Η βασιλεία του Αλεξίου Α' (1081-1118) ήταν από τίς μακροβιότερες του Βυζαντίου. Τό 1081, παρέλαβε μία άθλια πολιτική κατάσταση, μέ εσωτερικές διαμάχες,
οικονομική δυσπραγία καί πολλαπλούς εξωτερικούς επιδρομείς, οι οποίοι είχαν ενθαρρυνθεί από τίς αδυναμίες της αυτοκρατορίας καί κτυπούσαν
από όλες τίς πλευρές. Ο Αλέξιος διευθέτησε τίς εσωτερικές αντιθέσεις, αντιμετώπισε μέ στρατιωτικά καί διπλωματικά μέσα τούς εξωτερικούς
εχθρούς καί απεκατέστησε σε σημαντικό βαθμό τά σύνορα του κράτους.
Μεγάλη επιτυχία του Αλεξίου, απετέλεσε η εξουδετέρωση του πιό επικίνδυνου αντιπάλου του ανατολικού κράτους, του Βοημούνδου, μέ τή
συνθήκη της Δεάβολης.
Ολα αυτά έγιναν μέ κάποιες ατυχείς γιά τό μέλλον κινήσεις, όπως ήταν οι
οικονομικές παραχωρήσεις στούς Ιταλούς θαλασσοκράτορες, η νόθευση του μέχρι τότε πιό σταθερού νομίσματος στόν κόσμο καί η
χρήση μισθοφορικών στρατευμάτων, δεδομένου ότι οι βυζαντινοί πολίτες, συνεπαρμένοι από τήν ευημερία του κράτους τους, δέν κατατάσσονταν στόν αυτοκρατορικό στρατό.
Ακόμα σάν αποτυχία μπορούμε νά χρεώσουμε στόν Ελληνα βασιλιά, τήν αποτυχία του νά αποδώσει, μία θετική εικόνα γιά τό κράτος του
καί τό λαό του, στούς Δυτικούς. Ετσι η αρνητική παρουσίαση των Βυζαντινών στήν Ευρώπη, θά οδηγούσε αργά ή γρήγορα σέ ένα χάσμα μεταξύ
των δύο ιδεολογιών, μέ αποκορύφωμα τήν
πτώση της Πόλης, το 1204.
Παραθέτω απόσπασμα από βιβλίο του Βρετανού ιστορικού
Jonathan Harris (Ma, PhD, London):
«Αναφορικά μέ τήν εικόνα των Βυζαντινών στή Δύση, τό βιβλίο πού είχε τή μεγαλύτερη επιρροή ήταν τό Gesta Francorum. Σύμφωνα μέ αυτό, ο Αλέξιος Α' ήταν πονηρός καί γλυκομίλητος, τέλειος κάτοχος της τέχνης της απάτης, ο οποίος συνωμότησε γιά νά δηλητηριάσει τούς Σταυροφόρους καί νά τους οδηγήσει κατευθείαν στίς τουρκικές ενέδρες. Καθώς κυλούσε ο 12ος αιώνας, αυτές οι εχθρικές καί διόλου κολακευτικές περιγραφές, άρχισαν νά επεκτείνονται σέ όλους τούς Βυζαντινούς, περιγράφοντάς τους ως αδύναμους καί θηλυπρεπείς καί ταυτοχρόνως διπρόσωπους καί αναξιόπιστους. Τούς ανέφεραν πάντα ως "Ελληνες" καί ποτέ ως "Ρωμαίους", αρνούμενοι τήν υποτιθέμενη συνέχεια του Imperium Romanum....
Ο θεολόγος Γυβέρτος του Νοζάν (Guibert of Nogent 1055 - 1124), στηλίτευε τήν ανοησία των Ελλήνων, οι οποίοι ανέβαζαν κάποιον στήν εξουσία τή μία μέρα, γιά νά τόν στείλουν τήν επομένη, στήν εξορία. Οι Βυζαντινοί είχαν χάσει τίς αρετές των προγόνων τους, των Αρχαίων Ελλήνων καί είχαν κληρονομήσει μόνο τά ελλατώματά τους. Ο χρονικογράφος Ουίντουκιντ του Κορβέ δέν έκρυβε τήν απέχθειά του γιά τό ότι οι Ελληνες νικούσαν διά του δόλου όσους δέν μπορούσαν νά νικήσουν διά της δυνάμεως, ενώ ο Λιουτπράνδος της Κρεμόνας καταφερόταν μέ μανία κατά των μαλθακών, θηλυπρεπών πλασμάτων μά τά μακριά μανίκια καί τίς κουκούλες....»
O Αλέξιος πεθαίνοντας, όρισε ως διάδοχό του τόν Ιωάννη, παρά τίς
αντιρρήσεις τής συζύγου του Ειρήνης καί της πρωτότοκης θυγατέρας του, Αννας.
Ο Νικήτας Ακομινάτος, ο επιλεγόμενος Χωνιάτης, από τις Χώνες της Μικράς Ασίας, έγραψε σχετικά στήν ιστορική επιτομή του:
«Τω άνακτι Αλεξίω τω Κομνηνώ υιείς τρείς καί θυγατέρες τέτταρες εγεγένηντο. ήν δέ των μών ανδρών ο Ιωάννης κατά γένεσιν προφερέστερος,
πρωτογενής δ' απάντων των εξ οσφύος τω Αλεξίω η θυγάτηρ Αννα καθεωράτο, ήτις εις λέχος τω Βρυεννίω Νικηφόρω συνέζευκτο, τιμηθείσα
καισάρισσα. Ο βασιλεύς καί τοκεύς τοίνυν Αλέξιος μάλιστα των άλλων παίδων τω Ιωάννη προσέκειτο. Αμέλει τοι καί τούτον
επικρίνας της βασιλείας καταλείψειν διάδοχον ερυθρού τέ οι πεδίλου μεταδεδώκει καί βασιλέα ενδεδώκει αναγορεύεσθαι.»
Ο Ιωάννης Β' Κομνηνός, ανέβηκε στό θρόνο τό 1118, σέ ηλικία 30 ετών, παραμερίζοντας τήν αδελφή του Αννα, η οποία ήθελε τόν θρόνο γιά λογαριασμό
του συζύγου της, Νικηφόρου Βρυέννιου. Ο Ιωάννης δέν αντιμετώπισε στά χρόνια της βασιλείας του καμμία σταυροφορία καί συνέχισε τούς πολέμους
του πατέρα του πρός τούς Ασιάτες εισβολείς, όπως ήταν οι Πατζινάκες, οι Τούρκοι κ.ά.
Τό 1119, αντιμέτωπισε μέ επιτυχία τούς Τούρκους εισβολείς, στή Φρυγία καί τήν Παμφυλία, απελευθερώνοντας σημαντικές πόλεις όπως ήταν η
Φιλαδέλφεια, η Λαοδίκεια καί η Σωζόπολη. Τό πρόγραμμά του όμως, γιά τή Μικρά Ασία, ανακόπηκε τό 1122, όταν νέες ορδές
Πατζινάκων από τό βορρά, εισέβαλλαν στά εδάφη της Θράκης. Μέ μία εκστρατεία πού οργάνωσε εναντίον τους, τούς κατετρόπωσε στή
Βερόη καί έκτοτε ο λαός αυτός δέν αναφάνηκε στό ιστορικό προσκήνιο. Ιδού πως περιγράφει ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος, στήν
"Επιτομή" του, τούς συγκεκριμένους πολέμους του Βυζαντινού αυτοκράτορα:
«Αλεξίου τόν βίον καταλύσαντος, Ιωάννης καί πρότερον πρός του πατρός αυτώ μνηστευθείσαν τήν βασιλείαν παρέλαβεν, εφ' 'οσον τε ο καιρός επεμέτρει τοίς πολιτικοίς εαυτόν επιδούς πράγμασιν επί τήν Ασίαν εξώρμησεν. Εστι δέ τις άγχιστα Λύκου καί Κάπρου των Φρυγίων ποταμών κειμένη πόλις όνομα Λαοδίκη. Ταύτην δέ χρόνω τινί πρότερον Πέρσαις αλούσαν τη Ρωμαίων ανασώσασθαι ο βασιλεύς διανοηθείς, αξιόλογον επ' αυτή στρατείαν ήλασεν.
Επειδή τε πόλεως αγχού Φιλαδελφείας ήν, αυτός μέν αυτή που χάρακα περιβαλών εστρατοπεδεύετο, των δέ τινα ευνουστάτων αυτώ Ιωάννης ες Πέρσας τό γένος αναφέροντα άμα στρατεύματι της πόλεως αποπειρασόμενον έπεμψε. Δεήσαν δέ ολίγω ύστερον πανστρατί καί αυτός επιστάς αυτοβοεί ταύτην είλεν....
Χρόνω δέ ύστερον Σωζόπολιν επιστρατεύσας πόνω ουδενί καί ταύτην υπό Ρωμαίοις έθετο....
Ού δή επ' ολίγον διατρίψας επί τήν Μακεδονικήν εχώρει. Σκύθαι γάρ πανστρατί τόν Ιστρον διαβάντες εις τά Ρωμαίων εισέβαλον όρια. Αλλά τότε μέν χειμώνος επιλαβομένου ανταύθά που περί πόλιν Βερόην διεχείμαζε... Η μάχη εγίνετο, ότε καί αυτός βασιλεύς βέλει τόν πόδα επλήγη, των δέ Ρωμαίων ευθύμως αγωνιζομένων ηττώνται κατά κράτος οι Σκύθαι, καί αυτών οι μέν έπεσον, οι δέ ζωγρεία εάλωσαν....»
Ακολούθησε επιτυχής εκστρατεία κατά των Σέρβων, η οποίοι βλέποντάς τον απασχολημένο μέ άλλους εχθρούς, απείλησαν τά σύνορα της
αυτοκρατορίας. Ομοίως καί οι Σέρβοι αποκρούσθηκαν από τόν Ρωμιό αυτοκράτορα.
«Τοιαύτην νίκην περιφανή κατά Σκυθών ο Ιωάννης αράμενος καί μέγιστον στήσας τρόπαιον τάς ευχάς θεώ αποδίδωσι, τήν τών Πετζινάκων λεγομένην
ες ημάς τελετήν εις αναμνηστήρια των πεπραγμένων αποτάξας καί χαριστήρια. Μικρώ δέ ύστερον καί κατά του των Τριβαλλών έθνους
(είποι δ' άν τις έτερος Σέρβων), κακουργούντος καί τάς σπονδάς συγχέοντος, στρατείαν εκήρυξε, καί συμβολής γενομένης, κατά κράτος ηττήσας καί
τούτο τό βάρβαρον πρός σπονδάς υπηγάγετο, μηδ' άλλως δεικνύμενον αξιόμαχον, οία καθυποκύπτον αεί ταίς εκ γειτόνων αρχαίς.»
(Νικήτας Χωνιάτης).
Ενας άλλος λαός, μέ τόν οποίο οι Βυζαντινοί είχαν αναπτύξει σχέσεις, ήταν οι Ούγγροι, πού είχαν μεταναστεύσει από τίς ρωσικές στέπες καί είχαν
αναπτύξει τό χερσαίο καί ποτάμιο εμπόριο. Ο λαός αυτός, παρά τό συνοικέσιο του Ιωάννη καί της κόρης του Ούγγρου ηγεμόνα Λαδισλάου,
πέρασε τό Δούναβη (1128), καί κατέλαβε τή Βρανίτζοβα (Branicevo ή Branicevski), τή Ναϊσό καί τή Σερδική (Σόφια).
«Περί δέ θέρειον ώραν τόν Ιστρον διαβάντες οι Ούννοι τήν τε Βρανίτζοβαν εξεπόρθησαν, κατερείψαντες τά τείχη καί τούς
λίθους μετενεγκάμενοι εις τό Ζεύγμινον, καί τήν Σαρδικήν εληΐσαντο...» (Νικήτας Χωνιάτης).
Ο Ιωάννης Κομνηνός τούς αντιμετώπισε στό φρούριο του Χράμου, στό Δούναβη, μέ επιτυχία, αναγκάζοντας τό βασιλιά των Ούγγρων
Στέφανο, νά συνάψει ειρήνη μέ τό Βυζάντιο.
Αφού εξασφάλισε τά βόρεια σύνορά του, ο αυτοκράτορας, συνέχισε τίς εκκαθαριστικές του επιχειρήσεις κατά των Τούρκων. Τό έτος 1130,
τούς απόθησε από τή Γαλατία, τήν Παφλαγονία καί τόν Πόντο, απελευθερώνοντας τή Γάγγρα, τήν Αγκυρα καί τή γενέτειρα
των Κομνηνών, τήν Κασταμονή.
Παραθέτω τήν άποψι του Παπαρρηγόπουλου γιά τόν ηρωϊκό ηγέτη της ελληνικής αυτοκρατορίας:
«Ολίγοι των εν Κωνσταντινουπόλει μοναρχών ηξιώθησαν τοσούτων εγκωμίων όσων ο βασιλεύς Ιωάννης. Επωνομάσθη Καλοϊωάννης εις ένδειξιν των αρετών της ψυχής του, καί αυτοί των σταυροφοριών οι ιστορικοί ανομολογούσι μέν τήν μετριοπάθειαν αυτού καί τήν ειλικρίνειαν, ομιλούσι δέ περί αυτού εν γένει ευλαβώς. Βεβαίως δέ ο Ιωάννης υπήρξεν ανήρ διακεκριμένος επ'ανδρεία, επί μετριοπάθεια, επί χρηστότητι.
Αλλά ο υιός του Αλεξίου δέν ηναγκάσθη νά παλαίση πρός τάς πολυπλόκους δυσχερείας ας έφερεν εις μέσον η πρώτη σταυροφορία. Εδέησεν μέν νά στρατεύση καί αυτός πολλάκις κατά των συνήθων από βορρά καί απ'ανατολών αντιπάλων του ανατολικού κράτους. Από του έτους 1121 μέχρι του 1124, ο βασιλεύς Ιωάννης απέκρουσε τάς αλληλοδιαδόχους επιδρομάς των Πετσενέγων, των Σέρβων καί των Ούγγρων, αναγκάσας τά δύο τελευταία έθνη νά ειρηνεύσωσιν, εις δέ τούς Πετσενέγους επαγάγων τηλικαύτην φθοράν ώστε ούτοι επί μακρόν πάλιν ουδεμίαν επιχείρησαν κατά του κράτους επίθεσιν.»
Ο Ιωάννης, από τήν πρώτη στιγμή της ανόδου του στό θρόνο, επιθυμούσε νά απαλλαγεί από τήν παρουσία των Βενετών στό Γαλατά, οι οποίοι
θησαύριζαν ανενόχλητοι, χωρίς νά αποδίδουν τούς αντίστοιχους φόρους στό κράτος πού τούς φιλοξενούσε. Οι Ιταλοί αποτελούσαν τό φίδι πού έτρεφε
στόν κόρφο του το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος. Ο πλούτος καί οι αλλαζονεία των Βενετών,
είχε προκαλέσει τόν φθόνο του ρωμέικου λαού καί μεγάλωνε περαιτέρω τό χάσμα μεταξύ των Λατίνων καί των "Σχισματικών Γραικών".
Οταν ο αυτοκράτωρ, απέσυρε τά δικαιώματα από τούς Δυτικούς εμπόρους, ο Δόγης Δομένικος Μικέλης (Domenico Michielli),
άρχισε νά λεηλατεί παράλιες καί νησιωτικές πόλεις, όπως ήταν η Κέρκυρα (1122), η Ρόδος (1124), η Χίος, η Λέσβος, η Σάμος καί η Ανδρος (1125).
