτου.
Ο Αμαλάριχος, επιστρέφοντας βιαστικά στο σχέδιο της φραγκοβυζαντινής συνεργασίας, ζήτησε γι' αυτό τη βοήθεια του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού.
Τον Ιούλιο του 1169, ο Αυτοκράτορας έστειλε έναν ισχυρό στόλο μ' ένα εκστρατευτικό σώμα κάτω απ' τις διαταγές του
μεγάλου Δούκα Ανδρόνικου Κοντοστεφάνου. Ο όγκος του στόλου έπλευσε στην Κύπρο, αφού στο δρόμο αιχμαλώτισε δύο
αιγυπτιακά πλοία. Μια μικρότερη μοίρα τράβηξε κατ' ευθείαν για την Acre, μεταφέροντας χρηματική ενίσχυση για τους στρατιώτες του Amalric.
Ο Amalric ειδοποιήθηκε να στείλει μήνυμα στην Κύπρο όταν θα ήθελε ν' αποπλεύσει ο στόλος. Αλλά ο Amalric δεν ήταν έτοιμος. Η εκστρατεία του
1168 είχε αποδιοργανώσει τις δυνάμεις του. Οι απώλειες των Hospitaliers ήταν πολύ βαριές. Οι Ναΐτες εξακολουθούσαν ν' αρνούνται να συμμετάσχουν
και οι βαρόνοι, αποθαρρυμένοι από την προγενέστερη εμπειρία των, δεν είχαν πια τον ίδιο ενθουσιασμό όπως πρώτα. Μονάχα στα τέλη Σεπτεμβρίου
κάλεσε το στόλο στην Acre όπου η λαμπρή εμφάνισή του ενθουσίασε τους κατοίκους. Μόνο στα μέσα Οκτωβρίου ήταν έτοιμο το εκστρατευτικό σώμα
για να ξεκινήσει για την Αίγυπτο. Η αργοπορία υπήρξε διπλά ατυχής. Ο Μανουήλ ο οποίος έκλινε προς την αισιοδοξία, είχε υπολογίσει σε μια σύντομη
εκστρατεία και είχε εφοδιάσει τα πλοία του μόνο για τρεις μήνες. Οι τρεις μήνες είχαν σχεδόν περάσει. Η Κύπρος, που δεν είχε ακόμα συνέλθει από τη
λεηλασία του Reynald, δεν ήταν σε θέση ν' ανεφοδιάσει το στόλο, ούτε στην Acre υπήρχαν αρκετές προμήθειες. Συγχρόνως ο Saladin είχε πάρει πλήρεις
πληροφορίες για την εκστρατεία.
Στις 16 Οκτώβριου 1168, ο φραγκοβυζαντινός στρατός, με αρχηγούς τον Αμαλάριχο και τον Κοντοστέφανο, έφυγε απ' την
Ασκάλωνα για να καταλάβει το Δέλτα. Στο τέλος του μηνός άρχισε την πολιορκία της Δαμιέττης.
Η φρουρά της Δαμιέττης είχε ρίξει μια μεγάλη αλυσίδα από τη μια όχθη του ποταμού στην άλλη. Τα ελληνικά πλοία που είχαν ήδη αργοπορήσει από
αντίθετους ανέμους, δεν μπορούσαν να πλεύσουν πέρ' από την πόλη και να εμποδίσουν στρατεύματα και εφόδια που έρχονταν κατά τον κατάρρου του
ποταμού από το Κάιρο. Μια ξαφνική έφοδος θα ήταν δυνατόν να κυριεύσει το φρούριο αλλά παρ' όλο ότι ο Κοντοστέφανος, ανησυχώντας για τα εφόδιά
του που τελείωναν παρακινούσε για άμεση δράση, ο Amaury ήταν φοβισμένος από τα τεράστια τείχη. Ήθελε να κατασκευάσει περισσότερες πολιορκητικές
μηχανές. Ο πρώτος του πύργος, από κάποιο λάθος στην εκτίμηση, είχε τοποθετηθεί απέναντι από το ισχυρότερο τμήμα των τειχών.
Οι Έλληνες, προς φρίκη και κατάπληξη των ντόπιων χριστιανών και μωαμεθανών, σφυροκοπούσαν με τις πολιορκητικές μηχανές τους μια συνοικία που
είχε αγιασθεί από ένα παρεκκλήσι, αφιερωμένο στην Παναγία, η οποία είχε σταματήσει εκεί κατά τη φυγή της. Κάθε μέρα έφθαναν νέα στρατεύματα στην
πόλη. Κάθε μέρα οι Έλληνες ναύτες και οι συμπατριώτες τους στην ξηρά, έβλεπαν να ελαττώνονται οι μερίδες τους, ενώ οι Φράγκοι σύμμαχοί τους,
που είχαν άφθονο εφοδιασμό, δεν τους παρείχαν καμιά ενίσχυση. Κάθε μέρα ο Κοντοστέφανος παρακαλούσε τον Amalric να διακινδυνεύσει μια γενική
επίθεση κατά των τειχών και ο Amalric απαντούσε ότι ο κίνδυνος ήταν πολύ μεγάλος. Οι στρατηγοί του, που πάντοτε υποπτεύονταν τους Έλληνες,
ψιθύριζαν ότι ο ζήλος του Κοντοστέφανου προερχόταν από την επιθυμία να πάρει τη Damietta ως μέρος της λείας του αυτοκράτορα.
Στις αρχές Δεκεμβρίου έγινε φανερό ότι η εκστρατεία είχε αποτύχει. Χωρίς τρόφιμα οι Έλληνες δεν μπορούσαν ν' ανθέξουν περισσότερο.
Ένα πυρπολικό που έριξαν οι αμυνόμενοι στη μέση του στόλου είχε προκαλέσει βαριές απώλειες, αν και η γρήγορη επέμβαση του Amalric
είχε περιορίσει τις ζημιές. Το φρούριο ήταν τώρα καλά επανδρωμένο και καλά εφοδιασμένο, και ακούστηκε ότι ένας μωαμεθανικός στρατός πλησίαζε
από τη Συρία. Όταν οι βροχές, που άρχισαν πρόωρα, μετέβαλαν το στρατόπεδο σε λίμνη από λάσπη, ήταν πια καιρός να λύσουν τη πολιορκία.
Στις 13 Δεκεμβρίου οι χριστιανοί έκαψαν όλες τις πολιορκητικές μηχανές τους για να μην πέσουν στα χέρια των μωαμεθανών, και έφυγαν από τη
Δαμιέττη. Ο στόλος έπεσε σε σφοδρή τρικυμία μέ αποτέλεσμα νά βυθιστούν πολλοί βυζαντινοί δρόμωνες. Επί ημέρες τα κύματα
εξέβραζαν πτώματα Ελλήνων
στην ακτή της Παλαιστίνης. Ο ίδιος ο Κοντοστέφανος διέφυγε και έπλευσε στην Κιλικία και από εκεί πήγε δια ξηράς ν' αναφέρει στον αυτοκράτορα.
Τα λείψανα της αρμάδας έφθασαν στο Βόσπορο στις αρχές του νέου έτους. Η ατυχής έκβαση της εκστρατείας ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει
διαμαρτυρίες και κατηγορίες. Οι Φράγκοι κατηγόρησαν τους Έλληνες για την έλλειψη εφοδίων. Οι Έλληνες, κατηγόρησαν τους
Φράγκους για τις ατελείωτες αργοπορίες τους. Αλλά και ο Amalric και ο αυτοκράτωρ κατάλαβαν ότι η συμμαχία τους δεν έπρεπε να διαλυθεί.
Γιατί τώρα ο Saladin ήταν αναμφισβήτητος κυρίαρχος της Αιγύπτου.
Ο Σαλαδίνος, μετά τή νίκη του κατά των Βυζαντινών καί των Σταυροφόρων, εισέβαλε στό βασίλειο της Ιερουσαλήμ,
ενώ ο Νουρ-εντ-Ντιν πολιόρκησε το μεγάλο φράγκικο κάστρο του Κρακ. Μπροστά στα
πλήγματα αυτά ο Αμαλάριχος Α', λυπούμενος σίγουρα για τις παρεξηγήσεις της πολιορκίας της Δαμιέττης, αποφάσισε να συσφίξει τη φραγκοβυζαντινή
συμμαχία και, στις 10 του Μάρτη του 1171, μπαρκάρισε ο ίδιος για την
Κωνσταντινούπολη.