Μέ δεδομένη τήν ανωτερότητα του ιταλικού στόλου έναντι του ελληνικού, ο Δόγης συνέχισε τό καταστρεπτικό του έργο, καταλαμβάνοντας τή Μεθώνη
καί τήν Κεφαλληνία, αναγκάζοντας έτσι τόν βασιλέα, νά επικυρώσει μέ αυτοκρατορικό χρυσόβουλο (1126) τα δικαιώματα των Ενετών
εμπόρων οι οποίοι επέστρεφαν καί πάλι στήν Κωνσταντινούπολη καί σέ άλλες μεγάλες πόλεις.
Αυτή θεωρείται καί η μοναδική στρατιωτική αποτυχία του Ιωάννη. Την άνοιξη του 1137, ο αυτοκρατορικός στρατός με τον αυτοκράτορα και
τους γιους του επικεφαλής, συγκεντρώθηκε στην Αττάλεια και προχώρησε προς ανατολάς μέσα στην Κιλικία. Ο αυτοκρατορικός στόλος κάλυπτε το
πλευρό του. Αρμένιοι και οι Φράγκοι αιφνιδιάστηκαν από την είδηση της προσεγγίσεώς του. Ο Αρμένιος Λέων ο Ρουπένιος, κύριος τώρα της ανατολικής
πεδιάδας της Κιλικίας, κινήθηκε σε μια απόπειρα ν' αναστείλει την προέλασή του καταλαμβάνοντας το βυζαντινό παραμεθόριο φρούριο της
Σελεύκειας, αλλ' αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο αυτοκράτωρ συνέχισε την προέλασή του. Η Μερσίνα, η Ταρσός, τα Άδανα και η
Μάμιστρα παραδόθηκαν σέ αυτόν αμέσως. Αφού κατέλαβε διάφορα αρμενικά φρούρια στην περιοχή, οδήγησε τις δυνάμεις του προς νότον
περνώντας από την Ισσό και την Αλεξανδρέττα (Iskenderun) και δια μέσου των Πυλών της Κιλικίας βγήκε στην πεδιάδα της
Αντιόχειας. Στις 29 Αυγούστου εμφανίσθηκε μπρος από τα τείχη της πόλεως και στρατοπέδευσε στη βόρεια όχθη του Ορόντη.
Ο Γάλλος χρονικογράφος της εποχής Guillame de Tyr (William of Tyre), περιγράφει τήν άφιξη του αυτοκράτορα Ιωάννη στή Συρία, μέ τούς τέσσερεις
γιούς του Αλέξιο, Ανδρόνικο, Ισαάκιο καί Μανουήλ, καθώς καί τόν αμέτρητο πλούτο πού έφερε μαζί του από τήν
Κωνσταντινούπολη:
«Per idem tempus, quatuor vix evolutis plene annis ex quo a Tarso Ciliciae et universa Syria discesserat, dominus Joannes Constantinopolitanus imperator, reparatis viribus et legionibus revocatis, crebris domini principis et Antiochenorum nuntiis excitus, iterum expeditiones, iterum exercitus in Syriam dirigens, in multitudine virtutis suae, in curribus et equis, in thesauris infinitis et innumerabilibus copiis, iter versus Antiochenas dirigit partes. Enavigato igitur Bosphoro, qui limes Europae Asiaeque intelligitur, transcursis mediis provinciis, Attaliam usque pervenit, quae est urbs maxima, in littore maris sita, provinciae Pamphyliae metropolis: in hac dum moram faceret dominus imperator, duo de filiis ejus, Alexius videlicet primogenitus, et natu secundus Andronicus, languore correpti gravissimo, extremum morientes clauserunt diem. Vocansque imperator natu tertium, Isaacium nomine, cum fratrum funeribus defunctorum, ut ea humanitatis gratia procurans et exsequiarum novissimam exhibere faciens reverentiam tumulis mandaret, prout imperialem decebat magnificentiam, Constantinopolim remisit; ubi, sepultis fratribus, juxta patris imperium in urbe, usque ad patris obitum moram fecit continuam. Pater vero natu novissimum sibi assumens Manuelem, inceptum prosequens iter, transcursa Isauria, in Ciliciam pervenit: inde peragrata Cilicia subito, vix eum fama sui adventus praeveniente, in terra comitis Edessani, cum omnibus copiis suis ingressus, ex insperato ante Tubessel consedit..»
Στόχος της εκστρατείας ήταν κυρίως η Αντιόχεια, η οποία σύμφωνα μέ τίς δεσμεύσεις των ιπποτών της Α΄ Σταυροφορίας, έπρεπε νά έχει ήδη
αποδωθεί στό βυζαντινό αυτοκράτορα, αμέσως μετά τήν εκδίωξη των Σελτζούκων εισβολέων. Μέ δεδομένο ότι η Αντιόχεια ήταν καί έδρα
Πατριαρχείου, θεωρείτω απαραίτητο γιά τό κύρος του μονάρχη νά προστατεύσει τά δικαιώματα των ορθόδοξων κατοίκων της.
Εκείνη τήν εποχή, η Αντιόχεια ήταν χωρίς τον πρίγκιπά της. Ο Ραημούνδος του Πουατιέ (Raymond de Poitiers) είχε πάει να γλιτώσει τον βασιλέα της
Ιερουσαλήμ Fulk πού πολιορκείτω από τόν αταμπέγκ της Μοσούλης Zengi στό κάστρο του Montferrand. Επέστρεψε λοιπόν
ταχύτατα, ο Raymond στην Αντιόχεια, όπου βρήκε ότι είχε αρχίσει η πολιορκία του αυτοκράτορα, αλλά η περικύκλωση της πόλεως δεν είχε ακόμα
ολοκληρωθεί. Κατόρθωσε να γλιστρήσει μέσα με τη σωματοφυλακή του, περνώντας από τη Σιδερένια Πύλη, κοντά στην Ακρόπολη.
Παραθέτω τήν αφήγηση του Ράνσιμαν, γιά τήν εξέλιξη της πολιορκίας:
«Επί αρκετές ημέρες οι βυζαντινές πολιορκητικές μηχανές σφυροκοπούσαν τις οχυρώσεις. Ο Raymond δεν μπορούσε να ελπίσει σε εξωτερική βοήθεια και ήταν αβέβαιος για τις διαθέσεις του πληθυσμού μέσα στα τείχη. Δεν πέρασαν πολλές μέρες και ο Raymond έστειλε ένα μήνυμα στον αυτοκράτορα προτείνοντας να τον αναγνωρίσει ως επικυρίαρχο, αν θα μπορούσε να διατηρήσει το πριγκιπάτο ως αυτοκρατορικός αντιπρόσωπος. Εις απάντηση ο Ιωάννης απαίτησε παράδοση χωρίς όρους. Ο Raymond είπε τότε ότι έπρεπε να συμβουλευθεί τον βασιλέα Fulk και έφυγαν ολοταχώς γράμματα για την Ιερουσαλήμ. Αλλά η απάντηση του Fulk δεν του έδωσε ελπίδες. "Ξέρομε", είπε ο βασιλεύς, "ότι οι πρεσβύτεροί μας μάς είχαν μάθει πως η Αντιόχεια αποτελούσε μέρος της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως έως ότου την πήραν οι Τούρκοι από τον αυτοκράτορα και την κράτησαν επί δεκατέσσερα χρόνια, και ότι οι διεκδικήσεις του αυτοκράτορα σχετικά με τις συνθήκες που έκαμαν οι πρόγονοί μας είναι σωστές. Θα μπορούσαμε λοιπόν, ν' αρνηθούμε την αλήθεια και ν' αντικρούσομε εκείνο που είναι δίκαιο;" Όταν ο βασιλεύς Fulk V of Anjou, τον οποίο θεωρούσε ως επικυρίαρχό του έδινε αυτή τη συμβουλή, ο Raymond δεν μπορούσε ν' αντισταθεί περισσότερο. Ήρθε και γονάτισε μπροστά στον αυτοκράτορα και ορκίστηκε υποτέλεια. Ο Ιωάννης δεν επέμεινε τότε να μπει στην Αντιόχεια, αλλά η αυτοκρατορική σημαία υψώθηκε στην ακρόπολη.»
Ο Ρωμηός βασιλεύς, δέν εισήλθε στήν πόλη, προσπαθώντας να κολακέψει τη φιλοτιμία των Φράγκων, που ήθελε να τους κάνει
συμμάχους του. Συμφωνήθηκε πως θα τους βοηθούσε να πάρουν απ' τους Μουσουλμάνους το Χαλέπι, το Σετζέρ, τη Χάμα και το Χομς, και πως
μονάχα τότε, οι Φράγκοι θα του επέστρεφαν την Αντιόχεια ως αντάλλαγμα.
«Αυτή η συμφωνία, άνοιγε λαμπρές προοπτικές για το μέλλον. Ενωμένοι σέ ένα κοινό μέτωπο - το μέτωπο της χριστιανοσύνης - οι Φράγκοι καί οι
Βυζαντινοί φαίνονταν αήττητοι. Οι σταυροφόροι είχαν κατορθώσει να καταλάβουν μονάχα την παράκτια Συρία, αφήνοντας όλη την ενδοχώρα στους
Μουσουλμάνους, δημιουργώντας μιαν επικίνδυνη κατάσταση, αφού απ' αυτή την ενδοχώρα ο Ζεγγί (Zengi) και οι διάδοχοί του θα ξεκινούσαν
για να ξανακατακτήσουν την ακτή. Για πρώτη φορά από τα 1099, καί ενώ ήταν ακόμα καιρός, οι χριστιανοί σκέφτονταν σοβαρά να δώσουν ένα τέλος
σέ αυτό το μοίρασμα, να καταχτήσουν ολόκληρη τη Συρία. Το έργο της λατινικής Σταυροφορίας, που είχε μείνει ατελείωτο, θα το πραγματοποιούσε άραγε
η ελληνολατινική Σταυροφορία;» (Rene Grousset - Γάλλος ιστορικός).
Η εκστρατεία άρχισε τον Απρίλη του 1138. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Κομνηνός, ο Ραϋμόνδος του Πουατιέ και ο κόμης της Έδεσσας
Ζοσλέν Β' εισέβαλαν στην περιοχή του Χαλεπιού - στο ίδιο το βασίλειο του Ζεγγί - και κατέλαβαν τις πόλεις Μπιζάα, Αταρέμπ (Atharib) και Καφαρτάμπ (Kafartab),
κάνοντας όμως το λάθος να μην επωφεληθούν απ' την υπεροχή τους, για να αιφνιδιάσουν το ίδιο το Χαλέπι.
Από κει, ο μεγάλος φραγκοβυζαντινός στρατός πήγε στον Μέσο Ορόντη και πολιόρκησε το Σετζέρ (Shaizar). Οι άρχοντες του Σετζέρ, οι
Αραβες εμίρηδες, αμύνθηκαν με τη συνηθισμένη τους γενναιότητα. Οι Βυζαντινοί πάλι χρησιμοποίησαν ολόκληρο «πυροβολικό» από
καταπέλτες, λιθοβόλα, μάγγανα. Ο ίδιος ο Ιωάννης Κομνηνός, «φορώντας το σιδερόπλεκτο θώρακα και το σιδερένιο κράνος», έδινε θάρρος στους
μαχητές των πολιορκητικών μηχανών κι επέβλεπε προσωπικά τη βολή.
Λατινικές και αραβικές πηγές μιλούν για το προσωπικό θάρρος του αυτοκράτορα και για την ενεργητικότητά
του και για την αποτελεσματικότητα των σφυροκοπημάτων του. Φαινόταν να βρίσκεται συγχρόνως παντού με το χρυσό του κράνος επιθεωρώντας τα
μηχανήματα, ενθαρρύνοντας τους επιτιθεμένους και παρηγορώντας τους πληγωμένους. Ο Ουσάμα είδε τις φοβερές ζημιές που προξένησαν οι
ελληνικοί καταπέλτες. Ολόκληρα σπίτια είχαν καταστραφεί με ένα μόνον βλήμα, ενώ ο σιδερένιος κοντός στον οποίο κυμάτιζε η σημαία του εμίρη
κόπηκε και έπεσε στο δρόμο όπου τρύπησε και σκότωσε ένα διαβάτη.
Αλλά ενώ ο αυτοκράτωρ και οι μηχανικοί του ήσαν ακαταπόνητοι, οι δυο
του σύμμαχοι, ο Ραϋμόνδος του Πουατιέ και ο Ζοσλέν Β', δε βοηθούσαν καθόλου τις προσπάθειές του, αφού κατά βάθος δέν επιθυμούσαν
νά ανταλλάξουν την ωραία Αντιόχεια με τις μουσουλμανικές πόλεις του εσωτερικού. Ενώ
ο αυτοκράτορας εξέθετε τη ζωή του σε κίνδυνο, ο πρίγκιπας της Αντιόχειας και ο κόμης της Έδεσσας είχαν αποσυρθεί στις σκηνές τους και
ντυμένοι στο μετάξι, έπαιζαν ζάρια ή σκάκι, κοροϊδεύοντας τους ανόητους που διακινδύνευαν τη ζωή τους. Η ηθελημένη αδράνειά τους, σύντομα
παρέλυσε τις προσπάθειες του Ιωάννη Κομνηνού. Τότε ο εμίρης της Shaizar έστειλε και του
πρότεινε να δεχτεί μια μεγάλη αποζημίωση και ως δώρο τα καλύτερα άλογά του και τα μεταξωτά του ρούχα και δύο πολύτιμους θησαυρούς, ένα
τραπέζι στολισμένο με πολύτιμες πέτρες και ένα σταυρό στολισμένο με ρουμπίνια, που είχαν παρθεί ως λάφυρα από τον
αυτοκράτορα Ρωμανό τον Διογένη στο Manzikert,
εξήντα εφτά χρόνια πρωτύτερα. Επί πλέον συμφωνούσε ν' αναγνωρίσει τον αυτοκράτορα ως επικυρίαρχό του και να του
πληρώνει ετήσιο φόρο. Ο Ιωάννης, αηδιασμένος από τους Λατίνους συμμάχους του, δέχτηκε τους όρους και στις 21 Μαΐου 1138 έλυσε την
πολιορκία. κι έφυγε για την Αντιόχεια.
Ακολουθεί απόσπασμα από τό βιβλίο του Rene Grousset, «The Epic of the Crusades, 1970»:
«Αυτή τη φορά ο Βυζαντινός μονάρχης απαίτησε να κάνει επίσημη είσοδο στην Αντιόχεια, σαν ηγεμόνας, έφιππος, ενώ ο Ραϋμόνδος του Πουατιέ και ο Ζοσλέν Β' θα τον υπηρετούσαν σαν ιπποκόμοι. Μέσα απ' τους δρόμους, στολισμένους με μεταξωτά υφάσματα και πολύτιμα ταπέτα, μέσα απ' τις επευφημίες του λαού, τους αυλούς και τα ταμπούρλα, η θριαμβευτική πομπή ανέβηκε στη μητρόπολη του Αγίου Πέτρου, κ' έπειτα στο παλάτι του πρίγκιπα, όπου ο Ιωάννης Κομνηνός εγκαταστάθηκε σα στο σπίτι του. Δεν ξέρω πόσες μέρες έμεινε εκεί αυτός κ' οι αυλικοί του, να ξεκουράζονται απ' τους κόπους του πολέμου, απολαμβάνοντας λουτρά και ατμόλουτρα, όπως συνηθίζουν αυτοί οι άνθρωποι.