Στην Καλλίπολη τον υποδέχθηκε ο πεθερός του, ο οποίος, επειδή οι άνεμοι ήταν αντίθετοι, τον πήγε δια ξηράς ως την Ηράκλεια. Από εκεί επιβιβάστηκε
εκ νέου για να μπει στην πρωτεύουσα από την ανακτορική πύλη στο
λιμένα του Βουκολέοντος,
μια τιμή που επιφυλασσόταν μόνο για εστεμμένους.
Όταν διαβάζει κανείς την περιγραφή της στο σύγχρονο χρονικό του Γουλιέλμου της Τύρου, δεν μπορεί παρά να νιώσει κάποια
μελαγχολία, γιατί είναι πραγματικά η συνάντηση του τελευταίου μεγάλου βυζαντινού Αυτοκράτορα με τον τελευταίο
βασιλιά της Ιερουσαλήμ, που άξιζε
αυτό τον τίτλο. Μόλις αποβιβάστηκε, ο Αμαλάριχος οδηγήθηκε με μεγάλες τιμές στο παλάτι του Βουκολέοντα, που δεσπόζει πάνω απ' το λιμάνι.
«Φτάνει κανείς σ' αυτό από μια μαρμάρινη κλίμακα, που κατεβαίνει ως την ακτή, και που έχει απ' τις δυο μεριές λιοντάρια και μαρμάρινες κολώνες
πρωτόφαντης πολυτέλειας. Συνήθως αυτός ο δρόμος προορίζεται για τον αυτοκράτορα, αλλά χάρη σε ιδιαίτερη εύνοια, ο βασιλιάς μπήκε από κει».
Έπειτα έρχεται η υποδοχή του Αμαλάριχου απ' τον Μανουήλ στη μεγάλη αίθουσα τελετών του Χρυσοτρικλίνου, η ιδιαίτερη συνομιλία των δυο ηγεμόνων,
ενώ οι Φράγκοι φεουδάρχες περίμεναν ν' ανασυρθεί το παραπέτασμα του ιερού αυτού της αυτοκρατορικής βυζαντινής λατρείας, και να δουν τον βασιλιά
τους καθισμένο σ' όλη του τη δόξα σε τιμητικό κάθισμα, δίπλα στην καθέδρα του Αυτοκράτορα, που σύμφωνα με το Πρωτόκολλο βρισκόταν πιο ψηλά.
Για πολλές βδομάδες ο Αμαλάριχος ήταν φιλοξενούμενος του βυζαντινού μονάρχη, που του έδειξε ένα προς ένα
τα παλάτια και τις εκκλησίες του.
Μια μέρα, ο Μανουήλ κάλεσε το βασιλιά και τους φεουδάρχες στους αγώνες του Ιπποδρόμου, στις παραστάσεις των χορευτριών και των μίμων.
«Οι άνθρωποί μας τα 'χαν χαμένα», ομολογεί ο καλός Γουλιέλμος της Τύρου, τέλος ο Αμαλάριχος είχε την ιδιοτροπία να επισκεφτεί με καράβι το
Βόσπορο, «τον βραχίονα του Αγίου Γεωργίου», ως την είσοδο της Μαύρης Θάλασσας, παρατηρώντας τα πάντα και ρωτώντας για όλα με τη
γνωστή μας
περιέργειά του. Αυτές οι γιορτές αποτελούσαν τον εξωτερικό διάκοσμο των σοβαρών διπλωματικών συνομιλιών ανάμεσα στον Αμαλάριχο και στον
Μανουήλ. Η πρόσφατη πείρα είχε αποδείξει στους δυο άντρες, πως η παλιά διένεξη ανάμεσα στην ελληνική ορθοδοξία και στους Λατίνους δεν ωφελούσε
παρά το Ισλάμ. Παίρνοντας μάθημα απ' την αποτυχία της Δαμιέττης, αποφάσισαν να ετοιμάσουν μια καλύτερα συντονισμένη εκστρατεία για
ν' αποσπάσουν την Αίγυπτο απ' τον Σαλαδίνο. Υπογράφηκε συνθήκη κατά τήν οποία ο βασιλεύς αναγνώριζε την επικυριαρχία του αυτοκράτορα
επί των ντόπιων χριστιανών, ενώ ο Μανουήλ υποσχέθηκε ναυτική και οικονομική βοήθεια όταν θα σχεδιαζόταν μια άλλη εκστρατεία κατά της Αιγύπτου.
Οπως καί οι προκάτοχοί του κατά τόν 11ο αιώνα στίς διαπραγματεύσεις τους μέ τούς Φατιμίδες, ο Μανουήλ διασφάλισε τό δικαίωμα νά συμμετάσχει στήν
αναστήλωση καί στή διακόσμηση των ναών καί των ελληνικών μονών του Αγίου Τάφου στήν Ιερουυσαλήμ. Από τή βασιλεία του Αμαλάριχου καί μετά,
ο βυζαντινός κλήρος απέκτησε τό δικαίωμα νά τελεί τήν ελληνική Λειτουργία κάθε μέρα στήν εκκλησία του Παναγίου Τάφου. Μία απτή ένδειξη της
επιρροής πού εξασφάλισε ο Ρωμηός Αυτοκράτορας στό βασίλειο της Ιερουσαλήμ, φαίνεται ακόμα στό Ναό της Γεννήσεως στή Βηθλεέμ.
Κατά τή δεκαετία του 1160, ο πρόναος αναδιακοσμήθηκε, κατά ένα μέρος μέ έξοδα του Μανουήλ, μέ ψηφιδωτά πού απεικονίζουν τίς συνόδους της
Εκκλησίας. Μία ελληνική επιγραφή μνημονεύει ότι τό έργο επερατώθει δια χειρός Εφραίμ του μοναχού, ζωγράφου καί καλλιτέχνη μωσαϊκών
κατά τή διάρκεια της βασιλείας του μεγάλου αυτοκράτορα Μανουήλ Πορφυρογέννητου Κομηνού.
Ο Σαλαδίνος, κατήργησε το φατιμιδικό χαλιφάτο του Καΐρου, βάζοντας έτσι τέλος στο μεγάλο θρησκευτικό σχίσμα, που από δυο αιώνες
χώριζε το Ισλάμ. Όπως έλεγαν οι σουνίτες, είχε εξαλείψει την αίρεση. Ο Σαλαδίνος, μια καί
είχε καταργηθεί το χαλιφάτο του Καΐρου, βρέθηκε κατ' ουσίαν, ο μοναδικός κύριος της χώρας, ο πραγματικός
βασιλιάς της Αιγύπτου. Ανάμεσα σέ αυτόν και στον Νουρεντίν,
που συνέχιζε να του συμπεριφέρεται σαν σε απλό τοποτηρητή του, οι σχέσεις δεν άργησαν να οξυνθούν. Η κεραυνοβόλα άνοδος του Σαλαδίνου
άρχιζε να ενοχλεί το γέρο αταμπέγκ, που σκεφτόταν σοβαρά να οργανώσει μιαν εκστρατεία τιμωρίας ενάντια στον επαναστάτη στρατηγό.
Ο Σαλαδίνος, πληροφορημένος γι' αυτούς τους σκοπούς, περιποιόταν τώρα τους Φράγκους. Όταν ο Νουρεντίν τον καλούσε να συνεργαστεί
εναντίον τους σε κάποια καινούργια κοινή επιχείρηση, απόφευγε νά απαντήσει.
Ένας πολιτικός σαν τον Αμαλάριχο Α' μπορούσε να ξαναβρεί σέ αυτή την κατάσταση νέες δυνατότητες ελιγμών.
Οι προοπτικές αυτές μεγάλωσαν ακόμα περισσότερο όταν, στις 15 Μαΐου 1174, ο Νουρ-εντ-Ντιν πέθανε στη Δαμασκό, αφήνοντας για μοναδικό
κληρονόμο του ένα παιδί έντεκα χρονών, τον Μελίκ ες-Σαλίχ. Δε χρειαζόταν να είναι κανείς προφήτης για να προβλέψει πως αυτό το μικρό αγόρι δε θα
διατηρούσε την πατρική αυτοκρατορία. Ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ μπορούσε ή να γίνει προστάτης του ενάντια στις αρπακτικές διαθέσεις του Σαλαδίνου,
ή να μοιραστεί με τον Σαλαδδίν τη μουσουλμανική Συρία. Ο Αμαλάριχος γύριζε στο μυαλό του αυτές τις σκέψεις και, σύμφωνος με τους Βυζαντινούς
συμμάχους του, προετοίμαζε μια καινούργια λύση του προβλήματος της Ανατολής, όταν η κακή μοίρα της φράγκικης Συρίας τον σταμάτησε σε πλήρη
δράση. Στις 11 Ιουλίου του 1174, πέθανε από τύφο στην Ιερουσαλήμ, σε ηλικία τριάντα εννέα ετών.