Αλλωστε ο Αυτοκράτορας γέμισε με δώρα τον Ραϋμόνδο του Πουατιέ, τον Ζοσλέν Β', τους ιππότες, ακόμα και τους αστούς της Αντιόχειας. Όταν σταθεροποιήθηκε έτσι καλά η εξουσία του, κάλεσε τον Ραϋμόνδο και τον διέταξε απότομα να παραδώσει το κάστρο στο βυζαντινό στρατό. Ο Ραϋμόνδος του Πουατιέ και οι φεουδάρχες του αιφνιδιάστηκαν. Οι Φράγκοι εξακολουθούσαν βέβαια να κρατούν την ακρόπολη, μεγάλα όμως τμήματα του βυζαντινού στρατού είχαν μπει στην καθαυτό πόλη. Ο Ραϋμόνδος έβλεπε τον εαυτό του στην πραγματικότητα αιχμάλωτο του αυτοκράτορα καί η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο λεπτή από το γεγονός ότι ο τελευταίος αυτός μπορούσε δίκαια να τον κατηγορήσει για την ηθελημένη του αδράνεια στην πολιορκία του Σετζέρ, δηλαδή για την παραβίαση της φραγκοβυζαντινής συμφωνίας ενάντια στο Ισλάμ.
Ο κόμης της Έδεσσας Ζοσλέν Β', πονηρός, έσωσε την κατάσταση. Ξεσήκωσε με κάθε μέσο το λατινικό πληθυσμό της Αντιόχειας ενάντια στους Έλληνες που ήθελαν να τους υποκαταστήσουν. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο να ξεσηκώσεις σέ αυτό το σημείο τα δογματικά μίση. Σε λίγα λεπτά δημιουργήθηκαν ταραχές. Όλοι άρπαζαν τα όπλα για να διώξουν τους βυζαντινούς στρατιώτες. Οι βυζαντινοί στρατιώτες, αιφνιδιασμένοι απ' την ξαφνική ανταρσία, δεχόμενοι επιθέσεις μέσα σ' αυτό το λαβύρινθο των σοκακιών, ανίκανοι ν' ανασυνταχθούν, αφοπλίζονταν απ' τους στασιαστές, χωρίς να μπορούν ν' αμυνθούν. Ο Ιωάννης Κομνηνός, κάλεσε τους φεουδάρχες να καθησυχάσουν το λαό, δηλώνοντας πως είχε γίνει παρεξήγηση και αναγγέλλοντας πως έφευγε. Αν καί είχαν τηρηθεί τα διπλωματικά προσχήματα, ωστόσο ο ηθικός διχασμός ανάμεσα στους Φράγκους και στους Βυζαντινούς ήταν πια γεγονός, για μεγάλη δυστυχία των χριστιανών και προς όφελος μονάχα του Ισλάμ.»
Την άνοιξη του 1142 ο Ιωάννης και οι γιοι του επικεφαλείς του στρατού των, διέσχισαν τη Μικρά Ασία και κατέβηκαν στην
πόλη του Ατταλου, απωθώντας τους
Σελτζούκους και τους Τουρκομάνους υπηκόους των οι οποίοι και πάλι είχαν αποπειραθεί να εισδύσουν στη Φρυγία και ενισχύοντας τις παραμεθόριες
οχυρώσεις. Ενώ περίμενε στην Αττάλεια, ο αυτοκράτωρ υπέστη βαριά απώλεια. Ο πρεσβύτερος γιος του Αλέξιος, ο διάδοχος του θρόνου, αρρώστησε
και πέθανε εκεί. Ο δεύτερος και τρίτος γιος του, Ανδρόνικος και Ισαάκιος, ορίστηκαν να μεταφέρουν τη σορό δια θαλάσσης στην Κωνσταντινούπολη,
και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, πέθανε και ο Ανδρόνικος . Παρά τη θλίψη του, ο Ιωάννης προχώρησε προς ανατολάς, διαδίδοντας ότι πήγαινε για την
Ανω Κιλικία, νά ανακαταλάβει τα φρούρια που είχαν κυριεύσει οι Δανισμένδες, γιατί δεν ήθελε να προκαλέσει τις υποψίες των Φράγκων . Ο στρατός
πέρασε με σύντονες πορείες μέσ' από την Κιλικία και επάνω από την οροσειρά του Αμανού, του Γκιαούρ Νταγ, και κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου
εμφανίσθηκε αναπάντεχα στο Turbessel, τη δεύτερη πρωτεύουσα του Joscelin της Έδεσσας. Ο Ζοσλέν (Joscelin), αιφνιδιασθείς, έσπευσε
να προσκυνήσει τον
αυτοκράτορα και να του δώσει ως όμηρο τη θυγατέρα του Isabella. Κατόπιν ο Ιωάννης έστρεψε προς την Αντιόχεια, και στις 25 Σεπτεμβρίου
έφθασε στο Μπαγράς, το μεγάλο φρούριο των Ναϊτών που δέσποζε του δρόμου από την Κιλικία προς την Αντιόχεια. Από εκεί έστειλε στον
Raymond νά απαιτήσει να του παραδοθεί ολόκληρη η πόλη και επανέλαβε την προσφορά του να δώσει στον πρίγκιπα ένα πριγκιπάτο από τις
μελλοντικές κατακτήσεις. Αλλά η εποχή ήταν
πολύ προχωρημένη για άμεση δράση. Αφού λεηλάτησε τα κτήματα των Φράγκων στα πέριξ της πόλεως, αποτραβήχτηκε στην Κιλικία, για ν' ανακτήσει
τα φρούρια που είχαν καταλάβει οι Δανισμένδες και για να περάσει το χειμώνα .
Από την Κιλικία, ο Ιωάννης έστειλε μια πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ στον βασιλέα Fulk να του αναγγείλει την επιθυμία του να επισκεφθεί τους
Αγίους Τόπους και να συζητήσει με τον βασιλέα κοινή δράση εναντίον των απίστων. Ο Fulk βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Δεν ήθελε να κατέβει
στην Παλαιστίνη ο μεγάλος αυτοκρατορικός στρατός, το τίμημα της βοήθειας τού αυτοκράτορα θα ήταν αναπόφευκτα η αναγνώριση της
επικυριαρχίας του. Ο επίσκοπος της Βηθλεέμ, Ανσέλμος, συνοδευόμενος από τον Roard, καστελλάνο της Ιερουσαλήμ και από τον Godfrey, αββά του
Ναού, ο οποίος ήξερε καλά ελληνικά, πήγαν στον Ιωάννη να του εξηγήσουν ότι η Παλαιστίνη ήταν φτωχή χώρα που δεν μπορούσε να διαθέσει
εφόδια για την συντήρηση ενός τόσο μεγάλου στρατού όπως ήταν ο αυτοκρατορικός, αλλ' αν ήθελε να έρθει με μια μικρότερη συνοδεία, ο βασιλεύς
θα ήταν ευτυχής να τον υποδεχθεί. Ο Ιωάννης αποφάσισε να μην επιμείνει περισσότερο στο αίτημά του για την ώρα .
Τον Μάρτιο του 1143, όταν είχαν γίνει οι προετοιμασίες του αυτοκράτορα για την κατάληψη της Αντιόχειας, έκανε μια μικρή διακοπή για να πάει να
κυνηγήσει αγριογούρουνα στα βουνά του Ταύρου. Σ' ένα από τα κυνήγια τραυματίσθηκε τυχαία από ένα βέλος. Δεν έδωσε προσοχή στο τραύμα,
αλλά άρχισε να το σκέφτεται όταν είδε ότι πέθαινε από δηλητηρίαση του αίματος. Ο Ιωάννης αντιμετώπισε το τέλος του με ηρεμία. Ως την τελευταία
στιγμή εργαζόταν τακτοποιώντας τη διαδοχή του και την ομαλή συνέχιση της κυβερνήσεως. Οι δυο πρεσβύτεροι γιοι του είχαν πεθάνει. Ο τρίτος, ο
Ισαάκιος, που ήταν στην Κωνσταντινούπολη, ήταν ένας νέος με αβέβαιο χαρακτήρα. Ο Ιωάννης αποφάσισε να τον διαδεχθεί ο νεώτερος και
λαμπρότερος, Μανουήλ, και έπεισε τον πιστό του φίλο, τον μεγάλο δομέστιχο Αξούχ, εξελληνισθέντα Τούρκο, να υποστηρίξει τη θέση του Μανουήλ. Με τα ίδια του τα
αδύνατα χέρια, έβαλε το
στέμμα στο κεφάλι του Μανουήλ
και κάλεσε τους στρατηγούς του να επευφημήσουν τον νέον αυτοκράτορα. Αφού έκανε
την τελευταία του εξομολόγηση σ' έναν άγιο μοναχό από την Παμφυλία, πέθανε στις 8 Απριλίου 1143.
«...εξιόντι πρός θήραν αυτώ συς απήντα, μέγα τι χρήμα, οποία πολλά η Κιλίκων τρέφει γη καί όρη τά Ταυρικά.
Ο μέν ουν ακόντιον ως φασι χειρισάμενος επιόντα τούτον υφίστατο, ο δέ της αιχμής τω στέρνω εγκρυφθείσης
θυμαίνων επί τή πληγή ωθισμώ μάλλον εχρήτο...
οι δέ σύν ηδονή τε καί δάκρυσιν επένευον. Ο δέ παίς (ήν γάρ φιλοπάτωρ είπερ τις άλλος) καί φύσεως θεσμούς ευλαβούμενος κάτω νενευκώς
καί επί στέρνα τήν κεφαλήν ρίπτων δάκρυσι τό δάπεδον έπλυνε. Τήν χλαμύδα δ' όμως περιδυθείς καί ταινιωθείς τώ διαδήματι βασιλεύς
υπό παντός ανηγόρευτο του στρατεύματος. Βασιλεύς δέ Ιωάννης ολίγαις τό εντεύθεν επιβιούς ημέραις πρός τήν εκείθεν
λήξιν μεθίστατο, ογδόην άγοντος μηνός όν Ελληνες μέν Ξανθικόν, Απρίλλιον δέ Ρωμαίοι καλούσιν.» (Επιτομή Ιωάννου Κίνναμου).
Ο θάνατος του Ιωάννου έσωσε τη Φραγκική Αντιόχεια. Ενώ ο πιστός Αξούχ, έσπευδε στην Κωνσταντινούπολη πριν φθάσει
η είδηση, για να εξασφαλίσει το παλάτι και την κυβέρνηση από κάθε πιθανή απόπειρα του γιου του Ιωάννου, Ισαακίου, να διεκδικήσει τον θρόνο,
ο Μανουήλ οδηγούσε το στρατό διαμέσου της Ανατολίας, πίσω στην πρωτεύουσα. Ως ότου εξασφαλίσει την πρωτεύουσά του δεν ήταν δυνατό
νά ασχοληθεί με άλλες περιπέτειες στην Ανατολή. Το αυτοκρατορικό σχέδιο παραμερίστηκε, όχι όμως για πολύ .
Στά εδάφη της Συρίας καί της Παλαιστίνης, οι Φράγκοι ιππότες είχαν εδραιώσει τήν κυριαρχία τους, μέ κυριότερες πόλεις τήν Ιερουσαλήμ, τήν Αντιόχεια, τήν Εδεσσα καί τήν Τρίπολη. Οι Γραικοί αυτοκράτορες όμως ποτέ δέν χώνεψαν τήν απώλεια των δύο Ορθόδοξων Πατριαρχείων, από τούς Δυτικούς. Ακολουθεί απόσπασμα του βιβλίου του comte Louis-Philippe de Segur, (Ακαδημία Γαλλίας - Παρίσι 1826):
«Dans ce temps, le nouveau royaume de Jerusalem s'etendait depuis le fleuve Adonis jusqu' a l' Egypte; la principaute d' Antioche, depuis Tarse jusqu' a Tortose; celle d' Edesse, de l'Euphrate au Tigre, et le comte de Tripoli, depuis Maraclee jusqu' a Biblos. (Το νέο βασίλειο της Ιερουσαλήμ έφθανε από τόν ποταμό Αδωνι, μέχρι τήν Αίγυπτο, περιλαμβάνοντας τήν κομητεία της Αντιόχειας, της Εδεσσας καί της Τρίπολης).
Tous le princes, malgre leurs serments, ne reconnaissaient en realite de chef que le roi de Jerusalem; les EMPEREURS GRECS, les regardant comme rebelles et pretendant toujours se faire restituer ces pays usurpes, ressentaient secretement autant d'inimitie contre ces pretendus vassaux que contre les musulmans. (O πρίγκηπες αναγνώριζαν επικυρίαρχο μόνο το βασιλιά της Ιερουσαλήμ καί οι ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ τούς έβλεπαν ως αντάρτες επιθυμώντας πάντα νά επαναφέρουν υπό τήν κυριαρχία τους τά εδάφη πού είχαν σφετεριστεί οι Φράγκοι καί αισθάνονταν γι'αυτούς περισσότερο μίσος από ότι γιά τούς μουσουλμάνους).»
Ενας δραστήριος, όσο καί αδυσώπητος μονάρχης ήταν
ο Ταγκρέδος, ο πραγματικός ιδρυτής του πριγκιπάτου της Αντιόχειας. Βέβαια η πρώτη ιδέα της νορμανδικής εγκατάστασης εκεί ανήκε
στον θείο του Βοημούνδο (Bohemond de Tarente), του οποίου τό τυχοδιωχτικό του πνεύμα, τον εξωθούσε αδιάκοπα σε
μακρινές επιχειρήσεις, όπου τελικά και υπέκυψε. Γι' αυτόν τον απόγονο των Βίκιγκς, το συριακό του δουκάτο δεν ήταν παρά ένα επεισόδιο, ένας σταθμός,
ένα πρώτο σκαλοπάτι. Εκείνο που ονειρευόταν ήταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, η Κωνσταντινούπολη, τό
Βασίλειο των Γραικών (Regnum Graecorum).
Ο ανηψιός όμως, λιγότερο φιλόδοξος, περιορίστηκε αποκλειστικά στη Συρία καί κατάφερε νά στεριώσει σέ αυτόν τόν τόπο. Με επιμονή και υπομονή,
από τη Λαοδίκεια ως το Αταρέμπ, επεξέτεινε την κυριαρχία του. Όπως ο Βαλδουίνος Α' στην Παλαιστίνη, έτσι
καί ο Ταγκρέδος έθεσε στη Βόρεια
Συρία τις βάσεις μιας μακρόχρονης δυναστικής παράδοσης, προσαρμοσμένης κιόλας στο περιβάλλον. Η σειρά των νομισμάτων του Ταγκρέδου συμβολίζει το έργο του. Οι επιγραφές είναι ελληνικές, ο Νορμανδός ηγεμόνας εικονίζεται με ενδυμασία
μισοβυζαντινή, μισομουσουλμανική, και φοράει στο κεφάλι του σαρίκι. Σέ ένα νόμισμα διαβάζει κανείς τον τίτλο:
«Μέγας Εμίρης Ταγκρέδος». Πέθανε στην Αντιόχεια, στις 12 Δεκεμβρίου του 1112.
Ο Ταγκρέδος (Tancrede de Hauteville), πεθαίνοντας, άφησε το πριγκιπάτο της Αντιόχειας σέ έναν ξάδερφό του, τον Ιταλονορμανδό πρίγκιπα
Ρογήρο του Σαλέρνο (Roger de Salerne), ενώ ζήτησε από τον κόμη Πονς (Pons) να παντρευτεί τη νεαρή χήρα του, Καικιλία της Γαλλίας.
Ο Ρογήρος είχε παντρευτεί την αδερφή του Βαλδουίνου του Μπουργκ (Baudouin du Bourg), μα η φλογερή του ιδιοσυγκρασία δε συμβιβαζόταν
καθόλου με τους νόμους του γάμου. Στη Σικελία κιόλας όλοι αυτοί οι Νορμανδοί πρίγκιπες είχαν επηρεαστεί σε μεγάλο
βαθμό από την αραβική πολυγαμία, και φυσικά η κατάσταση χειροτέρεψε πολύ από το κλίμα και τα ήθη της Ανατολής.