Για τον Saladin (Salah al-Din Yusuf Ibn Ayyub) που παρακολουθούσε με αγωνία στο Κάιρο, ο θάνατος του Amaury ήρθε σαν ένα σημάδι της εύνοιας του Θεού. Οι δολοπλοκίες των
σχιιτών εναντίον του είχαν κορυφωθεί τον Απρίλιο, όταν του προδόθηκε μια συνωμοσία για να τον δολοφονήσουν. Χτύπησε αμέσως και σταύρωσε
τους αρχισυνωμότες, αλλά δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι δεν υπήρχαν άλλοι έτοιμοι να συνωμοτήσουν, αν ένας χριστιανικός στρατός ερχόταν
να τους βοηθήσει. Και στο μεταξύ η κληρονομιά του Nur ad-Din μπορούσε να περάσει σταθερά σε άλλα χέρια. Τώρα, που πέθανε ο Amalric,
ο Σαλαδδίνος ήταν ελεύθερος νά βαδίσει καί νά καταλάβει τή Συρία. Ο μόνος πρίγκιπας που απέμεινε από τη βασιλική οικογένεια
των Φράγκων ήταν ο δεκατριετής λεπρός Baldwin. Η αδελφή του Sibylla, ένα χρόνο μεγαλύτερη, ήταν ακόμα ανύπαντρη. Η μητρυιά του, βασίλισσα Μαρία Κομνηνή,
είχε γεννήσει μόνο κορίτσια. Οι βαρόνοι δέχτηκαν τον Baudouin IV le lepreux ως βασιλέα τους χωρίς αντίρρηση. Τέσσερις ημέρες μετά τον θάνατο του πατέρα του,
στέφθηκε από τον πατριάρχη ως Baudouin IV, roi de Jerusalem.
Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1180, οι Φράγκοι έχασαν τον ισχυρότερο σύμμαχό τους,
όταν ο αυτοκράτωρ Μανουήλ πέθανε στην Κωνσταντινούπολη. Τους συμπαθούσε ειλικρινά και είχε εργασθεί ειλικρινά υπέρ αυτών, εκτός μόνον όταν
τα συμφέροντά τους έρχονταν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας.
Η συμφορά στο Μυριοκέφαλον υπήρξε θανάσιμο πλήγμα κατά του υπερκουρασμένου
στρατού του και σε μια μακρά σειρά από εμπορικές παραχωρήσεις που έκανε σε ιταλικές πόλεις, εις αντάλλαγμα άμεσων διπλωματικών πλεονεκτημάτων
είχε υπονομεύσει τον οικονομικό βίο των υπηκόων του, συνέπεια τούτων υπήρξε ότι το αυτοκρατορικό ταμείο δεν επρόκειτο ποτέ πλέον να είναι γεμάτο.
Η λαμπρότητα της αυλής του είχε θαμπώσει τον κόσμο και τον είχε κάνει να πιστέψει ότι η αυτοκρατορία ήταν μεγαλύτερη παρ' ότι ήταν στην
πραγματικότητα και, αν ζούσε περισσότερο, ο στόλος του και το χρυσάφι του θα είχαν αξία για τους Φράγκους. Η προσωπικότητά του είχε διατηρήσει
τη συνοχή της αυτοκρατορίας, αλλά μετά τον θάνατό του η παρακμή της έγινε καταφανής. Απέμεινε πλέον ένας ηγέτης
ανάμεσα στόν μουσουλμανικό καί τόν χριστιανικό κόσμο. Αυτός ήταν ο Σαλαντίν καί όντας χωρίς κάποιον αντάξιο αντίπαλο,
τό 1178 είχε γίνει κύριος καί της Συρίας, μέ εξαίρεση τό Χαλέπιον.
Στις 11 Μαΐου 1182, ο Saladin ξεκίνησε μεγάλη εκστρατεία από την Αίγυπτο. Ενώ αποχαιρετούσε επισήμως τους υπουργούς του, μια φωνή από το
πλήθος απάγγειλε ένα στίχο από ποίημα που σήμαινε ότι δεν θα ξανάβλεπε πάλι το Κάιρο. Η προφητεία αποδείχτηκε αληθινή. Πέρασε το στρατό του
μέσ' από την έρημο του Σινά στην Akaba και προχώρησε προς βορρά χωρίς δυσκολία, αρκετά ανατολικότερα από τον φραγκικό στρατό, καταστρέφοντας
τη συγκομιδή καθώς περνούσε. Εμεινε τρεις εβδομάδες στη Δαμασκό, καί κατόπιν με τον ανηψιό του Φαρούκ-Σαχ και ένα μεγάλο στράτευμα,
ξεκίνησε στις 11 Ιουλίου και μπήκε στην Παλαιστίνη. Ο λεπρός βασιλεύς της Ιερουσαλήμ, τόν
συνάντησε κάτω από το φρούριο των Hospitaliers, Μπελβουάρ. Κατά την άγρια μάχη που ακολούθησε οι Φράγκοι κράτησαν τις θέσεις τους εναντίον
των επιθέσεων του Saladin, αλλά η αντεπίθεσή τους δεν διέσπασε τις μωαμεθανικές γραμμές. Στο τέλος της ημέρας η κάθε πλευρά αποσύρθηκε
ισχυριζόμενη ότι είχε νικήσει .
Τό 1183, η αυτοκρατορία του Κούρδου σουλτάνου, μέ πρωτεύουσα τή Δαμασκό, απλωνόταν από την Κυρηναϊκή ως τον Τίγρη ποταμό.
Επί δύο και πλέον αιώνες στο παρελθόν δεν υπήρξε τόσο ισχυρός μωαμεθανός ηγεμών. Είχε τον πλούτο της Αιγύπτου πίσω του. Οι μεγάλες πόλεις της
Δαμασκού και του Χαλεπίου ήταν υπό την άμεση κυβέρνησή του. Ο χαλίφης της Βαγδάτης τον υποστήριζε. Ο Izz ad-Din στη Μοσούλη τόν
υπάκουε. Ο Σελτζούκος σουλτάνος της Ανατολίας επιζητούσε τη φιλία του και οι Σελτζούκοι ηγεμόνες της Ανατολής ήταν ανίσχυροι
να του αντιταχθούν. Η ελληνική αυτοκρατορία του Βυζαντίου δεν αποτελούσε πλέον κίνδυνο γι' αυτόν. Απέμενε τώρα μόνο να καταβάλει τους
ξένους παρείσακτους, των οποίων η κατοχή της Παλαιστίνης και της συριακής παραλίας αποτελούσε αιώνια ντροπή του Ισλάμ.
Τό καλοκαίρι του 1187, ο Σαλαδίνος εισέβαλε στό βασίλειο της Ιερουσαλήμ μέ 20000 άνδρες καί πολιόρκησε τήν Τιβεριάδα.
Ο φράγκικος στρατός
ξεκίνησε στίς 3 Ιουλίου 1187 νά τόν συναντήσει. Ξημέρωνε μια φλογερή μέρα. Οι Λατίνοι, έκαναν τό λάθος νά διασχίσουν μια περιοχή όλο γυμνούς,
πετρώδεις και άγονους λόφους, κάτω από τόν πυρακτωμένο ήλιο. Αντίθετα ο στρατός του Σαλαδίνου, έχοντας πίσω του τη λίμνη της Τιβεριάδας,
απολάμβανε τη δροσιά της. Η τακτική του ήταν να εμποδίσει τους Φράγκους να φτάσουν στις όχθες και να τους κρατήσει μέσα στη φλόγα της ερήμου.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η τύχη της μάχης ήταν γραμμένη από τα πριν σ' αυτό το πυρακτωμένο έδαφος. Ο Σαλαδίνος τη διάβασε,
καί αναφώνησε: «Ο Αλλάχ μάς τους παραδίνει! Allahu akbar, Ο Θεός είναι μεγάλος»
Το βράδυ, οι Φράγκοι σταμάτησαν για να περάσουν τη νύχτα στο λόφο του Χατίν (Hattin). Τραγική νύχτα, που στη διάρκειά της άντρες και άλογα
βασανίστηκαν απ' τη δίψα. Ούτε σταγόνα νερό στο μοιραίο λόφο. Όταν ξημέρωσε, ο στρατός του Σαλαδίνου κύκλωσε ολότελα αυτή τη θέση.