Ο Βαλδουίνος Α' (Baudouin Ier de Jerusalem), με μια γενικά πολύ επιδέξια πολιτική, κατάφερε να εγκαταστήσει στέρεα στη γη της Ανατολής το
βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Ο Φράγκος ιππότης, παίρνοντας πρώτος τον τίτλο του βασιλιά, προσφέροντας αδιάκοπα στους θεωρούμενους υποταχτικούς
του τις υπηρεσίες του φεουδαρχικού επικυρίαρχου, επιβάλλοντάς τους την ένωση απέναντι στον κοινό εχθρό, δημιούργησε ουσιαστικά τη φράγκικη
Συρία. Μέχρι τό 1186, η φράγκικη Συρία θά αποτελούσε, παρ' όλο τον φεουδαρχικό κατακερματισμό της, ένα ενιαίο σύνολο. Οι μοναρχικοί θεσμοί που
εδραιώθηκαν από τη μεγαλοφυία του πρώτου Βαλδουίνου, θα εξασφάλιζαν στη χώρα ογδόντα έξι χρόνια σταθερότητας.
Οσοι Φράγκοι κατακτητές και προσκυνητές έμειναν στη Συρία, προσαρμόζονταν και σταδιακά δημιουργούσαν έναν καινούργιο
λαό, που η εμφάνισή του χαιρετίστηκε από τον ιερέα του Βαλδουίνου Α', τον χρονογράφο Φουσέ της Σαρτρ (Foulcher de Chartres) :
«Δυτικοί, μεταβληθήκαμε τώρα σε κατοίκους της Ανατολής. Ο χτεσινός Ιταλός ή Γάλλος, μεταφυτευμένος εδώ,
έγινε Γαλιλαίος ή Παλαιστίνιος. Ο άνθρωπος της Ρενς ή της Σαρτρ μεταβλήθηκε σε Τύριο ή σε πολίτη της Αντιόχειας. Ξεχάσαμε κιόλας τους τόπους
της καταγωγής μας. Αυτός εδώ κατέχει σπίτι και υπηρέτες με τόση ασφάλεια σαν να επρόκειτο για προαιώνια κληρονομιά. Αυτός ο άλλος πήρε κιόλας
για γυναίκα μια Σύρα, μιαν Αρμένισσα ή ακόμα και μια βαφτισμένη Σαρακηνή, και ζει μ' ένα ολόκληρο ντόπιο συγγενολόι της γυναίκας του.
Χρησιμοποιούμε διαδοχικά τις διάφορες γλώσσες του τόπου. Ο άποικος έγινε ιθαγενής, ο μετανάστης γίνεται όμοιος με τον ντόπιο. Κάθε μέρα,
συγγενείς και φίλοι έρχονται απ' τη Δύση για να μείνουν μαζί μας. Δε διστάζουν να εγκαταλείψουν εκεί κάτω ό,τι έχουν. Πραγματικά εκείνος που
εκεί κάτω ήταν φτωχός, εδώ γίνεται πλούσιος, εκείνος που εκεί δεν είχε παρά μερικά δηνάρια, βρίσκεται εδώ κύριος ολόκληρης περιουσίας.
Εκείνος που στην Ευρώπη δεν είχε ούτε ένα χωριό, βλέπει στην Ανατολή τον εαυτό του αφέντη ολόκληρης πολιτείας. Γιατί να γυρίσουμε στη Δύση, αφού
η Ανατολή ικανοποιεί απόλυτα τους πόθους μας;»
Ο ιερέας Arnoul de Chocques ήταν o ευνούμενος του Βαλδουίνου (Baldwin) καί ήταν ο πρώτος λατίνος πατριάρχης της Ιερουσαλήμ. Ήταν ένας διεφθαρμένος
καί αδίστακτος κληρικός. Αντίπαλός του ήταν ο εκλεκτός του πάπα Πασχάλη (Pascal II), Daimbert de Pise (Dagobert), ο οποίος ανέβηκε στόν πατριαρχικό
θρόνο, τό 1099. Καί οι δύο λατίνοι πατριάρχες απομάκρυναν τους ανατολικούς ιερείς (Ελληνες, Γεωργιανούς, Αρμένιους, Νεστοριανούς καί Ιακωβίτες)
από την εκκλησία του Παναγίου Τάφου καί τά μοναστήρια, ενώ τους απογύμνωσαν από όλα τους τα προνόμια. Ακολουθεί η σχετική αφήγηση του Ράνσιμαν (Runciman):
«Εξ αιτίας αυτών των τερατουργιών, όλα τα καντήλια της εκκλησίας του Παναγίου Τάφου έσβησαν την παραμονή του Πάσχα του 1101, και το άγιο φως δεν κατέβηκε από τον ουρανό να τ' ανάψει πάλι, ώσπου οι πέντε διωγμένες κοινότητες προσευχήθηκαν μαζί να συγχωρηθούν οι Φράγκοι. Ο Baldwin επωφελήθηκε από το μάθημα. Επέμενε ν' αποκατασταθούν οι αδικίες που είχαν γίνει στους ντόπιους. Τα κλειδιά του Τάφου αποδόθηκαν στους Έλληνες. Από τότε και έπειτα φαίνεται ότι απέκτησε την υποστήριξη όλων των χριστιανών της Παλαιστίνης. Ο ανώτερος Κλήρος ήταν όλος από Φράγκους, αν και ήταν Έλληνες κανονικοί στον Πανάγιο Τάφο. Οι ντόπιοι ορθόδοξοι το δέχτηκαν αυτό επειδή ο δικός τους ανώτερος Κλήρος είχε εγκαταλείψει τη χώρα κατά τα ταραγμένα χρόνια λίγο πριν από τη Σταυροφορία. Οι Λατίνοι ιεράρχες δεν ήταν ποτέ συμπαθείς, αλλά τα τοπικά ορθόδοξα μοναστήρια εξακολούθησαν να λειτουργούν ανεμπόδιστα, και οι ορθόδοξοι προσκυνητές που επισκέφθηκαν την Παλαιστίνη κατά την εποχή του Φραγκικού βασιλείου δεν είχαν λόγους να παραπονεθούν κατά των τοπικών πολιτικών αρχών, είτε για δικό τους λογαριασμό είτε για λογαριασμό των ντόπιων αδελφών τους.»
Ο Baldwin δεν έδειξε ποτέ μεγάλο ενδιαφέρον για την Αρμενίδα σύζυγό του. Του άρεσαν πολύ οι ερωτικές περιπέτειες, ενώ
καί η βασίλισσα έδινε απλόχερα τήν εύνοιά της. Δεν υπήρχαν παιδιά για να τους συνδέσουν. Ύστερα από λίγα χρόνια, όταν δεν υπήρχε πια ούτε το
ελάχιστο πολιτικό πλεονέκτημα από το γάμο, ο Baldwin την έδιωξε από την αυλή με το πρόσχημα μοιχείας και την ανάγκασε να μπει στο μοναστήρι της
Αγίας Αννας στην Ιερουσαλήμ, το οποίο, προικοδότησε πλούσια. Αλλά η βασίλισσα δεν είχε κλίση προς τον μοναστικό βίο. Σύντομα ζήτησε και πήρε
άδεια νά αποσυρθεί στην Κωνσταντινούπολη όπου ζούσαν οι γονείς της, από τότε που τους έδιωξαν οι Φράγκοι από τη Γερμανικία (Marash).
Εκεί εγκατέλειψε το μοναχικό ράσο και βάλθηκε ν' απολαύσει όλα όσα παρείχε η μεγάλη πόλη.
Εν τω μεταξύ, στό αντίπαλο στρατόπεδο, ο μουσουλμανικός κόσμος αποφάσιζε νά αντεπιτεθεί καί οργάνωσε αντισταυροφορία γιά νά εκδιώξει τούς
απίστους. Μπροστά στην τουρκική αντίδραση, οι Φράγκοι αρχηγοί εκκένωσαν από τους ντόπιους χριστιανούς (Αρμένιους, Έλληνες και Σύρους)
τα ανοχύρωτα χωριά και την ύπαιθρο της κομητείας της Έδεσσας. Αυτή η έξοδος, που επιβλήθηκε από στρατιωτικές ανάγκες,
είχε τραγικό τέλος. Σε μια ξαφνική επίθεση το τουρκικό ιππικό, τή στιγμή που οι πρόσφυγες περνούσαν τον Ευφράτη, ρίχτηκε πάνω τους
καί τούς εξόντωσε όλους, άνδρες, γυναίκες καί παιδιά.
Επί κεφαλής των τουρκικών δυνάμεων ήταν ο Σελτζούκος αταμπέγκ της Μοσούλης Μαουντούντ (Mawdud).
Την άνοιξη του 1111, η τουρκική στρατιά, πάνοπλη, επιχείρησε μια δοκιμαστική επίθεση ενάντια στα τείχη της Έδεσσας. Ενισχυμένη από τον περασμένο
χρόνο από τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ, η πόλη ήταν απόρθητη. Ο Μαουντούντ κατευθύνθηκε τότε προς το Χαλέπι, που υπολόγιζε να
το χρησιμοποιήσει
σαν βάση για την εκστρατεία ενάντια στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Αλλά εκεί τον περίμενε μια έκπληξη: ο βασιλιάς του Χαλεπιού, ο
Τούρκος Ριντβάν (Ridwan),
βλέποντας να έρχεται σε βοήθειά του ένας τέτοιος φοβερός στρατός, τρομοκρατήθηκε. Οι Φράγκοι του φάνηκαν πολύ λιγότερο φοβεροί απ' όλους αυτούς
τους συμπατριώτες και ομοθρήσκους του, που είχαν έρθει για να τον υπερασπίσουν από κάθε γωνιά της Σελτζουκιδικής Αυτοκρατορίας.
Και αρνούμενος να διακόψει την ανακωχή που είχε συνάψει με τον Ταγκρέδο, έκλεισε τις πύλες του Χαλεπιού μπροστά στον κατάπληχτο Μαουντούντ.
Ο Μαουντούντ αναγκάστηκε λοιπόν νά αλλάξει το σχέδιο εκστρατείας, πηγαίνοντας να πολεμήσει ενάντια στους Φράγκους από την πλευρά του
Ορόντη, όπου τουλάχιστον ο άλλος τοπικός Τούρκος αρχηγός, ο αταμπέγκ της Δαμασκού Τουχτεκίν (Toghtegin), ήρθε να συνενωθεί μαζί του.
Ο χριστιανικός στρατός ήρθε να πάρει θέση κοντά στην Απάμεια, στον Μέσο Ορόντη, θέση κεντρική από όπου μπορούσε κανείς να επιτηρεί
ταυτόχρονα τη Συρία, το Λίβανο και την Παλαιστίνη. Ο τουρκικός στρατός εγκαταστάθηκε λίγο πιο νότια, στο Σετζέρ.
Για πολλές βδομάδες, οι δυο αντίπαλοι παρακολουθούσαν ο ένας τον άλλον, κάνοντας πορείες και αντιπορείες, χωρίς να τολμούν να εμπλακούν σοβαρά.
Τέλος μπροστά στις συνασπισμένες φράγκικες δυνάμεις, μπροστά στον τόσο λίγο ζήλο των Σύρων Μουσουλμάνων, ο Μαουντούντ αποθαρρύνθηκε.
Η μεγάλη τουρκική στρατιά ξαναπέρασε τον Ευφράτη χωρίς καμιά επιτυχία..
Ο Βαλδουίνος συνέχισε τούς πολέμους κατά των μουσουλμάνων καί τό 1113 κατατροπώθηκε από τόν Τουχτεκίν της Δαμασκού, καί
τόν Mawdud της Μοσούλης. Τό καλοκαίρι του 1115, οι εχθροπραξίες συνεχίσθηκαν καί αυτή τή φορά, καθώς ο Ρογήρος της Αντιόχειας
αντιμετώπισε τόν κυβερνήτη του Χαμαντάν, Μπουρσούκ, στόν λόφο Τελ-Δανίθ, τόν οποίο καί νίκησε στίς 14 Σεπτεμβρίου, τήν ημέρα του
Σταυρού.
Τό έτος 1116, ο Βαλδουίνος προχώρησε στην κοιλάδα του Ουαντί-ελ-Αράμπα, που από τα νότια της Νεκράς Θάλασσας, συνεχίζει
ως τον κόλπο της Ακάμπα, στην Ερυθρά Θάλασσα. Στο Σομπέκ, σέ ένα λόφο στα βορινά της αρχαίας
Πέτρας, ύψωσε τον οχυρωμένο πύργο του Μονρεάλ, για να δεσπόζει σέ όλη την κοιλάδα. Ξεπερνώντας το Μονρεάλ, έφτασε ως την
Αϊλά, στην Ερυθρά Θάλασσα. Για μισόν αιώνα, οι Φράγκοι θα μπορούν να ελέγχουν τους δρόμους των καραβανιών ανάμεσα στην Αίγυπτο και στη
μουσουλμανική Ασία, ακόμα και το δρόμο του προσκυνήματος της Μέκκας. Το Μάρτη του 1118, ο Βαλδουίνος Α' έστειλε κατά μήκος της ακτής
της Φιλισταίας ένα εκστρατευτικό σώμα αναγνώρισης προς το Δέλτα του Νείλου, από τη μεριά του Πηλουσιανού βραχίονα και της πόλης Φαράμα,
που τη βρήκαν χωρίς υπερασπιστές. Όπως πριν λίγο οι χρονογράφοι μας έδειξαν τους Φράγκους να διασκεδάζουν κολυμπώντας και ψαρεύοντας στην
Ερυθρά Θάλασσα, μας περιγράφουν τώρα την περηφάνια και το θαυμασμό του Βαλδουίνου βλέποντας τον μεγάλο ποταμό της Αιγύπτου. Αλλά
σέ αυτή την εξερεύνηση ο βασιλιάς πήρε την αρρώστια που έμελλε να τον καταβάλλει. Ακολουθεί αφήγηση του σταυροφόρου Foulcher de Chartres:
«L'annee 1118 depuis l'enfantement de la Vierge, et a la fin du mois de mars, le roi Baudouin attaqua de vive force, prit et ravagea la ville appelee Pharamie. Apres cette expedition ce prince, se promenant un certain jour avec lessiens, arriva, plein de gaite, jusqu'au fleuve que les Grecs nomment Nil (στόν ποταμό πού οι Γραικοί ονομάζουν Νείλο)...
...tout a coup le roi sentit au dedans de soi qu'il se trouvait mal (αισθάνθηκε άσχημα), par suite des douleurs d'une ancienne blessure, qui se renouvelerent avec grande violence. On arreta de revenir a Jerusalem; mais le roi ne pouvant monter a cheval (ο βασιλιάς δέν μπορούσε νά ιππεύσει),...Lorsqu'on fut parvenu a la ville qu'on nomme Laris, Baudouin que son mal toujours croissant avait entierement consume, rendit le dernier soupir (εξέπνευσε)....»
Ο Baldwin Ι είχε παραμελήσει το τελευταίο καθήκον του ως βασιλεύς, δεν είχε ρυθμίσει τη διαδοχή του στο θρόνο.
Από σύμπτωση, τή στιγμή του θανάτου του Λατίνου βασιλιά, ξεκίνησε ο ξάδερφός του Βαλδουίνος του Μπουργκ, κόμης της Έδεσσας,
για να έρθει στην Ιερουσαλήμ να προσκυνήσει. Έφτασε στην Αγία Πόλη την ίδια μέρα της κηδείας του βασιλιά και η υποψηφιότητα του στο θρόνο
τέθηκε αμέσως. Ετσι ο Βαλδουίνος του Μπουργκ ανακηρύχτηκε βασιλιάς καί ο υποστηρικτής του Ζοσλέν του Κουρτεναί (Joscelin de Courtenay),
ανέλαβε τήν ηγεμονία της Εδεσσας.