Επωφελούμενοι απ' τον ανατολικό άνεμο, οι Μουσουλμάνοι έβαλαν φωτιά στα ξερόχορτα. Τα σύννεφα του καπνού, που ο αέρας τα 'φερνε στα μάτια των
Φράγκων, αύξησαν το μαρτύριό τους. «Ο πυρακτωμένος ουρανός, γράφει το αραβικό χρονικό, σκορπούσε τις φλόγες του πάνω σ' αυτούς τους
σιδερόφραχτους πολεμιστές. Οι επελάσεις του ιππικού διαδέχονταν η μια την άλλη μέσα στη σκόνη, στον καπνό και σ' έναν καταιγισμό από βέλη.
Αυτά τα σκυλιά βγάζανε τις ξεραμένες γλώσσες τους και ούρλιαζαν κάτω απ' τα χτυπήματα! Ελπίζανε να φτάσουν στο νερό, αλλά έβρισκαν μπροστά
τους τις φλόγες και το θάνατο» .
Σ' αυτή την απελπιστική κατάσταση, ενώ οι πεζοί, τυραννισμένοι απ' τη δίψα, παραδόθηκαν αρκετά γρήγορα, η φράγκικη ιπποσύνη έσωσε την τιμή των
όπλων. Δυο φορές εφόρμησε, έκανε τον εχθρό να υποχωρήσει, έφτασε σχεδόν ως τη σκηνή του Σαλαδίνου. Αλλά στο τέλος ο αριθμός επιβλήθηκε.
Ο Ραϋμόνδος της Τρίπολης (Raymond III de Tripoli), με λίγους φεουδάρχες, κατόρθωσε ν' ανοίξει ένα πέρασμα μέσα απ' τις μουσουλμανικές μάζες και μπόρεσε να φτάσει
στην ακτή. Όλοι οι άλλοι σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Οι τρεις υπεύθυνοι της καταστροφής, ο Γκυ του Λουζινιάν (Guy de Lusignan),
ο Ρενώ του Σατιγιόν (Renaud de Chatillon) και ο
Γεράρδος του Ριντεφόρ (Gerard de Ridefort), που η ανικανότητά τους είχε οδηγήσει τους Χριστιανούς στη σφαγή, αιχμαλωτίστηκαν. Ούτε ο περήφανος Ναΐτης, ούτε ο
ιππότης - ληστής δεν κατόρθωσαν να βρουν έναν ωραίο θάνατο. Ο Σαλαδίνος διέταξε να τους φέρουν και τους τρεις στη σκηνή του. Ο Γκυ του
Λουζινιάν, βασανισμένος απ' τη δίψα, τσακισμένος απ' την εξάντληση, τον πυρετό και τον τρόμο, κόντευε να λιποθυμήσει. Ιπποτικός όπως πάντα, ο
Σουλτάνος τον έβαλε να καθίσει δίπλα του. Μιλώντας του γλυκά, καθησυχάζοντας τους φόβους του, του πρόσφερε ένα σερμπέτι από ροδόνερο
δροσισμένο με χιόνι απ' τον Έρμωνα. «Είναι μια ευγενική συνήθεια των Αράβων να χαρίζεται η ζωή ενός αιχμαλώτου, αν πιει και φάει με το νικητή του».
Όταν όμως ο Γκυ πέρασε το κύπελλο και στον Ρενώ του Σατιγιόν, ο Σαλαδίνος αρνήθηκε να επεκτείνει και σ' αυτόν το προνόμιο της βασιλικής ασυλίας.
Άρχισε να πετάει κατάμουτρα στον Ρενώ τις ληστείες του, τις επιορκίες του, την καταπάτηση των συνθηκών, την απαγωγή, σε καιρό ειρήνης, του
καραβανιού της Μέκκας. Ο αυθέντης της Υπεριορδανίας του απάντησε με αυθάδεια πως αυτή ήταν η συνήθεια των βασιλιάδων. Τέτοια υπέρμετρη
αλαζονεία εξόργισε ακόμα περισσότερο τον Σαλαδίνο. Όρμησε πάνω στον Ρενώ με γυμνό σπαθί και τον πλήγωσε στον ώμο. Οι παριστάμενοι τον
αποτέλειωσαν. Το σώμα, ακέφαλο, σύρθηκε στα πόδια του Γκυ του Λουζινιάν. Αυτός έτρεμε από φρίκη. Ο Σαλαδίνος τον έβαλε να καθίσει ξανά
δίπλα του και τον καθησύχασε πάλι: «Βασιλιάς δε σκοτώνει βασιλιά!» Μετά την εκτέλεση του Ρενώ, το μόνο παράδειγμα αυστηρότητας του Σαλαδίνου
ήταν η εκτέλεση των Ναϊτών και των Ιωαννιτών ιπποτών.
Ο Σαλαδίνος, εκμεταλλευόμενος αμέσως τη νίκη του, όρμησε για να καταχτήσει τα κυριότερα οχυρά. Αντί να βαδίσει κατευθείαν κατά της Ιερουσαλήμ,
έτρεξε στη θάλασσα για ν' αρπάξει τα λιμάνια. Ενδιαφερόταν ν' αποκόψει τους Φράγκους απ' τις ναυτικές τους βάσεις και να στερήσει τις μέλλουσες
Σταυροφορίες απ' τα προγεφυρώματά τους. Στις 10 Ιουλίου, υποχρέωσε τον Αγιο Ιωάννη της Ακρας να συνθηκολογήσει, παραχωρώντας άλλωστε
εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους στο χριστιανικό πληθυσμό. Οι κάτοικοι αφέθηκαν ελεύθεροι, είτε να μείνουν με τα πλούτη τους στην πόλη κάτω απ' τη
μουσουλμανική κυριαρχία, είτε να μεταναστεύσουν με πλήρη ασφάλεια. Η Ιστορία πρέπει να υποκλιθεί μπροστά στη μεγάλη και ιπποτική μορφή του
Μεγάλου Κούρδου Σουλτάνου, που τόσο διέφερε απ' τους ανελέητους Τούρκους αταμπέγκ, τους προκατόχους του, καθώς κι απ' τους βάναυσους
Μαμελούκους, που επρόκειτο μια μέρα να διαδεχτούν τη δυναστεία του. Αλλά όπου δεν ήταν παρών ο Σαλαδίνος, οι αρχηγοί του στρατού του έπαιρναν
σκλάβους όλους τους χριστιανούς
Ο ιστορικός Ιμπν αλ-Αθίρ πήρε στη μοιρασιά μια νεαρή Φράγκισσα σκλάβα, που είχε αιχμαλωτιστεί στη Γιάφα με το
παιδί της μόλις ενός χρόνου. «Το παιδί έτυχε να πέσει απ' τα χέρια της μητέρας και να γρατσουνιστεί στο πρόσωπο. Επειδή έκλαψε πολύ η μητέρα γι' αυτό
το ατύχημα, προσπάθησα να την καθησυχάσω δείχνοντάς της πως το μωρό δεν είχε τίποτα σοβαρό. —Δεν κλαίω μονάχα γι' αυτό, μου απάντησε, κλαίω
για όλους μας. Είχα έξι αδέρφια, που όλα σκοτώθηκαν, έναν άντρα και δυο αδερφές, που δεν ξέρω τι απέγιναν». Λίγο πιο κάτω ο ίδιος ο Ιμπν αλ-Αθίρ
περιέγραψε πως συναντήθηκαν δυο άλλες νέες Φράγκισσες, δυο αδερφές, αιχμάλωτες στα χαρέμια του Χαλεπιού. «Είδα στο Χαλέπι μια Φράγκισσα
που μαζί με τον αφέντη της είχε πάει επίσκεψη σ' ένα γειτονικό σπίτι. Όταν ο αφέντης χτύπησε την πόρτα, ήρθε να του ανοίξει ο ιδιοκτήτης του σπιτιού.
Μαζί του παρουσιάστηκε και μια Φράγκισσα. Μόλις η μια είδε την άλλη, έβαλαν τις φωνές, αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας και κάθισαν κατάχαμα να
κουβεντιάσουν. Ήταν δυο αδερφές που δεν είχαν κατορθώσει να μάθουν τίποτα για τους συγγενείς τους». Οι άντρες, σκοτωμένοι ή αιχμάλωτοι πολέμου,
οι γυναίκες, σκορπισμένες σ' όλα τα χαρέμια της Ανατολής. Έτσι διαλυόταν ο λαμπρός αυτός φράγκικος αποικισμός, έργο τόσων ηρώων και αγίων.
Καταλαβαίνει κανείς την αγανάκτηση των χρονογράφων ενάντια στους άφρονες αρχηγούς, που τα είχαν παίξει και τα είχαν χάσει όλα, σα να έπαιζαν ζάρια,
στο Χατίν. Ύστερα από τον Αγιο Ιωάννη της Ακρας και τη Γιάφα, ο Σαλαδίνος πήρε τη Βηρυτό (6 Αυγούστου 1187) και τά άλλα λιμάνια του Λιβάνου.
Ο Guy de Lusignan, πιο αξιοθρήνητος παρά ποτέ, δεχόταν να του χρησιμέψει σαν μεσάζοντας: ο Σουλτάνος του είχε υποσχεθεί να τον απελευθερώσει,
αν του παρέδινε τα τελευταία φράγκικα οχυρά. Πραγματικά ο πρώην βασιλιάς και ο μέγας μάγιστρος των Ναϊτών, ήρθαν μαζί με τα μουσουλμανικά
στρατεύματα να καλέσουν τους υπερασπιστές της Ασκάλωνας να συνθηκολογήσουν. Αυτοί όμως, αγαναχτισμένοι, περιέλουσαν τον Λουζινιάν με
βρισιές καί επέμειναν στην αντίστασή τους. Ο Σαλαδίνος δεν μπόρεσε να πάρει την Ασκάλωνα παρά ύστερ' από προσπάθειες ενός μηνός,
έπειτα τράβηξε για την Ιερουσαλήμ.
Ανάμεσα στους αιχμαλώτους που είχαν συλληφθεί στο Χατίν, βρισκόταν κ' ένας απ' τους σπουδαιότερους φεουδάρχες της Παλαιστίνης, ο Μπαλιάν του
Ιμπελέν (Balian d'Ibelin). Ο Μπαλιάν ήταν το υπόδειγμα του «ευγενικού ιππότη», σύμφωνα με το ιδανικό του Δωδέκατου Αιώνα μας, σώφρων και σοφός όσο και γενναίος.
Είχε παντρευτεί σε δεύτερο γάμο την άλλοτε βασίλισσα της Ιερουσαλήμ Μαρία Κομνηνή, χήρα του Αμαλάριχου Α'. Όπως πολλοί όμοιοί του, δεν είχε
πάψει να διατηρεί με τους Μουσουλμάνους ηγεμόνες σχέσεις ιπποτικής φιλίας. Έτσι, όταν ζήτησε να τον απελευθερώσουν για να πάει στην Ιερουσαλήμ
να φροντίσει για την ασφάλεια της Μαρίας Κομνηνής, ο Σαλαδίνος δέχτηκε την αίτησή του. Στην Ιερουσαλήμ, ο Μπαλιάν βρήκε το λαό πανικόβλητο.
Οι περισσότεροι ιππότες ήταν νεκροί ή αιχμάλωτοι. Ο Μπαλιάν έκανε ιππότες τους γιους τους, από δεκαπέντε χρονών και πάνω, καθώς και τους
κυριότερους αστούς της Αγίας Πόλης. Αλλά ήταν φανερό πως με τέτοιο αυτοσχέδιο στρατό δεν μπορούσαν να υπερασπίσουν τα τείχη της πόλης,
όπου συνέρεαν όλοι οι πρόσφυγες από την Ιουδαία και τη Σαμάρεια, ένα χαροκαμένο κοπάδι γυναικόπαιδα χωρίς κανέναν πόρο, που θα 'πρεπε να τους
θρέψουν και που επέτειναν την αναρχία. Στίς 20 Σεπτεμβρίου του 1187, ο Σαλαδίνος έφτασε μπροστά στην Ιερουσαλήμ για να την αποκλείσει
Ευγενικά, επέτρεψε στη Μαρία Κομνηνή να φύγει έγκαιρα απ' την πόλη και μάλιστα πρόσταξε να τη συνοδέψουν ως την Τύρο. Ύστερα άρχισαν οι
διαπραγματεύσεις. Κατά βάθος ο Σαλαδίνος ήθελε ν' απαλλάξει την Αγία Πόλη απ' τις καταστροφές μιας πολιορκίας. Οι αστοί όμως της Ιερουσαλήμ
δεν μπορούσαν να συνθηκολογήσουν αμαχητί, χωρίς να φανούν άτιμοι μπροστά στη Χριστιανοσύνη. Ύστερ' απ' αυτή την απόφασή τους, ο Σουλτάνος
άρχισε την επίθεση, επίθεση φοβερή, που υποστηριζόταν απ' το «βομβαρδισμό» δώδεκα μεγάλων πολιορκητικών μηχανών. Οι Φράγκοι αντιστάθηκαν,
και σε πολλά σημεία μάλιστα πέρασαν στην αντεπίθεση. Στο μεταξύ οι Αιγύπτιοι μιναδόροι, που δούλευαν κάτω απ' την προστασία των λιθοβόλων και
των μαγκάνων, κατόρθωσαν ν' ανοίξουν ένα ρήγμα στο τείχος.
Ο Μπαλιάν του Ιμπελέν ζήτησε τότε μια συνέντευξη με τον Σουλτάνο. Του πρότεινε να παραδώσει την πόλη με τον όρο ν' αφήσει ελεύθερους τους
κατοίκους της ν' αποχωρήσουν. Δέχτηκε να εξαγοραστεί ο χριστιανικός πληθυσμός της Ιερουσαλήμ με δέκα υπέρπυρα για τον κάθε άντρα, πέντε για
κάθε γυναίκα κ' ένα για κάθε παιδί. Ο Σαλαδίνος, αντίθετα, εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του με τέτοια τιμιότητα, τέτοιον ανθρωπισμό και ιπποτική
γενναιοφροσύνη που απέσπασε το θαυμασμό των Λατίνων χρονογράφων. Την ώρα της εισόδου των στρατευμάτων, έβαλε ανθρώπους της εμπιστοσύνης
του να φρουρήσουν τους κυριότερους δρόμους για να εμποδίσει κάθε βιαιοπραγία ενάντια στους Χριστιανούς.
Τα δείγματα φιλελευθερισμού του Μεγάλου Σουλτάνου είναι αναρίθμητα. Υπήρχαν στην Ιερουσαλήμ δυο Φράγκοι γέροντες, δυο αιωνόβιοι που είχαν
δει τον Γοδεφρείδο του Μπουγιόν. Ο Σαλαδίνος τους λυπήθηκε, διέταξε να τους αφήσουν να ζήσουν ήσυχοι, τα τελευταία χρόνια της ζωής τους, και
μάλιστα φρόντισε για τη συντήρησή τους. Είδαμε πως έστειλε τιμητική συνοδεία για να οδηγήσει ως την ακτή την πριγκίπισσα Σίβυλλα της Ιερουσαλήμ,
καί τη Μαρία Κομνηνή. Δεν έδειξε λιγότερη ευγένεια απέναντι στις απλές ευγενείς κυρίες. Μια αντιπροσωπεία απ' αυτές,
που είχαν χάσει τους δικούς τους στον πόλεμο, ήρθε να τον βρει. «Όταν τις είδε, ρώτησε ποιες ήταν και του είπαν πως ήταν γυναίκες και κόρες των
ιπποτών που είχαν σκοτωθεί ή αιχμαλωτιστεί στις μάχες. Τις ρώτησε τότε τι ήθελαν, κι αυτές του είπαν πως, στ' όνομα του Θεού, έπρεπε να τις λυπηθεί,
γιατί οι αυθέντες τους ήταν νεκροί ή φυλακισμένοι και τα χτήματά τους χαμένα, και να τους δώσει βοήθεια και συμβουλές. Όταν ο Σαλαδίνος τις είδε να
κλαίνε, τις λυπήθηκε πολύ και τους είπε να μάθουν αν οι αυθέντες τους ζούσαν και τους υποσχέθηκε πως αν ήταν στις φυλακές, θα τους απελευθέρωναν
και πραγματικά, απελευθέρωσαν όσους βρήκαν. Ύστερα διέταξε γενναιόδωρα να δώσουν χρήματα απ' τα δικά του στις κυρίες και στις δεσποσύνες που
είχαν μείνει χήρες ή ορφανές. Τους έδωσαν τόσα πολλά, που δόξασαν το Θεό για το καλό πού τους έκανε ο Σαλαδίνος».