Ο νέος βασιλεύς αναγνωρίσθηκε επίσης ως επικυρίαρχος από τον Ρογήρο (Roger) της Αντιόχειας, τον γυναικάδελφό του, και από τον Pons της Τριπόλεως.
Η φραγκική Ανατολή επρόκειτο να παραμείνει ενωμένη υπό το στέμμα της Ιερουσαλήμ.
Μόλις ο βασιλεύς Baldwin είχε εγκατασταθεί στο θρόνο πήρε τη δυσοίωνη είδηση ότι είχε συναφθεί συμμαχία μεταξύ Αιγύπτου και Δαμασκού.
Ο Φατιμίδης βεζύρης Al-Afdal ανυπομονούσε να τιμωρήσει την αυθάδη εισβολή του Baldwin Ι στην Αίγυπτο, ενώ ο
Toghtegin της Δαμασκού είχε ανησυχήσει από την αυξανόμενη ισχύ των Φράγκων. Στις αρχές του 1119, ο πρίγκιπας της Αντιόχειας
Ρογήρος, ήταν έτοιμος να καταλάβει το Χαλέπι, τη μεγάλη αραβική πόλη. Οι κάτοικοι κάλεσαν σε βοήθεια έναν Τούρκο αρχηγό του
Ντιαρμπεκίρ, τον Ιλ-Γαζή, της γενιάς των Ορτοκιδών, εμίρη του Μαρντίν. Στις αρχές Ιουνίου, ο Ιλ-Γαζή κατέβηκε από το Ντιαρμπεκίρ με
ισχυρή στρατιά καί εισέβαλε στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας.
Μόλις έλαβε αυτή την είδηση, ο Ρογήρος της Αντιόχειας ζήτησε τη βοήθεια του βασιλιά Βαλδουίνου Β' και του κόμη Πονς της Τρίπολης.
Ο Βαλδουίνος και ο Πονς άρχισαν αμέσως να προετοιμάζονται, επιμένοντας να τους περιμένουν πριν αρχίσουν τις επιχειρήσεις. Αλλά οι πυργοδεσπότες
των περιοχών που ήταν πέρα από τον Ορόντη, πίεζαν τον Ρογήρο να προστρέξει δίχως καθυστέρηση, γιατί οι τουρκομανικές ορδές κατέστρεφαν τις
σοδειές τους. Τότε ο Ρογήρος χωρίς να περιμένει τις ενισχύσεις, βάδισε με τις δικές του δυνάμεις σε προϋπάντηση των Τούρκων.
Ο πατριάρχης της Αντιόχειας Βερνάρδος της Βαλάνς, μάταια δοκίμασε
να λογικέψει τον Ρογήρο. Αυτός επέμεινε ακλόνητα στην παράφρονη απόφασή του. Ευχαρίστησε τον Πατριάρχη και του έδωσε τη διαθήκη του.
Ο Βερνάρδος, αφού ευλόγησε το στρατό, πήρε πίσω, «με δάκρυα στα μάτια», το δρόμο της Αντιόχειας. Και ο Ρογήρος έφυγε «προς συνάντησιν της Μοίρας του».
Αφού πέρασε τον Ορόντη στη Σιδερένια Γέφυρα, ο Ρογήρος πήγε, στις 20 Ιουνίου, να καταλάβει θέση στα μισά του δρόμου προς το Χαλέπι,
στην πεδιάδα που ήταν γνωστή σαν «Αγρός του Αίματος», εκεί που βρίσκεται τώρα το χωριό Ντάνα. Στις 27 το βράδυ, έμαθε πως οι Τούρκοι
είχαν επιτεθεί στο γειτονικό μικρό οχυρό Αταρέμπ. Όσο πλησίαζε ο εχθρός, ο στρατός καταλάβαινε την τρέλλα που είχε διαπράξει.
Την άλλη μέρα, Σάββατο 28 Ιουνίου, τα χαράματα, ο αρχιεπίσκοπος της Απάμειας, συγκέντρωσε όλο το στρατό, έκανε ένα συγκινητικό κήρυγμα,
μιλώντας σαν ιερέας και σαν στρατιώτης, έπειτα τέλεσε τη λειτουργία, έδωσε άφεση αμαρτιών στούς στρατιώτες καί εξομολόγησε τον αρχηγό
στη σκηνή του. Ο Ρογήρος έδωσε αμέσως τις τελευταίες του οδηγίες στα στρατεύματα.
Πριν καλά-καλά τελειώσει, έφτασε ένας ανιχνευτής, ο ιπποκόμος Ωμπρύ, με ματωμένο πρόσωπο, ο μόνος που είχε επιζήσει από μιαν ολόκληρη περίπολο.
Ταυτόχρονα, οι Τουρκομάνοι, σε αναρίθμητες ίλες, εμφανίζονταν σέ όλα τα υψώματα. Ο Ρογήρος, αφού γονάτισε για μια τελευταία φορά
μπροστά στο Σταυρό, εξακοντίζει την πολεμική του κραυγή:
«Στ' όνομα του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, όπως αρμόζει σε ιππότες, για την υπεράσπιση της Πίστης, εμπρός!».
Αλλά απέναντι σε περισσότερους από 40000 Τούρκους, δεν υπήρχαν παρά 700 ιππότες και 3000 πεζοί. Σύντομα ο φράγκικος στρατός
κυκλώθηκε εντελώς. Οι Τουρκομάνοι καβαλάρηδες ορμούσαν σε αλλεπάλληλα κύματα, ρίχνοντας στους Φράγκους βροχή από δόρατα
και βέλη. Το απόσπασμα των Τουρκόπουλων, που αποτελούσε το αριστερό των Φράγκων, τράπηκε σε φυγή. Σαν συμπλήρωμα της ατυχίας, σηκώθηκε
εκείνη τη στιγμή από τα βόρεια ένας πραγματικός σίφουνας, που ξεσηκώνοντας μιαν αμμοθύελλα, τύφλωσε για λίγες στιγμές τους ιππότες.
Ο στρατός των Φράγκων, χωρισμένος στα δυο από τη φυγή των Τουρκόπουλων και συνετριμμένος κάτω από τον όγκο του εχθρού, είχε σχεδόν
εκμηδενιστεί. Ο Ρογήρος της Αντιόχειας έμενε μόνος με μια φούχτα πιστούς. Έχοντας αρνηθεί να περιμένει το βασιλιά και τον κόμη της Τρίπολης,
ήξερε πως ήταν προσωπικά υπεύθυνος για την καταστροφή. Έδειξε όμως πως μπορούσε να πεθάνει σαν ιππότης. «Δε θέλησε να φύγει ούτε να κοιτάξει
πίσω», αλλά ρίχτηκε εκεί που οι τουρκικές ίλες ήταν πιο πυκνές. Μια σπαθιά στο πρόσωπο, στο ύψος των ματιών, του έδωσε το θάνατο.
Από τόσους μαχητές μονάχα εκατόν σαράντα άντρες μπόρεσαν να σωθούν.
Ο Ιλ-Γαζή εγκαταστάθηκε στη σκηνή του Ρογήρου για να διευθύνει το μοίρασμα των λαφύρων καί όσο για τους αιχμαλώτους, οι
Τουρκομάνοι άφησαν την έμφυτη αγριότητά τους να ξεσπάσει πάνω τους. Με καμτσικιές, τους έσυραν γυμνούς, ομάδες-ομάδες διακόσους ή τριακόσους,
δεμένους μαζί με σκοινιά, ως τά αμπέλια του Σαρμεντά. Σ' αυτή τη φλογερή μέρα του Ιουνίου, οι αιχμάλωτοι πέθαιναν από τη δίψα.
Ο Ιλ-Γαζή διέταξε να φέρουν εκεί πιθάρια με νερό. Όσοι πλησίαζαν σέ αυτά, σφάζονταν. Όλοι θα είχαν σκοτωθεί επί τόπου, αν δεν έπρεπε να δοθεί
στον όχλο του Χαλεπιού το θέαμα του θριάμβου. Ο αραβικός όχλος ενώθηκε με τους Τουρκομάνους στρατιώτες, και πολλοί από τους αιχμάλωτους
πέθαναν μέσα σε τρομερά βασανιστήρια.
Ο Βαλδουίνος Β', έφθασε πολύ αργά καί κατευθύνθηκε στήν Αντιόχεια, όπου έγινε δεχτός σαν σωτήρας κυρίως από την αδερφή του,
την πριγκίπισσα Οντιέρν, χήρα του Ρογήρου. Αφού ονομάστηκε αμέσως αντιβασιλέας του πριγκιπάτου, ανασύνταξε
τα στρατιωτικά τμήματα καί μαζί μέ τόν Πονς της Τρίπολης και τον Ζοσλέν του Κουρτεναί, κόμη της Έδεσσας, ξεκίνησε για να
συναντήσει τους Τούρκους. Η σύγκρουση έγινε στο Τελ-Ντανίθ, στις 14 Αυγούστου, αλλά αυτή τη φορά οι Τούρκοι νικήθηκαν.
Μετά την επιστροφή του στην Ιερουσαλήμ ο Baldwin II, ασχολήθηκε με τη διοίκηση του βασιλείου του. Η δύναμη της φράγκικης Συρίας μεγάλωσε
σημαντικά καί με τη δημιουργία του Τάγματος των Ναϊτών και τη στρατιωτικοποίηση του Τάγματος των Ιωαννιτών.
Οι Ιωαννίτες (Hospitaliers) είχαν πάρει τό όνομά τους από ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα πού είχε ιδρυθεί γύρω στα 1070 για τους φτωχούς
προσκυνητές. Ο Ραϋμόνδος του Πουΰ (Raymond du Puy) άλλαξε ολότελα το χαραχτήρα του Τάγματος, αφού τό μετέτρεψε σε ένα στρατιωτικό
σώμα ιπποτών-μοναχών αφιερωμένων στην άμυνα του Παναγίου Τάφου.
Αντίθετα, το Τάγμα των Ναϊτών είχε από την αρχή στρατιωτικό χαραχτήρα. Ιδρύθηκε στα 1118 απ' τον Ούγο του Παγιάν (Hugh de Payens),
από την Καμπανία, που το εγκατέστησε στο Ναό του Σολομώντος (το σημερινό τέμενος Ελ - Ακσά).
Οι δυο αυτοί θεσμοί πρόσφεραν στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ εκείνο που του έλειπε περισσότερο: ένα μόνιμο στρατό, που δεν μπορούσαν να τον
αντικαταστήσουν οι φεουδαρχικές στρατεύσεις. Με την ασύγκριτη γενναιότητά τους, το πνεύμα της αυτοθυσίας και τις γνώσεις τους για τη
μουσουλμανική πολεμική ταχτική, οι Ιωαννίτες καί οι Ναΐτες προσέφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στη φράγκικη υπόθεση.
Τό 1122, όταν ο κόμης της Εδεσσας, Ζοσλέν (Joscelin), αιχμαλωτίσθηκε από τόν Μπαλάκ (Balak), ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ
ανέλαβε καί την αντιβασιλεία της Έδεσσας μαζί με την αντιβασιλεία της Αντιόχειας. Ενώ είχε έρθει για να οργανώσει την άμυνα της κομητείας της
Έδεσσας, αιχμαλωτίσθηκε καί ο ίδιος ο Βαλδουΐνοςο Β'. Στις 18 Απριλίου 1123, ενώ κυνηγούσε με γεράκι στην κοιλάδα του Ευφράτη,
χωρίς να υποπτεύεται πως οι Τούρκοι ήταν κοντά, ο Μπαλάκ, που τον παραμόνευε πίσω από τα βουνά, έπεσε πάνω του και τον αιχμαλώτισε.
Ετσι ο Βαλδουίνος πήγε να βρει τον Ζοσλέν στα μπουντρούμια του Χαρπούτ.
Η αιχμαλωσία του Βαλδουίνου Β' δημιουργούσε μιαν εξαιρετικά ανησυχαστική κατάσταση για τη Συρία. Το βασίλειο της Ιερουσαλήμ,
το πριγκιπάτο της Αντιόχειας και η κομητεία της Έδεσσας, βρίσκονταν ταυτόχρονα ακέφαλα. Ένας μονάχα από τους τέσσερις Φράγκους
ηγεμόνες, ο κόμης Πονς της Τρίπολης, βρισκόταν ακόμα επικεφαλής του κράτους του. Μια τέτοια κατάσταση, πριν λίγα χρόνια, θα προκαλούσε ασφαλώς καταστροφή, αλλά η
φράγκικη κυριαρχία είχε ριζώσει τώρα αρκετά για να μπορεί ν' αντισταθεί στην καταιγίδα.
Από το βάθος της ειρκτής τους, οι δυο αιχμάλωτοι είχαν βρει τρόπο να έρθουν σέ επαφή με τους ντόπιους Αρμένιους. Πενήντα από αυτούς τους
χριστιανούς, άντρες με καρδιά και πανουργία, συνέλαβαν ένα σχέδιο πρωτόφαντης τόλμης, για να τον βοηθήσουν. Μεταμφιέστηκαν άλλοι σε ζητιάνους,
άλλοι σε μοναχούς, με τα όπλα κρυμμένα κάτω από τα ράσα τους, και ξεκίνησαν για το Κουρδιστάν. Στο Χαρπούτ, οι τουρκικές αρχές,
ανύποπτες, παίρνοντάς τους για υπηκόους του Εμίρη, τους άφησαν να μπουν. Όταν μπήκαν μέσα, γλίστρησαν νύχτα ως τη φυλακή, έσφαξαν τους
Τούρκους σκοπούς, έφτασαν στον πύργο, όπου ήταν φυλακισμένοι οι δύο Λατίνοι ηγέτες, και τους απελευθέρωσαν.
Την ίδια στιγμή, ο αρμενικός πληθυσμός του Χαρπούτ, παίρνοντας τα όπλα, εξουδετέρωνε την τουρκική φρουρά και καταλάμβανε το κάστρο.
Με μιαν αναπάντεχη μεταστροφή της τύχης, ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, που εχθές ακόμα ήταν αιχμάλωτος στο κάστρο του Χαρπούτ, γινόταν σήμερα
κύριος αυτού του φρουρίου, της πρωτεύουσας του εχθρού του.
Οι Τούρκοι, βεβαίως άρχισαν πάραυτα τήν πολιορκία του φρουρίου, που βρισκόταν στο σημείο όπου ενώνονται ο Αρμενικός Ταύρος και
τα άγρια βουνά του Κουρδιστάν.
Οι δύο Φράγκοι ηγεμόνες συμφώνησαν πως ο Βαλδουίνος Β' θά αντιστεκόταν με τους Αρμένιους εκεί, ενώ ο Ζοσλέν θα δοκίμαζε να
πάει να ζητήσει βοήθεια από τη Συρία. Ο κόμης της Εδεσσας βγήκε νύχτα, μονάχα με τρεις Αρμένιους που ήξεραν καλά την περιοχή,
διέσχισε το τουρκικό στρατόπεδο, έστειλε πίσω, καθώς είχε συμφωνηθεί, έναν από τους Αρμένιους στο Χαρπούτ, για να πληροφορήσει τον
Βαλδουίνο πως μπόρεσε να περάσει την επικίνδυνη ζώνη, και με τους άλλους δυο, προχώρησε με το φεγγαρόφωτο, μέσα από άγρια φαράγγια καί
απότομα βουνά. Κατάφερε έπειτα από ημέρες ταλαιπωρίας νά φθάσει στούς δικούς του καί νά συγκεντρώσει όλη την ιπποσύνη της Ιερουσαλήμ, της
Τρίπολης, της Αντιόχειας, καί επικεφαλής της, με τον Τίμιο Σταυρό, ξανάφυγε με σύντονες πορείες για το Χαρπούτ.