Στο μεταξύ ο Salah al-Din είχε κάνει μια θριαμβευτική είσοδο στην Ιερουσαλήμ. Έχοντας συνείδηση του ιστορικού του ρόλου, είχε αποδώσει επίσημα στο
Ισλάμ τα μεγάλα ιερά του Χαράμ-ες-Σερίφ, το «Ναό του Κυρίου», που είχε ξαναγίνει το τέμενος του Ομάρ, το ναό του Σολομώντος ή των Ναϊτών,
που είχε ξαναγίνει το τέμενος Ελ Ακσά. Στη διάρκεια μιας δραματικής σκηνής, που μας την περιγράφει ο Ιμπν αλ-Αθίρ, ο μεγάλος χρυσός σταυρός,
που είχαν υψώσει οι σταυροφόροι στον τρούλο του τεμένους του Ομάρ, γκρεμίστηκε μπροστά σ' όλο το στρατό του Σαλαδίνου και μπροστά στον
φράγκικο πληθυσμό που έφευγε για την εξορία. «Όταν έπεσε ο σταυρός, όλοι οι παρόντες, τόσο οι Φράγκοι όσο και οι Μουσουλμάνοι, έβγαλαν μια
μεγάλη κραυγή. Οι Μουσουλμάνοι φώναζαν: "Allahu akbar". Και οι Φράγκοι έβγαλαν μια κραυγή πόνου. Ήτανε τέτοια η χλαλοή σάμπως να
σείστηκε η γης».
«Οι ιστορικοί της Δύσεως, αρχαίοι τε καί νεώτεροι, ηναγκάσθησαν νά ομολογήσωσιν ότι η γενναιοφροσύνη καί η φιλανθρωπία ήν επεδείξατο επι της αλώσεως ταύτης ο Σαλαδδίν κατήσχυνε τούς κατακτητάς της Ιεράς Πόλεως χριστιανούς, οίτινες ηξεύρομεν ήδη εις ποίας καί πόσας φοβεράς σφαγάς εξετραχηλίσθησαν ότε εγένοντο κύριοι αυτής. Ο μουσουλμάνος νικητής επέτρεψεν εις τούς κατοίκους τό ζήν καί προσέτι ώρισεν ότι δύνανται νά ανακτήσωσι τήν ελευθερίαν καταβάλλοντες οι μέν άνδρες δέκα χρυσά, οι δέ γυναίκες πέντε οι δέ παίδες δύο. Ο Σαλαδδίν ού μόνον ετήρησεν ακριβέστατα τά συντεθειμένα, μηδένα φονεύσας χριστιανόν, αλλά καί θαυμαστήν επεδείξατο πρός τούς αντιπάλους επιείκιαν.»
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος - Ιστορία του Ελληνικού Έθνους
Μετά τήν κατάληψη της Ιερουσαλήμ τόν Οκτώβριο του 1187, ο Σαλαδίνος έστειλε πρεσβεία στή
"Θεοφύλακτη" γιά νά ανακοινώσει τή νίκη του.
Ο Ισαάκιος Β'
έσπευσε νά απαντήσει, στέλνοντας δική του πρεσβεία στόν σουλτάνο, στίς αρχές του 1188, ζητώντας τήν ανανέωση
της συμμαχίας τους καί προειδοποιώντας τον, ότι ετοιμαζόνταν μία νέα σταυροφορία από τή Δύση. Οι Λατίνοι χρονογράφοι καταγγέλουν
ακόμα καί σήμερα τήν "ελληνική δολιότητα", παραβλέποντας τά δεινά πού προξένησαν οι προηγούμενοι σταυροφόροι στό πέρασμά τους,
από τά εδάφη της Ελληνικής Αυτοκρατορίας, παραβλέποντας τό μίσος των Ρωμιών πρός τούς Ιταλούς εμπόρους πού εκμεταλεύονταν
τό εμπόριο στήν Ανατολή, χωρίς νά πληρώνουν ούτε ίχνος φόρου. Χειρότερα όμως ήταν τά δεινά πού είχαν προξενήσει οι Νορμανδοί
της Κάτω Ιταλίας, οι οποίοι είχαν λεηλατήσει δεκάδες πόλεις της Μακεδονίας καί της Ιλλυρίας, συμπεριλαμβανομένης καί της δεύτερης
μεγαλύτερης πόλης της αυτοκρατορίας. Η Θεσσαλονίκη, στίς 24 Αυγούστου 1185 είχε καταληφθεί από τούς Νορμανδούς καί η πτώση της
είχε συνοδευτεί από σφαγές καί ανελέητες αγριότητες.
Aυτή η συμπεριφορά των Λατίνων, είχε οδηγήσει τούς Γραικούς σέ μία φιλικότερη συμπεριφορά πρός τούς Αραβες μουσουλμάνους.
Ο Ισαάκιος, σάν ένδειξη φιλίας, είχε κατασκευάσει τέμενος στήν "Βασιλεύουσα", όπου διαβάζονταν προσευχή στό όνομα του
Αβασίδη χαλίφη πού υποστήριζε ο Σαλαδίνος, ενώ σέ αντάλλαγμα ο μεγάλος μωαμεθανός ηγέτης είχε παραχωρήσει τή
διαχείριση της εκκλησίας του Πανάγιου Τάφου στούς έλληνες ιερείς.
Η Δυτική Ευρώπη έμαθε για τήν πτώση της Ιερουσαλήμ με κατάθλιψη. Παρ' όλες τις εκκλήσεις που είχαν έρθει από το βασίλειο της Ιερουσαλήμ τα τελευταία χρόνια,
κανένας στη Δύση, δεν είχε αντιληφθεί πόσο επείγων ήταν ο κίνδυνος. Οι ιππότες και οι προσκυνητές που είχαν ταξιδέψει στην Ανατολή είχαν βρει στα
φραγκικά κράτη μια ζωή πιο πολυτελή και πιο εύθυμη από ο,τιδήποτε ανάλογο είχαν γνωρίσει στον τόπο τους. Δεν μπόρεσαν να καταλάβουν πόσο
ασταθής ήταν όλη αυτή η ευημερία. Τώρα, ξαφνικά, άκουσαν ότι όλ' αυτά είχαν τελειώσει. Ο χριστιανικός στρατός είχε καταστραφεί,
ο Τίμιος Σταυρός, το ιερότερο κειμήλιο της Χριστιανοσύνης, ήταν στα χέρια των απίστων και η ίδια η Ιερουσαλήμ είχε καταληφθεί.
Στο διάστημα λίγων μηνών ολόκληρο το οικοδόμημα της φραγκικής Ανατολής είχε καταρρεύσει. Αν επρόκειτο να διασωθεί κάτι από τα ερείπια,
έπρεπε να σταλεί βοήθεια, και να σταλεί γρήγορα. Οι πρόσφυγες που είχαν επιζήσει από τη συμφορά είχαν σωρευτεί πίσω από τα τείχη της Τύρου τά
οποία υπερασπιζόταν το θάρρος καί η ενεργητικότητα του Conrad de Montferrat.
Ο βασιλιάς της Γερμανίας, Kaiser Friedrich I έδειξε τό μεγαλύτερο ζήλο καί ουσιαστικά ξεκίνησε τήν Τρίτη Σταυροφορία.
Στις 11 Μαΐου 1189, έφυγε απ' το Ρέγκενσμπουργκ μέ ένα στράτευμα εξαιρετικά οργανωμένο
και πειθαρχημένο, που, σύμφωνα με ορισμένους χρονογράφους, αριθμούσε στο ξεκίνημα του κάπου 100.000 άντρες. Ξεκίνησε για την
Κωνσταντινούπολη από την Ουγγαρία. Ο βασιλεύς Bela του έκανε φιλική υποδοχή και του παρέσχε κάθε ευκολία κατά τη
διάβασή του από την Ουγγαρία. Στις 23 Ιουνίου πέρασε το Δούναβη στο Βελιγράδι και μπήκε στο βυζαντινό έδαφος.
Ο Ρωμηός αυτοκράτωρ Ισαάκιος Άγγελος δεν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να χειρισθεί αυτή τήν κατάσταση, αλλά ούτε καί τά τεράστια
προβλήματα ταλάνιζαν τό κράτος. Η Κύπρος βρισκόταν σε εξέγερση υπό τον αποστάτη Ισαάκιο Κομνηνό. Η Κιλικία είχε καταληφθεί
από τους Αρμενίους. Οι Τούρκοι εισέβαλλαν στις αυτοκρατορικές επαρχίες στην κεντρική και νοτιοδυτική Ανατολία και οι Νορμανδοί είχαν
εξαπολύσει μια μεγάλη επίθεση στην Ήπειρο και στη Μακεδονία, ενώ τόσο οι Σέρβοι όσο καί οι Βούλγαροι είχαν επαναστατήσει.
Μόλις ο γερμανικός στρατός πέρασε τον Δούναβη, άρχισαν τα επεισόδια. Ληστές, Σέρβοι και Βούλγαροι, χτυπούσαν τους βραδυπορούντες και ο λαός
της υπαίθρου ήταν τρομαγμένος και εχθρικός. Οι Γερμανοί αμέσως κατηγόρησαν τους Βυζαντινούς ότι εξωθούσαν τους ανθρώπους σ' αυτή την
εχθρότητα. Η ασυνεννοησία Ελλήνων καί Γερμάνων, ώθησε τόν Φρειδερικό Βαρβαρόσσα νά καταλάβει τήν Φιλιππούπολη καί από εκεί
έστειλε αντιπροσώπους του στην Κωνσταντινούπολη για να ρυθμίσουν το ζήτημα της διαβάσεως των στρατευμάτων του στην Ασία.
Ο Ισαάκιος τους έριξε στη φυλακή, έχοντας σκοπό να τους κρατήσει ως ομήρους. Οι Γερμανοί όμως ήταν πανίσχυροι καί σέ όλες τίς αψιμαχίες
κατετρόπωναν τά αυτοκρατορικά στρατεύματα.
«Meanwhile the crusading army of Frederick occupied Philippopolis. In his message to the western Emperor, Isaac named him "the king of Alemannia" and himself "the emperor of the Romans - Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων" he accused him of intending to conquer the eastern Empire, but promised to help him cross the Hellespont, if Frederick would give him noble German hostages and pledge himself to deliver him half of the land conquered by the Germans in Asia. The German ambassadors who were in Constantinople were imprisoned. Matters came to such a pass that Frederick had already determined to conquer Constantinople and had written to his son Henry to assemble the fleet in Italy and to obtain from the pope the preaching of a crusade against the Greeks. Meanwhile, after the taking of Hadrianople, Frederick's troops occupied Thrace, almost as far as the very walls of Constantinople.» Alexander Alexandrovich Vasiliev (1867-1953)
Τελικά ο Ισαάκιος απέλυσε τους Γερμανούς πρέσβεις, συμφώνησε ειρήνη στην Αδριανούπολη καί έδωσε ομήρους μέ τήν υπόσχεση
να διαθέσει πλοία στόν Barbarossa, γιά νά διαβεί από τα Δαρδανέλια στήν Μικρά Ασία. Τον Μάρτιο του 1190, ολόκληρο το εκστρατευτικό του
σώμα βάδισε στην Καλλίπολη, και με τη βοήθεια βυζαντινών πλοίων πέρασε στην Ασία, προς ανακούφιση του βυζαντινού αυτοκράτορα
και των υπηκόων του.
Έφθασε στη Λαοδίκεια στις 27 Απριλίου 1190, τριάντα ημέρες μετά τη διάβασή του από τα Δαρδανέλια. Από εκεί κινήθηκε στην ενδοχώρα από το
δρόμο που είχε ακολουθήσει ο Μανουήλ κατά τη μοιραία πορεία του προς το Μυριοκέφαλον και στις 3 Μαΐου, ύστερ' από μια αψιμαχία με τους
Τούρκους, πέρασε από την τοποθεσία του πεδίου της μάχης, όπου φαίνονταν ακόμα τα κόκαλα των πεσόντων. Βρισκόταν τώρα σε έδαφος ελεγχόμενο
από τον Σελτζούκο Σουλτάνο. Ήταν φανερό ότι ο Kilidj Arslan, παρά τις υποσχέσεις του, δεν είχε σκοπό ν' αφήσει τους σταυροφόρους να περάσουν
ειρηνικά μέσ' από τις κτήσεις του. Αλλά, φοβισμένος από το μέγεθος του στρατού των, περιορίστηκε να τον παρακολουθεί από κοντά, να πιάνει
βραδυπορούντες και να δυσχεραίνει την αναζήτηση τροφίμων. Αυτή η τακτική υπήρξε αποτελεσματική. Η πείνα και η δίψα καθώς και τα τουρκικά βέλη
άρχισαν να προξενούν απώλειες. Προχωρώντας γύρω από την άκρη των βουνών του Σουλτάν Νταγ επάνω στον παλιό δρόμο από το Φιλομήλιον προς
ανατολάς, ο Frederick κατέλαβε στο Ικόνιο στις 17 Μαΐου 1190.
Το δύσκολο πέρασμα του οροπεδίου της Μικράς Ασίας, που είχε αποβεί μοιραίο σε τόσες προηγούμενες Σταυροφορίες, είχε πραγματοποιηθεί χωρίς
εμπόδια χάρη στην πειθαρχία και στη θαυμαστή επιμελητεία του γερμανικού στρατού.
Ο Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα δεν έμεινε πολύ μέσα στα τείχη, κινήθηκε προς Καραμάν, και από εκεί οδήγησε το στρατό του
μέσα από τις διαβάσεις του Ταύρου χωρίς αντίσταση, προς τη νότια ακτή, στη Σελεύκεια. Τον λιμένα κατείχαν τώρα οι Αρμένιοι, οι οποίοι τόν δέχτηκαν
σάν σύμμαχο.
Η προσέγγιση της μεγάλης γερμανικής στρατιάς έσπειρε τον πανικό στο μουσουλμανικό κόσμο. Τόσος ήταν ο φόβος των στρατηγών του Σαλαδίνου
που εκκένωσαν τα οχυρά των συνόρων Συρίας και Κιλικίας, όπως το Μπαγκράς, που πριν λίγο είχαν καταχτηθεί απ' τον αφέντη τους. Ο ίδιος ο
Σαλαδίνος έβαλε και γκρέμισαν τα τείχη της Σιδώνας, της Καισάρειας και της Γιάφας, γιατί πίστευε πως οι πόλεις αυτές δεν ήταν δυνατό να
υπερασπιστούν. Αν ο Αλλάχ, λέει ο Άραβας ιστορικός Ιμπν αλ-Αθίρ, δεν είχε ευδοκήσει να δείξει την καλοσύνη του στους Μουσουλμάνους
προκαλώντας το θάνατο του βασιλιά των Γερμανών, τη στιγμή ακριβώς που θα έμπαινε στη Συρία, θα 'γραφαν σήμερα: «Η Συρία και η Αίγυπτος
ανήκαν κάποτε στο Ισλάμ». Πραγματικά ανάμεσα στο μεγάλο γερμανικό στρατό που ξεπρόβαλε στα βόρεια και στους γαλλοαγγλικούς στρατούς που
επρόκειτο ν' αποβιβαστούν στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, η μουσουλμανική Συρία θα συντριβόταν οπωσδήποτε.
Στις 10 Ιουνίου του 1190 όμως, ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσας πνίγηκε στα νερά του Καλύκαδνου, ενός μικρού ποταμού της Κιλικίας.
Ο θάνατος του μεγάλου αυτοκράτορα υπήρξε σκληρό πλήγμα όχι μόνο για τους οπαδούς του, αλλά και για ολόκληρο τον φραγκικό κόσμο.
Ο στρατός του έπεσε σε κατάπτωση, έχασε το ηθικό του. Στερημένος από ατομική πρωτοβουλία, ο τεράστιος αυτός στρατός έγινε ένας συρφετός χωρίς
ψυχή, και οι Μουσουλμάνοι αιχμαλώτιζαν χωρίς αντίσταση ολόκληρα αποσπάσματα. Ο γιος του νεκρού αυτοκράτορα, ο Φρειδερίκος της Σουηβίας
(Frederick of Swabia), δείχθηκε ανίκανος να σταματήσει την υλική και ηθική αυτή αποσύνθεση. Ένα μέρος απ' τους αρχηγούς και τους άντρες
τους γύρισαν στην Ευρώπη. Οι υπόλοιποι πήγαν δια θαλάσσης να ενωθούν με τους σταυροφόρους του Conrad of Montferrat στήν Τύρο ή μ' αυτούς που
πολιορκούσαν τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας.