Αλλά κοντά στο Τουρμπεσέλ έμαθε πως οι προσπάθειές του ήταν μάταιες: οι Τούρκοι είχαν ξαναπάρει το κάστρο.
Τί είχε συμβεί; Ο Μπαλάκ, όταν έμαθε γιά τήν κατάληψη του κάστρου του, κόντεψε να σκάσει από το κακό του. «Ταξιδεύοντας με
ταχύτητα αητού», ξαναγύρισε από το Χαλέπι στο Κουρδιστάν, όπου πολιόρκησε τό κάστρο. Ο Βαλδουίνος παραδόθηκε
στίς 16 Σεπτεμβρίου 1123. Ο Τούρκος αρχηγός του χάρισε τη ζωή, αλλά έβαλε και γκρέμισαν από τα τείχη όλους τους άλλους αιχμαλώτους.
Οι δυστυχισμένοι Αρμένιοι, που είχαν βοηθήσει τη φράγκικη περιπέτεια, γδάρθηκαν ζωντανοί ή δεμένοι σε πασσάλους, χρησίμεψαν σαν στόχος στους
στρατιώτες. Οι Φράγκοι όχι μονάχα δεν απογοητεύτηκαν από την καινούργια αιχμαλωσία του βασιλιά τους, αλλά σέ αυτό ακριβώς το διάστημα
πραγματοποιούσαν μια κατάχτηση μεγάλης σημασίας: την κατάληψη της Τύρου.
Το Μάϊο του 1123, είχε φτάσει στα ύδατα της Ανατολής μια ισχυρή βενετσιάνικη μοίρα με αρχηγό το δόγη Ντομένικο Μικιέλι.
Μέ 300 καράβια καί 15000 άντρες πλήρωμα, ήταν η μεγαλύτερη αρμάδα που είχε ρίξει στη θάλασσα η μεγάλη ιταλική δημοκρατία.
Ηταν η ίδια αρμάδα πού είχε λεηλατήσει ελληνικές πόλεις καί νησιά, εκβιάζοντας τόν Ελληνα αυτοκράτορα, νά ξαναδώσει πίσω τά προνόμια
στούς Ιταλούς εμπόρους του Γαλατά.
Η πόλη της Τύρου είχε σύνδεσμο με την ηπειρωτική χώρα τον στενό ισθμό που είχε κατασκευάσει
ο Μέγας Αλέξανδρος και τα οχυρωματικά της έργα
ήταν σε καλή κατάσταση. Αλλά οι Σταυροφόροι αμέσως απέκοψαν τήν πόλη από τό υδραγωγείο, πού βρισκόταν στήν ηπειρωτική χώρα.
Αν καί οι χειμωνιάτικες βροχές είχαν γεμίσει τις στέρνες της πόλεως, σύντομα θά γινόταν αισθητή η έλλειψη του νερού.
Οι Φράγκοι εγκαταστάθηκαν σέ ένα στρατόπεδο στους δενδρόκηπους, εκεί όπου ο ισθμός συνδεόταν με το ηπειρωτικό έδαφος.
Οι Ενετοί τράβηξαν τα πλοία τους στην ξηρά παρά τω στρατοπέδω, αλλά είχαν πάντοτε μια γαλέρα στη θάλασσα για να πιάνει όποιο πλοίο
θα επιχειρούσε να διασπάσει τον αποκλεισμό και να μπει στο λιμάνι.
Η πολιορκία διήρκεσε όλη την άνοιξη και την αρχή του καλοκαιριού. Οι Φράγκοι χτυπούσαν συνεχώς τα τείχη απέναντι στον ισθμό με μηχανές, το
υλικό των οποίων είχαν φέρει οι Ενετοί. Οι αμυνόμενοι, πολέμησαν γενναία, αλλά δεν ήταν αρκετοί σε αριθμό καί έστειλαν
αγγελιαφόρους τους να πιέσουν τον Toghtegin και τους Αιγυπτίους να σπεύσουν να
τους βοηθήσουν. Ένα αιγυπτιακό στράτευμα επιχείρησε έναν αντιπερισπασμό εναντίον της Ιερουσαλήμ και έφθασαν στα πρόθυρα της Αγίας Πόλεως.
Αλλά, οι κάτοικοί της, ιδιώτες, έμποροι, γραφείς και καλόγηροι έσπευσαν να επανδρώσουν τα τεράστια τείχη της και οι Αιγύπτιοι δεν τόλμησαν
να επιτεθούν. Ο Toghtegin δείχθηκε ακόμα λιγότερο ενεργητικός, αφού όταν άρχισε η πολιορκία, δέν αντέδρασε αλλά απλά περίμενε τόν
αιγυπτιακό στόλο με τον οποίο θα μπορούσε να συντονίσει την επίθεσή του από στεριά καί θάλασσα. Αλλά κανένας αιγυπτιακός στόλος δεν φάνηκε.
Η μόνη ελπίδα για την πολιορκημένη πόλη απέμεινε τώρα ο Balak ο Ορτοκίδης, ο διάσημος νικητής του βασιλέως. Ο Balak σχεδίαζε να
πάει, αλλά τον Μάιο σκοτώθηκε στη Menbij. Στο τέλος του Ιουνίου η κατάσταση μέσα στην Τύρο ήταν απελπιστική. Τα τρόφιμα και το νερό
είχαν εξαντληθεί, και πολλοί από τη φρουρά είχαν σκοτωθεί. Ο Toghtegin έστειλε στο φραγκικό στρατόπεδο, πρέσβεις,
προτείνοντας την παράδοσή της με τους συνηθισμένους όρους, ότι εκείνοι από τους κατοίκους που ήθελαν να φύγουν από την πόλη να μπορούσαν να
το πράξουν ανενόχλητοι με
όλα τα κινητά τους υπάρχοντα και εκείνοι που ήθελαν να μείνουν να διατηρήσουν τα δικαιώματά τους ως πολίτες. Οι Φράγκοι και οι Ενετοί αρχηγοί
δέχτηκαν την προσφορά, αν και οι κοινοί στρατιώτες και ναύτες εξαγριώθηκαν όταν άκουσαν ότι δεν θα υπήρχε λαφυραγωγία και απείλησαν στάση.
Στις 7 Ιουλίου 1124 άνοιξαν οι πύλες και ο χριστιανικός στρατός κατέλαβε την πόλη. Η τελευταία μωαμεθανική πόλη στην ακτή, βορείως της
Ascalon, πέρασε στα χέρια των χριστιανών.
Ενώ ο κοντόσταυλος Γουλιέλμος της Μπυρ (William de Bures) και ο πατριάρχης Γκορμόν, κατελάμβαναν εν ονόματί του την Τύρο,
ο βασιλιάς Βαλδουίνος Β' αποχτούσε επιτέλους την ελευθερία του. Στις 29 Αυγούστου του 1124, ο εμίρης Τιμουρτάς,
διάδοχος του Μπαλάκ, απελευθέρωσε τον αιχμάλωτό του για 80000 δηνάρια και επιπλέον του επέστρεψε ορισμένες περιοχές πέρα από τον Ορόντη.
«Απελευθερωμένος, ο Βαλδουίνος οδηγήθηκε στη δεξίωση του Τιμουρτάς. Αφού ήπιε κ' έφαγε με τον εμίρη, δέχτηκε σαν δώρο ένα βασιλικό χιτώνα,
ένα χρυσαφί σκούφο και χρυσοποίκιλτα μποτίνια. Του δώσανε πίσω ακόμα και το άλογο αξίας που ίππευε τη μέρα που αιχμαλωτίστηκε».
Η επόμενη σοβαρή ασχολία του Baldwin ΙΙ ήταν να κανονίσει τη διαδοχή του θρόνου. Η Αρμένισσα σύζυγός του Μορφία, δεν του είχε γεννήσει
γιους, αλλά υπήρχαν τέσσερις θυγατέρες, η Melisende (Μελισσάνθη), η Alice, η Hodierna και η Joveta. Η Alice ήταν τώρα πριγκίπισσα της Αντιόχειας, η
Hodierna και η Joveta ήταν ακόμα παιδιά. Η Melisende επρόκειτο να είναι η διάδοχός του πατέρα της, μαζί όμως με έναν κατάλληλο σύζυγο.
Ο σύζυγος θά ήταν ο κόμης d' Anjou, Fulk. Όταν αρρώστησε ο Baldwin ΙΙ στην Ιερουσαλήμ, έβαλε να τον μεταφέρουν στο Πατριαρχείο, για να 'ναι πιο κοντά στον Πανάγιο Τάφο. Κάλεσε
κοντά του τη μεγαλύτερή του κόρη Μελισσάνθη και τον γαμπρό του Φουλκ του Ανζού, καθώς και το γιο τους, τον μελλοντικό Βαλδουίνο Γ', που ήταν
τριών χρονών. Παραιτήθηκε υπέρ αυτών απ' τη βασιλεία, κι αφού τους ευλόγησε, φόρεσε το ένδυμα του μοναχού «για να πεθάνει εν πτωχεία».
Φορώντας αυτό το ένδυμα, ξεψύχησε στις 21 Αύγουστου του 1131, παρουσία του Πατριάρχη.
Αφορμή γιά νά κηρυχθεί η Δευτέρα Σταυροφορία αποτέλεσε η πτώση της Εδεσσας. Ηταν ο αταμπέγκ του Χαλεπιού Ζεγγί,
που πολιόρκησε ξαφνικά την Έδεσσα καί κατάφερε ύστερα από δύο μήνες προσπαθειών, νά τήν κατακτήση, στίς 23 Δεκεμβρίου 1144.
Η είσοδος των Τούρκων συνοδεύτηκε από σκηνές φρίκης, αλλά ο ίδιος ο Ζένγκι (Zengi) σταμάτησε τη σφαγή και τη λεηλασία, γιατί
κατάλαβε ότι ήταν πρός τό συμφέρον του να διατηρήσει την εμπορική ευημερία της πόλης. Τό 1146, ο κόμης Ζοσλέν Β', συνεπικουρούμενος από τούς
Αρμένιους κατοίκους της Εδεσσας, ανακατέλαβε τήν πόλη, αλλά δέν μπόρεσε νά αναχαιτίσει τά αλλεπάληλα κύματα των Τούρκων πού αντεπιτίθεντο
καί τήν εγκατέλειψε. Ο αρμενικός πληθυσμός, που είχε επιχειρήσει να τον βοηθήσει, κατασφάχτηκε από τους Τούρκους.
Όσοι επέζησαν, πουλήθηκαν σαν κτήνη στην αγορά του Χαλεπιού.
«Τους έγδυσαν απ' τα ρούχα τους, και γυμνούς, άντρες και γυναίκες, τους υποχρέωσαν με ξυλιές, να τρέχουν μπροστά απ' τ' άλογα.
Οι Τούρκοι τρυπούσαν την κοιλιά όποιου λιποψυχούσε και τα πτώματα γέμιζαν το δρόμο».
Η φήμη γιά τίς βιαιότητες των μουσουλμάνων κατά των χριστιανών εξαπλώθηκε μέ γοργό ρυθμό καί ο Αγιος Βερνάρδος (Saint-Bernard de Clairvaux),
με το κήρυγμά του
στη συνέλευση του Βεζελαί (Vezelay), στις 31 Μαρτίου του 1146, ξεσήκωσε ένα απερίγραπτο ενθουσιασμό όμοιο με κείνο του 1095.
Μερικοί άρχισαν να φωνάζουν για σταυρούς. Σε λίγο όλο το υλικό που είχε ετοιμασθεί για να ραφτούν σταυροί είχε εξαντληθεί και ο ίδιος ο
Αγιος Βερνάρδος έβγαλε τα εξωτερικά του ενδύματα για να κοπούν γι' αυτόν το σκοπό. Όταν έδυσε ο ήλιος αυτός και οι βοηθοί του εξακολουθούσαν να
ράβουν, γιατί όλο και περισσότεροι πιστοί ζητούσαν να πάνε στη Σταυροφορία.
Ο ίδιος αυτός, στη Δίαιτα του Σπάιερ, αργότερα, στις 25 Δεκεμβρίου 1146, έπεισε τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Κονράδο Γ'
(Conrad Hohenstaufen)
να ηγηθεί μιας Σταυροφορίας, ακολουθώντας το παράδειγμα του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Ζ' (Louis VII).
Ο πάπας Ευγένιος Γ' διακύρηξε επίσημα ότι οι σταυροφόροι θά έπαιρναν ως ανταμοιβή άφεση αμαρτιών "remissio peccatorum" καί οι οικογένειές
τους θά περιέρχονταν στήν προστασίας της Εκκλησίας. Παραθέτω γράμμα του Αγίου Βερνάρδου πρός τόν ένδοξο αυτοκράτορα Μανουήλ
(glorieux Manuel), μέ τό οποίο τόν παρακαλεί νά δεχθεί τόν βασιλιά της Γαλλίας (roi de France) καί τούς υπόλοιπους ηγεμόνες (seigneurs) της
Δύσης νά περάσουν μέσα από τά εδάφη της αυτοκρατορίας (empire):
«Au grand et glorieux Manuel, empereur de Constantinople, le frere Bernard, abbe de Clairvaux, salut et prieres.
C'est a vous maintenant, tres-glorieux empereur, de montrer toute votre bonte et d'en multiplier les actes ; la terre tout entiere est emue et s'agite parce que le Roi du ciel a perdu la patrie qu'il avait ici-bas, le pays que ses pieds ont foule. Les ennemis du Seigneur s'appretent a fondre sur la Cite sainte et a detruire le sepulcre glorieux...
Voila pourquoi, sur l'ordre du souverain Pontife et sur nos propres instances de si bas qu'elles partissent, le roi de France et, avec lui, une multitude de seigneurs, de chevaliers et de peuples se sont mis en marche pour la Terre sainte et se proposent de passer par les terres de votre empire pour aller au secours de la cite du Dieu vivant...»
Οι Γερμανοί καί οι Γάλλοι θά ακολουθούσαν το παλιό δρομολόγιο του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν, από το Δούναβη, τη Σερβία,
τη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη. Ο Μανουήλ Κομνηνός τούς υποσχέθηκε εφόδια καί τρόφιμα καί ως αντάλλαγμα ζητούσε από αυτούς
αφενός νά μήν επιτεθούν στούς πολίτες της αυτοκρατορίας, αφετέρου νά επιστρέψουν τυχόν εδάφη τά οποία θά απελευθέρωναν από τούς Τούρκους εισβολείς.
Γύρω στις 20 Ιουλίου 1147, ο Conrad εισήλθε στην αυτοκρατορία, στο Μπρανίτσεβο. Βυζαντινά πλοία βοήθησαν τη διαπεραίωση των ανδρών του στην άλλη
όχθη του Δούναβη. Στη Νύσσα, ο κυβερνήτης της επαρχίας Βουλγαρίας, Μιχαήλ Βρανάς, τον υποδέχτηκε και εφοδίασε το στρατό με
τρόφιμα που είχαν αποθηκευθεί όταν περίμεναν την άφιξή του:
«Τό μέν δή πλήθος τοσούτον αυτοίς ήν, αγχού δέ πόλεως Ναϊσού γεγονόσιν, η μητρόπολις τών κατά τήν Δακικήν τυγχάνει ούσα, ενταύθα ο τήν
της χώρας πρός βασιλέως εμπεπιστευμένος αρχήν Μιχαήλ επώνυμον Βρανάς προυνοείτο ήδη των αναγκαίων αυτοίς, ούτω προστεταγμένον αυτώ,
μέχρι μέν ούν καί επί Σαρδικής εν τούτοις ήσαν, δεξιωσομένω τε τά εικότα καί τά αναγκαία σφίσιν εμπορισομένω. Ην μέν ο
αυτών Μιχαήλ σεβαστός εκ Παλαιολόγων, ανήρ ικανός συνετός καί πραγμάτων πολλών έμπειρος....» (Ιωάννης Κίνναμος).