Στίς χώρες της Εσπερίας, σχηματίστηκαν άλλοι δύο στρατοί γιά τήν απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, υπό τήν ηγεσία των πανίσχυρων βασιλέων
της Γαλλίας Φιλίππου του Αυγούστου (Philip Augustus) καί της Αγγλίας Ριχάρδου Α' του Λεοντόκαρδου (Richard I of England).
Τό γαλλικό στράτευμα έφθασε στήν Ακρα τόν Απρίλιο του 1191, ενώ ο αγγλικός στόλος αποβιβάστηκε στήν Κύπρο καί τήν κατέλαβε, αρχίζοντας
έτσι γιά τό μοιραίο νησί της Αφροδίτης μία μακραίωνη περίοδο ξενικής κατοχής. Οι σταυροφόροι, πού είχαν ξεκινήσει γιά νά εκδιώξουν τούς
άπιστους από τήν Ιερουσαλήμ, κατελάμβαναν ελληνικά εδάφη, δικαιώνοντας έτσι τήν διπρόσωπη πολιτική της Αυλής της Κωνσταντινούπολης.
Αγγλοι ξεκίνησαν τά μαρτύρια της Κύπρου καί Αγγλοι συνεχίζουν, ακόμα καί σήμερα τό 2008, τά μαρτύριά της, ύστερα από 800 περίπου χρόνια. Ο
Richard the Lionheart, θά πουλούσε αργότερα τήν Κύπρο στόν Γκύ ντε Λουζινιάν, η οικογένεια του οποίου θά διοικούσε τό νησί μέχρι τό 1489.
Από τήν Κύπρο ο Richard I the Lion-Hearted αναχώρησε για τούς Αγιους Τόπους καί γιά τήν πολιορκία της Ακρας (Acre), η οποία παραδόθηκε στούς Σταυροφόρους
στίς 12 Ιουλίου 1191. Μετά από μία διαφωνία μέ τόν Σαλαδίνο, όσο αφορά τήν τύχη των αιχμαλώτων, ο Λεοντόκαρδος διέταξε τη σφαγή δύο
χιλιάδων εφτακοσίων επιζώντων από τη φρουρά της Acre. Οι στρατιώτες του επιδόθηκαν με προθυμία στο έργο της σφαγής, ευχαριστώντας το Θεό,
σύμφωνα μέ τούς Λατίνους χρονικογράφους, γι' αυτή την ευκαιρία να εκδικηθούν για τους συντρόφους των που είχαν σκοτωθεί προ της
πόλεως. Οι γυναίκες και τα παιδιά των αιχμαλώτων σφάχτηκαν στο πλευρό τους. Οι προφυλακές των Σαρακηνών που ήσαν πιο κοντά στην Acre, είδαν τα
γενόμενα και όρμησαν να σώσουν τους συμπατριώτες των, αλλά παρ' όλο ότι πολέμησαν ως το βράδυ, δεν μπόρεσαν ν' ανοίξουν δρόμο και να φθάσουν
ως αυτούς. Όταν τελείωσε η σφαγή, οι Άγγλοι άφησαν το μέρος με τα ακρωτηριασμένα και αποσυντιθέμενα πτώματα και οι μωαμεθανοί μπόρεσαν να
πλησιάσουν και ν' αναγνωρίσουν τους μαρτυρήσαντες φίλους των. Αυτός ήταν Ο Richard the Lionheart, τόν οποίο τό Χόλλυγουντ μας τόν παρουσιάζει
σάν ήρωα.
Πέρα από τήν κατάληψη της Ακρας, ο Ριχάρδος Λεοντόκαρδος δέν μπόρεσε νά πετύχει τίποτα ουσιαστικό, έχοντας απέναντί του έναν ισάξιο
σε γενναιότητα στρατιώτη, όπως ήταν ο Σαλαντίν. Η Ιερουσαλήμ θά έμενε υπό μουσουλμανική κατοχή γιά αρκετούς αιώνες ακόμα.
Ο Αγγλος βασιλεύς αποφάσισε νά διαπραγματευτεί, διότι τα γεγονότα στό βασίλειο του, τόν καλούσαν πίσω. Στην απουσία του, ο
Φίλιππος Αύγουστος κι ο Ιωάννης ο Ακτήμων είχαν αρχίσει ν' αρπάζουν το βασίλειό του. Επειδή βιαζόταν να γυρίσει, έκλεισε με τον
Σαλαδίνο, στις 3 Σεπτέμβρίου 1192, μιαν ειρήνη συμβιβασμού βασισμένη στο χάρτη των επιχειρήσεων. Οι Φράγκοι έπαιρναν την περιοχή
που είχαν καταλάβει με τα όπλα τους, δηλαδή την παραθαλάσσια ζώνη απ' την Τύρο ως τη Γιάφα. Το εσωτερικό με την Ιερουσαλήμ έμενε στην
εξουσία του Σαλαδίνου, μα ο Σουλτάνος παραχωρούσε, με κάθε εγγύηση, στους χριστιανούς την ελευθερία του προσκυνήματος στην Αγία Πόλη.
Ο Σαλαδίνος εγκαινίαζε το νέο καθεστώς δεχόμενος στην Ιερουσαλήμ με θαυμαστή αβρότητα τους επισκόπους, τους φεουδάρχες και ιππότες, τους
χθεσινούς αντιπάλους του, που έρχονταν πριν μπαρκάρουν για να εκπληρώσουν το τάμα τους στον Πανάγιο Τάφο.
Ο Saladin ήταν μόνο πενήντα τεσσάρων ετών αλλά ήταν κουρασμένος και άρρωστος από όλους τους αγώνες του πολέμου. Παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ
ώσπου άκουσε ότι ο Richard είχε αποπλεύσει από την Acre, απασχολούμενος με την πολιτική διοίκηση της επαρχίας της Παλαιστίνης. Ήλπιζε τότε να
επισκεφθεί την Αίγυπτο και κατόπιν να εκπληρώσει την ευλαβή φιλοδοξία του ενός προσκυνήματος στη Μέκκα. Αλλά το καθήκον τον καλούσε στη
Δαμασκό. Αφού επί τρεις εβδομάδες περιήλθε τις χώρες που είχε κατακτήσει και συνάντησε τον Bohemund στη Βηρυτό για να υπογράψει μαζί του μια
οριστική συνθήκη ειρήνης, έφθασε στη Δαμασκό στις 4 Νοεμβρίου. Εκεί τον περίμενε όγκος εργασίας που είχε συσσωρευτεί κατά την διάρκεια των
τεσσάρων ετών που πέρασε μαζί με το στρατό. Ο χειμώνας ήταν βαρύς και με τα τόσα πολλά που είχε να κάνει στην πρωτεύουσά του, ανέβαλε το ταξίδι
του στην Αίγυπτο και το προσκύνημά του. Όταν είχε καιρό να διαθέσει άκουγε συζητήσεις ανθρώπων που ήσαν μελετημένοι στη φιλοσοφία και καμιά
φορά πήγαινε κυνήγι. Αλλά όσο προχωρούσαν οι μήνες του χειμώνα, εκείνοι που τον γνώριζαν καλύτερα είδαν ότι η υγεία του δεν πήγαινε καλά.
Παραπονιόταν για μεγάλη κούραση και ότι λησμονούσε εύκολα. Με μεγάλη δυσκολία κατέβαλλε προσπάθειες για να δεχτεί σε ακροάσεις. Την
Παρασκευή, 19 Φεβρουαρίου 1193, έκανε κουράγιο να βγει να υποδεχτεί τους προσκυνητές που γύριζαν από τη Μέκκα. Το ίδιο βράδυ παραπονέθηκε
για πυρετό και για πόνους. Υπέφερε την αρρώστια του με υπομονή και ηρεμία, ξέροντας καλά ότι το τέλος του πλησίαζε. Την 1η Μαρτίου έπεσε σε
αφασία. Ο γιος του, al-Afdal, έφυγε βιαστικά για να εξασφαλίσει τη νομιμοφροσύνη των εμίρηδων, μόνο ο καδής της Δαμασκού και μερικοί πιστοί
υπηρέτες έμειναν κοντά στο προσκέφαλο του σουλτάνου. Την Τετάρτη, 3 Μαρτίου 1193, ενώ ο καδής επαναλάμβανε τα λόγια του Κορανίου
επάνω του και έφθανε στο εδάφιο "δεν υπάρχει Θεός παρά Εκείνος, σ' Αυτόν εμπιστεύομαι", ο ετοιμοθάνατος άνοιξε τα μάτια του και χαμογέλασε και
πήγε εν ειρήνη στον Κύριό του.