Στη Σόφια, όπου έφθασε ύστερ' από λίγες μέρες ο κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης και εξάδελφος του αυτοκράτορα, Μιχαήλ Παλαιολόγος, τον
καλωσόρισε εκ μέρους του αυτοκράτορα. Ομως μετά την αναχώρηση από τη Σόφια, οι στρατιώτες άρχισαν να λεηλατούν την ύπαιθρο,
να μην πληρώνουν τους χωρικούς για ό,τι έπαιρναν, ακόμα και να σκοτώνουν εκείνους που διαμαρτύρονταν. Όταν διατυπώθηκαν παράπονα στον Conrad,
αυτός ομολόγησε ότι δεν μπορούσε να πειθαρχήσει τον συρφετό. Στη Φιλιππούπολη έκλεψαν τρόφιμα και
ξέσπασε μια στάση όταν ένας τοπικός ταχυδακτυλουργός, που ήλπισε να κερδίσει λίγα χρήματα από τους στρατιώτες δείχνοντας όλα τα τεχνάσματά του,
κατηγορήθηκε από τους Γερμανούς για μαγεία καί στή συνέχεια αυτοί πυρπόλησαν τά προάστια.
Ο Ελληνας βασιλιάς
έστειλε στρατό για να συνοδεύει τους σταυροφόρους και να τους κρατεί επάνω στο δρόμο. Αυτό προκάλεσε χειρότερες αταξίες,
γιατί πολύ συχνά Ελληνες και Γερμανοί ήρθαν στα χέρια. Το κορύφωμα έγινε κοντά στην Αδριανούπολη, όταν μερικοί ληστές έκλεψαν και
σκότωσαν ένα Γερμανό μεγιστάνα που είχε μείνει πίσω άρρωστος. Ύστερ' απ' αυτό, ο Φρειδερίκος της Σουηβίας έκαψε το μοναστήρι κοντά στο οποίο
είχε διαπραχθεί το έγκλημα και έσφαξε τους καλόγερους.
Ο Μανουήλ έστειλε τόν Ανδρόνικο Ωπο, στό γερμανικό στρατόπεδο ζητώντας τους να κατευθυνθούν στήν Καλλίπολη καί από εκεί, διά μέσω του Ελλησπόντου,
νά διαπεραιωθούν στή Μικρά Ασία. Ο Κορράδος αρνήθηκε καί έτσι στις 10 Σεπτεμβρίου 1147, οι Γερμανοί έφθασαν στήν
Κωνσταντινούπολη.
Εκεί σημειώθηκε μία σοβαρή σύγκρουση μέ τό αυτοκρατορικό στράτευμα, τό οποίο αποτελείτω κυρίως από Κουμάνους
καί Τούρκους μισθοφόρους καί οι Γερμανοί αναγκάστηκαν νά περάσουν απέναντι στήν ασιατική ακτή.
Ο στρατός του Κονράδου έφυγε από τη Νίκαια στις 15 Οκτωβρίου με τον Βάραγγο Στέφανο ως οδηγό.
Στις 25 Οκτωβρίου, όταν έφθασαν στον μικρό ποταμό Βαθύ, κοντά στο Δορύλαιο, όχι μακριά από την τοποθεσία της μεγάλης νίκης των
σταυροφόρων
μισόν αιώνα πρωτύτερα, ολόκληρος ο σελτζουκικός στρατός έπεσε επάνω τους. Το γερμανικό πεζικό ήταν κουρασμένο και διψασμένο. Πολλοί από τους
ιππότες μόλις είχαν αφιππεύσει για να ξεκουράσουν τα εξαντλημένα άλογά τους. Οι ξαφνικές, γρήγορες και επαναλαμβανόμενες επιθέσεις των ελαφρών
Τούρκων ιππέων τους κατέλαβαν απροετοίμαστους. Υπήρξε μάλλον σφαγή παρά μάχη. Εις μάτην ο Conrad προσπάθησε να συντάξει τους άνδρες του,
προς το βράδυ βρισκόταν σε πλήρη φυγή με τους επιζήσαντες στο δρόμο προς τη Νίκαια. Είχε χάσει τα εννέα δέκατα των στρατιωτών του και όλο το
περιεχόμενο του στρατοπέδου του. Η λεία πουλήθηκε από τους νικητές στα παζάρια όλης της μωαμεθανικής Ανατολής, ως την Περσία
Στο μεταξύ, ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Ζ' έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, εγκαταστάθηκε στο Φιλοπάτιον,
και συμμετείχε σε συμπόσια στο αυτοκρατορικό ανάκτορο των Βλαχερνών καί στό παλάτι του Βουκολέοντος, ενώ ο αυτοκράτωρ τον οδηγούσε
ο ίδιος στα αξιοθέατα της πόλεως. Πολλοί από τους ευγενείς του ήταν επίσης γοητευμένοι από τις περιποιήσεις που τους έκαναν.
Βεβαίως στίς συζητήσεις, ο Γάλλος βασιλιάς καθόταν σέ κάθισμα χαμηλότερο από εκείνο του Ελληνα αυτοκράτορα, ενώ δέν παρέλειψε νά ορκισθεί
ότι θά παρέμενε φίλος καί σύμμαχός του. Αλλά ο Μανουήλ φρόντισε να περάσει ο γαλλικός
στρατός όσο το δυνατόν συντομότερα πέρα από τον Βόσπορο στη Χαλκηδόνα.
Ας διαβάσουμε τήν αφήγηση του κληρικού Odo of Deuil (1110-1162), στό έργο του "La Croisade de Louis VII, roi de France, IV" σχετικά
μέ τήν υποδοχή του Γάλλου βασιλιά από τόν Ελληνα αυτοκράτορα:
«The French forces arrived at Constantinople on October 4, 1147. There they were both impressed by the splendor of the city and alarmed by the suspicious actions of the Greeks. Constantinople is the glory of the Greeks. Rich in fame, richer yet in wealth, the city is triangular in shape, like a ship's sail. In Its inner angle lies Santa Sophia and the Palace of Constantine, in which there is a chapel honored for its sacred relics. The city is hemmed in on two sides by the sea: approaching the city, we had on the right the Arm of St. George and on the left a certain estuary which branches off from it and flows on for almost four miles. There is set what is called the Palace of Blachernae which, although it is rather low, yet, rises to eminence because of its elegance and its skillful construction. On its three sides the palace offers to its inhabitants the triple pleasure of gazing alternately on the sea, the countryside, and the town.
The exterior of the palace is of almost incomparable loveliness and its interior surpasses anything that I can say about it. It is decorated throughout with gold and various colors and the floor is paved with cleverly arranged marble. Indeed, I do not know whether the subtlety of the art or the preciousness of the materials gives it the greater beauty or value. On the third side of the city's triangle there are fields. This side is fortified by towers and a double wall which extends for nearly two miles, from the sea to the palace. This wall is not especially strong, and the towers are not very high, but the city trusts, I think, in its large population and in its ancient peace.
Within the walls there is vacant land which is cultivated with hoes and plows. Here there are all kinds of gardens which furnish vegetables for the citizens. Subterranean conduits flow into the city under the walls to furnish the citizens with an abundance of fresh water. The city is rather squalid and smelly and many places are afflicted with perpetual darkness. The rich build their houses so as to overhang the streets and leave these dark and dirty places for travellers and for the poor. There murder and robberies occur, as well as other sordid crimes which love the dark. Life in this city is lawless, since it has as many lords as it has rich men and almost as many thieves as poor men. Here the criminal feels neither fear nor shame, since crime is not punisbed by law nor does it ever fully come to light.
Constantinople exceeds the average in everything-it surpasses other cities in wealth and also in vice. It has many churches which are unequal to Santa Sophia in size, though not in elegance. The churches are admirable for their beauty and equally so for their numerous venerable relics of the saints. Those who could enter them did so, some out of curiosity in order to see them, and some out of faithful devotion.
The King also was guided on a visit to the holy places by the Emperor. As they returned, the King dined with the Emperor at the latter's insistence. The banquet was as glorious as the banqueters; the handsome service, the delicious food, and the witty conversation satisfied eyes, tongue, and ears alike. Many of the King's men feared for him there, but he bad placed his trust in God and with faith and courage he feared nothing. Since he harbored no wicked designs himself, he was not quick to believe that others harbored wicked designs on him. Even though the Greeks gave no evidence of their treachery, however, I believe that they would not have shown such vigilant helpfulness if their intentions were honest. They were concealing the grievances for which they were going to take revenge after we crossed the Arm of St. George. It should not be held against them, however, that they kept the city gates closed against the commoners, since they had burned many of the Greeks' houses and olive trees, either because of a lack of wood or else because of the insolence and drunkenness of fools. The King frequently bad the ears, bands, and feet of some of them cut off, but he was unable to restrain their madness in this way.»
Εκεί, κοντά στη Νίκαια, ο Λουδοβίκος Ζ' έμαθε την καταστροφή που είχε πάθει η γερμανική στρατιά, και περιμάζεψε τα υπολείμματά της πριν
προχωρήσει. Έχοντας παραδειγματιστεί απ' αυτό το γεγονός, παραιτήθηκε από την ιδέα να διασχίσει τη Φρυγία κι ακολούθησε το δρόμο της ακτής,
για να βρίσκεται σε επαφή με τον βυζαντινό στόλο. Γάλλοι καί Γερμανοί βάδισαν προς τα κάτω περνώντας από το Αδραμύττιον, την Πέργαμο
και τη Σμύρνη και έφθασαν στην Έφεσο.
Ο στρατός του Louis ήταν στην εμπροσθοφυλακή και οι Γερμανοί ακολουθούσαν αργά σε μια ημέρα πορείας πίσω, ενώ οι σύμμαχοί των τους πείραζαν
για τη βραδύτητά τους. Ο Βυζαντινός ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος αναφέρει την κραυγή "Pousse Allemand" (κουνηθείτε Γερμανοί) την οποία τους πετούσαν με
περιφρόνηση οι Γάλλοι:
«επειδή τε ες ταυτό συνήεσαν τά στρατεύματα, ρημάτιόν τι εκ μακρού πρός Γερμανών Αλαμανοίς επιλέγεσθαι ειωθόος αναφανδά καί τότε
προυφέρετο "πούτζη Αλαμανέ"..»
Παρ' όλα αυτά, παρενοχλούνταν αδιάκοπα στην πορεία του απ' τις τουρκικές συμμορίες. Στά φαράγγια της Πισιδίας, οι Τούρκοι πέτυχαν νά παγιδεύσουν
τούς Γάλλους, προξενώντας τους μεγάλες απώλειες.Ο ίδιος ο Λουδοβίκος, καταδιώχτηκε από μιαν ομάδα εχθρών, μα
κατόρθωσε, αφού πιάστηκε από κάτι χαμηλά κλαδιά ενός δέντρου, να σκαρφαλώσει σ' έναν δεσπόζοντα βράχο, απ' όπου αντιμετώπισε τον εχθρό.
Το χρονικό μας τον δείχνει να θερίζει με το αιματόβρεχτο σπαθί του κεφάλια και χέρια επιτιθεμένων που, αποθαρρυμένοι, εγκατέλειψαν στο τέλος
το εγχείρημα.
Ο Μανουήλ πάντως φαίνεται νά είχε συνάψει ειρήνη μέ τούς Τούρκους, καί δέν συμμετείχε σέ μάχες εναντίον τους. Αυτό τό γεγονός δείχνει τό
φόβο πού ενέπνεαν στούς Βυζαντινούς, οι εκστρατείες των Λατίνων, ενώ γι'αυτό τό λόγο, οι Λατίνοι ιστορικοί κατηγορούσαν μέ φανατισμό, τούς
Γραικούς ως διπρόσωπους:
«Tunc Greci penitus frangebantur in feminas, omne virile robur et verborum et animi deponentes. Leviter jurabant quicquid nos velle putabant, sed nec nobis fidem
nec sibi verecundiam conservabant. Generalis est enim eorum sententia non imputari perjurium quod fit propter sacrum imperium:
tous les Grecs etaient comme brises et changes en femmes, (Οι Ελληνες ήταν θηλυπρεπείς) renoncant a toute
force virile dans leur langage aussi bien que dans leur coeur. Ils nous promettaient par
serment et avec legerete tout ce qu'ils pensaient que nous pouvions desirer ne reussissaient point a nous inspirer de confiance, (δεν μας προξενούσαν εμπιστοσύνη)
ni a garder pour eux-memes la moindre dignite (ήταν δίχως ίχνος αξιοπρέπειας)...»Odon de Deuil
Ετσι η εικόνα των Γραικών πάλι αμαυρώθηκε στή Δύση, η οποία είδε σαν μοναδική αιτία γιά τήν αποτυχία της Δεύτερης Σταυροφορίας, τή στάση
του αυτοκράτορα. Παραβλέπουν βέβαια σαν ασήμαντο γεγονός τά δεινά πού είχαν προξενήσει οι Νορμανδοί, στήν ελληνική Κάτω Ιταλία, καί ότι
τό φθινόπωρο του 1147 ο βασιλεύς Roger της Σικελίας είχε καταλάβει τη νήσο Κέρκυρα.
Παραβλέπουν καί τίς λεηλασίες πού έκανε σέ δεκάδες ελληνικές πόλεις καί κυρίως στή Θήβα καί τήν Κόρινθο, από τίς οποίες
οι Νορμανδοί απήγαγαν εκατοντάδες εξιδικευμένους τεχνίτες μεταξωτών υφασμάτων, για να βοηθήσουν στη νεογέννητη μεταξοβιομηχανία στο Παλέρμο.
«καί έτυχέ γε του κατά σκοπόν ο βάρβαρος. εν ακμή γάρ της των δυσμικών εθνών ες τά Ρωμαίων εμβολής Κόρινθόν
τε καί Εύβοιαν καί Θήβας εληΐσατο τάς Βοιωτικάς.....» (Ιωάννης Κίνναμος).
Ο Γαλλογερμανικός στρατός έφθασε επιτέλους στήν Αττάλεια, όπου ο Λουδοβίκος Ζ' αποφάσισε ν' ακολουθήσει το θαλάσσιο δρόμο.
Πάλι κατηγορήθηκαν οι Ελληνες ότι δέν παρείχαν τόν απαραίτητο αριθμό πλοίων γιά ολόκληρο τό στράτευμα καί μόνο
οι ευγενείς ιππότες επιβιβάστηκαν στούς δρόμωνες καί κατέπλευσαν στις 19 Μαρτίου 1148, στον Αγιο Συμεών, πού ήταν τό λιμάνι της Αντιόχειας.
Εγκαταλειφθέντες από τους αρχηγούς των οι απλοί μαχητές ξεκίνησαν γιά τήν Αντιόχεια από τό δρόμο της στεριάς.
Μη γνωρίζοντας τον τόπο, απειθάρχητοι και δυσπιστούντες προς τους ντόπιους οδηγούς τους, συνεχώς παρενοχλούμενοι από τους Τούρκους, με
τους οποίους είχαν την πεποίθηση ότι ήταν συνεννοημένοι οι Βυζαντινοί, οι ταλαίπωροι Γάλλοι με ό,τι απέμεινε από το γερμανικό πεζικό του
Conrad που τους ακολουθούσε, τράβηξαν τον δρόμο του μαρτυρίου των για την Κιλικία. Λιγότεροι από τους μισούς έφθασαν κατά τα τέλη της ανοίξεως
στην Αντιόχεια. Ο βασιλεύς Louis στίς επιστολές του απέδωσε τις συμφορές του στρατού στήν χώρα της "Ρωμανίας" καί στη
"δολιότητα του αυτοκράτορα". Η κατηγορία κατά του Μανουήλ επαναλήφθηκε με μεγαλύτερο πάθος από τον επίσημο Γάλλο χρονογράφο της σταυροφορίας,
Odo de Deuil, και συναντούμε την ηχώ της στους δυτικούς ιστορικούς ως καί σήμερα:
"Astucia enim precipue Graecorum est (η μοχθηρία ανήκει στούς Ελληνες)"
"Constantinople etait chretienne de nom, mais non de fait, tandis que les Grecs n'etaient pas des chretiens, de sorte qu'il etait considere comme acceptable de les
tuer (H Κωνσταντινούπολις δέν είναι χριστιανική πόλη καί ούτε οι Ελληνες είναι χριστιανοί γι'αυτό είναι θεμιτό νά τούς σκοτώνουμε...
Οταν κάποιος δικός μας ιερέας τελέσει λειτουργία σέ ελληνικό ναό, οι ιερείς του ναού πλένουν τήν Αγία Τράπεζα σαν νά θέλουν νά απαλλαγούν
από τό μίασμα.)".
Ο πρίγκιπας της Αντιόχειας Ραϋμόνδος του Πουατιέ ήρθε να υποδεχτεί τούς βασιλείς μέσα σε γενική χαρά. Μαζί με τον Λουδοβίκο Ζ' είχε έρθει και
η βασίλισσα Ελεονώρα (Eleanor), που ήταν ανιψιά του Ραϋμόνδου. Το πάθος του βασιλιά γι' αυτήν ήταν γνωστό. Ο Raymond σκεφτόταν
να επωφεληθεί απ' αυτό για να ξαναπάρει, με τη βοήθεια του Λουδοβίκου Ζ', την περιοχή πέρα απ' τον Ορόντη, από τον αταμπέγκ του Χαλεπιού
Νουρ-εντ-Ντιν. Αυτό ήταν άλλωστε το συμφέρον των Χριστιανών, αφού ο Νουρ-εντ-Ντιν παρέμενε ο κυριότερος εχθρός και στην ουσία η
Σταυροφορία είχε επιχειρηθεί μόνο και μόνο για να σταματήσουν, μετά την πτώση της Έδεσσας, τις πιο πέρα καταχτήσεις του φοβερού Τούρκου αρχηγού
ή του πατέρα του, του Ζεγγί. Ο Ραϋμόνδος έβλεπε κιόλας τον εαυτό του, χάρη στη βοήθεια του βασιλιά της Γαλλίας, στα πρόθυρα του Χαλεπιού, όταν
έμαθε πως, από έναν αρκετά περίεργο θρησκευτικό ενδοιασμό, ο Λουδοβίκος Ζ' αρνιόταν να τον βοηθήσει, υποστηρίζοντας ότι
έχοντας ξεκινήσει για Σταυροφορία, για να υπερασπίσει τον Πανάγιο Τάφο, θα παρέβαινε το τάμα του, αν πολεμούσε τους Τούρκους στην περιοχή του
Χαλεπιού.Οι χρονογράφοι προσθέτουν, πως ο Ραϋμόνδος έγινε έξω φρενών από μια τέτοια στενοκεφαλιά...
Η στάση του Λουδοβίκου Ζ', ακατανόητη από πολιτική άποψη, ίσως εξηγείται από τήν ζηλοτυπία του για τή νεαρή γυναίκα του στήν οποία έδειχνε
μία άμμετρη συμπάθεια ο Ραϋμόνδος. Πραγματικά η Ελεονώρα ήταν φιλάρεσκη, επιπόλαιη,
καί είχε κιόλας βαρεθεί τον άντρα της. Όπως και να 'ναι, όταν ο βασιλιάς κάλεσε τη γυναίκα του να τον ακολουθήσει με το στρατό του στην Ιερουσαλήμ,
εκείνη του ανάγγειλε την πρόθεσή της να μείνει στην Αντιόχεια, κοντά στον Ραϋμόνδο, και να χωρίσει. Την πήρε δια της βίας φεύγοντας βιαστικά για την
Ιερουσαλήμ, νύχτα, χωρίς νά αποχαιρετήσει τον πρίγκιπα της Αντιόχειας.
Στην Ιερουσαλήμ, ο Κονράδος Γ' και τα υπολείμματα της γερμανικής Σταυροφορίας είχαν προηγηθεί απ' τον Λουδοβίκο Ζ'. Όταν οι δυο
ηγεμόνες ενώθηκαν στην Αγία Πόλη, η αντιβασίλισσα Μελισσάνθη τους παρακάλεσε να πολιορκήσουν τη Δαμασκό. Εκείνοι δέχτηκαν.
Έτσι η Δεύτερη Σταυροφορία, που κηρύχτηκε στην Ασία απ' τον Αγιο Βερνάρδο για να ξαναπάρει την Έδεσσα και τις πόλεις
του πριγκιπάτου της Αντιόχειας από τους Τούρκους του Χαλεπιού, τους φοβερότερους εχθρούς της λατινικής Ανατολής, απέφυγε να τους επιτεθεί, και
πήγε αντίθετα να πολεμήσει τους Δαμασκηνούς, τους παλιούς αυτούς συμμάχους του βασιλιά Φουλκ!
Γάλλοι καί Γερμανοί σταυροφόροι, ενισχυμένοι με το στρατό της Ιερουσαλήμ, βάδισαν λοιπόν ενάντια στη Δαμασκό, καί άρχισαν
την πολιορκία της, στις 24 Ιουλίου του 1148, με μιαν επίθεση από τους κήπους των νοτιοδυτικών προαστίων. Η επίθεση απέτυχε ενώ οι
βαρόνοι ήδη τσακώνονταν γιά τό μέλλον μίας πόλης τήν οποία ακόμα δέν είχαν κυριεύσει. Τελικά στίς 28 Ιουλίου, οι σταυροφόροι διέλυσαν το
στρατόπεδό τους και άρχισαν να κινούνται πίσω προς τη Γαλιλαία. Αν και τα χρήματα του εμίρη της Δαμασκού Unur, πιθανόν να
είχαν εξαγοράσει την αποχώρησή τους, αυτός δεν τους άφησε να φύγουν με την ησυχία τους. Τουρκομάνοι ελαφροί ιππείς βρίσκονταν διαρκώς
στα πλευρά τους, τοξεύοντας βέλη μέσα στο σωρό. Ο δρόμος γέμισε από πτώματα ανθρώπων και αλόγων. Στις αρχές Αυγούστου το μεγάλο
εκστρατευτικό σώμα επέστρεψε στην Παλαιστίνη και τα τοπικά στρατεύματα πήγαν στις εστίες τους. Εκείνο που κατόρθωσε ήταν να χάσει
πολλούς από τους άνδρες του και πολύ από το υλικό του και να υποστεί τρομερή ταπείνωση. Το ότι ένας τόσο λαμπρός στρατός εγκατέλειψε τον
αντικειμενικό του σκοπό μόνο μετά πέντε ημέρες αγώνα, υπήρξε σκληρό πλήγμα για το χριστιανικό γόητρο. Ο θρύλος των αήττητων ιπποτών από τη
Δύση που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της μεγάλης περιπέτειας της Πρώτης Σταυροφορίας, είχε τελείως καταρρεύσει.
Το φρόνημα του μωαμεθανικού κόσμου αναζωογονήθηκε .
Οι Φράγκοι της Συρίας και οι σταυροφόροι έφτασαν στην Ιερουσαλήμ, πολύ δυσαρεστημένοι μεταξύ τους. Για τους σταυροφόρους, οι ντόπιοι
Φράγκοι, τα «πουλάρια», όπως τους ονόμαζαν, φαίνονταν στα μάτια τους σαν προδότες. «Καλύτερα οι Τούρκοι παρά τούτοι δω οι Λεβαντίνοι»,
αυτή τη φράση περίπου βάζει στο στόμα των Γάλλων σταυροφόρων το χρονικό Ηράκλειον. Ο Γουλιέλμος της Νεμπρίζ θα
υπερθεματίσει γράφοντας πως όλα αυτά τα «πουλάρια» είναι μισομουσουλμάνοι. Όσο για τους φεουδάρχες της Συρίας, αυτοί λίγο έλειψε να
θεωρήσουν τους σταυροφόρους της Δύσης σαν επικίνδυνους φανατικούς, που έρχονταν να «σφάξουν Μουσουλμάνους», χωρίς να ξεχωρίζουν φίλους
καί εχθρούς, προς μεγάλη ζημία της φράγκικης πολιτικής. Και πρέπει να ομολογήσουμε πως η συμπεριφορά της Δεύτερης Σταυροφορίας, που
αρνήθηκε να επιτεθεί ενάντια στον φοβερό αταμπέγκ του Χαλεπιού για να τα βάλει με τους άκακους Δαμασκηνούς, δικαιολογούσε κάπως αυτή την
άποψη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Λουδοβίκος Ζ' έφυγε απ' τη Συρία το Πάσχα του 1149.
Ο Γερμανός βασιλεύς Κονράδος δεν αργοπόρησε στην Παλαιστίνη μετά την επιστροφή από τη Δαμασκό. Μαζί με την ακολουθία του επιβιβάστηκε στην Acre στις
8 Σεπτεμβρίου, σε ένα πλοίο που κατευθυνόταν στη Θεσσαλονίκη. Όταν αποβιβάστηκε εκεί, πήρε μια επείγουσα πρόσκληση από τον Μανουήλ να
περάσει τα Χριστούγεννα στην αυτοκρατορική αυλή. Τώρα υπήρχε πλήρης ομόνοια μεταξύ των δύο μοναρχών. Αν και ο νεαρός ανιψιός του Friedrich
μπορεί να εξακολουθούσε να έτρεφε μνησικακία κατά των Βυζαντινών, κατηγορώντας τους για τις γερμανικές απώλειες στη Μικρά Ασία, ο Conrad
σκεφτόταν μόνο την αξία της συμμαχίας του Μανουήλ εναντίον του Roger της Σικελίας και είχε κατακτηθεί από το προσωπικό θέλγητρο του Μανουήλ
και από τη γοητευτική του φιλοξενία. Κατά τη διάρκεια της επισκέψεώς του έγινε ο γάμος του αδελφού του, Heinrich της Αυστρίας, με την ανιψιά του
Μανουήλ, Θεοδώρα, με μεγάλη λαμπρότητα. Σκανδαλισμένοι Βυζαντινοί έκλαψαν που έβλεπαν την χαριτωμένη νεαρή πριγκίπισσα να καταδικάζεται
σε μια τόσο βάρβαρη μοίρα- "να θυσιάζεται στο τέρας της Δύσεως", όπως έγραψε στη μητέρα της με συμπάθεια ένας αυλικός ποιητής- αλλά ο γάμος
σημείωσε την πλήρη συμφιλίωση των αυλών της Γερμανίας και του Βυζαντίου. Όταν ο Conrad έφυγε από την Κωνσταντινούπολη τον Φεβρουάριο του
1149 για να επιστρέψει στη Γερμανία, είχε γίνει μεταξύ των συμμαχία εναντίον του Ρογήρου της Σικελίας, του οποίου τα εδάφη στην Ιταλία είχαν σκοπό
να μοιράσουν .
Ενώ ο Conrad απολάμβανε τις ανέσεις της Κωνσταντινουπόλεως, ο βασιλεύς Louis παρέμενε στην Παλαιστίνη.
Ο αββάς Σούγκερ του έγραψε επανειλημμένως παρακαλώντας τον να επανέλθει στη Γαλλία, αλλ' αυτός δεν μπορούσε να πάρει την απόφαση.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήθελε να περάσει ένα Πάσχα στην Ιερουσαλήμ. Ήξερε ότι μετά την επιστροφή του θ' ακολουθούσε ένα διαζύγιο με όλες
τις πολιτικές του συνέπειες. Επιδίωξε ν' αναβάλει την κακή μέρα. Στο μεταξύ, ενώ ο Conrad ανανέωνε τη φιλία του με το Βυζάντιο, η μνησικακία του
Louis κατά του Μανουήλ μεγάλωνε όλο και περισσότερο όσο τη σκεφτόταν. Αλλαξε την πολιτική του και επιδίωξε τη συμμαχία του
Νορμανδού βασιλιά της Σικελίας.
Ετσι, στις αρχές του καλοκαιριού του 1149, ο Louis έφυγε από τη Παλαιστίνη με σικελικό πλοίο, το οποίο ενώθηκε σε λίγο
με τη σικελική μοίρα που περιπολούσε στα νερά της ανατολικής Μεσογείου. Ο σικελικός πόλεμος εναντίον του Βυζαντίου εξακολουθούσε να βρίσκεται σε
εξέλιξη και όταν ο στόλος παρέκαμπτε την Πελοπόννησο, δέχτηκε επίθεση από το βυζαντινό ναυτικό. Ο βασιλεύς Louis έδωσε βιαστικά διαταγή
να υψωθεί η γαλλική σημαία στο πλοίο του και γι' αυτό του επετράπη να συνεχίσει τον πλουν του. Αλλά ένα πλοίο που είχε μέσα πολλούς από
την ακολουθία του και από τα υπάρχοντά του αιχμαλωτίσθηκε και μεταφέρθηκε ως λεία πολέμου στην Κωνσταντινούπολη. Πέρασαν πολλοί μήνες ώσπου
να συμφωνήσει ο αυτοκράτωρ να στείλει πίσω τους ανθρώπους και τα πράγματα στη Γαλλία
Ας κλείσουμε τήν ενότητα μέ τό συμπέρασμα του Ράνσιμαν σχετικά μέ τήν αποτυχία της Δεύτερης Σταυροφορίας:
«Καμιά μεσαιωνική επιχείρηση δεν ξεκίνησε με πιο λαμπρές ελπίδες. Σχεδιασμένη από τον πάπα, κηρυγμένη και εμπνευσμένη από τη χρυσή ευγλωττία του Αγίου Bernard και υπό την ηγεσία των δύο μεγαλύτερων ηγεμόνων της δυτικής Ευρώπης, είχε δώσει τόσες πολλές υποσχέσεις για τη δόξα και τη σωτηρία της Χριστιανοσύνης.
Αλλά όταν έφθασε στο επαίσχυντο τέλος της με την θλιβερή υποχώρηση από τη Δαμασκό, το μόνο που είχε κατορθώσει ήταν να οξύνει τις σχέσεις μεταξύ των δυτικών χριστιανών και των Βυζαντινών, σχεδόν ως το σημείο της ρήξεως, να σπείρει υποψίες μεταξύ των νεοφερμένων σταυροφόρων και των Φράγκων που ήταν εγκαταστημένοι στην Ανατολή, να χωρίσει τους δυτικούς Φράγκους ηγεμόνες μεταξύ τους, να φέρει τους μωαμεθανούς πλησιέστερα τους μεν προς τους δε, και να καταφέρει θανάσιμο πλήγμα στη φήμη των Φράγκων ως ανίκητων πολεμιστών.
Μπορεί οι Γάλλοι να επιζήτησαν να επιρρίψουν την ευθύνη για την αποτυχία σε άλλους, στον δόλιο αυτοκράτορα Μανουήλ ή στους χλιαρούς Παλαιστινίους βαρόνους, και ο Αγιος Bernard μπορεί να εκσφενδόνιζε μύδρους εναντίον των κακών ανθρώπων οι οποίοι έφεραν εμπόδια στους σκοπούς του Θεού. Αλλά στην πραγματικότητα η Δεύτερη Σταυροφορία κατέληξε στο μηδέν εξ αίτιας των αρχηγών της, με τη βαναυσότητά τους, την αμάθειά τους και την άκαρπη ανοησία τους.»